Θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί αν η εισαγωγή κοσμικών δυνάμεων στη φύση, και μάλιστα δυνάμεων που εμφανώς έλκουν την καταγωγή τους από την ανθρώπινη κατάσταση, αποτελεί πρόοδο ή οπισθοδρόμηση για τη φιλοσοφία.
Αν πιστέψει κανείς ότι ο Νους ή η Φιλότητα και το Νείκος κυριαρχούν στον κόσμο, προβάλλει ανθρώπινες ιδιότητες στη φύση και με τον τρόπο αυτό τη φέρνει πιο κοντά του. Από την άλλη όμως πλευρά το ίδιο δεν συνέβαινε και στη μυθική σκέψη, όταν ο κόσμος αποτελούσε πεδίο δράσης πανίσχυρων ανθρωπομορφικών θεοτήτων;
Τελικά θέλει μεγάλη διανοητική τόλμη για να μπορέσει κανείς να υποστηρίξει ότι το σύμπαν διέπεται από τους δικούς του νόμους και ότι οι νόμοι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου. Ο μόνος που έκανε με συνέπεια αυτό το βήμα στην αρχαία σκέψη ήταν ο Δημόκριτος.
Ο Δημόκριτος υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους αρχαίους συγγραφείς, και είναι μεγάλο δυστύχημα η απώλεια των έργων του. Λέγεται ότι η έκταση των έργων του Δημόκριτου ήταν συγκρίσιμη με την αντίστοιχη των έργων του Πλάτωνα, του μεγάλου θεωρητικού του αντιπάλου. Η επικράτηση της πλατωνικής φιλοσοφίας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και η διάδοση των πλατωνικών σχολών θα πρέπει να είναι η αιτία για τον παραμερισμό της δημοκρίτειας σκέψης.
Η ατομική θεωρία, για την οποία έγινε διάσημος ο Δημόκριτος, αποδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς από κοινού στον ίδιο και στον Λεύκιππο. Για τον Λεύκιππο ωστόσο δεν έχουμε καμιά ουσιαστική πληροφορία, εκτός από το ότι ήταν μεγαλύτερος από τον Δημόκριτο.
Και για τον Δημόκριτο, άλλωστε, διαθέτουμε περισσότερα ανέκδοτα και μυθεύματα παρά ασφαλείς πληροφορίες. Πατρίδα του ήταν τα Άβδηρα της Θράκης, όπως και του λίγο μεγαλύτερου Πρωταγόρα. Ταξίδεψε αρκετά, αλλά για κάποιους λόγους απέφυγε την Αθήνα, όπου σύμφωνα με μια μαρτυρία, όταν κάποτε την επισκέφθηκε, κανένας δεν τον αναγνώρισε («ήρθα λοιπόν στην Αθήνα και κανείς δεν με γνώρισε», απόσπ. 116).
Γεννήθηκε γύρω στο 460 π.Χ. και έφτασε σε μεγάλη ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι ο Δημόκριτος είναι νεότερος από τον Σωκράτη και τους γνωστότερους σοφιστές και, επομένως, με χρονολογικά κριτήρια, δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Κατατάσσεται στους Προσωκρατικούς, γιατί το φιλοσοφικό του σύστημα αποτελεί από κάθε πλευρά το επιστέγασμα της προσωκρατικής σκέψης.
Και ο Δημόκριτος ξεκινά από τον Παρμενίδη. Πολλά είναι τα κοινά τους σημεία: η καχυποψία απέναντι στην αξιοπιστία των αισθήσεων, η προτεραιότητα της νοητικής οδού, η βεβαιότητα ότι αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι αμετάβλητο.
Στο μοναδικό Ον του Παρμενίδη ο Δημόκριτος αντιπαραθέτει τα άτομα και το κενό. Τα άτομα του Δημόκριτου θα πρέπει να τα φανταστούμε ως τις ελάχιστες μονάδες της ύλης - «άτομο» άλλωστε σημαίνει το άτμητο, αυτό που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μικρότερα μέρη. Το μικροσκοπικό τους μέγεθος τα κάνει αόρατα, απρόσιτα στις αισθήσεις.
Για την ύπαρξη των ατόμων και του κενού ο Δημόκριτος δεν έχει καμία αμφιβολία. Και, αφού στα άτομα και στο κενό δεν φτάνει κανείς μέσω των αισθήσεων, υποθέτουμε ότι η βεβαιότητα του Δημόκριτου θα πρέπει να στηριζόταν σε κάποιο νοητικό συλλογισμό, σαν αυτούς που διατύπωσε πρώτος ο Παρμενίδης.
Πράγματι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος δέχτηκαν τη διάκριση του Παρμενίδη ανάμεσα στο «ον» και το «μη ον», ταύτισαν όμως το «ον» με τα υλικά άτομα και το «μη ον» με το κενό (Μετά τα φυσικά985b4-6).
Τα υπάρχοντα πράγματα λοιπόν δεν είναι ένα, αλλά πολλά. Και το παρμενίδειο «μη ον» δεν είναι αυτό που δεν υπάρχει, το ανύπαρκτο, αλλά ο κενός χώρος - το κενό είναι κάτι που υπάρχει στην πραγματικότητα, απλώς είναι κάτι το εντελώς άδειο.
Τα άτομα τώρα είναι άπειρα στο πλήθος και διαφορετικά μεταξύ τους ως προς το σχήμα και το μέγεθος. Αν και κάθε άτομο είναι τόσο μικροσκοπικό ώστε να είναι αόρατο, η συνένωση πολλών ατόμων δημιουργεί τις ορατές μάζες, τα ποικίλα ορατά αντικείμενα που βλέπουμε και αισθανόμαστε.
Όπως οι άμεσοι προκάτοχοί του, έτσι και ο Δημόκριτος θεωρεί ότι η γέννηση ενός πράγματος είναι στην πραγματικότητα ανάμειξη προϋπαρχόντων στοιχείων: είναι συμπλοκή πολλών ατόμων, οπότε και ο θάνατος είναι διάσπαση ενός συμπλέγματος ατόμων. Είναι πιθανό ο Δημόκριτος να θεώρησε ότι τα άτομα είναι άπειρα στον αριθμό, στο σχήμα και στο μέγεθος, για να εξηγήσει έτσι την απειρία των ορατών αντικειμένων του κόσμου μας.
Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να σκεφτεί ότι η βασική τάση του Δημόκριτου ήταν να αναγάγει τις ποιοτικές διαφορές των ορατών πραγμάτων σε ποσοτικές διαφορές (αριθμού, σχήματος και μεγέθους) των ατόμων, όπως έκανε πολύ αργότερα η νεότερη φυσική επιστήμη. Το πρόβλημα ωστόσο με τη δημοκρίτεια ατομική θεωρία ήταν ότι δεν προσδιόριζε τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των ατόμων, και έτσι στην πράξη δεν μπορούσε να προσφέρει ακριβείς εξηγήσεις για τα επιμέρους ορατά φαινόμενα.
Πηγή
Αν πιστέψει κανείς ότι ο Νους ή η Φιλότητα και το Νείκος κυριαρχούν στον κόσμο, προβάλλει ανθρώπινες ιδιότητες στη φύση και με τον τρόπο αυτό τη φέρνει πιο κοντά του. Από την άλλη όμως πλευρά το ίδιο δεν συνέβαινε και στη μυθική σκέψη, όταν ο κόσμος αποτελούσε πεδίο δράσης πανίσχυρων ανθρωπομορφικών θεοτήτων;
Τελικά θέλει μεγάλη διανοητική τόλμη για να μπορέσει κανείς να υποστηρίξει ότι το σύμπαν διέπεται από τους δικούς του νόμους και ότι οι νόμοι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου. Ο μόνος που έκανε με συνέπεια αυτό το βήμα στην αρχαία σκέψη ήταν ο Δημόκριτος.
Ο Δημόκριτος υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους αρχαίους συγγραφείς, και είναι μεγάλο δυστύχημα η απώλεια των έργων του. Λέγεται ότι η έκταση των έργων του Δημόκριτου ήταν συγκρίσιμη με την αντίστοιχη των έργων του Πλάτωνα, του μεγάλου θεωρητικού του αντιπάλου. Η επικράτηση της πλατωνικής φιλοσοφίας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και η διάδοση των πλατωνικών σχολών θα πρέπει να είναι η αιτία για τον παραμερισμό της δημοκρίτειας σκέψης.
Η ατομική θεωρία, για την οποία έγινε διάσημος ο Δημόκριτος, αποδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς από κοινού στον ίδιο και στον Λεύκιππο. Για τον Λεύκιππο ωστόσο δεν έχουμε καμιά ουσιαστική πληροφορία, εκτός από το ότι ήταν μεγαλύτερος από τον Δημόκριτο.
Και για τον Δημόκριτο, άλλωστε, διαθέτουμε περισσότερα ανέκδοτα και μυθεύματα παρά ασφαλείς πληροφορίες. Πατρίδα του ήταν τα Άβδηρα της Θράκης, όπως και του λίγο μεγαλύτερου Πρωταγόρα. Ταξίδεψε αρκετά, αλλά για κάποιους λόγους απέφυγε την Αθήνα, όπου σύμφωνα με μια μαρτυρία, όταν κάποτε την επισκέφθηκε, κανένας δεν τον αναγνώρισε («ήρθα λοιπόν στην Αθήνα και κανείς δεν με γνώρισε», απόσπ. 116).
Γεννήθηκε γύρω στο 460 π.Χ. και έφτασε σε μεγάλη ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι ο Δημόκριτος είναι νεότερος από τον Σωκράτη και τους γνωστότερους σοφιστές και, επομένως, με χρονολογικά κριτήρια, δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Κατατάσσεται στους Προσωκρατικούς, γιατί το φιλοσοφικό του σύστημα αποτελεί από κάθε πλευρά το επιστέγασμα της προσωκρατικής σκέψης.
Και ο Δημόκριτος ξεκινά από τον Παρμενίδη. Πολλά είναι τα κοινά τους σημεία: η καχυποψία απέναντι στην αξιοπιστία των αισθήσεων, η προτεραιότητα της νοητικής οδού, η βεβαιότητα ότι αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι αμετάβλητο.
Υπάρχουν δύο είδη γνώσης: η μια είναι γνήσια και η άλλη νόθα. Στη νόθα γνώση ανήκουν όλα αυτά: η όραση, η ακοή, η οσμή, η γεύση, η αφή. Η γνήσια γνώση είναι ξεχωριστή απ᾽ αυτήν.
Δημόκριτος, απόσπ. 11
Το να γνωρίζει κανείς πώς είναι στην πραγματικότητα κάθε πράγμα είναι κάτι απροσδιόριστο.
Δημόκριτος, απόσπ. 8
Συμβατικά υπάρχει το γλυκό, συμβατικά το πικρό, συμβατικά το θερμό, συμβατικά το ψυχρό, συμβατικά το χρώμα. Στην πραγματικότητα υπάρχουν τα άτομα και το κενό.
Δημόκριτος, απόσπ. 9
Στο μοναδικό Ον του Παρμενίδη ο Δημόκριτος αντιπαραθέτει τα άτομα και το κενό. Τα άτομα του Δημόκριτου θα πρέπει να τα φανταστούμε ως τις ελάχιστες μονάδες της ύλης - «άτομο» άλλωστε σημαίνει το άτμητο, αυτό που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μικρότερα μέρη. Το μικροσκοπικό τους μέγεθος τα κάνει αόρατα, απρόσιτα στις αισθήσεις.
Για την ύπαρξη των ατόμων και του κενού ο Δημόκριτος δεν έχει καμία αμφιβολία. Και, αφού στα άτομα και στο κενό δεν φτάνει κανείς μέσω των αισθήσεων, υποθέτουμε ότι η βεβαιότητα του Δημόκριτου θα πρέπει να στηριζόταν σε κάποιο νοητικό συλλογισμό, σαν αυτούς που διατύπωσε πρώτος ο Παρμενίδης.
Πράγματι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος δέχτηκαν τη διάκριση του Παρμενίδη ανάμεσα στο «ον» και το «μη ον», ταύτισαν όμως το «ον» με τα υλικά άτομα και το «μη ον» με το κενό (Μετά τα φυσικά985b4-6).
Τα υπάρχοντα πράγματα λοιπόν δεν είναι ένα, αλλά πολλά. Και το παρμενίδειο «μη ον» δεν είναι αυτό που δεν υπάρχει, το ανύπαρκτο, αλλά ο κενός χώρος - το κενό είναι κάτι που υπάρχει στην πραγματικότητα, απλώς είναι κάτι το εντελώς άδειο.
Τα άτομα τώρα είναι άπειρα στο πλήθος και διαφορετικά μεταξύ τους ως προς το σχήμα και το μέγεθος. Αν και κάθε άτομο είναι τόσο μικροσκοπικό ώστε να είναι αόρατο, η συνένωση πολλών ατόμων δημιουργεί τις ορατές μάζες, τα ποικίλα ορατά αντικείμενα που βλέπουμε και αισθανόμαστε.
Όπως οι άμεσοι προκάτοχοί του, έτσι και ο Δημόκριτος θεωρεί ότι η γέννηση ενός πράγματος είναι στην πραγματικότητα ανάμειξη προϋπαρχόντων στοιχείων: είναι συμπλοκή πολλών ατόμων, οπότε και ο θάνατος είναι διάσπαση ενός συμπλέγματος ατόμων. Είναι πιθανό ο Δημόκριτος να θεώρησε ότι τα άτομα είναι άπειρα στον αριθμό, στο σχήμα και στο μέγεθος, για να εξηγήσει έτσι την απειρία των ορατών αντικειμένων του κόσμου μας.
Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να σκεφτεί ότι η βασική τάση του Δημόκριτου ήταν να αναγάγει τις ποιοτικές διαφορές των ορατών πραγμάτων σε ποσοτικές διαφορές (αριθμού, σχήματος και μεγέθους) των ατόμων, όπως έκανε πολύ αργότερα η νεότερη φυσική επιστήμη. Το πρόβλημα ωστόσο με τη δημοκρίτεια ατομική θεωρία ήταν ότι δεν προσδιόριζε τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των ατόμων, και έτσι στην πράξη δεν μπορούσε να προσφέρει ακριβείς εξηγήσεις για τα επιμέρους ορατά φαινόμενα.
Πηγή