Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Τα Ορφικά - Διονυσιακά μυστήρια

Το πως ακριβώς ετελούντο τα ορφικά μυστήρια δεν είναι δυνατόν να γνωριζωμεν. Εκείνο όμως το οποίον διεσώθη μέχρις ημών αλώβητων είναι το περιεχόμενον του περί Διονύσου μύθου,
εν τω οποίο, ως θα ίδωμεν, περιλαμβάνεται με αλληγορικών ύφος, η προέλευσις, η σύστασις και ο τρόπος της τελικής αναγεννήσεως και αποκαταστάσεως της ανθρωπινής υποστατσεως. Είναι ούτως, κατά την γνωμην των μεμυημενων: “το μεγαλούργημα της διανοήσεως των αρχαίων ημών προγονών και παρέχει πλήρη την Αινιάν της μεταμορφώσεως της ανθρωπινής ψυχής και της εισόδου αυτής εις την αθανασιαν”.

Ο Διόνυσος είναι τέκνον του Δίος και της νύμφης (κατ΄ άλλους της θρακικής χθόνιας θέας) Σεμέλης. Και άλλοτε μας εδόθη η ευκαιρία να τονισωμεν την εσωτεραν και βαθυτεραν σημασιαν των επιμειξιών των αθάνατων μετά θνητών ψυχών και νυμφών. Ελεγομεν τότε ότι: “εάν δεχθωμεν άπαξ δια παντός το γεγονός ότι οι Θεοί των μυθολογιών μακράν από πάσαν ανθρωπόμορφων αντιληψιν, παριστωσιν, ανωτέρας φυσικας δυνάμεις συντελουσας είτε εις την δημιουργίαν του κόσμου, είτε εις την εξελιξιν αυτού, θα μας είναι κατόπιν εύκολων να κατανοησωμεν ότι η αλληγορικώς παριστάμενη συνουσία ενός αθάνατου μετά τίνος θνητού, ουδέν άλλο αλληγορει από την καθόδων και συνεργασιαν του δείνα επίπεδου της φύσεως μετά του τάδε κατωτέρου τοιούτου, αποτελεί επομένως δείγμα αγάπης και φιλανθρωπίας του δημιουργού προς τα πλάσματα του”.

Δια της αλληγορίας λοιπόν της γεννήσεως του Θεού Διονύσου εκ του Θεού Δίος αφ΄ενός και της θνητής Σεμέλης αφ΄ έτερου, υποκρύπτεται η έννοια της συμμείξεως του ουράνιου πυρός, προς την ανθρωπινην ψυχικήν υποστασιν. Εκ της επαφής ταυθς προκύπτει η προς την τελευταιαν ταυθν μετάδοσις του θείου πυρός εξ εις η απαρχή του εξελικτικού σταδίου της ανθρωπινής ψυχής. Δεν ανήκει ενταύθα να εκταθωμεν περί των λεπτομερειών της γεννήσεως του Θεού δεδομένου ότι μας ενδιαφέρει κυρίως η γέννησις και η εσωτερική σύστασις του ανθρώπου, ως και ο τρόπος ανάγωγης του είναι εις τας ανωτέρας σφαίρας των θείων πεπρωμένων του. Δια τούτο δέον να παρακολουθησωμεν τον μύθων μέχρι του σημείου οπού κατά την παράδοσιν ο Διόνυσος, γενόμενος έφηβος και παίζων αμέριμνος με τα συμβολικά παιγνίδια του, δέχεται την επιθεσιν 7 τιτάνων, οι οποίοι τον θανατώνουν, διαμελίζουν το σώμα του, διαμοιράζονται τα τεμάχια και καταβροχθίζουν έκαστος εν των μελών του Θεού. Δια του διαμελισμού τούτου θα επετυγχανον αφ΄ ενός την εμποδισιν εμφανίσεως νέας γενεάς Θεών, δια δε της καταβροχθίσεως των δια ουράνιου πυρός εμπεποτισμενων σαρκών του Θεού θα κατωρθωνον να εμβολιάσουν εις την καθυστερημενην αυτών φύσιν θείας ικανότητας. Μόνον η καρδία του Θεού διασώζεται υπό της θέας της σοφίας, η οποία σπεύδει και κομίζει αυτήν προς τον δια. Ούτως οργίζεται κατά των τιτάνων και εξαπολύει τον κεραυνών δια του οποίου αποτεφρώνει αυτούς.

Εκ της τέφρας των τιτάνων λαμβάνει γενεσιν το ανθρώπινον γένος. Η αντίληψής αυτή περί προελεύσεως των ανθρώπων αποτελεί εν των κυριοτέρων δογμάτων των ορφικών, διότι επ΄ αυτού βασίζεται και η διδασκαλία της απολυτρώσεως. Όντως εν τω ανθρωπινό γένει ενυπάρχει πλην της τιτανικής φύσεως και διονυσιακή την οποίαν οι τιτάνες απέκτησαν δια της καταβροχθίσεως των θείων σαρκών του Διονύσου.

Η αναζήτησις και εκδήλωσις του διονυσιακού τούτου στοιχείου αποτελεί τον σκοπόν και το τέλος παντός ανθρώπου. Παν ο, τι ελαττωματικών και παθητικών υπάρχει εν τω άνθρωπο είναι κληρονομία της τιτανικής ημών προελεύσεως, από την οποίαν ο ορφικός βίος, δηλ. τα μυστήρια καθόλου, δύναται να μας απελευθέρωση. Εις την προσπαθειαν του ταυθν ο άνθρωπος δεν εγκαταλείπεται μονός: έχει πλησίον του ένα θείον συμπαρασταθν, ούτως δε είναι ο Διόνυσος ο λυσευς, ο γεννηθείς εκ της υπό του Δίος ζωογονηθεισης καρδίας του Διονύσου του Ζαγραίος. Ως και το επίθετον του Θεού τούτου αποδεικνύει, ο λυσευς Διόνυσος είναι ο αίτιος της “λύσεως” από του γήινου νομού της ειμαρμένης, είναι ο σωτήρ του ανθρωπίνου γένους.

Το μέσον της απολυτρώσεως εξεικονιζεν αλληγορικώς η επταχορδος λύρα του ορφεως και ο μύθος περί καθόδου αυτού εις τον αδην προς συνανθσιν και μεταστασιν της συζύγου του, ευριδικης εις το φως της ημέρας.

Ως γνωστόν πάρα τοις ελλησιν η μουσική ανηκεν εις τον Απόλλωνα. Ητο ο κατ΄ εξοχήν Θεός της αρμονίας, της τάξεως, κατά συνεκδοχην της υγείας, της ηθικής και του νομού της διάδοχης. Όπως ο ήλιος δια της κανονικοθτος της διαδρομής του δίδει γενεσιν εις τας τεσσάρας εποχας του έτους και ζωογονεί συμπασαν την φύσιν, τοιουτοτρόπως εξελαμβανετο ούτως συμβολικώς ως η αρχή η διεπουσα πάσας τας αρμονίας του σύμπαντος. Ο ήλιος – Απόλλων είναι εκείνος οστις διαλύει τα σκότη της αμάθειας και της αταξίας, εκείνος οστις δια της τοξικής και θεραπευτικής του ιδιότητος καθαιρεί και θεραπεύει από την νόσων της άγνοιας τας ψίχας και αίρει αυτας προς εαυτόν. Άμεσος όμως συντελεστής του λυτρωτικού τούτου έργου είναι ο Διόνυσος, ο θείος υιός, ακόμη δε αμεσότερος είναι ο Ορφεύς ο μεμυημενος άνθρωπος ο οποίος δύναται να μετάδοση το ουράνιο φως το οποίον εδέχθη εκ του Απόλλωνος και του Διονύσου εις τους προητοιμασμενους ανθρώπους.

Αναλαβων να καταστεί ο Μέντωρ του πλέον καλλιτεχνικού λάου, γράφει ο κ. ηενρι δυρβιλλε επεζηθσε – ο Ορφεύς – να αποταθεί περισσότερον προς το αίσθημα πάρα εις την διάνοιαν. Βεβαίως σκοπός του ητο να αποκάλυψή τας αιώνιας αλήθειας, να διδάξει παντας εκείνους οιτινες επιθυμούν να ακολουθήσουν τα ίχνη του. Θέλει να τους οδήγηση προς υψηλοτεραν τινά κατανοησιν της θεοθτος. Αλλα ο λαός προς ον απευθύνεται έχει προ πάντων ανάγκην να διαισθανθεί τας αρμονίας της φύσεως, να αισθανθεί εαυτόν διαρρεομενον υπό των εξαίσιων και ευγενών παλμών, να ακολυθηση δει΄ εκστατικού οφθαλμού την εκτυλιξιν των συμβολικών εικόνων του πνευματικού κόσμου. Δια τούτο μόνον δια της μουσικής και της ποιήσεως, ο Ορφεύς θα δυνηθεί να καταστεί ο διδάσκαλος των. Και αυτό τούτο το μέσον θέτει εις χρήσιν ο μέγας μύστης. μία μούσα τον εμπνέει. Ένεκα δε τούτου η παράδοσις αναφέρει ότι υπηρξεν υιός της μουσης Καλλιόπης. Ουδέν των μέσων των προσφερομένων υπό του λογού εστερηθη. Είναι εις μεμυημενος, και συγχρόνως εις νομοθέτης και εις μάγος. Η Ελλάς δεν ητο δυνατόν να κυριευθεί ειμή μόνον υπό του ωραίου. Ητο λοιπόν επομένων το τέκνον μίας των μουσών να κυριάρχηση όπως δόση Άπλετον το απολλώνιων φως εις την τελειαν εκείνην πολιτειαν εις την οποίαν τόσα της οφειλομεν και η οποία μας κυβέρνα ακόμη δια της πανίσχυρου δυνάμεως της χάριτος και της τελειοθτος αυτής”.

Τοιουτοτρόπως ο Ορφεύς είναι ο πρώτος μυσταγωγός εν Ελλάδι ο οποίος χρησιμοποει το αίσθημα και τας Κάλας τεχνας – μυστικισμός – προς αναγωγην των ψυχών. δια της αγάπης και του ενθουσιασμού ο άνθρωπος ενουται μετά του Θεού – Διονύσου. Ίνα επιτελεσθεί όμως η ένωσις αυτή δέον ο μύστης να ακολούθηση το παράδειγμα του ορφεως και να τηρεί τα υπό των μυστήριων διατυπουμενα κελεύσματα.

Οφείλει προπαντός να απαλλαγή των τιτανικών στοιχείων και αγνός πλέον να επιστρέψει προς τον πάτερα, του οποίου ενέχει ήδη εν μέρος. Οφείλει με αλλάς λέξεις να απαλλαγή των δεσμών του σώματος, εν τω οποίο η ψυχή ευρίσκεται δεσμευμένη ως εν φυλακή. Η οδός όμως μέχρι της τέλειας απολυτρώσεως, μέχρι της τελειοθτος, Ίτυς εκαλειτο εν τη μυστική γλωσση “ιερός γάμος” η “συμπόσιον των οσίων”, είναι μάκρος. Διότι δεν πρέπει επ΄ ουδενί λόγω οι δεσμοί ούτι να διασπασθούν απότομος η τεχνητώς. Και αυτός ο φυσικός θάνατος, μόνον πρόσκαιρων λυσιν πραγματοποιεί. διότι η ψυχή του μη τέλειου ανθρώπου, είναι υποχρεωμένη να ενδυθεί νέον σώμα, και εν Αυτό να διαμείνει επί τι νέον χρονικόν διάστημα, συλλεγουσα πήραν και δοκιμαζόμενη. Όπως αργότερων ο Πυθαγόρας, ούτω και ο Ορφεύς, παραδέχεται, εξ όσων δυνάμεθα εκ των ελάχιστων διασωθέντων τεκμηρίων να εικασωμεν, τας διαδοχικας υπάρξεις της ψυχής, το δόγμα δηλονοτι της μετενσαρκώσεως. (ότι παλαιός ο λόγος, ορφικός τε γαρ και πυθαγόρειος, ο πάλιν άγων τας ψίχας εις το σώμα και πάλιν από του σώματος αναγων, και τούτο κύκλω παλλακής – ορφικά αποσπάσματα).

Δια των διαδοχικών τούτων επί της γης διαβιώσεων συμπληρουται ο “κύκλος της ειμαρμένης”, η δε ψυχή απαλλασσόμενη επί μάλλον και μάλλον του “τροχού των γεννήσεων”, αρχίζει να διαβλέπει την δυνατότητα της “απαλλαγής αυτής από του κύκλου της δυστυχίας” και την προσέγγισιν της προσδοκώμενης μακαριοθτος. ??
Υπό της θείας πρόνοιας έχει δοθεί εις τους ανθρώπους η λύσις, το μέσον απολυτρώσεως, αλλά εκείνοι τυφλοί και επιπόλαιοι, δεν στρέφουν την προσοχή των προς αυτό, δεν αποδίδουν την πρεπουσαν σημασιαν ακόμη και όταν τούτο κείται προ των οφθαλμών των και τα ώτα ακουουν αυτό.



 Την καθοδηγησιν της ψυχής προς την απολυτρωσιν αναλαμβάνει ο Ορφεύς δια των βακχικών τελετουργιών, την δε τελικην λυτρωσιν προσφέρει ο ίδιος ο Θεός Διόνυσος. Η τελείωσις δεν λαμβάνει χωράν δια της ατομικής σοφίας και της διανοητικής εξυψώσεως, άλλα δια της θείας χάριτος του λυτρωτου. Η γνώσις και η σοφία, είναι δια τον ανθρώπων ψυχικά κατορθώματα και ουχί διανοητικά. Αποκτώνται ουχί δια της μελέτης και του καθαρού διαλογισμού, άλλα δια της εκστάσεως, της μανίας, του θείου ενθουσιασμού τον οποίον ο Διόνυσος εμβάλλει εις τας θεοφορητους ψίχας, άι οποιαι καθίστανται έμπλεοι θείου οίστρου και τα πάντα εν μία στιγμή τοις αποκαλύπτονται. Δια των ίδιων του δυνάμεων ο άνθρωπος, άνευ της εκ των άνω βοήθειας και εμπνεύσεως, πολύ μικρά πράγματα κατορθώνει κατά το πλείστον δε αποτυγχάνει. Έχει ανάγκην των αποκαλύψεων και της μεσολαβήσεως του θείου απεσταλμένου “ορφεως του γεννητορος” ίνα δυνηθεί να ανακάλυψή την οδόν της απολυτρώσεως.

Άλλα δεν επαρκούν απλώς τα ιερά οργιά [τελετές], τα οποία ο θείος Ορφεύς καθιέρωσε, δια να άχθη τις μέχρι της ενώσεως. πολλοί είναι οι ναρθηκοφοροι, οι κρατούντες τον θύρσων, ολίγοι όμως είναι οι πραγματικοί εποπται. Η ορφική μύησις ως τελετή, δεν έχει πάρα μικράν μόνον σημασιαν. η πραγματική μύησις τελείται δια τηρήσεως και εφαρμογής σειράς όλης “μυστικών διατάξεων”, δια της ενασκήσεως ιδιάζοντος τίνος “ορφικού βίου” περικλειοντος την ασκησιν, καθαρσιν, τελειοποιησιν της ανθρωπινής ψυχής από παθητικής πλευράς, επιδιωκοντος να προετοιμάσει ταυθν δια να δεχθεί την συλληψιν εν αυτή και γονιμοποιησιν του θείου λογού, του λυτρωτου Διονύσου. Δια να επιτευχθεί όμως τούτο ανάγκη πάσα η ψυχή να καταστεί παρθένος, να γίνει άσπιλος και αγαθή, διότι μόνον εις τας τοιαύτας ψίχας γεννάται και ακμάζει το θείον βρέφος.

Η άσκησις είναι ο πρώτος ορός της ζωής του μυστου. Απαιτεί όχι μόνον την ενασκησιν κοινωνικών αρετών, αλλά εκκινεί εξ αυτών δια να φθάσει εις ένα ιδεώδη βίον έχοντα ως βάθρον και υπόδειγμα την ανωτερν ηθικην του πνευματικού κόσμου και την φύσιν εν τη ανωτέρα της έκφανση, μακράν δε κείμενον πάσης γήινης επιδράσεως και ταπεινοθτος. Ο μύστης οφείλει να είναι σοβαρός, να απέχει της κρεοφαγίας και να διάγει ζωήν αγνην, φυσικην, αρμοζουσαν εις εκείνον οστις επιθυμεί να γίνει ναός της αλήθειας. Άξιον προσθήκης εις το σημείον τούτο είναι ότι η αγνότης του μυστου δεν συνίστατο εις την αγαμιαν, άλλα τουναντίον ο γάμος ως πράξις φυσική και αναγκαία. Καθ΄ όμοιον τρόπον πάσα κάκωσις του σώματος και μεταχείρισις αυτού μετά σκληροθτος, ως εξεφυλισθη η άσκησις εις τον ασκητισμών πάρα τοις ινδοις και εν Ευρώπη κατά τον μεσαίωνα, ητο πράγμα άγνωστων και εντελώς απαράδεκτον δια τους μυστας της αρχαίας Ελλάδος καθόλου.

Η άσκησις αυτών συνίστατο κυρίως εις την απαλλαγην απ΄ αυτών παντός πράγματος το οποίον ειχεν οπωσούν σχεσιν με τον θάνατον και το γήινων. σκοπός των ορφικών διατάξεων ητο να καταστήσουν την ψυχήν κατά το δυνατόν απηλλαγμενην πάσης κηλιδος και απελευθερωμενην του θανάτου. Η καθαρτική αυτών δεν συνίστατο εις αφύσικους κάνονας και υπό του φανατισμού υπαγορευομενας πρακτικας, αλλά εσθριζετο επί του πρωταρχικού και μυστηριακού μυστικισμού, του επιδιωκοντος την δια της αγνείας και της αγάπης εξομοιωσιν της ανθρωπινής υποστάσεως προς την θειαν ουσίαν.

Τον πρώτον καρπών της τοιαύτης ασκήσεως, απολαμβάνει ο δια των ορφικών μυστήριων ανυψωθείς άνθρωπος εις τον “διάμεσον κόσμον” εις ον άι ψύχε μετά τον γήινων αυτών θάνατον μεταβαίνουν. Όταν πράγματι ο άνθρωπος αποθάνει, παραλαμβάνει την αθάνατον ψυχήν του ο ψυχοπομπός έρμης, και την οδηγεί εις τον υποχθόνιων κόσμον. Πολλά διηγείται ο ορφικός κύκλος περί των απολαύσεων και των δοκιμασιών των ψυχών εις τον υποχθόνιων τούτο βασίλειον του πλουτωνος.

Ενώ δια τας ανόσιους ψίχας πόλε τρομερέ δοκιμασιαι περιγράφονται, δια τους εις τον Ορφικών βίον επιδοθεντας, αναφέρεται ότι ζώσει το μικρόν χρονικό διάστημα το οποίον είναι τεταγμενον, εν κοινωνία μετά των υποχθόνιων θεοτήτων. Αλλά ο υπόγειος κόσμος αποδίδει πάλιν την ψυχήν εις το επίγειων φως, Ίτυς ενσαρκουται εκ νέου εις νέον σώμα δια να συνέχιση την εξελιξιν της. Η έννοια αιωνίου καταδίκης και κολάσεως είναι πάλιν τελείως άγνωστος και ασυμβίβαστος προς την ορφικην παράδοσιν. διότι επανειλημμένως η ψυχή πέπρωται να κατέλθει εις τον αδην και εκ νέου να ανέλθει εις την επιφανειαν της γης μετενσαρκουμενη και συμπληρουσα ολοέν τον κύκλων των γεννήσεων τελειοποιουμενη.

Η ψυχή είναι θείας προελεύσεως και επομένως αθάνατος. Και αυτός ο ανόσιος και πλήρης μιασμάτων άνθρωπος δεν δύναται να εξαφανισθεί: ο Άδης αφ΄ ενός και η γη αφ΄ έτερου, φροντίζουν, βοήθεια των διαδοχικών ενσαρκώσεων της ψυχής του να τον εξιλεώσουν. άλλα δια τον μεμυημενον και τον δια της ορφικής ασκήσεως κεκαθαρμενον, ούτε ο Άδης, ούτε η γήινη πλέον ζωή δύνανται να τω προσφέρουν τον στέφανο του απολυτρωμένου. Καθαρός εκ καθαράς πηγής προερχόμενος εισέρχεται δια τελευταιαν φοράν εις τον κόσμον των σκιων δια να καθαρθη δια του πυρός κατακαιωμενου παντός υλικού υπολείμματος της ψυχής, η τελευταία δε αυτή κάθαρσις μεταστοιχειωνει το Άγνων εκείνο είναι, εις απολυτρωμενην οντότητα, εις ψυχήν νικησασαν το κράτος του θανάτου και αναστασαν δια παντός εις την μακαριότητα. Έκτοτε είναι ελευθέρα και έχει ως αποστολην να καταστήσει και αλλάς ψίχας ελευθέρας, ζει εν τη θεία πατριδι εκ της οποίας απέρρευσε και εις την οποίαν μετά πολλούς αγώνας και προσπάθειας επανακάμπτει με μείζονα πήραν και ισχυν».


Πηγή