Το σπήλαιο Πετραλώνων βρίσκεται ένα χιλιόμετρο από το χωριό Πετράλωνα του νομού Χαλκιδικής της Μακεδονίας. Είναι ανοικτό για το κοινό από το 1979. Στο σπήλαιο ανακαλύφθηκαν από τον Άρη Πουλιανό τα ίχνη κατοίκησης Αρχανθρώπων 700.000 περίπου ετών, των αρχαιότερων Ευρωπαίων προγόνων που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα.
Το σπήλαιο ανακάλυψε ο Φίλιππος Χαντζαρίδης στις 10 Μαΐου του 1959 και έγινε γνωστό για τα παλαιοντολογικά και παλαιοανθρωπολογικά του ευρήματα ήδη από το 1960, μετά την τυχαία ανακάλυψη στο σπήλαιο από τον κάτοικο των Πετραλώνων Χ. Σαρηγιαννίδη, του περίφημου απολιθωμένου ανθρώπινου κρανίου. Η αξία του ευρήματος και η μοναδικότητά του έδωσαν αφορμή σε μια σειρά εργασιών μέσα και έξω από το σπήλαιο. Το 1968 και την περίοδο1974-1988 διενεργήθηκαν ανασκαφές στο σπήλαιο από τον (παλαιο) ανθρωπολόγο Άρη Πουλιανό. Στις δημοσιεύσεις του Πουλιανού για το σπήλαιο γίνεται λόγος για λίθινα και οστέινα εργαλεία.
Τα ευρήματα οπωσδήποτε είναι σπουδαιότατα και αποτελούν τις πρώτες μαρτυρίες κατοίκησης του ελληνικού γεωγραφικού χώρου. Από ανθρωπολογικής άποψης το απολιθωμένο κρανίο είναι σπουδαιότατο εύρημα, όμως δεν υπάρχει ομοφωνία των ειδικών για την χρονολόγησή του και για την αξιολόγησή του. Οι κύριες απόψεις αποκλίνουν σημαντικά και το κρανίο θεωρείται ως ανήκον σε άνθρωπο που έζησε περίπου 700.000 χρόνια πριν από σήμερα κατά την μία και περίπου 200.000 χρόνια πριν από σήμερα κατά την άλλη.
Ανακαλύφθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου, 1960 στο Λόφο Κατσίκα Πετραλώνων, από τον Χρήστο Σαρηγιαννίδη (εφημ. "Μακεδονία" 18-9-1960), μέσα στο ασβεστολιθικό σπήλαιο και κολλημένο σε ένα σταλαγμίτη 23 εκ. πάνω από το έδαφος. Το Petralona 1 είναι ιδιαίτερα μεταβατικό στη μορφολογία του - τόσο πολύ, ώστε ορισμένοι πιστεύουν πως αντιπροσωπεύει μια ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στον Homo neanderthalensis και τον πιο αρχέγονο πρόγονό του. Στην πραγματικότητα μοιράζεται αρκετά χαρακτηριστικά και με άλλα απολιθώματα Νεάντερταλ, αλλά υπάρχουν επίσης και χαρακτηριστικά πολύ πρωτόγονα. Στη γενική του εμφάνιση το Petralona 1 έχει το πρόσωπο ενός Νεάντερταλ αλλά το κρανίο ενός αρχαϊκότερου τύπου. Αρχικά, το Petralona 1ταξινομήθηκε ως Homo neandertalensis, αλλά αργότερα επαναπροσδιορίστηκε ως Homo erectus.
Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι ανήκει στο είδος των απολιθωμάτων που βρέθηκαν στην Αταπουέρκα και άλλα σημεία στην Ευρώπη, τον Homo heidelbergensis. Αρχικά, το Petralona 1 χρονολογήθηκε στο βάθος των 70.000 χρόνων, μια ημερομηνία που αντιστοιχεί στα πιο πρόσφατα υπολείμματα Νεάντερταλ. Σύγχρονες χρονολογήσεις απέδωσαν το χρονικό βάθος των 700.000 χρόνων. Η πιο πρόσφατη, βασισμένη σε τεχνικές αντήχησης ηλεκτρονίου σε συνδυασμό με ραδιοχρονολόγηση και στρωματογραφικά δεδομένα, αποδίδει το ελάχιστο χρονικό βάθος των 200,000 χρόνων. Η μορφολογία του κρανίου υποδεικνύει με μεγαλύτερη ακρίβεια στο χρονικό βάθος των 300.000 ή 400.000 χρόνων.
Ένας από τους κυριότερους προβληματισμούς που απασχόλησαν πρώιμα τον άνθρωπο ήταν το παρελθόν του. Μύθοι που σχετίζονται με την προσπάθεια ερμηνείας του, εμφανίζονται στους περισσότερους πολιτισμούς. Από τον άνθρωπο του σπηλαίου που ζούσε δίχως νόμους, με όπλο του τα χέρια του, τις πέτρες και τα ξύλα φτάσαμε στον άνθρωπο που ανακάλυψε τη φωτιά και τη γλώσσα, εξημέρωσε τα ζώα, καλλιέργησε τη γη, ίδρυσε κράτη. Η κοινωνική οργάνωση, λοιπόν, ήταν η σωτηρία των ανθρώπων. Το πιο κοντινό παράδειγμα προϊστορικής κοινωνικής οργάνωσης συναντά κανείς 2 χλμ. βόρεια της Νέας Νικομήδειας. Εκεί βρίσκεται ο αρχαιότερος γεωργικός, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, νεολιθικός οικισμός, ο οποίος χρονολογείται το 6.240 π.Χ. Ανασκαφικά παραμένει ο πιο εκτεταμένος οικισμός της Αρχαιότερης Νεολιθικής Εποχής σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Η πρώτη επαφή των αρχαιολόγων με τον οικιστικό χώρο πραγματοποιήθηκε το 1960, μετά από παρότρυνση του τότε εφόρου Αρχαιοτήτων Μακεδονίας Φωτίου Πέτσα προς τους φοιτητές της αρχαιολογίας των πανεπιστημίων του Κέιμπριτζ και Χάρβαρντ για πρακτική εξάσκηση σε αυτήν την περιοχή. Αρχαιολόγοι, οστεολόγοι, βοτανολόγοι και ανθρωπολόγοι συνεργάστηκαν για να φέρουν στο φως έναν προϊστορικό θησαυρό. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα (οικήματα), οι λάκκοι, οι τάφοι, τα πήλινα αγγεία και οι σφραγίδες, τα εργαλεία και τα υφαντικά βάρη, οι πέλεκεις και οι λεπίδες έδωσαν στους αρχαιολόγους απαντήσεις για την οικιστική διάταξη, τις ασχολίες, τη διατροφή και την ιδιαίτερη σημασία της γυναίκας και του παιδιού στις νεολιθικές κοινωνίες.
Φανέρωσαν την αξία που είχε το παιδί για τη φυσική και κοινωνική αναπαραγωγή του νοικοκυριού, υποδήλωσαν την κοινωνική οργάνωση και αμφισβήτησαν την άποψη περί μη συνεκτικά δεμένων ή πλήρως αυτόνομων νοικοκυριών. Αποτελούν ένδειξη κοινωνικής συνοχής και αποκαλύπτουν την αλληλεγγύη που είχαν αναπτύξει οι άνθρωποι μεταξύ τους.
Ένας λιμναίος οικισμός στο Δισπηλιό, μαρτυρά πως η περιοχή κατοικούνταν από τα νεολιθικά χρόνια. Ο προϊστορικός οικισμός που βρίσκεται 8 χιλιόμετρα έξω από την Καστοριά στη θέση «Νησί» ανακαλύφθηκε τυχαία το 1932. Η πρώιμη φάση του τοποθετείται γύρω στο 5.500 π.Χ. και είναι ένας από τους αρχαιότερους λιμναίους οικισμούς που έχουν ανακαλυφθεί στην Ευρώπη. Τις καλύβες που έφτιαχναν, κυκλικές και ορθογώνιες, τις στήριζαν πάνω σε πασσαλόπηκτες πλατφόρμες.
Ήταν ο σκελετός για να ανυψώσουν το επίπεδο των σπιτιών γιατί κάποια ήταν χτισμένα μέσα στη λίμνη και κάποια ανάλογα με την αυξομείωση της στάθμης του νερού άλλοτε βρισκόταν μέσα στη λίμνη και άλλοτε έξω από αυτή. Υπήρχαν και καλύβες που ήταν χτισμένες κοντά στη λίμνη. Υπολογίζεται ότι ζούσαν τρεις χιλιάδες άτομα. Έχοντας άψογη οργάνωση και πειθαρχία μάζευαν την τροφή τους, εξέτρεφαν κατοικίδια, ψάρευαν και κατασκεύαζαν εργαλεία και είδη καθημερινής χρήσης.
Παράλληλα γνώριζαν μουσική και γραφή. Μια ξύλινη πινακίδα είναι ανάμεσα στα σημαντικά ευρήματα των ανασκαφών, φλογέρες από κόκαλα πουλιών, από τα παλαιότερα μουσικά όργανα που έχουν ανακαλυφθεί στην Ευρώπη και μια βάρκα από μονοκόμματο ξύλο. Από το 2000 στην περιοχή λειτουργεί υπαίθριο οικομουσείο, στους χώρους του οποίου έχει επιχειρηθεί μια πιστή αναπαράσταση του λιμναίου οικισμού. Για το σκελετό των καλυβών χρησιμοποιήθηκαν κορμοί δένδρων, για τους τοίχους κλαδιά και σχοινί ενώ από την λάσπη της λίμνης δημιουργήθηκε ο σοβάς κάθε καλύβας που την στέγη της σκεπάζουν άχυρα. Μέσα στις κατοικίες αυτού του ξεχωριστού οικισμού, υπάρχουν αντικείμενα καθημερινής χρήσης, πιστά αντίγραφα των ευρημάτων που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών.
Πήλινα αγγεία, όπως φιάλες, κύπελλα, φρουτιέρες και χύτρες καθώς και εργαλεία που είναι φτιαγμένα από πυριτόλιθο ή οστά συμπεριλαμβάνονται στα εκθέματα. Τα αυθεντικά εκτίθενται στο κτίριο του μουσείου που βρίσκεται μέσα στο χωριό Δισπηλιό.
Είναι το παλαιότερο γραπτό της γης η πινακίδα του Δισπηλιού; Έκρυβε στο βυθό της η λίμνη της Καστοριάς για 7.000 χρόνια και πλέον την πρώτη γραφή του ανθρώπου; Πρόκειται για έναν προϊστορικό λιμναίο πολιτισμό που ανακαλύφθηκε τυχαία το 1932 από τον καθηγητή Πανεπιστημίου κ. Α.Κεραμόπουλο. Εξήντα χρόνια μετά το 1992 από την ομάδα του καθηγητή προϊστορικής αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. κ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδη, άρχισαν οι ανασκαφές στο χώρο.
Ο καθηγητής κ. Χουρμουζιάδης λέει για τα ευρήματα: « έχουμε ευρήματα που έχουν σχέση με τον χώρο, με τα σπίτια, με τις οικοδομικές δραστηριότητες . Έχουμε ευρήματα που αφορούν την οικονομική δραστηριότητα του οικισμού, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τις διατροφικές του επιλογές, τις τεχνολογικές του επιδόσεις, δηλ. κεραμική, εργαλεία, κι έχουμε και ευρήματα που έχουν σχέση με την ιδεολογία. Ανάμεσα σε αυτά είναι και η περίφημη πινακίδα...» Η ξύλινη πινακίδα με την επιγραφή χρονολογήθηκε επακριβώς με τη μέθοδο του άνθρακα-14 στον «Δημόκριτο» στο 5260 (!) π.Χ., δηλαδή στο τέλος της μέσης νεολιθικής περιόδου.
Κατά την διάρκεια του αρχαιολογικού συνεδρίου για το ανασκαφικό έργο στη Βόρεια Ελλάδα ο καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ κ. Γιώργος Χουρμουζιάδης, που αποκάλυψε το ντοκουμέντο στη διάρκεια ανασκαφικής έρευνας. Ο κ. Χουρμουζιάδης με επιστημονικά επιχειρήματα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα χαράγματα της επιγραφής, που είναι οργανωμένα σε στίχους, δεν πρέπει να είναι διακοσμητικά, αλλά «γράμματα» που μπορούν να ενταχθούν στο σύστημα της παλαιοευρωπαϊκής. «Είναι το μοναδικό έγγραφο-εύρημα όπου τα σήματα του δεν έχουν ιδεογραφικό χαρακτήρα (με μορφές ανθρώπων, ζώων, του ήλιου κ.ά.) και παρουσιάζουν προχωρημένο χαρακτήρα αφαίρεσης, άρα είναι προϊόν διανοητικής επεξεργασίας», είπε ο κ. Χουρμουζιάδης.
Με την έναρξη της Εποχής του Σιδήρου στην Μακεδονία (12ος αιώνας π.Χ.), το 1200 π.Χ. σημειώθηκε η μεγάλη Φρυγική μετανάστευση, οι συμμετέχοντες στην οποία, από την κεντρική Ευρώπη, θα φθάσουν στην Μακεδονία (1150 π.Χ.), όπου θα εγκατασταθεί ένα τμήμα τους, με την ονομασία Βρίγες ή Βρύγες, ενώ οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν προς την Μ. Ασία, όπου θα εγκατασταθούν και θα γίνουν γνωστοί ως Φρύγες. Την ίδια περίοδο (γύρω στο 1180 π.Χ.), θα διεισδύσουν στην Μακεδονία από ανατολικά, Θράκες και Πελασγοί, οι οποίοι παράλληλα με τους Φρύγες, θα αφομοιώσουν ή θα εξολοθρεύσουν ή θα εκτοπίσουν τους Παίονες από τις περιοχές εγκατάστασής τους στην Κάτω Μακεδονία.
Την ίδια τύχη με τους Παίονες θα έχουν και αυτοί οι λαοί τους επόμενους αιώνες, όταν οι Μακεδόνες, από την αρχική κοιτίδα τους στο Νοτιοδυτικό άκρο της σημερινής Μακεδονίας, θα εξαπλωθούν προς τα Βόρεια και τα Ανατολικά. Ο Στράβων διευκρινίζει ότι οι Βρίγες κατοικούσαν στην Μακεδονία και μερικοί μετανάστευσαν στην Ασία όπου ονομάσθηκαν Φρύγες. Στην Μακεδονική διάλεκτο της αρχαίας Ελληνικής, υπήρχε διαφορετική προφορά του φ ως β όπως Βερενίκη αντί Φερενίκη, Βίλιππος αντί Φίλιππος και πιθανότατα Βρύγες αντί Φρύγες, κατά το αβρούτες = οφρύες (φρύδια). Έτσι εξηγείται το γιατί στον χώρο της Μακεδονίας συναντάμε πάντα την ονομασία Βρίγες ή Βρύγες, ενώ στην Μικρά Ασία, όπου ο λαός αυτός ήλθε σε επαφή με τους νότιους Έλληνες των αποικιών της Ιωνίας ονομάζονται Φρύγες.
Γύρω στο 800 π.Χ. σημειώνονται μεγάλες ανακατατάξεις: Οι Φρύγες αποχωρούν από την Μακεδονία και τις γύρω περιοχές και σύμφωνα με την παράδοση, μεταναστεύουν μαζικά προς την Μικρά Ασία, όπου ήδη είχε καταλήξει ένα σημαντικό τμήμα της Φρυγικής μετανάστευσης του 12ου αιώνα π.Χ. όπως προαναφέρθηκε. Οι ακριβείς λόγοι και οι συνθήκες αυτής της μετακίνησης δεν είναι γνωστοί. Ως βασική αιτία πιθανολογείται η εντεινόμενη πίεση των πολεμοχαρών Ιλλυρικών φύλων, τα οποία ήδη χρησιμοποιούν σιδερένια όπλα σε μεγάλες ποσότητες, γεγονός που τους προσέδιδε σαφή πολεμική υπεροχή. Επίσης, η μετανάστευση των Φρυγών προς την Μικρά Ασία, πρέπει να συνδέεται και με την ίδρυση, την ίδια ακριβώς περίοδο, του μεγάλου Φρυγικού Βασιλείου με πρωτεύουσα το Γόρδιον, του οποίου η ακμή θα σημειωθεί τον 8ο αιώνα π.Χ. Το γεγονός πάντως της αποχώρησης των Φρυγών, δημιουργεί κενό εξουσίας και η χώρα είναι πλέον ανοικτή σε εισβολές, οι οποίες δεν αργούν.
Τα ονόματα Μακεδονία και Μακεδόνας προέρχονται απ' τη δωρική λέξη μάκος (μήκος) και δήλωνε ότι η Μακεδονία είναι η χώρα με τους ψηλούς, μακριούς, ανθρώπους. Άλλη τους ονομασία ήταν Μακέτες και η χώρα Μακετία. Η μυθολογία όμως λέει ότι η Μακεδονία πήρε τ' όνομά της απ' το Μακεδόνα ή Μάκεδνο, που ήταν γενάρχης του λαού των Μακεδόνων, που, ήταν γιος του Δία και της Θυίας, ενώ κατ' άλλη ήταν γιος του βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα. Ο Ηρόδοτος λέει ότι οι Μακεδόνες είναι απόγονοι των Τημενιδών - Ηρακλειδών απ' το Άργος που έφυγαν μ' επικεφαλής τα βασιλόπουλα Γαυάνη, Αέροπο και Περδίκκα κι εγκαταστάθηκαν στη βορινή αυτή περιοχή της Ελλάδας.
Με τον όρο Μακεδονία εννοείται το αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας των Δωριέων Ελλήνων. Eνώ η έννοια Μακεδονία, σαν γεωγραφική και πολιτική οντότητα, ολοκληρώθηκε κατά τους κλασικούς χρόνους. Η Μακεδονία μπαίνει στην ιστορία της Ελλάδας με το γιο του Αμύντα, τον Αλέξανδρο τον Α'(498-454), το γνωστό ως Φιλέλληνα (= πατριώτη), που ήταν αρκετά δραστήριος, έξυπνος και δυναμικός κι έβαλε τις στρατιωτικές και πολιτικές βάσεις του μακεδονικού κράτους. Στους μηδικούς πολέμους συνεργάστηκε με τους Αθηναίους, που βοήθησε αρκετά κι αυτοί, για να τον τιμήσουν, του έδωσαν τον τίτλο του φιλέλληνα (= πατριώτη) και του 'στησαν χρυσό ανδριάντα στους Δελφούς.
Όλοι οι επόμενοι βασιλιάδες της Μακεδονίας συντέλεσαν στο να βαδίσει η χώρα τους σταθερά προς την πρόοδο. Η μετέπειτα ακμή της με το Μέγα Αλέξανδρο δεν ήταν τυχαία και ξαφνική. Όλοι οι βασιλιάδες πριν τον Αλέξανδρο έβαζαν ο καθένας τη δική του πέτρα στο χτίσιμο της μεγάλης Μακεδονίας και Ελλάδας. Εκείνος όμως που οργάνωσε τη Μακεδονία ως κράτος σύγχρονο της εποχής κι έβαλε τις βάσεις της Μεγάλης Ελλάδας ήταν ο Φίλιππος ο Β' (357-336 π.Χ.). Η Μακεδονία πρόβαλε κυριαρχικά στον ελλαδικό χώρο, κατόρθωσε να ενώσει υπό την ηγεμονία του τα υπόλοιπα ελληνικά πόλεις-κράτη και όλους τους Έλληνες κι έσμιξε τις τύχες του λαού της γωνιάς αυτής της Ευρώπης.
Αυτός προετοίμασε στην ουσία την πρώτη Ελληνική Ομόσπονδία. Προετοίμασε την κατάσταση κι έδωσε μια δυνατή σφριγηλή Μακεδονία στο γιο του, τον Αλέξανδρο το Μεγάλο ή Μέγα, (336-323 π.Χ.) που, επικεφαλής μιας πειθαρχημένης στρατιάς και χάρη στις αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή αυτή και τις υποκειμενικές δυνατότητες που δημιούργησαν οι εξαιρετικές ικανότητές του, στρατιωτικές και πολιτικές, κατάφερε να κατακτήσει την σημαντική Περσική αυτοκρατορία και το μισό του γνωστού τότε κόσμου. Η Μακεδονία έγινε η καρδιά κι ο νους των ελληνιστικών χρόνων.
Το βασίλειο της Μακεδονίας σύντομα έχασε τον έλεγχο των αχανών ασιατικών εκτάσεων, αλλά διατήρησε την ηγεμονία του στην Ελλάδα έως ότου ηττήθηκε από τους Ρωμαίους στους Μακεδονικούς Πολέμους (215 - 148 π.Χ.).
Οι Μακεδονικοί Πόλεμοι ήταν μια σειρά πολεμικών συγκρούσεων στις οποίες ενεπλάκη η Ρωμαϊκή Δημοκρατία κατά τη διάρκεια και ακολούθως του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, στην ανατολική Μεσόγειο, στην Αδριατική και το Αιγαίο. Οι Μακεδονικοί και Καρχηδονιακοί Πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα την απόλυτη επικράτηση της ρωμαϊκής κυριαρχίας σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου.
Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος (215 έως 205 π.Χ.): Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Ε', συμμάχησε με τον Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα. Η Ρώμη δεν ενδιαφερόταν να κατακτήσει, αλλά να κρατήσει τη Μακεδονία, τις ελληνικές πόλεις-κράτη και τις συμπολιτείες διαιρεμένες και ακίνδυνες.
Ο πόλεμος δεν είχε καθοριστικό αποτέλεσμα και ολοκληρώθηκε το 205 π.Χ. με τη Συνθήκη της Φοινίκης. Αν και μικρή σε έκταση πολεμική επιχείρηση, ήταν, ωστόσο, αρκετή για να ανοίξει το δρόμο στις ρωμαϊκές επεμβάσεις στα ελληνικά πράγματα.
Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος (200 έως 196 π.Χ.): Το 201 π.Χ., απεσταλμένοι της Περγάμου και της Ρόδου παρουσίασαν στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο αποδείξεις ότι ο Φίλιππος Ε', βασιλιάς της Μακεδονίας, και ο Αντίοχος Γ', βασιλιάς των Σελευκιδών, υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης. Ο αγώνας παρέμεινε αμφίρροπος μέχρι τη νίκη των ρωμαϊκών λεγεώνων στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλαί το 197 π.Χ. Αφού η Ρώμη επέβαλε τη Συνθήκη των Τεμπών, στον Φίλιππο απαγορεύτηκε να αναμειγνύεται με πολιτικά θέματα εκτός των συνόρων του κράτους του, έναν όρο που σεβάστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 194 π.Χ. η Ρώμη διακήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδας, και απέσυρε τα στρατεύματά της από τα Βαλκάνια. Φαινομενικά δεν έκρυβε άλλο ενδιαφέρον για την περιοχή.
Τρίτος Μακεδονικός Πόλεμος (172 έως 168 π.Χ.): Μετά το θάνατο του Φιλίππου Ε' στη Μακεδονία το 179 π.Χ., ο γιος του, Περσέας, αποπειράθηκε να αποκαταστήσει τη μακεδονική κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο και εισέβαλε σε γειτονικά του κράτη. Όταν ο τελευταίος ενεπλάκη σε μια συνωμοσία, η Σύγκλητος κήρυξε πόλεμο για τρίτη φορά. Αρχικά η Ρώμη δεν σημείωσε επιτυχίες κατά των Μακεδόνων, αλλά το 168 π.Χ. οι ρωμαϊκές λεγεώνες συνέτριψαν τη μακεδονική φάλαγγα στη Μάχη της Πύδνας. Ο ίδιος ο Περσέας αιχμαλωτίστηκε λίγο αργότερα, ενώ η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερα τμήματα υπό τον έλεγχο της Ρώμης.
Τέταρτος Μακεδονικός Πόλεμος (150 έως 148 π.Χ.): Για σειρά ετών επικράτησε ηρεμία στον ελλαδικό χώρο, μέχρι που ξέσπασε επανάσταση στην περιοχή της Μακεδονίας υπό τον Ανδρίσκο, ο οποίος υποστήριζε ότι ήταν γιος του Περσέα. Η Σύγκλητος για μια ακόμη φορά ανέπτυξε τις λεγεώνες στην περιοχή και κατέπνιξε την εξέγερση. Αυτή τη φορά η Ρώμη δεν αποσύρθηκε από τα εδάφη που κατέκτησε, αλλά ίδρυσε την Επαρχία της Μακεδονίας, ένα μόνιμο ρωμαϊκό προπύργιο στην ελληνική χερσόνησο.
Πηγή
Το σπήλαιο ανακάλυψε ο Φίλιππος Χαντζαρίδης στις 10 Μαΐου του 1959 και έγινε γνωστό για τα παλαιοντολογικά και παλαιοανθρωπολογικά του ευρήματα ήδη από το 1960, μετά την τυχαία ανακάλυψη στο σπήλαιο από τον κάτοικο των Πετραλώνων Χ. Σαρηγιαννίδη, του περίφημου απολιθωμένου ανθρώπινου κρανίου. Η αξία του ευρήματος και η μοναδικότητά του έδωσαν αφορμή σε μια σειρά εργασιών μέσα και έξω από το σπήλαιο. Το 1968 και την περίοδο1974-1988 διενεργήθηκαν ανασκαφές στο σπήλαιο από τον (παλαιο) ανθρωπολόγο Άρη Πουλιανό. Στις δημοσιεύσεις του Πουλιανού για το σπήλαιο γίνεται λόγος για λίθινα και οστέινα εργαλεία.
Τα ευρήματα οπωσδήποτε είναι σπουδαιότατα και αποτελούν τις πρώτες μαρτυρίες κατοίκησης του ελληνικού γεωγραφικού χώρου. Από ανθρωπολογικής άποψης το απολιθωμένο κρανίο είναι σπουδαιότατο εύρημα, όμως δεν υπάρχει ομοφωνία των ειδικών για την χρονολόγησή του και για την αξιολόγησή του. Οι κύριες απόψεις αποκλίνουν σημαντικά και το κρανίο θεωρείται ως ανήκον σε άνθρωπο που έζησε περίπου 700.000 χρόνια πριν από σήμερα κατά την μία και περίπου 200.000 χρόνια πριν από σήμερα κατά την άλλη.
Ανακαλύφθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου, 1960 στο Λόφο Κατσίκα Πετραλώνων, από τον Χρήστο Σαρηγιαννίδη (εφημ. "Μακεδονία" 18-9-1960), μέσα στο ασβεστολιθικό σπήλαιο και κολλημένο σε ένα σταλαγμίτη 23 εκ. πάνω από το έδαφος. Το Petralona 1 είναι ιδιαίτερα μεταβατικό στη μορφολογία του - τόσο πολύ, ώστε ορισμένοι πιστεύουν πως αντιπροσωπεύει μια ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στον Homo neanderthalensis και τον πιο αρχέγονο πρόγονό του. Στην πραγματικότητα μοιράζεται αρκετά χαρακτηριστικά και με άλλα απολιθώματα Νεάντερταλ, αλλά υπάρχουν επίσης και χαρακτηριστικά πολύ πρωτόγονα. Στη γενική του εμφάνιση το Petralona 1 έχει το πρόσωπο ενός Νεάντερταλ αλλά το κρανίο ενός αρχαϊκότερου τύπου. Αρχικά, το Petralona 1ταξινομήθηκε ως Homo neandertalensis, αλλά αργότερα επαναπροσδιορίστηκε ως Homo erectus.
Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι ανήκει στο είδος των απολιθωμάτων που βρέθηκαν στην Αταπουέρκα και άλλα σημεία στην Ευρώπη, τον Homo heidelbergensis. Αρχικά, το Petralona 1 χρονολογήθηκε στο βάθος των 70.000 χρόνων, μια ημερομηνία που αντιστοιχεί στα πιο πρόσφατα υπολείμματα Νεάντερταλ. Σύγχρονες χρονολογήσεις απέδωσαν το χρονικό βάθος των 700.000 χρόνων. Η πιο πρόσφατη, βασισμένη σε τεχνικές αντήχησης ηλεκτρονίου σε συνδυασμό με ραδιοχρονολόγηση και στρωματογραφικά δεδομένα, αποδίδει το ελάχιστο χρονικό βάθος των 200,000 χρόνων. Η μορφολογία του κρανίου υποδεικνύει με μεγαλύτερη ακρίβεια στο χρονικό βάθος των 300.000 ή 400.000 χρόνων.
Ένας από τους κυριότερους προβληματισμούς που απασχόλησαν πρώιμα τον άνθρωπο ήταν το παρελθόν του. Μύθοι που σχετίζονται με την προσπάθεια ερμηνείας του, εμφανίζονται στους περισσότερους πολιτισμούς. Από τον άνθρωπο του σπηλαίου που ζούσε δίχως νόμους, με όπλο του τα χέρια του, τις πέτρες και τα ξύλα φτάσαμε στον άνθρωπο που ανακάλυψε τη φωτιά και τη γλώσσα, εξημέρωσε τα ζώα, καλλιέργησε τη γη, ίδρυσε κράτη. Η κοινωνική οργάνωση, λοιπόν, ήταν η σωτηρία των ανθρώπων. Το πιο κοντινό παράδειγμα προϊστορικής κοινωνικής οργάνωσης συναντά κανείς 2 χλμ. βόρεια της Νέας Νικομήδειας. Εκεί βρίσκεται ο αρχαιότερος γεωργικός, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, νεολιθικός οικισμός, ο οποίος χρονολογείται το 6.240 π.Χ. Ανασκαφικά παραμένει ο πιο εκτεταμένος οικισμός της Αρχαιότερης Νεολιθικής Εποχής σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Η πρώτη επαφή των αρχαιολόγων με τον οικιστικό χώρο πραγματοποιήθηκε το 1960, μετά από παρότρυνση του τότε εφόρου Αρχαιοτήτων Μακεδονίας Φωτίου Πέτσα προς τους φοιτητές της αρχαιολογίας των πανεπιστημίων του Κέιμπριτζ και Χάρβαρντ για πρακτική εξάσκηση σε αυτήν την περιοχή. Αρχαιολόγοι, οστεολόγοι, βοτανολόγοι και ανθρωπολόγοι συνεργάστηκαν για να φέρουν στο φως έναν προϊστορικό θησαυρό. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα (οικήματα), οι λάκκοι, οι τάφοι, τα πήλινα αγγεία και οι σφραγίδες, τα εργαλεία και τα υφαντικά βάρη, οι πέλεκεις και οι λεπίδες έδωσαν στους αρχαιολόγους απαντήσεις για την οικιστική διάταξη, τις ασχολίες, τη διατροφή και την ιδιαίτερη σημασία της γυναίκας και του παιδιού στις νεολιθικές κοινωνίες.
Φανέρωσαν την αξία που είχε το παιδί για τη φυσική και κοινωνική αναπαραγωγή του νοικοκυριού, υποδήλωσαν την κοινωνική οργάνωση και αμφισβήτησαν την άποψη περί μη συνεκτικά δεμένων ή πλήρως αυτόνομων νοικοκυριών. Αποτελούν ένδειξη κοινωνικής συνοχής και αποκαλύπτουν την αλληλεγγύη που είχαν αναπτύξει οι άνθρωποι μεταξύ τους.
Ένας λιμναίος οικισμός στο Δισπηλιό, μαρτυρά πως η περιοχή κατοικούνταν από τα νεολιθικά χρόνια. Ο προϊστορικός οικισμός που βρίσκεται 8 χιλιόμετρα έξω από την Καστοριά στη θέση «Νησί» ανακαλύφθηκε τυχαία το 1932. Η πρώιμη φάση του τοποθετείται γύρω στο 5.500 π.Χ. και είναι ένας από τους αρχαιότερους λιμναίους οικισμούς που έχουν ανακαλυφθεί στην Ευρώπη. Τις καλύβες που έφτιαχναν, κυκλικές και ορθογώνιες, τις στήριζαν πάνω σε πασσαλόπηκτες πλατφόρμες.
Ήταν ο σκελετός για να ανυψώσουν το επίπεδο των σπιτιών γιατί κάποια ήταν χτισμένα μέσα στη λίμνη και κάποια ανάλογα με την αυξομείωση της στάθμης του νερού άλλοτε βρισκόταν μέσα στη λίμνη και άλλοτε έξω από αυτή. Υπήρχαν και καλύβες που ήταν χτισμένες κοντά στη λίμνη. Υπολογίζεται ότι ζούσαν τρεις χιλιάδες άτομα. Έχοντας άψογη οργάνωση και πειθαρχία μάζευαν την τροφή τους, εξέτρεφαν κατοικίδια, ψάρευαν και κατασκεύαζαν εργαλεία και είδη καθημερινής χρήσης.
Παράλληλα γνώριζαν μουσική και γραφή. Μια ξύλινη πινακίδα είναι ανάμεσα στα σημαντικά ευρήματα των ανασκαφών, φλογέρες από κόκαλα πουλιών, από τα παλαιότερα μουσικά όργανα που έχουν ανακαλυφθεί στην Ευρώπη και μια βάρκα από μονοκόμματο ξύλο. Από το 2000 στην περιοχή λειτουργεί υπαίθριο οικομουσείο, στους χώρους του οποίου έχει επιχειρηθεί μια πιστή αναπαράσταση του λιμναίου οικισμού. Για το σκελετό των καλυβών χρησιμοποιήθηκαν κορμοί δένδρων, για τους τοίχους κλαδιά και σχοινί ενώ από την λάσπη της λίμνης δημιουργήθηκε ο σοβάς κάθε καλύβας που την στέγη της σκεπάζουν άχυρα. Μέσα στις κατοικίες αυτού του ξεχωριστού οικισμού, υπάρχουν αντικείμενα καθημερινής χρήσης, πιστά αντίγραφα των ευρημάτων που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών.
Πήλινα αγγεία, όπως φιάλες, κύπελλα, φρουτιέρες και χύτρες καθώς και εργαλεία που είναι φτιαγμένα από πυριτόλιθο ή οστά συμπεριλαμβάνονται στα εκθέματα. Τα αυθεντικά εκτίθενται στο κτίριο του μουσείου που βρίσκεται μέσα στο χωριό Δισπηλιό.
Είναι το παλαιότερο γραπτό της γης η πινακίδα του Δισπηλιού; Έκρυβε στο βυθό της η λίμνη της Καστοριάς για 7.000 χρόνια και πλέον την πρώτη γραφή του ανθρώπου; Πρόκειται για έναν προϊστορικό λιμναίο πολιτισμό που ανακαλύφθηκε τυχαία το 1932 από τον καθηγητή Πανεπιστημίου κ. Α.Κεραμόπουλο. Εξήντα χρόνια μετά το 1992 από την ομάδα του καθηγητή προϊστορικής αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. κ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδη, άρχισαν οι ανασκαφές στο χώρο.
Ο καθηγητής κ. Χουρμουζιάδης λέει για τα ευρήματα: « έχουμε ευρήματα που έχουν σχέση με τον χώρο, με τα σπίτια, με τις οικοδομικές δραστηριότητες . Έχουμε ευρήματα που αφορούν την οικονομική δραστηριότητα του οικισμού, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τις διατροφικές του επιλογές, τις τεχνολογικές του επιδόσεις, δηλ. κεραμική, εργαλεία, κι έχουμε και ευρήματα που έχουν σχέση με την ιδεολογία. Ανάμεσα σε αυτά είναι και η περίφημη πινακίδα...» Η ξύλινη πινακίδα με την επιγραφή χρονολογήθηκε επακριβώς με τη μέθοδο του άνθρακα-14 στον «Δημόκριτο» στο 5260 (!) π.Χ., δηλαδή στο τέλος της μέσης νεολιθικής περιόδου.
Κατά την διάρκεια του αρχαιολογικού συνεδρίου για το ανασκαφικό έργο στη Βόρεια Ελλάδα ο καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ κ. Γιώργος Χουρμουζιάδης, που αποκάλυψε το ντοκουμέντο στη διάρκεια ανασκαφικής έρευνας. Ο κ. Χουρμουζιάδης με επιστημονικά επιχειρήματα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα χαράγματα της επιγραφής, που είναι οργανωμένα σε στίχους, δεν πρέπει να είναι διακοσμητικά, αλλά «γράμματα» που μπορούν να ενταχθούν στο σύστημα της παλαιοευρωπαϊκής. «Είναι το μοναδικό έγγραφο-εύρημα όπου τα σήματα του δεν έχουν ιδεογραφικό χαρακτήρα (με μορφές ανθρώπων, ζώων, του ήλιου κ.ά.) και παρουσιάζουν προχωρημένο χαρακτήρα αφαίρεσης, άρα είναι προϊόν διανοητικής επεξεργασίας», είπε ο κ. Χουρμουζιάδης.
Με την έναρξη της Εποχής του Σιδήρου στην Μακεδονία (12ος αιώνας π.Χ.), το 1200 π.Χ. σημειώθηκε η μεγάλη Φρυγική μετανάστευση, οι συμμετέχοντες στην οποία, από την κεντρική Ευρώπη, θα φθάσουν στην Μακεδονία (1150 π.Χ.), όπου θα εγκατασταθεί ένα τμήμα τους, με την ονομασία Βρίγες ή Βρύγες, ενώ οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν προς την Μ. Ασία, όπου θα εγκατασταθούν και θα γίνουν γνωστοί ως Φρύγες. Την ίδια περίοδο (γύρω στο 1180 π.Χ.), θα διεισδύσουν στην Μακεδονία από ανατολικά, Θράκες και Πελασγοί, οι οποίοι παράλληλα με τους Φρύγες, θα αφομοιώσουν ή θα εξολοθρεύσουν ή θα εκτοπίσουν τους Παίονες από τις περιοχές εγκατάστασής τους στην Κάτω Μακεδονία.
Την ίδια τύχη με τους Παίονες θα έχουν και αυτοί οι λαοί τους επόμενους αιώνες, όταν οι Μακεδόνες, από την αρχική κοιτίδα τους στο Νοτιοδυτικό άκρο της σημερινής Μακεδονίας, θα εξαπλωθούν προς τα Βόρεια και τα Ανατολικά. Ο Στράβων διευκρινίζει ότι οι Βρίγες κατοικούσαν στην Μακεδονία και μερικοί μετανάστευσαν στην Ασία όπου ονομάσθηκαν Φρύγες. Στην Μακεδονική διάλεκτο της αρχαίας Ελληνικής, υπήρχε διαφορετική προφορά του φ ως β όπως Βερενίκη αντί Φερενίκη, Βίλιππος αντί Φίλιππος και πιθανότατα Βρύγες αντί Φρύγες, κατά το αβρούτες = οφρύες (φρύδια). Έτσι εξηγείται το γιατί στον χώρο της Μακεδονίας συναντάμε πάντα την ονομασία Βρίγες ή Βρύγες, ενώ στην Μικρά Ασία, όπου ο λαός αυτός ήλθε σε επαφή με τους νότιους Έλληνες των αποικιών της Ιωνίας ονομάζονται Φρύγες.
Γύρω στο 800 π.Χ. σημειώνονται μεγάλες ανακατατάξεις: Οι Φρύγες αποχωρούν από την Μακεδονία και τις γύρω περιοχές και σύμφωνα με την παράδοση, μεταναστεύουν μαζικά προς την Μικρά Ασία, όπου ήδη είχε καταλήξει ένα σημαντικό τμήμα της Φρυγικής μετανάστευσης του 12ου αιώνα π.Χ. όπως προαναφέρθηκε. Οι ακριβείς λόγοι και οι συνθήκες αυτής της μετακίνησης δεν είναι γνωστοί. Ως βασική αιτία πιθανολογείται η εντεινόμενη πίεση των πολεμοχαρών Ιλλυρικών φύλων, τα οποία ήδη χρησιμοποιούν σιδερένια όπλα σε μεγάλες ποσότητες, γεγονός που τους προσέδιδε σαφή πολεμική υπεροχή. Επίσης, η μετανάστευση των Φρυγών προς την Μικρά Ασία, πρέπει να συνδέεται και με την ίδρυση, την ίδια ακριβώς περίοδο, του μεγάλου Φρυγικού Βασιλείου με πρωτεύουσα το Γόρδιον, του οποίου η ακμή θα σημειωθεί τον 8ο αιώνα π.Χ. Το γεγονός πάντως της αποχώρησης των Φρυγών, δημιουργεί κενό εξουσίας και η χώρα είναι πλέον ανοικτή σε εισβολές, οι οποίες δεν αργούν.
Τα ονόματα Μακεδονία και Μακεδόνας προέρχονται απ' τη δωρική λέξη μάκος (μήκος) και δήλωνε ότι η Μακεδονία είναι η χώρα με τους ψηλούς, μακριούς, ανθρώπους. Άλλη τους ονομασία ήταν Μακέτες και η χώρα Μακετία. Η μυθολογία όμως λέει ότι η Μακεδονία πήρε τ' όνομά της απ' το Μακεδόνα ή Μάκεδνο, που ήταν γενάρχης του λαού των Μακεδόνων, που, ήταν γιος του Δία και της Θυίας, ενώ κατ' άλλη ήταν γιος του βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα. Ο Ηρόδοτος λέει ότι οι Μακεδόνες είναι απόγονοι των Τημενιδών - Ηρακλειδών απ' το Άργος που έφυγαν μ' επικεφαλής τα βασιλόπουλα Γαυάνη, Αέροπο και Περδίκκα κι εγκαταστάθηκαν στη βορινή αυτή περιοχή της Ελλάδας.
Με τον όρο Μακεδονία εννοείται το αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας των Δωριέων Ελλήνων. Eνώ η έννοια Μακεδονία, σαν γεωγραφική και πολιτική οντότητα, ολοκληρώθηκε κατά τους κλασικούς χρόνους. Η Μακεδονία μπαίνει στην ιστορία της Ελλάδας με το γιο του Αμύντα, τον Αλέξανδρο τον Α'(498-454), το γνωστό ως Φιλέλληνα (= πατριώτη), που ήταν αρκετά δραστήριος, έξυπνος και δυναμικός κι έβαλε τις στρατιωτικές και πολιτικές βάσεις του μακεδονικού κράτους. Στους μηδικούς πολέμους συνεργάστηκε με τους Αθηναίους, που βοήθησε αρκετά κι αυτοί, για να τον τιμήσουν, του έδωσαν τον τίτλο του φιλέλληνα (= πατριώτη) και του 'στησαν χρυσό ανδριάντα στους Δελφούς.
Όλοι οι επόμενοι βασιλιάδες της Μακεδονίας συντέλεσαν στο να βαδίσει η χώρα τους σταθερά προς την πρόοδο. Η μετέπειτα ακμή της με το Μέγα Αλέξανδρο δεν ήταν τυχαία και ξαφνική. Όλοι οι βασιλιάδες πριν τον Αλέξανδρο έβαζαν ο καθένας τη δική του πέτρα στο χτίσιμο της μεγάλης Μακεδονίας και Ελλάδας. Εκείνος όμως που οργάνωσε τη Μακεδονία ως κράτος σύγχρονο της εποχής κι έβαλε τις βάσεις της Μεγάλης Ελλάδας ήταν ο Φίλιππος ο Β' (357-336 π.Χ.). Η Μακεδονία πρόβαλε κυριαρχικά στον ελλαδικό χώρο, κατόρθωσε να ενώσει υπό την ηγεμονία του τα υπόλοιπα ελληνικά πόλεις-κράτη και όλους τους Έλληνες κι έσμιξε τις τύχες του λαού της γωνιάς αυτής της Ευρώπης.
Αυτός προετοίμασε στην ουσία την πρώτη Ελληνική Ομόσπονδία. Προετοίμασε την κατάσταση κι έδωσε μια δυνατή σφριγηλή Μακεδονία στο γιο του, τον Αλέξανδρο το Μεγάλο ή Μέγα, (336-323 π.Χ.) που, επικεφαλής μιας πειθαρχημένης στρατιάς και χάρη στις αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή αυτή και τις υποκειμενικές δυνατότητες που δημιούργησαν οι εξαιρετικές ικανότητές του, στρατιωτικές και πολιτικές, κατάφερε να κατακτήσει την σημαντική Περσική αυτοκρατορία και το μισό του γνωστού τότε κόσμου. Η Μακεδονία έγινε η καρδιά κι ο νους των ελληνιστικών χρόνων.
Το βασίλειο της Μακεδονίας σύντομα έχασε τον έλεγχο των αχανών ασιατικών εκτάσεων, αλλά διατήρησε την ηγεμονία του στην Ελλάδα έως ότου ηττήθηκε από τους Ρωμαίους στους Μακεδονικούς Πολέμους (215 - 148 π.Χ.).
Οι Μακεδονικοί Πόλεμοι ήταν μια σειρά πολεμικών συγκρούσεων στις οποίες ενεπλάκη η Ρωμαϊκή Δημοκρατία κατά τη διάρκεια και ακολούθως του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, στην ανατολική Μεσόγειο, στην Αδριατική και το Αιγαίο. Οι Μακεδονικοί και Καρχηδονιακοί Πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα την απόλυτη επικράτηση της ρωμαϊκής κυριαρχίας σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου.
Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος (215 έως 205 π.Χ.): Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Ε', συμμάχησε με τον Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα. Η Ρώμη δεν ενδιαφερόταν να κατακτήσει, αλλά να κρατήσει τη Μακεδονία, τις ελληνικές πόλεις-κράτη και τις συμπολιτείες διαιρεμένες και ακίνδυνες.
Ο πόλεμος δεν είχε καθοριστικό αποτέλεσμα και ολοκληρώθηκε το 205 π.Χ. με τη Συνθήκη της Φοινίκης. Αν και μικρή σε έκταση πολεμική επιχείρηση, ήταν, ωστόσο, αρκετή για να ανοίξει το δρόμο στις ρωμαϊκές επεμβάσεις στα ελληνικά πράγματα.
Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος (200 έως 196 π.Χ.): Το 201 π.Χ., απεσταλμένοι της Περγάμου και της Ρόδου παρουσίασαν στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο αποδείξεις ότι ο Φίλιππος Ε', βασιλιάς της Μακεδονίας, και ο Αντίοχος Γ', βασιλιάς των Σελευκιδών, υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης. Ο αγώνας παρέμεινε αμφίρροπος μέχρι τη νίκη των ρωμαϊκών λεγεώνων στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλαί το 197 π.Χ. Αφού η Ρώμη επέβαλε τη Συνθήκη των Τεμπών, στον Φίλιππο απαγορεύτηκε να αναμειγνύεται με πολιτικά θέματα εκτός των συνόρων του κράτους του, έναν όρο που σεβάστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 194 π.Χ. η Ρώμη διακήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδας, και απέσυρε τα στρατεύματά της από τα Βαλκάνια. Φαινομενικά δεν έκρυβε άλλο ενδιαφέρον για την περιοχή.
Τρίτος Μακεδονικός Πόλεμος (172 έως 168 π.Χ.): Μετά το θάνατο του Φιλίππου Ε' στη Μακεδονία το 179 π.Χ., ο γιος του, Περσέας, αποπειράθηκε να αποκαταστήσει τη μακεδονική κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο και εισέβαλε σε γειτονικά του κράτη. Όταν ο τελευταίος ενεπλάκη σε μια συνωμοσία, η Σύγκλητος κήρυξε πόλεμο για τρίτη φορά. Αρχικά η Ρώμη δεν σημείωσε επιτυχίες κατά των Μακεδόνων, αλλά το 168 π.Χ. οι ρωμαϊκές λεγεώνες συνέτριψαν τη μακεδονική φάλαγγα στη Μάχη της Πύδνας. Ο ίδιος ο Περσέας αιχμαλωτίστηκε λίγο αργότερα, ενώ η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερα τμήματα υπό τον έλεγχο της Ρώμης.
Τέταρτος Μακεδονικός Πόλεμος (150 έως 148 π.Χ.): Για σειρά ετών επικράτησε ηρεμία στον ελλαδικό χώρο, μέχρι που ξέσπασε επανάσταση στην περιοχή της Μακεδονίας υπό τον Ανδρίσκο, ο οποίος υποστήριζε ότι ήταν γιος του Περσέα. Η Σύγκλητος για μια ακόμη φορά ανέπτυξε τις λεγεώνες στην περιοχή και κατέπνιξε την εξέγερση. Αυτή τη φορά η Ρώμη δεν αποσύρθηκε από τα εδάφη που κατέκτησε, αλλά ίδρυσε την Επαρχία της Μακεδονίας, ένα μόνιμο ρωμαϊκό προπύργιο στην ελληνική χερσόνησο.
Πηγή