«Ο έρωτας είναι μέθεξη αλλά δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να βιώσουν τον απόλυτο έρωτα» λέει στο «Νέο Κόσμο» ο καθηγητής Μιχάλης Τσιανίκας
Την έννοια του έρωτα και τη σημασία που έχει αυτός για την ζωή και την ύπαρξη ενός ανθρώπου ανέλυσαν ομογενείς στο ελληνικό συμπόσιο που επιμελήθηκε η ελληνικής καταγωγής συγγραφέας του βιβλίου «Ελληνική Ζωή», κ. Ευγενία Παντάχου, την περασμένη Τετάρτη 15 Νοεμβρίου με κεντρικό ομιλητή τον καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Flinders , Μιχάλη Τσιανίκα.
«Η λέξη συμπόσιο προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα και είναι συνδυασμός των λέξεων συν+πίνω και αυτό ακριβώς συνέβη στην εκδήλωση στην οποία μαζί με την Ευγενία καλωσορίσαμε συμπαροίκους που μας έκαναν την τιμή να παραβρεθούν για να μελετήσουμε την ελληνική παράδοση και τον ελληνικό πολιτισμό και να αναλύσουμε την ανώτερη έννοια του έρωτα που διαφαίνεται μέσα στη ζωή όλων των συνανθρώπων μας ανεξαρτήτου φύλου, θρησκείας, καταγωγής και ηλικίας», λέει στον «Νέο Κόσμο» ο καθηγητής κ. Τσιανίκας.
Θεοί και ήρωες γεμάτοι πάθη και αδυναμίες που ερωτεύονταν όπως οι κοινοί θνητοί και γίνονταν δέσμιοι του αρχέγονου πάθους, του πανάρχαιου έρωτα και της αγάπης οι αρχαίοι Έλληνες ήταν εκείνοι που για πρώτη φορά μίλησαν για την έννοια και την σημασία του έρωτα.
Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά το Συμπόσιο του Πλάτωνα όπου οι πολίτες εκείνης της εποχής κλήθηκαν να συζητήσουν την ουσία του έρωτα που διαπερνά όλες τις εκφάνσεις της ζωής ακόμα και της υλικής και να αναλύσουν την δύναμη αυτή η οποία εμψυχώνει και σπρώχνει τον άνθρωπο πάντα προς το ωραίο, διαπιστώνει γιατί τελικά ο έρωτας είναι τόσο σημαντικός στη ζωή ενός ανθρώπου.
«Ταξιδεύοντας νοερά 2.500 χιλιάδες χρόνια πίσω όταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι συγκεντρώθηκαν για να αναλύσουν και να κατανοήσουν τι είναι τελικά ο έρωτας και γιατί είναι τόσο σημαντικός στη ζωή ενός ανθρώπου, θα διαπιστώσει πως εκείνοι είχαν πρώτοι ανακαλύψει τις τρείς πτυχές του έρωτα όπως ο ίδιος ο Πλάτωνας μετέφερε στα γραπτά του από τις συνομιλίες που είχε με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής και φυσικά από τις μαρτυρίες και διδασκαλίες του προκατόχου του, Σωκράτη».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Μιχάλη Τσιανίκα, ο έρωτας είναι μια διαρκής άνοδος από τον οποίο απουσιάζει ρητά η βία ανάμεσα στο ζευγάρι των ερωτευμένων και για τους αρχαίους Έλληνες τρία είναι τα στάδια εκείνα που οδηγούν στην επίτευξη του απολύτου έρωτα, με αφετηρία την φυσική έλξη και εξωτερική ομορφιά, η οποία, όμως, δεν φαίνεται να διαδραμάτιζε εξέχοντα ρόλο στην ερωτική εξέλιξη μιας σχέσης μεταξύ των προγόνων μας.
«Το πρώτο στάδιο του έρωτα αφορά την φυσική έλξη που επιτυγχάνεται με την εξωτερική εμφάνιση, όταν αυτή «τραβά» κατά κάποιον τρόπο την προσοχή και το ενδιαφέρον ενός ατόμου προς ένα άλλο, αλλά είναι αλήθεια πως ο σαρκικός έρωτας μέσα στο διάλογο του Πλάτωνα φαίνεται να μην είναι μείζονας σημασίας.
«Ο φιλόσοφος περνά γρήγορα στο δεύτερο πολύ σημαντικό στάδιο της εσωτερικής «ηθικής», δηλαδή της ομορφιάς του ψυχικού κόσμου που όταν με την σειρά του επιτευχθεί οδηγεί ο ζευγάρι πολύ κοντά στην επιδίωξη του τρίτου σταδίου, της διανοητικής έλξης, της νοητικής ομορφιάς όπου δύο άτομα κατορθώνουν να επικοινωνήσουν πλέον σε τρία επίπεδα και να φτάσουν αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα αντιλαμβάνονται ως έρωτα».
Παρά το γεγονός ότι τα τρία αυτά στάδια αποτελούν μια ολοκληρωμένη εικόνα της έννοιας αυτής, ωστόσο δεν αποτελούν την ερωτική ολοκλήρωση ενός ατόμου.
«Ο έρωτας είναι όντως αγνώστου ετύμου αλλά ένας εκ των παραβρισκόμενων στο Συμπόσιο το συνάπτει παραετυμολογικά, δηλαδή ως γλωσσικό παίγνιο, με το ερωτώ, επειδή ο έρωτας πάντα ψάχνει και ρωτά, ασίγαστος και ακοίμητος, όπως τα νερά της θάλασσας, τα αεικίνητα ρεύματα της καρδιάς, το απαρηγόρητο χτύπημα της σκέψης, τον βαθύ παφλασμό των και μετά θάνατο επιθυμιών» εξηγεί ο καθηγητής Τσιανίκας.
Ως γνωστόν, η έννοια του έρωτα προϋπήρχε του χριστιανισμού και ως κοινωνική αρετή είναι θεμελιώδης και η έλλειψή του δεν δικαιολογείται. Η λέξη έρωτας όχι μόνον ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες, αλλά και πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τον όρο αυτό, μαζί με τα παράγωγά του, σε πλήθος συγγραμμάτων τους.
«Αφού επιτευχθούν τα τρία αυτά στάδια, ο ερωτευμένος θνητός – αν είναι τυχερός και ικανός – ενδεχομένως να επιτρέψει στον εαυτό του να αφεθεί και να ερωτευτεί την ίδια την ιδέα του έρωτα και να φτάσει έτσι στο απόλυτο, στο πιο τέλειο ερωτικό συναίσθημα και στην ουσιαστική αποθέωση της ιδέας αυτής έξω από την πραγματικότητα, μακριά από τον απτό κόσμο των αντικειμένων, των εμπειριών και των πραγμάτων.
«Βέβαια, κάποιοι άνθρωποι ερωτεύονται πιο «σωστά» από άλλους και μπορούν μέσα από την πλατωνική αυτή διαδικασία να εξυψωθούν στην ανώτερη αυτή κλίμακα ενώ αυτοί που είναι δέσμιοι του σαρκικού έρωτα φαίνεται ότι είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν «ες αεί» στο πρώτο επίπεδο και συνεπώς να είναι πάντα δέσμιοι μέσα στο σπήλαιο της άγνοιας τους».
Αν όμως ο έρωτας αποτελεί αποκλειστικά ένα εξυψωτικό γεγονός, τότε πώς εξηγούνται τα τόσα εγκλήματα πάθους και πως δικαιολογείται ο αριθμός των κοινών αυτών θνητών που παραδέχονται πως έχουν επανειλημμένα καταστραφεί μέσα από τον έρωτα;
«Εκεί ακριβώς έγκειται και το μεγαλείο του συμποσίου του Πλάτωνα καθώς και ο έξυπνος τρόπος που ο φιλόσοφος παρουσιάζει τους θαμώνες της βραδιάς εκείνης. Οι διάλογοι που συμπεριλαμβάνει στην ιστορική αυτή συνάντηση ο Πλάτωνας δεν είναι μόνο φιλοσοφικοί όπως συνήθιζαν να κάνουν άλλοι διανοούμενοι της εποχής αλλά και διαδραστικοί με δραματική υφή, η οποία κορυφώνεται με την παρουσία του Σωκράτη που φτάνει μεν καθυστερημένος αλλά επιθυμεί να συμμετάσχει στο συμπόσιο και να αναλύσει την ιδέα του έρωτα όπως ο ίδιος την αντιλήφθηκε μετά την συνάντηση που είχε με μια γυναίκα, την Διοτίμα από την Μαντίνεια.
«Μετά τον κωμικό Αριστοφάνη ο οποίος αναφέρθηκε στην αιώνια τιμωρία του Δία να καταδικάσει τους κοινούς θνητούς να αναζητούν ανεπιτυχώς το απόλυτο ταίρι τους, ως απάντηση στην αλαζονεία που επέδειξαν οι άνθρωποι μετά την δημιουργία τους να θεωρούν τους εαυτούς τους ως τέλεια όντα, το λόγο πήρε ο Σωκράτης ο οποίος εξήγησε όσα του είχε πρωτύτερα διδάξει η Διοτίμα» εξηγεί ο καθηγητής Τσιανίκας.
«Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Σωκράτη η Διοτίμα υποστήριξε πως ο έρωτας δεν είναι κοινός θνητός αλλά ούτε και ο πιο αρχαίος και πιο τέλειος θεός όπως συνήθιζαν να τον χαρακτηρίζουν οι περισσότεροι διανοούμενοι της εποχής αφού δεν μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς αυτόν.
«Για την Διοτίμα, ο έρωτας ήταν «δαίμονας». Η έννοια του δαίμονα την εποχή εκείνη μεταφράζονταν ως κάτι μεταξύ θεϊκού και ανθρώπινου, παρόμοιο με αυτό που σήμερα ονομάζει η ορθοδοξία ως αγγελικό».
Ταυτόχρονα, η Διοτίμα έκανε λόγο για την διπλή φύση του έρωτα δίνοντας έτσι απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματα του πάθους, της ζήλειας και της σκοτεινής πλευράς του πιο ολοκληρωμένου συναισθήματος.
«Σύμφωνα με την Διατίμα ο έρωτας είναι αριστοκρατικός μεν, επαίτης δε.
«Η εξήγηση και οι ρίζες της διπλής αυτής φύσης βρίσκεται και πάλι στην αρχαία Ελλάδα και στην μεγάλη γιορτή που διοργάνωσε κάποτε ο Δίας προς τιμήν της θεάς Αφροδίτης, στην οποία έδωσε το παρόν ως επίτιμος προσκεκλημένος και ο πιο όμορφος, ο πιο πλούσιος και ο πιο γενναιόδωρος θνητός της εποχής εκείνης, ο «Πόρος» ο οποίος αφού ήπιε νέκταρ, μέθυσε και βγήκε έξω στον κήπο για να ξαποστάσει όπου και αποκοιμήθηκε. Όμως μέσα από τους θάμνους παρακολουθούσε μια γυναίκα, η Πενία, η οποία όταν τον αντίκρυσε, θαμπωμένη από την ομορφιά του βρήκε την ευκαιρία να πλαγιάσει μαζί του και από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο έρωτας, ο οποίος ναι μεν διακατέχεται από την ομορφιά και την μεγαλειώδη γενναιοδωρία του πατέρα του αλλά έχει κληρονομήσει και την σκοτεινή και ατελή φύση της μητέρας του με αποτέλεσμα να έλκεται από δύο διαφορετικούς πόλους, να είναι απόλυτα φωτεινός και τέλειος και συνάμα σκοτεινός και έρμαιο των παθών και των πόθων του», εξηγεί ο καθηγητής.
Κι ενώ οι συζητήσεις κατά την διάρκεια του συμποσίου συνεχίζονταν κλίνοντας και προς τις δύο μεριές, την τελική «λύση» στην κουβέντα αυτή περί έρωτος, την λύση όπως αρμόζει σε κάθε αρχαίο δράμα, έρχεται να δώσει ο τελευταίος πρωταγωνιστής της θεατρικής αυτής πράξης που δεν είναι άλλος από τον ομορφότερο και πλουσιότερο Αθηναίο, τον Αλκιβιάδη ο οποίος ξημερώματα πια εμφανίζεται μεθυσμένος ενώπιων όλων και παραληρηματικά εξομολογείται μέσα από μια έντονη σκηνή ζηλοτυπίας τον έρωτα του για τον φιλόσοφο Σωκράτη.
«Δεν υπάρχει μια ομαλή λήξη στο συμπόσιο και έως σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε συνειδητά ή ασυνείδητα αυτό το τέχνασμα για να εκφράσει τη δική του άποψη πάνω στο θέμα του έρωτα αλλά αυτό στο οποίο καταλήγουμε μελετώντας τους αρχαίους προγόνους μας είναι πως κανείς δε μπορεί να βάλει φραγμούς στον άνθρωπο εκείνο που αναζητά την επαφή, την εξύψωση και την απόλυτη ευχαρίστηση.
«Αν καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα, αυτό είναι πως κανείς δεν είναι ικανός να εξηγήσει, να ελέγξει και πόσο μάλλον να τιθασεύσει τον απόλυτο έρωτα» καταλήγει ο καθηγητής κ. Τσιανίκας.
Πηγή
Την έννοια του έρωτα και τη σημασία που έχει αυτός για την ζωή και την ύπαρξη ενός ανθρώπου ανέλυσαν ομογενείς στο ελληνικό συμπόσιο που επιμελήθηκε η ελληνικής καταγωγής συγγραφέας του βιβλίου «Ελληνική Ζωή», κ. Ευγενία Παντάχου, την περασμένη Τετάρτη 15 Νοεμβρίου με κεντρικό ομιλητή τον καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Flinders , Μιχάλη Τσιανίκα.
«Η λέξη συμπόσιο προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα και είναι συνδυασμός των λέξεων συν+πίνω και αυτό ακριβώς συνέβη στην εκδήλωση στην οποία μαζί με την Ευγενία καλωσορίσαμε συμπαροίκους που μας έκαναν την τιμή να παραβρεθούν για να μελετήσουμε την ελληνική παράδοση και τον ελληνικό πολιτισμό και να αναλύσουμε την ανώτερη έννοια του έρωτα που διαφαίνεται μέσα στη ζωή όλων των συνανθρώπων μας ανεξαρτήτου φύλου, θρησκείας, καταγωγής και ηλικίας», λέει στον «Νέο Κόσμο» ο καθηγητής κ. Τσιανίκας.
Θεοί και ήρωες γεμάτοι πάθη και αδυναμίες που ερωτεύονταν όπως οι κοινοί θνητοί και γίνονταν δέσμιοι του αρχέγονου πάθους, του πανάρχαιου έρωτα και της αγάπης οι αρχαίοι Έλληνες ήταν εκείνοι που για πρώτη φορά μίλησαν για την έννοια και την σημασία του έρωτα.
Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά το Συμπόσιο του Πλάτωνα όπου οι πολίτες εκείνης της εποχής κλήθηκαν να συζητήσουν την ουσία του έρωτα που διαπερνά όλες τις εκφάνσεις της ζωής ακόμα και της υλικής και να αναλύσουν την δύναμη αυτή η οποία εμψυχώνει και σπρώχνει τον άνθρωπο πάντα προς το ωραίο, διαπιστώνει γιατί τελικά ο έρωτας είναι τόσο σημαντικός στη ζωή ενός ανθρώπου.
«Ταξιδεύοντας νοερά 2.500 χιλιάδες χρόνια πίσω όταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι συγκεντρώθηκαν για να αναλύσουν και να κατανοήσουν τι είναι τελικά ο έρωτας και γιατί είναι τόσο σημαντικός στη ζωή ενός ανθρώπου, θα διαπιστώσει πως εκείνοι είχαν πρώτοι ανακαλύψει τις τρείς πτυχές του έρωτα όπως ο ίδιος ο Πλάτωνας μετέφερε στα γραπτά του από τις συνομιλίες που είχε με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής και φυσικά από τις μαρτυρίες και διδασκαλίες του προκατόχου του, Σωκράτη».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Μιχάλη Τσιανίκα, ο έρωτας είναι μια διαρκής άνοδος από τον οποίο απουσιάζει ρητά η βία ανάμεσα στο ζευγάρι των ερωτευμένων και για τους αρχαίους Έλληνες τρία είναι τα στάδια εκείνα που οδηγούν στην επίτευξη του απολύτου έρωτα, με αφετηρία την φυσική έλξη και εξωτερική ομορφιά, η οποία, όμως, δεν φαίνεται να διαδραμάτιζε εξέχοντα ρόλο στην ερωτική εξέλιξη μιας σχέσης μεταξύ των προγόνων μας.
«Το πρώτο στάδιο του έρωτα αφορά την φυσική έλξη που επιτυγχάνεται με την εξωτερική εμφάνιση, όταν αυτή «τραβά» κατά κάποιον τρόπο την προσοχή και το ενδιαφέρον ενός ατόμου προς ένα άλλο, αλλά είναι αλήθεια πως ο σαρκικός έρωτας μέσα στο διάλογο του Πλάτωνα φαίνεται να μην είναι μείζονας σημασίας.
«Ο φιλόσοφος περνά γρήγορα στο δεύτερο πολύ σημαντικό στάδιο της εσωτερικής «ηθικής», δηλαδή της ομορφιάς του ψυχικού κόσμου που όταν με την σειρά του επιτευχθεί οδηγεί ο ζευγάρι πολύ κοντά στην επιδίωξη του τρίτου σταδίου, της διανοητικής έλξης, της νοητικής ομορφιάς όπου δύο άτομα κατορθώνουν να επικοινωνήσουν πλέον σε τρία επίπεδα και να φτάσουν αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα αντιλαμβάνονται ως έρωτα».
Παρά το γεγονός ότι τα τρία αυτά στάδια αποτελούν μια ολοκληρωμένη εικόνα της έννοιας αυτής, ωστόσο δεν αποτελούν την ερωτική ολοκλήρωση ενός ατόμου.
«Ο έρωτας είναι όντως αγνώστου ετύμου αλλά ένας εκ των παραβρισκόμενων στο Συμπόσιο το συνάπτει παραετυμολογικά, δηλαδή ως γλωσσικό παίγνιο, με το ερωτώ, επειδή ο έρωτας πάντα ψάχνει και ρωτά, ασίγαστος και ακοίμητος, όπως τα νερά της θάλασσας, τα αεικίνητα ρεύματα της καρδιάς, το απαρηγόρητο χτύπημα της σκέψης, τον βαθύ παφλασμό των και μετά θάνατο επιθυμιών» εξηγεί ο καθηγητής Τσιανίκας.
Ως γνωστόν, η έννοια του έρωτα προϋπήρχε του χριστιανισμού και ως κοινωνική αρετή είναι θεμελιώδης και η έλλειψή του δεν δικαιολογείται. Η λέξη έρωτας όχι μόνον ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες, αλλά και πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τον όρο αυτό, μαζί με τα παράγωγά του, σε πλήθος συγγραμμάτων τους.
«Αφού επιτευχθούν τα τρία αυτά στάδια, ο ερωτευμένος θνητός – αν είναι τυχερός και ικανός – ενδεχομένως να επιτρέψει στον εαυτό του να αφεθεί και να ερωτευτεί την ίδια την ιδέα του έρωτα και να φτάσει έτσι στο απόλυτο, στο πιο τέλειο ερωτικό συναίσθημα και στην ουσιαστική αποθέωση της ιδέας αυτής έξω από την πραγματικότητα, μακριά από τον απτό κόσμο των αντικειμένων, των εμπειριών και των πραγμάτων.
«Βέβαια, κάποιοι άνθρωποι ερωτεύονται πιο «σωστά» από άλλους και μπορούν μέσα από την πλατωνική αυτή διαδικασία να εξυψωθούν στην ανώτερη αυτή κλίμακα ενώ αυτοί που είναι δέσμιοι του σαρκικού έρωτα φαίνεται ότι είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν «ες αεί» στο πρώτο επίπεδο και συνεπώς να είναι πάντα δέσμιοι μέσα στο σπήλαιο της άγνοιας τους».
Αν όμως ο έρωτας αποτελεί αποκλειστικά ένα εξυψωτικό γεγονός, τότε πώς εξηγούνται τα τόσα εγκλήματα πάθους και πως δικαιολογείται ο αριθμός των κοινών αυτών θνητών που παραδέχονται πως έχουν επανειλημμένα καταστραφεί μέσα από τον έρωτα;
«Εκεί ακριβώς έγκειται και το μεγαλείο του συμποσίου του Πλάτωνα καθώς και ο έξυπνος τρόπος που ο φιλόσοφος παρουσιάζει τους θαμώνες της βραδιάς εκείνης. Οι διάλογοι που συμπεριλαμβάνει στην ιστορική αυτή συνάντηση ο Πλάτωνας δεν είναι μόνο φιλοσοφικοί όπως συνήθιζαν να κάνουν άλλοι διανοούμενοι της εποχής αλλά και διαδραστικοί με δραματική υφή, η οποία κορυφώνεται με την παρουσία του Σωκράτη που φτάνει μεν καθυστερημένος αλλά επιθυμεί να συμμετάσχει στο συμπόσιο και να αναλύσει την ιδέα του έρωτα όπως ο ίδιος την αντιλήφθηκε μετά την συνάντηση που είχε με μια γυναίκα, την Διοτίμα από την Μαντίνεια.
«Μετά τον κωμικό Αριστοφάνη ο οποίος αναφέρθηκε στην αιώνια τιμωρία του Δία να καταδικάσει τους κοινούς θνητούς να αναζητούν ανεπιτυχώς το απόλυτο ταίρι τους, ως απάντηση στην αλαζονεία που επέδειξαν οι άνθρωποι μετά την δημιουργία τους να θεωρούν τους εαυτούς τους ως τέλεια όντα, το λόγο πήρε ο Σωκράτης ο οποίος εξήγησε όσα του είχε πρωτύτερα διδάξει η Διοτίμα» εξηγεί ο καθηγητής Τσιανίκας.
«Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Σωκράτη η Διοτίμα υποστήριξε πως ο έρωτας δεν είναι κοινός θνητός αλλά ούτε και ο πιο αρχαίος και πιο τέλειος θεός όπως συνήθιζαν να τον χαρακτηρίζουν οι περισσότεροι διανοούμενοι της εποχής αφού δεν μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς αυτόν.
«Για την Διοτίμα, ο έρωτας ήταν «δαίμονας». Η έννοια του δαίμονα την εποχή εκείνη μεταφράζονταν ως κάτι μεταξύ θεϊκού και ανθρώπινου, παρόμοιο με αυτό που σήμερα ονομάζει η ορθοδοξία ως αγγελικό».
Ταυτόχρονα, η Διοτίμα έκανε λόγο για την διπλή φύση του έρωτα δίνοντας έτσι απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματα του πάθους, της ζήλειας και της σκοτεινής πλευράς του πιο ολοκληρωμένου συναισθήματος.
«Σύμφωνα με την Διατίμα ο έρωτας είναι αριστοκρατικός μεν, επαίτης δε.
«Η εξήγηση και οι ρίζες της διπλής αυτής φύσης βρίσκεται και πάλι στην αρχαία Ελλάδα και στην μεγάλη γιορτή που διοργάνωσε κάποτε ο Δίας προς τιμήν της θεάς Αφροδίτης, στην οποία έδωσε το παρόν ως επίτιμος προσκεκλημένος και ο πιο όμορφος, ο πιο πλούσιος και ο πιο γενναιόδωρος θνητός της εποχής εκείνης, ο «Πόρος» ο οποίος αφού ήπιε νέκταρ, μέθυσε και βγήκε έξω στον κήπο για να ξαποστάσει όπου και αποκοιμήθηκε. Όμως μέσα από τους θάμνους παρακολουθούσε μια γυναίκα, η Πενία, η οποία όταν τον αντίκρυσε, θαμπωμένη από την ομορφιά του βρήκε την ευκαιρία να πλαγιάσει μαζί του και από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο έρωτας, ο οποίος ναι μεν διακατέχεται από την ομορφιά και την μεγαλειώδη γενναιοδωρία του πατέρα του αλλά έχει κληρονομήσει και την σκοτεινή και ατελή φύση της μητέρας του με αποτέλεσμα να έλκεται από δύο διαφορετικούς πόλους, να είναι απόλυτα φωτεινός και τέλειος και συνάμα σκοτεινός και έρμαιο των παθών και των πόθων του», εξηγεί ο καθηγητής.
Κι ενώ οι συζητήσεις κατά την διάρκεια του συμποσίου συνεχίζονταν κλίνοντας και προς τις δύο μεριές, την τελική «λύση» στην κουβέντα αυτή περί έρωτος, την λύση όπως αρμόζει σε κάθε αρχαίο δράμα, έρχεται να δώσει ο τελευταίος πρωταγωνιστής της θεατρικής αυτής πράξης που δεν είναι άλλος από τον ομορφότερο και πλουσιότερο Αθηναίο, τον Αλκιβιάδη ο οποίος ξημερώματα πια εμφανίζεται μεθυσμένος ενώπιων όλων και παραληρηματικά εξομολογείται μέσα από μια έντονη σκηνή ζηλοτυπίας τον έρωτα του για τον φιλόσοφο Σωκράτη.
«Δεν υπάρχει μια ομαλή λήξη στο συμπόσιο και έως σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε συνειδητά ή ασυνείδητα αυτό το τέχνασμα για να εκφράσει τη δική του άποψη πάνω στο θέμα του έρωτα αλλά αυτό στο οποίο καταλήγουμε μελετώντας τους αρχαίους προγόνους μας είναι πως κανείς δε μπορεί να βάλει φραγμούς στον άνθρωπο εκείνο που αναζητά την επαφή, την εξύψωση και την απόλυτη ευχαρίστηση.
«Αν καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα, αυτό είναι πως κανείς δεν είναι ικανός να εξηγήσει, να ελέγξει και πόσο μάλλον να τιθασεύσει τον απόλυτο έρωτα» καταλήγει ο καθηγητής κ. Τσιανίκας.
Πηγή