Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Γλαύκος ο Ανθηδόνιος

Ο Γλαύκος ο Ανθηδόνιος ήταν θαλάσσιος δαίμονας, η προσωποποίηση του γαλάζιου κύματος που αντανακλά το γλαυκό χρώμα του ουρανού, γνωστός και ως «Γλαύκος ο Πόντιος» ή «ο Θαλάσσιος». Αργότερα έγινε η προσωποποίηση του όλου θαλάσσιου βίου.

Ο μύθος


Ο αρχικός του μύθος ξεκινά από την Ανθηδόνα, μικρό λιμάνι στη Βοιωτία, από όπου και η επωνυμία.

Ο Γλαύκος ήταν γιος του ιδρυτή της Ανθηδόνας και της Αλκυόνης. Αργότερα, ο μύθος του διαδόθηκε σε όλες τις Κυκλάδες και γενικά στις ακτές, με τη μορφή κυρίως λαϊκών παραδόσεων.

Κατά τον Παυσανία ο Γλαύκος ήταν φτωχός ψαράς που όταν γέρασε γκρεμίστηκε από κάποιο βράχο της πατρίδας του («Γλαύκου Πήδημα») για να πεθάνει, αλλά αντί για θάνατο βρήκε την αθανασία τρώγοντας ένα μαγικό βότανο που μπορούσε να ξαναζωντανεύει τα ψάρια.

Οι θαλάσσιες θεότητες τον απάλλαξαν από κάθε θνητό στοιχείο και τον μεταμόρφωσαν: οι ώμοι του πλάτυναν, απέκτησε ουρά ψαριού και πράσινα γένεια.

Ο Γλαύκος ήταν όμως δυστυχισμένος με την αθανασία του αυτή, καταδικασμένος να περιπλανάται συνεχώς από τη μία παραλία στην άλλη. Απέκτησε συνεκδοχικά και το «προνόμιο» να προλέγει τη δυστυχία.

Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο Γλαύκος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Ναΐδας, ή της Ευβοίας και του Πολύβου (γιου του Ερμή). Εμφανιζόταν στους ναυτικούς ως μελαγχολικός γέρος, με σώμα αδύνατο και γεμάτο κοχύλια και φύκια, κλαίγοντας για την αθανασία του. Τους προειδοποιούσε όταν επρόκειτο να φυσήξουν δυνατοί άνεμοι με θορυβώδεις χρησμούς.

Επιπλέον μύθοι μιλούν και για τους έρωτες του Γλαύκου, που αύξησαν τη δυστυχία του. Αγάπησε τη Σκύλλα, η οποία ανταποκρίθηκε στον έρωτά του. Η Κίρκη όμως, ζηλεύοντας την ευτυχία τους, δηλητηρίασε το λουτρό της Σκύλλας, και αυτή μεταμορφώθηκε σε τέρας.

Ο έρωτας όμως του Γλαύκου διατηρήθηκε και μετά τη μεταμόρφωση αυτή. Ο έρωτας του Γλαύκου προς την Αριάδνη ήταν επίσης άτυχος. Η Αριάδνη έγινε σύζυγος του Διονύσου, και ο Γλαύκος προσκολλήθηκε στον θίασό του.

Ως θαλάσσιος δαίμονας, ο Γλαύκος γίνεται σύντροφος του Νηρέα, των Νηρηίδων, του Ποσειδώνα, της Αμφιτρίτης και άλλων θαλασσινών θεοτήτων. Μεταμορφώνεται και σε γυναίκα, τη Γλαύκη, που βγάζοντας από τα κύματα το άσπρο της κεφάλι τρομάζει τους ναύτες, ή σε Σειρήνα που κρατά στα χέρια της δύο νεαρούς.

Κατά μία παράδοση, ο Γλαύκος παρουσιάσθηκε στον Μενέλαο όταν αυτός περνούσε το ακρωτήριο Μαλέας επιστρέφοντας από την Τροία. Λεγόταν επίσης ότι ο Γλαύκος βοήθησε τους Αργοναύτες στην εκστρατεία τους, και μάλιστα πολέμησε μαζί τους ενάντια στους Τυρρηνούς κυβερνώντας την «Αργώ» και ήταν ο μόνος που δεν τραυματίσθηκε σε εκείνη τη μάχη. Ο Βιργίλιος θεωρεί τον Γλαύκο πατέρα της Σίβυλλας Δηιφόβης.

Οι πολυάριθμοι αυτοί μύθοι ενέπνευσαν ποιητές και καλλιτέχνες, όπως ήταν ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος (που έγραψε και τον «Πόντιον» ή «Ποτνιέα Γλαύκον») και ιδίως ο Οβίδιος. Στα γλυπτά έργα, ο Γλαύκος παριστάνεται με το επάνω μισό σώμα του ανθρώπινο και με το υπόλοιπο σαν ψάρι, μαλλιά άφθονα ριγμένα στους ώμους, μεγάλο πηγούνι, πυκνά και μεγάλα φρύδια και κοιλιά σκεπασμένη με όστρακα και φύκια.

Ο Πλάτωνας παραβάλλει στην Πολιτεία του (Ι 611) τον Γλαύκο με την ανθρώπινη ψυχή, τη μολυσμένη από γήινες «ακαθαρσίες». Από τους νεότερους λογοτέχνες που εμπνεύσθηκαν από τους μύθους για τον Γλαύκο σημαντικότεροι είναι οι E. Winet και E. Renan.


Πηγή