Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Η «μάχη» της επιστροφής των αρχαίων που εκλάπησαν από τους Γερμανούς στην κατοχή

Τον Μάιο του 1941, η Μάχη της Κρήτης βρίσκει τον Νικόλαο Πλάτωνα επιστρατευμένο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οι γραμμές επικοινωνίας έχουν αποκοπεί, αλλά ο 32χρονος τότε αρχαιολόγος θέλει να επιστρέψει στο νησί πάση θυσία. Ανησυχεί για την τύχη των αρχαίων. Πείθει τον Γερμανό αρχαιολόγο Κ. Γκεμπάουερ για την κρισιμότητα της κατάστασης και με παρέμβασή του προσγειώνεται με μεταγωγικό αεροσκάφος στα Χανιά.

Ο γιος του, Λευτέρης Πλάτων, αναπληρωτής καθηγητής προϊστορικής αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, θυμάται ότι ο πατέρας του με τη βοήθεια φυλάκων είχε ήδη θάψει αγάλματα στην αυλή του Μουσείου Ηρακλείου, ενώ στο υπόγειο του κτιρίου είχε αποκλείσει με κάγκελα άλλες αρχαιότητες για να τις προστατεύσει από πιθανό πλιάτσικο. Αυτές τις προσπάθειες απόκρυψης έχει καταγράψει στην έρευνά του και ο αρχαιολόγος Γιώργος Τζωράκης.
Οπως αναφέρει, τα 2/3 των εκθεμάτων δεν χώραγαν στο καταφύγιο και γι' αυτό ορισμένα μετακινήθηκαν σε δυσπρόσιτα σημεία του κτιρίου και προστατεύτηκαν με ψηλά αναχώματα από σακιά άμμου. Ο Πλάτων κρατούσε τα κλειδιά του κιγκλιδώματος και αρνούνταν να τα παραδώσει στις κατοχικές δυνάμεις. Μάλιστα για να αποτρέψει οποιαδήποτε κλοπή κοιμόταν στο μουσείο.

«Ασκούσαν μεγάλες πιέσεις στον πατέρα μου, ακόμα και απειλές εκτέλεσης. Τελικά τους έπεισε να πάρουν αντίγραφα αρχαίων τα οποία κατασκεύασαν τεχνίτες του μουσείου», λέει στην «Κ» ο Λευτέρης Πλάτων.

Σε άλλα σημεία του νησιού, όμως, δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τις αρπαγές. «Οι κύριοι απαγωγείς υπήρξαν ο στρατηγός Ρίνγκελ, εκ Γκρατς της Αυστρίας καταγόμενος και ο Ιταλός Ρενιέρι, εκ Ρόδου ελθών», γράφει ο Νικόλαος Πλάτων στην αναφορά του. «Το ζωηρόν ενδιαφέρον τού πρώτου διά τας κρητικάς αρχαιότητας εξεδηλώθη δυστυχώς ευθύς εξ αρχής κατά τρόπον όντως πρωτοφανή. Τακτικός επισκέπτης του κνωσιακού ανακτόρου εζήτησεν επιμόνως και κατόπιν επανειλημμένων αρνήσεων έλαβεν από τον φύλακα τας κλείδας του Στρωματογραφικού Μουσείου ως έλεγεν ίνα μελετήση».

Οπως αποδείχθηκε, όμως, ο στρατηγός Γιούλιους Ρίνγκελ είχε άλλες επιδιώξεις. Με δική του εντολή στρατιώτες αφαίρεσαν σε μία μόνο ημέρα 11 πήλινα μινωικά αγγεία, μια χάλκινη υδρία, λίθινο τριποδικό αγγείο και άλλα αντικείμενα βάσει καταγραφής του φύλακα. Οι κλοπές συνεχίστηκαν στη Βίλα Αριάδνη, η οποία είχε χτιστεί για να φιλοξενήσει παλιότερα τον αρχαιολόγο Αρθουρ Εβανς. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής επιτάχθηκε και μετατράπηκε σε κατοικία του Ρίνγκελ. Ο στρατηγός των ναζί θεώρησε πως ό,τι υπήρχε στο εσωτερικό της του ανήκε. Με διαταγές του συσκευάζονταν αρχαία από τη συλλογή της βίλας, μεταξύ των οποίων και ένα ακέφαλο άγαλμα ελληνορωμαϊκών χρόνων.

Ο Πλάτων προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Ρίνγκελ. Οι επιστολές του, όμως, έμειναν αναπάντητες, ενώ η μετάβασή του στην Κνωσό αργότερα δεν είχε επιτυχία. «Ο στρατηγός προσεποιήθη ότι ούτε παρετήρησε την παρουσία μου», έγραψε στην αναφορά του. Τον Σεπτέμβριο του 1941 με διαταγή του Ρίνγκελ πραγματοποιήθηκε λαθρανασκαφή διάρκειας 20 ημερών κοντά στην Κνωσό. Σκοπός ήταν να φτάσει στα βαθύτερα μινωικά στρώματα, ωστόσο έληξε άδοξα χωρίς να αποκαλύψει κάποιο σημαντικό εύρημα. Η υπόλοιπη λεία του στάλθηκε αεροπορικώς στην Αυστρία.

Αποστολή ανάκτησης


Με το πέρας του πολέμου, τον Φεβρουάριο του 1946 καταρτίζεται στην Ελλάδα μακροσκελής λίστα με κλεμμένες αρχαιότητες της Κατοχής. Σε αυτήν περιλαμβάνονται και αντικείμενα που υφάρπαξε ο Ρίνγκελ. Δύο χρόνια αργότερα ανατίθεται στον αρχαιολόγο Σπυρίδωνα Μαρινάτο η αποστολή ανάκτησης των κλεμμένων. Πολύγλωσσος και με διεθνές κύρος ήταν ιδανικός γι’ αυτό το απαιτητικό έργο. Η αναζήτησή του ξεκινάει τον Μάιο του 1948 στη Ρώμη. Διάφορα προσκόμματα που θέτουν οι συμμαχικές δυνάμεις δεν του επιτρέπουν να μεταβεί στο Βερολίνο, οπότε επιλέγει ως επόμενο σταθμό το Γκρατς, σκοπεύοντας να συναντήσει τον Ρίνγκελ. Ο Αυστριακός στρατηγός, όμως, έχει ήδη εγκαταλείψει την οικία του. Καταζητείται για εγκλήματα πολέμου. Η έπαυλή του έχει περάσει στα χέρια των Σοβιετικών και ο Μαρινάτος δεν μπορεί να εισέλθει σε αυτή. Καταφέρνει, όμως, να εντοπίσει στο μουσείο Joanneum σημαντικό αριθμό αρχαιοτήτων που προέρχονται από την Κρήτη.

Η Ελένη Μαντζουράνη, καθηγήτρια προϊστορικής αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, καταγράφει αυτή την αποστολή στη μελέτη της «Στα ίχνη των κλεμμένων ελληνικών αρχαιοτήτων από τις κατοχικές δυνάμεις 1940-1945: η συμβολή του Σπυρίδωνα Μαρινάτου», η οποία θα δημοσιευθεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό «AURA» του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας. Εγγραφα του Ιστορικού Αρχείου Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων του υπουργείου Πολιτισμού, τα οποία μελέτησε η καθηγήτρια, αποδεικνύουν ότι στις 4/9/1948 φτάνει στον Πειραιά φορτίο με αρχαιότητες από την Κρήτη που κατάφερε να ανακτήσει ο Μαρινάτος. Λίγες ημέρες αργότερα τις παραδίδει στον Πλάτωνα.

Οι έρευνες


Ωστόσο, στη συλλογή του Πανεπιστημίου του Γκρατς φυλάσσονταν και άλλα κλεμμένα αντικείμενα που είχε δωρίσει ο Ρίνγκελ στον καθηγητή αρχαιολογίας Αρνολντ Σόμπερ για τη δημιουργία «Κρητικής Συλλογής». Στο ίδιο πανεπιστήμιο είχαν σταλεί και αντικείμενα από τον αξιωματικό των κατοχικών δυνάμεων και αρχαιολόγο Σεργκεντόφερ. Στα τέλη του ’70, σε μια απόπειρα τεκμηρίωσής τους, με σκοπό την έκδοση επιστημονικού συγγράματος, στάλθηκαν σε ειδικό στη Βιέννη. Η μελέτη τους «πάγωσε» όταν η ειδικός αντιλήφθηκε την ύποπτη προέλευσή ορισμένων μινωικών οστράκων και το υλικό παρέμεινε στη Βιεννη κλεισμένο σε κουτια.

Μεσολάβησαν και άλλα χρόνια, ώσπου το 2005 υπό την εποπτεία του επίκουρου καθηγητή Μάνφρεντ Λένερ τα αντικείμενα επιστρέφουν στο Γκρατς. Την περίοδο 2006-2007 υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Ερβιν Ποχμάρσκι ξεκινούν μελέτες για την προέλευση του υλικού με σκοπό την δημιουργία καταλόγου και ψηφιακής βάσης δεδομένων της πανεπιστημιακής συλλογής.

Το 2008 ο καθηγητής Πέτερ Σέρερ ετέθη επικεφαλής του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς και θέλησε να ερευνήσει τη σύνδεση της συλλογής με το Γ΄ Ράιχ για να δρομολογηθεί η επιστροφή των αντικειμένων στους κατόχους της. Πέρα από την κ. Χρηστίδη, στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν οι Στέφαν Καρλ, Γκαμπριέλε Κόινερ, Ερβιν Ποχμάρσκι και Ελένη Σίντλερ-Κουντέλκα. Το έργο τους συνεχίζεται παρά τον πρόσφατο επαναπατρισμό, καθώς μελετούν αλληλογραφία του Σόμπερ που μπορεί να προσφέρει νέα στοιχεία.

Ο Ρίνγκελ πέθανε το 1967 και ο Νικόλαος Πλάτων το 1992. «Δεν ήταν ατρόμητος άνθρωπος, είχε τους φόβους του. Αλλά σε αυτή την περίπτωση τους είχε κατανικήσει πλήρως. Ηταν ένας άνθρωπος δοτικός σε ό,τι αγαπούσε. Είχε αξίες», λέει ο γιος του, Λευτέρης. «Θεωρούσε καθήκον του τη διάσωση των αρχαίων».


Πηγή