Η Αλήθεια ήταν θεότητα στην Ελληνική Μυθολογία, ιδεατή ανθρωπόμορφη προσωποποίηση της αλήθειας των αρχαίων Ελλήνων φερόμενη προστάτις της έννοιας. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο ήταν κόρη του Δία. Ο Πλούταρχος την αναφέρει ως “Τροφό του θεού Απόλλωνα”, μαζί με την Κορυθάλεια.
Σύμφωνα με έναν μύθο του Αισώπου ο Προμηθέας είχε πλάσει την Αλήθεια από πηλό, πριν όμως την ζωντανέψει, o Δόλος έπλασε ένα δεύτερο ομοίωμα, που όμως του τέλειωσε ο πηλός και έτσι άφησε το έργο του χωρίς πόδια. Επιστρέφοντας ο Προμηθέας και βλέποντας τα δύο πανομοιότυπα καλλιτεχνήματα αποφάσισε να τα ζωντανέψει και τα δυο.
Η Αλήθεια περπάτησε, το ομοίωμα του Δόλου όμως δεν μπόρεσε να κάνει ούτε ένα βήμα. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο η θεά Αλήθεια φορούσε λευκή εσθήτα και περιφέρονταν “λευκοχειμωνούσα” κοντά στο Αμφιαράειο.
Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν την Αλήθεια Veritas, θεωρώντας την κόρη του Κρόνου (Saturnus), ή του Χρόνου (Tempus). Επειδή η Αλήθεια εικονίζονταν πάντα χωρίς στολίδια και πλούσια ενδύματα έναντι των άλλων θεοτήτων, ο Οράτιος την αποκαλούσε “nuda” Veritas, δηλαδή “γυμνή αλήθεια“.
Από τότε καθιερώθηκε η ρητορική έκφραση “γυμνή αλήθεια”, ή “αλήθεια γυμνή” που λέγεται μέχρι και σήμερα εκ του γεγονότος ότι δεν χρειάζεται στην απόδοσή της ιδιαίτερα καλολογικά στοιχεία ή προλόγους, εξ ου ακόμη και η έκφραση “ωμή αλήθεια”.
Τέλος στη αρχαία Αίγυπτο όπως αναφέρει ο Κλαύδιος Αιλιανός στις διηγήσεις του ο Αιγύπτιος Αρχιερέας, ως δείγμα δίκαιου ανθρώπου, όταν εκτελούσε καθήκοντα δικαστή, κρεμούσε από το λαιμό του ιδιαίτερο περίαπτο από ζαφείρι που έφερε το όνομα “Αλήθεια“.
Πηγή
Σύμφωνα με έναν μύθο του Αισώπου ο Προμηθέας είχε πλάσει την Αλήθεια από πηλό, πριν όμως την ζωντανέψει, o Δόλος έπλασε ένα δεύτερο ομοίωμα, που όμως του τέλειωσε ο πηλός και έτσι άφησε το έργο του χωρίς πόδια. Επιστρέφοντας ο Προμηθέας και βλέποντας τα δύο πανομοιότυπα καλλιτεχνήματα αποφάσισε να τα ζωντανέψει και τα δυο.
Η Αλήθεια περπάτησε, το ομοίωμα του Δόλου όμως δεν μπόρεσε να κάνει ούτε ένα βήμα. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο η θεά Αλήθεια φορούσε λευκή εσθήτα και περιφέρονταν “λευκοχειμωνούσα” κοντά στο Αμφιαράειο.
Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν την Αλήθεια Veritas, θεωρώντας την κόρη του Κρόνου (Saturnus), ή του Χρόνου (Tempus). Επειδή η Αλήθεια εικονίζονταν πάντα χωρίς στολίδια και πλούσια ενδύματα έναντι των άλλων θεοτήτων, ο Οράτιος την αποκαλούσε “nuda” Veritas, δηλαδή “γυμνή αλήθεια“.
Από τότε καθιερώθηκε η ρητορική έκφραση “γυμνή αλήθεια”, ή “αλήθεια γυμνή” που λέγεται μέχρι και σήμερα εκ του γεγονότος ότι δεν χρειάζεται στην απόδοσή της ιδιαίτερα καλολογικά στοιχεία ή προλόγους, εξ ου ακόμη και η έκφραση “ωμή αλήθεια”.
Τέλος στη αρχαία Αίγυπτο όπως αναφέρει ο Κλαύδιος Αιλιανός στις διηγήσεις του ο Αιγύπτιος Αρχιερέας, ως δείγμα δίκαιου ανθρώπου, όταν εκτελούσε καθήκοντα δικαστή, κρεμούσε από το λαιμό του ιδιαίτερο περίαπτο από ζαφείρι που έφερε το όνομα “Αλήθεια“.
Πηγή