Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Ήταν οι Σουμέριοι πανάρχαιοι Κρήτες;

Ο Ευήμερος αναφέρει ότι, οι πανάρχαιοι Έλληνες Μινωικοί Κρήτες οδηγούμενοι υπό του Διός, είχαν εποικήσει την Αραβία, την Περσία, τα νησιά του Ινδικού Ωκεανού, την νήσο Παγχαία, την Μεσοποταμία, όπου πολύ αργότερα ονομάσθηκαν Σουμέριοι, μέχρι και τον Εύξεινο Πόντο, όπου εμφανίσθηκαν και εγκαταστάθηκαν ως Χάλυβες. Φιλέλληνες Ινδοί της Καλκούτας, λένε:

Πιστεύουμε ότι ήρθαμε απ’τήν Κρήτη πολύ πριν από τον Αλέξανδρο (τουλάχιστον κάποιοι από εμάς). Κρητικές σφραγίδες έχουν ανακαλυφθεί στην περιοχή μας. Το λιμάνι Γιάνγκ ήταν πολύ αρχαίο λιμάνι και η ιστορία των πραγματικών Αργοναυτικών πρέπει να είναι κρυμμένη εκεί. (Οικονομικός Ταχυδρόμος 6-10-94).

Μήπως αυτή η λεγόμενη Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα; και η κάποια; άγνωστη μεσογειακή θα έπρεπε να λέγεται Ελληνοκρητομινωϊκή;. O αρχαιολόγος S.K.CHATTERGI στο κεφάλαιο του περίφημου βιβλίου του Ιστορία και πολιτισμός του Ινδικού λαού όχι μονάχα παραδέχεται τη μεγάλη μετανάστευση από τα νησιά του Αιγαίου με επίκεντρο τη νήσο Κρήτη, αλλά επιμένει στην καταγωγή του ινδικού λαού από τους προέλληνες του Αιγαίου.

Ένας Ινδός αρχαιολόγος αναζητώντας παλιούς ναούς βουδικούς στο Πακιστάν το 1922, βρήκε τον ένα μετά τον άλλο έξι σφραγιδόλιθους με εικονογραφική ανάγλυφη παράσταση, τέλειας τέχνης.
Μην κατορθώνοντας να ερμηνεύσει αυτούς αποτείνεται στον ανατολιστή αρχαιολόγο SIR JOHN MARSHAL, στο οποίο παρέδωσε τα ευρήματα του. Το 1925 έγινε γνωστό, ότι κάποια σχέση ανάμεσα σ’αυτούς τους δακτυλιόλιθους πρέπει να υπάρχει, με την εικονογραφική παράσταση του Δίσκου της Φαιστού.

Οι Σουμέριοι ήταν πανάρχαιος ιστορικός λαός  και  εμφανίστηκαν στη περιοχή της Μεσοποταμίας το  3.000  π.Χ.  Ονόμαζαν τους εαυτούς τους ΕΜ-Ε-ΓΚΙΡ (μαυροκέφαλοι  άνθρωποι) και  ήκμασαν μεταξύ του 3.000 και 1.500 π.Χ.  Oι  Σημίτες, για  να ορίσουν γεωγραφικά την περιοχή  της κατοικίας αυτού  του  λαού,  χρησιμοποιούσαν  τον  όρο  Σουμερού,  SUMERU /SUMELU,  δηλαδή χώρα  του  λαού  που  λατρεύει  την  Σεμέλη,  την  μητέρα  του  Διονύσου.

H  Σεμέλη   ήταν η  μητέρα του Διόνυσου, ο οποίος ήταν ο καρπός του κρυφού γάμου της με τον Δία. Όταν η Ήρα έμαθε ότι ο Δίας ήταν κρυφά παντρεμένος με τη Σεμέλη οργίστηκε και έβαλε σκοπό να τη σκοτώσει. Μία μέρα εμφανίστηκε σε αυτήν με τη μορφή της παραμάνας της και δολερά την παρότρυνε να ζητήσει από το Δία να εμφανιστεί μπροστά της με τη θεϊκή του μορφή, όπως εμφανίζεται στην Ήρα.

Όταν η Σεμέλη του το ζήτησε, αυτός απερίσκεπτα θέλοντας να ικανοποιήσει την επιθυμία της, εμφανίστηκε ως θεός, προκαλώντας εκτυφλωτικό φως και κεραυνούς οι οποίοι τη σκότωσαν.  Ο Δίας τότε, πικραμένος από τον άδικο χαμό της, πήρε τον αγέννητο ακόμα  Διόνυσο από την κοιλιά της και τον έραψε στον μηρό του για να τρέφεται από το αίμα του ώσπου να γεννηθεί.

Διόνυσος,  όταν  μεγάλωσε,   περιπλανήθηκε  σε  όλη  την  Ανατολή.    Αναφέρεται  ότι,  στα  πανάρχαια  χρόνια,   πήγε  στην Ινδία,   στην Αίγυπτο,  στην  Μεσοποταμία  και   στην  Φρυγία.   Από  την   Θεά   Ρέα  διδάχθηκε  την  τελετουργική  λατρεία.  Ο Διόνυσος  είναι  περιπλανώμενος  θεός  -   εκπολιτιστής . 

Συνέχισε την περιπλάνησή του  στον  κόσμο,  στον  οποίο  δίδαξε   την καλλιέργεια  της  αμπέλου. Αλλού έγινε δεκτός ως θεός, αλλού ως τυχοδιώκτης άνθρωπος, γεγονός που προκάλεσε σύμφωνα με τον μύθο και ανάλογες αντιδράσεις,    όπως φαίνεται στο παράδειγμα του Προίτου, βασιλέα της Τίρυνθας, των τριών θυγατέρων του βασιλέα Μινύα στον Ορχομενό ή τις κόρες του αττικού δήμου των Ελευθερών.

Οι  Σουμέριοι  προϋπήρχαν  των  Σημιτών  στν  περιοχή,  φυλετικά  δεν  ανήκαν  στην  Σημιτική  ή  στην  Χαμιτική  (Αιθιοπική) φυλή  και  η  εθνολογία  και  η  επίσημη  ιστορική  επιστήμη  δεν  μπορεί  μέχρι  σήμερα  να  τους  κατατάξει  σε  κάποια  ομοεθνία και  να  βρει  τον  τόπο  προελεύσεώς  τους. 

Οι  Σουμέριοι  θεωρούνται οι πρώτοι κάτοικοι του Σουμέρ ού,  μιας περιοχής στη νότια Μεσοποταμία που εκτείνεται μεταξύ του Τίγρη, του Ευφράτη και του Περσικού Κόλπου.  Ο  λαός  αυτός  αργότερα απορροφήθηκε  από τους  Σημίτες  (τους  Ακκάδες,  τους Χαλδαίους  και  τους  Ασσύριους  ή  Αραμαίους)  που  κατέλαβαν  και  εξαπλώθηκαν  σε  όλη  την  Μεσοποταμία  από  το  2.500 π.Χ  μέχρι  το  1.500  π.Χ.


Πηγή1 / Πηγή2