Ο γάμος στην αρχαία Ελλάδα καθοριζόταν από οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα: από την ανάγκη να μεταβιβαστεί η διαδοχή της κληρονομιάς σε γνήσιους γιους ώστε να διατηρηθεί η οικογενειακή περιουσία ακέραια και από την επιθυμία δημιουργίας σχέσεων με άλλες οικογένειες, έτσι ώστε να τονώνεται η αλληλεγγύη των οίκων και να εξασφαλίζεται η διαιώνισή τους και συνεπώς η διαιώνιση της πόλης-κράτους. Παράλληλα, ο γάμος και η σύσταση οικογένειας εξασφάλιζε την ομαλή συνέχεια του κοινωνικού ρόλου που τα δύο φύλα διαδραμάτιζαν στο πλαίσιο της πόλης-κράτους.
Βασική μονάδα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας ήταν ο οίκος. Ο οίκος περιελάμβανε όχι μόνο την «πυρηνική» ή «βιολογική» οικογένεια αλλά όλα τα πρόσωπα που διαβιούσαν στην ίδια κατοικία, δηλαδή όποιους άλλους συγγενείς ήταν εγκαταστημένοι εκεί, μαζί με τους δούλους, καθώς και όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα υπάρχοντα της οικογένειας.
Πολλές αξίες για την οικογένεια στην αρχαία Ελλάδα εξηγούνται από την ανάγκη να διατηρηθεί η ‘τιμή’ της και να εξασφαλιστεί το μέλλον της. Αφετηρία της οικογένειας ήταν η σύναψη του γάμου. Γι’ αυτό, η σύναψη του γάμου, όπως όλες σχεδόν οι πολιτισμικές εκδηλώσεις στην αρχαιότητα, ήταν επενδυμένη με θρησκευτική σημασία και κατείχε κεντρική θέση μέσα στη θέσμιση της πόλης-κράτους.
Η κανονική ηλικία γάμου για τους άνδρες ήταν γύρω στα τριάντα (ο Αριστοτέλης ανεβάζει το όριο στα τριάντα επτά) και για τις γυναίκες στην εφηβική ηλικία, δηλαδή ανάμεσα στα δέκα τέσσερα και δέκα έξι χρόνια του βίου τους (ο Πλάτωνας ανεβάζει το όριο στα είκοσι).[1] Όλοι οι γάμοι ήταν προσυμφωνημένοι.[2] Η συμφωνία γινόταν προφορικά ανάμεσα στον πατέρα ή στο νόμιμο κηδεμόνα[3] της κόρης – κύριος – και το μνηστήρα της, μέσω της προμνήστριας και ενώπιον μαρτύρων. Η συμφωνία με την οποία μεταβιβαζόταν ο έλεγχος της κόρης από τον έναν στον άλλον ονομαζόταν εγγύη ή εγγύησις[4] και αποτελούσε το θεμέλιο του γάμου που θα μετέτρεπε το συνείναι σε συνοικείν[5].
Η παρουσία της γυναίκας κατά την εγγύη δεν ήταν απαραίτητη. Ο ρόλος της ήταν τυπικός και έπρεπε να αποδεχτεί την αλλαγή ‘κυρίου’. Δεν ήταν ποτέ ο γάμος της αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και επιλογής. Η πραγματοποίηση της εγγύης ήταν η έκδοση, η παράδοση δηλαδή της νύφης μαζί με την προίκα της στο γαμπρό. Το σύνολο των γαμήλιων διαδικασιών διαρκούσε τρεις μέρες.
Άρχιζε με χωριστές θυσίες[6] και εξαγνιστικά λουτρά και μετά το γαμήλιο γεύμα[7] κορυφωνόταν με τη μεταφορά της νύφης στο νέο της οίκο και τη συγκατοίκησή της – συνοικείν – μαζί με την οικογένεια του γαμπρού.[8] Κατά τη διάρκεια του γάμου, σε αντίθεση με κάθε άλλη γιορτή, οι θεοί ήταν απόντες. «Ο γάμος ήταν μια γιορτή, μια τελετουργία σεξουαλικής μύησης της νεαρής συζύγου και παράλληλα η κύρια βαθμίδα της ενηλικίωσής της».[9]
Από νομική άποψη η σημαντικότερη πράξη του γάμου ήταν η παρουσία της νύφης στη φρατρία του συζύγου και η αποδοχή της από τη φρατρία σφραγιζόταν με τη γαμήλια θυσία. Έτσι, η νύφη αναγνωριζόταν ως θυγατέρα αθηναίου πολίτη, πράγμα που ήταν απαραίτητο για να θεωρηθούν τα αρσενικά παιδιά του ζεύγους αθηναίοι πολίτες.
Στο σύζυγο δινόταν προίκα[10] με τη μορφή είτε χρηματικού ποσού είτε ακινήτου (σπίτι ή χωράφι), του οποίου η τιμή υπολογιζόταν σε μετρητά. Το ακίνητο προερχόταν από την περιουσία του πατέρα, όχι όμως από τον πατρικό κλήρο.[11] Τα μετρητά ήταν ένα είδος στήριξης του νέου οίκου και ο σύζυγος αποφάσιζε για το πώς θα χειριζόταν το ποσό αυτό. Όμως ουσιαστικά δεν του ανήκε, απλώς το διαχειριζόταν[12] ή το παρακρατούσε ως καταπίστευμα για τους γιους του. Πάντως, σε κάθε περίπτωση που ο γάμος αποτύχαινε ή η σύζυγος πέθαινε χωρίς να αφήσει παιδιά, ο σύζυγος όφειλε να επιστρέψει στο ακέραιο την προίκα.[13]
Ο άνδρας δεν έδινε τίποτα ως αντάλλαγμα. Διαπραγματευόταν ο ίδιος το γάμο του και η μόνη προϋπόθεση της συναλλαγής ήταν η γέννηση νόμιμων παιδιών. Έτσι, η γαμήλια ένωση από πολιτισμική άποψη αποτελούσε μια μορφή συναλλαγής, από την οποία προέκυπτε ο δεσμός της αγχιστείας ανάμεσα στον πατέρα και στον γαμπρό. Ωστόσο, το ενδιαφέρον εστιαζόταν στην κληρονομική διαδοχή. Από κοινωνική άποψη, ο πολιτικός ρόλος της γυναίκας ήταν η παραγωγή αρρένων τέκνων, που θα διασφάλιζαν τη συνέχεια της κληρονομιάς, άρα και την ύπαρξη των οίκων που συγκροτούσαν την πόλη-κράτος.
Για την εξασφάλιση της συνέχειας του οίκου οι αρχαίοι Έλληνες έτειναν προς την ενδογαμία[14] και παντρεύονταν στενούς συγγενείς, π.χ. γάμος μεταξύ θείου και ανιψιάς. Άλλωστε, κυριαρχούσε η αντίληψη πως ασφαλής οίκος είναι εκείνος που τα μέλη του είναι συγγενείς εξ αίματος. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η ενδογαμία ήταν υποχρεωτική στην περίπτωση της επικλήρου κόρης,[15] η οποία έπρεπε να παντρευτεί τον κοντινότερο συγγενή από την πλευρά του πατέρα της, για να παραμείνει ο πατρικός κλήρος στην οικογένεια. Γιατί η κυριότερη φροντίδα του οίκου ήταν να διαφυλάξει την κυριότητα του κλήρου και να εξασφαλίσει την διαδοχή των κληρονομικών αγαθών.
Στο αττικό κληρονομικό δίκαιο ο νομοθέτης μεταχειρίζεται με ‘σκληρότητα’ τις χήρες γυναίκες, οι οποίες μετά το θάνατο του συζύγου δεν είχαν κανένα δικαίωμα στην περιουσία του και έπρεπε να εγκαταλείψουν τον συζυγικό οίκο, αν δεν είχαν άρρενα τέκνα (Δημάκης 1994: 323). Σε μια τέτοια περίπτωση, έχω την αίσθηση ότι ο νομοθέτης λαμβάνει υπόψη τους συχνούς, και λόγω συνεχών πολέμων, θανάτους των ανδρών και άρα πως η μεταβίβαση κληρονομικού δικαιώματος θα σήμαινε αυτομάτως γρήγορη αλλαγή των περιουσιακών συσχετισμών ανάμεσα στους οίκους της πόλης-κράτους.
Επομένως, επιστρέφεται στη χήρα η περιουσία της αλλά δεν επαυξάνεται, οπότε ουσιαστικά οι συσχετισμοί ανάμεσα στους οίκους παραμένουν στα προγενέστερα επίπεδα και διατηρούνται οι ισορροπίες. Κοντολογίς, μέλημα του νομοθέτη είναι να διατηρήσει τους υφιστάμενους οικονομικούς συσχετισμούς ανάμεσα στους οίκους που απαρτίζουν την πόλη των Αθηνών, τουλάχιστον όσο αφορά στη μεταβίβαση κληρονομικών περιουσιακών στοιχείων[16].
Η κυριότητα του κλήρου και η μεταβίβαση των αγαθών – σε αυτά συνυπολογίζονταν δούλοι, δάνεια και τα όμοια[17] – εξασφαλιζόταν με τη διαδοχή, δηλαδή την απόκτηση νόμιμων κληρονόμων, γνήσιων γιων. Εδώ έγκειται και ο κοινωνικός – πολιτικός ρόλος του γάμου. Για να ασκήσουν όμως τα δικαιώματά τους πάνω στην περιουσία και στην κληρονομιά, οι νόμιμοι κληρονόμοι έπρεπε να έχουν γίνει πρώτα αποδεκτοί από τη φρατρία, δηλαδή την ευρύτερη συγγενική ομάδα στην οποία ανήκε η οικογένεια του συζύγου ή του πατέρα.
Η είσοδος στη φρατρία γινόταν με τελετουργική θυσία, που ονομαζόταν μείον.[18] Σημαντικότερη ήταν η τελετουργική κουρά – κούρειον – των μαλλιών του αγοριού, που συμβόλιζε και τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία. Ο πατέρας έπαιρνε όρκο ενώπιον των ενήλικων μελών της φρατρίας του ότι το παιδί ήταν γεννημένο από μητέρα, την οποία είχε νόμιμα νυμφευθεί (δηλαδή, με εγγύη). Έτσι, ο έφηβος ξεκίναγε το στάδιό του ως πολίτης.[19]
Προηγούμενα, όμως, είχαν επιτελεστεί άλλες μυητικές τελετές ή τελετουργίες περάσματος (διαβατήριες), που σηματοδοτούσαν το πέρασμα από μια κατάσταση σε μια άλλη και στόχευαν στην ενσωμάτωση του νεογέννητου στην οικογένεια. Πρώτα-πρώτα, πέντε ή επτά ημέρες μετά από τη γέννηση όσοι είχαν βοηθήσει στον τοκετό συγκεντρώνονταν για να εορτάσουν το γεγονός και παράλληλα για να καθαρθούν από το μίασμα του χυμένου αίματος.
Στη συνέχεια, ανάμεσα στην πέμπτη και δέκατη μέρα γίνονταν οι αμφιδρομίες, στις οποίες όσοι είχαν μιανθεί από τον τοκετό, αφού έπλεναν τελετουργικά τα χέρια τους, έτρεχαν μάλλον ελαφρά ντυμένοι γύρω από την κατοικία με το νεογέννητο στα χέρια. Τη δέκατη μέρα – δεκάτη – έδιναν στο νεογέννητο το όνομά του, προσέφεραν θυσία και παρέθεταν εορταστικό δείπνο με συμπόσιο. Σε αυτό οι προσκεκλημένοι έφερναν τα γενέθλια ή οπτήρια, επειδή έβλεπαν για πρώτη φορά το βρέφος.
Μέσα στο χώρο του οίκου – στον ιδιωτικό χώρο – αρχίζει και η πρωταρχική διάκριση των δύο φύλων με τον εθισμό τους στον κοινωνικό ρόλο που το καθένα όφειλε να διαδραματίσει στα πλαίσια της πόλης-κράτους. Ακόμη και η ίδια η δομή της αθηναϊκής κατοικίας προωθούσε τη διαφοροποίηση των φύλων. Το πιο επίσημο δωμάτιο του σπιτιού ήταν ο ανδρών. Εκεί, στα λεγόμενα συμπόσια,[20] οι άνδρες έτρωγαν, διασκέδαζαν και έκαναν πολιτικές ή φιλοσοφικές συζητήσεις. Αυτό ήταν και το δωμάτιο όπου γινόταν το γαμήλιο γεύμα ή το δείπνο μετά την δεκάτη.
Ήδη, από την πρώτη στιγμή που το νεογέννητο ερχόταν στον κόσμο, κρεμούσαν έξω από την πόρτα του οίκου ένα κλαδί ελιάς, αν ήταν αγόρι, σύμβολο των ανταμοιβών του άνδρα στην πολιτική, αθλητική ή στρατιωτική ζωή, ενώ μια μάλλινη κορδέλα, αν ήταν κορίτσι, σύμβολο της οικόσιτης ζωής των γυναικών.[21]
Τα κορίτσια μεγάλωναν στο εσωτερικό του σπιτιού – στο γυναικωνίτη – χωρίς ουσιαστικά να διδάσκονται τίποτα, εκτός από δουλειές που ταίριαζαν σε γυναίκες. Δεν συμμετείχαν στα συμπόσια και μάλλον στις θεατρικές παραστάσεις. Για τις γυναίκες ήταν τιμή να είναι αφανείς. Μόνο οι γυναίκες κατώτερων τάξεων ή οι αγρότισσες κυκλοφορούσαν πιο ελεύθερα και κινούνταν στην αγορά ανάμεσα στους άντρες. Ωστόσο, οι γυναίκες συμμετείχαν σε θρησκευτικές τελετές[22] – σε ισότιμο βαθμό με τους άντρες – και τους επιτρεπόταν να παρευρίσκονται σε γιορτές ή κηδείες.
Η γυναίκα ήταν εκείνη, που αν και δεν μπορούσε να αποκτήσει περιουσία (εκτός από τη Σπάρτη), μεταβίβαζε το κληρονομικό δικαίωμα στους γιους της, ως κόρη πολίτη. Επίσης, η γυναίκα εξαιτίας της οικιακής της δραστηριότητας κατείχε μια ορισμένη εξουσία για να διευθύνει τις δουλειές των δούλων. Ανάλογα με τη χρήση της εξουσίας που έκανε διακρινόταν σε καλή ή κακή οικοδέσποινα. Σκοπός όλων αυτών ήταν η διατήρηση της συζυγικής πίστης και αγνότητας, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η εγγύηση της νομιμότητας των παιδιών και άρα η συνέχεια του οίκου, που με τη σειρά της εγγυούταν τη συνέχεια της πόλεως.
Κάθε πολίτης προερχόταν από μια οικογένεια και δημιουργούσε μια άλλη, η οποία όμως παρέμενε συνδεδεμένη με την πρώτη, ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλότητα και η συνέχεια της πόλεως. Κύριος του οίκου ήταν ο ελεύθερος άρρενας πολίτης. Ο γάμος ήταν πατρο-τοπικός, η κληρονομική διαδοχή πατρο-γραμμική και η εξουσία ήταν πατριαρχική. Μέσα από τη συμπλοκή αυτών των σχέσεων, που ήταν καθορισμένες νομικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά, διασφαλιζόταν η τάξη της πόλεως και έτσι δεν κλυδωνιζόταν με το θάνατο των ατόμων.
του Κώστα Κυριάκη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Η γυναίκα όφειλε να παντρεύεται νωρίς και σύμφωνα με την ιατρική της εποχής. Ωστόσο, ο γάμος λειτουργούσε και ως έλεγχος της σεξουαλικότητας, θέτοντά την στην υπηρεσία της κληρονομικής διαδοχής, βλ. J. Redfield, “Homo Domesticus”, στο: Ο Έλληνας άνθρωπος, επιμ. Jean-Pierre Vernant, μτφ. Χ. Τασάκος (Αθήνα 1996): 265.
[2] Η μνηστεία μπορούσε να γίνει σε πολύ μικρή ηλικία, βλ. Δημοσθένης, Κατ’ Αφόβου, Ι.4 κ.εξ.
[3] Αν ο πατέρας της είχε πεθάνει, ο νόμιμος κηδεμόνας ήταν κανονικά ο αδερφός της ή άλλος στενός συγγενής.
[4] Ο ίδιος όρος χρησιμοποιούνταν και για κάθε είδος ενεχυρίασης. Η τυπική αττική έκφραση βρίσκεται στον Μένανδρο, Δύσκολος, 435k, 842sq: «εγγυώμαι την κόρη μου για τη γέννηση νόμιμων παιδιών και της δίνω μια προίκα (τόσων δραχμών)».
[5] Απαραίτητο για να γίνει η νεαρή κοπέλα γαμετή γυνή, δηλαδή νόμιμη σύζυγος.
[6] Η μελλόνυμφη πρόσφερε στην Άρτεμη τα παιδικά της παιχνίδια: κούκλες, σβούρες, τόπια, κούνιες κ.ά.
[7] Η νύφη με τις άλλες γυναίκες καθόταν στον ίδιο χώρο, σε χωριστό από τους άντρες τραπέζι, με το πρόσωπο καλυμμένο με πέπλο και φορώντας στεφάνι στο κεφάλι.
[8] Εκεί, στην καινούρια της Εστία την έθεταν υπό την προστασία των θεών του νέου σπιτιού και έραιναν τους νιόπαντρους με καταχύσματα, προσφέροντάς τους ένας παις αμφιθαλής ένας καλάθι με ψωμί. Η νύφη έτρωγε ένα κυδώνι ή μήλο και γινόταν τα αποκαλυπτήρια. Έπειτα το ζευγάρι πήγαινε στον θάλαμο, ενώ οι παρευρισκόμενοι έψαλλαν ένα επιθαλάμιο. Την τρίτη μέρα, επαύλια, το νεαρό ζευγάρι δεχόταν δώρα από συγγενείς και φίλους, που ονομάζονταν επίσης επαύλια.
[9] Redfield, βλ. παραπ.: 290
[10] Δεν διαθέτουμε καμιά απόδειξη πως η προίκα ήταν υποχρεωτική ή αποτελούσε το τεκμήριο του νόμιμου χαρακτήρα του γάμου, βλ. C. Mosse, Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα, μτφ. Α. Στεφανής (Αθήνα 2002) : 58 Στη Σπάρτη δεν υπήρχε το έθιμο της προίκας.
[11] Δηλαδή, την έγγειο περιουσία του πατέρα που μεταβιβαζόταν μόνο από πατέρα σε γιο ή όταν δεν υπήρχε γιος, στον αγχιστέα του νεκρού, δηλαδή αδερφό ή ανιψιό, ο οποίος παντρευόταν την επίκληρο.
[12] Και του απέδιδε αρκετά οφέλη, όσο υπήρχε το ζευγάρι.
[13] Αυτή η συμφωνία, ίσως, προστάτευε τη γυναίκα από απερίσκεπτο χωρισμό και την οικογένειά της από την κατασπατάληση των χρημάτων. Άλλωστε, ο πατέρας της νύφης διατηρούσε μια εποπτεία μέσω μιας ειδικής υποθήκης, που λεγόταν αποτίμημα.
[14] Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση της επιβεβαίωσης της αρχής της ενδογαμίας είναι ο γάμος της μητέρας του Δημοσθένη Κλεοβούλης με τον ανιψιό του συζύγου της, που νοσούσε βαριά, Άφοβου, μαζί με υψηλή προίκα.
[15] Η επίκληρος κόρη ήταν κληρονόμος σε περίπτωση που ο πατέρας πέθαινε και δεν άφηνε γιο. Τότε έπρεπε ο πλησιέστερος συγγενής της να την διεκδικήσει σε γάμο και να επωφεληθεί από τον κλήρο της μέχρι την ενηλικίωση του γιου τους και νόμιμου κληρονόμου. Αν ο κλήρος ήταν μικρός και δεν εξεδήλωνε κανείς το ενδιαφέρον να την παντρευτεί, τότε ο υπεύθυνος κρατικός λειτουργός ανάγκαζε τον πλησιέστερο συγγενή είτε να την παντρευτεί – επιδικασία – είτε να της δώσει την απαιτούμενη προίκα για να μπορέσει να παντρευτεί κάποιον άλλο.
[16] [Η παράγραφος προσθήκη 2013]
[17] Βλ. Δημοσθένης, Κατ’ Αφόβου, Ι.9-11.
[18] Την πρόσφερε ο πατέρας όταν το παιδί γινόταν ενός έτους.
[19] Παρά το γεγονός ότι οι φρατρίες δεν ήταν οργανωμένες γύρω από μια κοινή λατρεία, αποτελούσαν, ωστόσο, το πλαίσιο για τον εορτασμό των Απατουρίων, κατά τον οποίο αποδίδονταν τιμές στο Φράτριο Δία και στη Φρατρία Αθηνά. Η γιορτή αυτή εορταζόταν κατά το μήνα Πυανεψίωνα και είχε τόσο κατά την αρχαϊκή όσο και κατά την κλασική εποχή θεμελιώδη ρόλο για την απόκτηση της ιδιότητας του αθηναίου πολίτη. Την τρίτη μέρα της γιορτής, που λεγόταν Κουρεότις, καταγράφονταν στο γραμματείο όλα τα παιδιά (αγόρια) που είχαν γεννηθεί ή υιοθετηθεί (εισποιητοί) από γονείς πολίτες κατά τη διάρκεια του έτους. Αυτή ήταν και η ληξιαρχική πράξη γέννησης και πιστοποίησης της νόμιμης καταγωγής τους, απαραίτητο στοιχείο για την εγγραφή τους αργότερα στους δημοτικούς καταλόγους κατά την είσοδό τους στο σώμα των πολιτών. Στην ίδια γιορτή παρουσιάζονταν οι έφηβοι πια στα 18 τους χρόνια (ή στα 16), αφού έκοβαν και πρόσφεραν τα μαλλιά τους στην Άρτεμη, και τότε ο πατέρας έδινε όρκο πως το παιδί προήλθε από νόμιμο γάμο με Αθηναία. Η νόμιμη γέννηση θεμελίωνε το κληρονομικό δικαίωμα και το γεγονός ότι η μαρτυρία των φρατόρων, σε περιπτώσεις δικαστικής αντιπαράθεσης ή αμφισβήτησης του δικαιώματος του πολίτη, ισοδυναμούσε με «πιστοποιητικό γέννησης» δηλώνει πως η φρατρία μπορούσε σε ορισμένα διοικητικά καθήκοντα να αναπληρώνει την πόλη.
[20] Το συμπόσιο κατά την αρχαϊκή εποχή έχει κοινωνικό χαρακτήρα συσπειρώνοντας ομάδες αριστοκρατών που θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Ο ποιητής, μέλος αυτών των ομάδων, εκφράζει τις αξίες της και δίνει μια άλλη διάσταση στον τρόπο του «ευφραίνεσθαι», αντλώντας την θεματική του τόσο από την ηρωική ποίηση όσο και από την σύγχρονη πραγματικότητα. Βλ. O. Murray, «Ο Έλληνας άνθρωπος και οι μορφές κοινωνικότητας», στο: Ο Έλληνας άνθρωπος, επιμ. Jean-Pierre Vernant, μτφ. Χ. Τασάκος (Αθήνα 1996): 323-351.
[21] Ο αρχικός τους σκοπός ήταν αποτροπαϊκός.
[22] Η συμμετοχή γυναικών στις τελετές προς τιμήν του Διονύσου είναι ανατρεπτική γιατί εκεί πίνουν ανόθευτο κρασί, κατασπαράζουν και καταναλώνουν ωμό το ζώο προς θυσία. «Ωστόσο δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μορφές έκφρασης της κοινωνικότητας, αλλά μάλλον με μια απελευθέρωση των τάσεων που δημιουργεί ο ίδιος ο τελετουργικός χαρακτήρας της κοινωνικότητας», O. Murray, βλ. παραπ.: 327.
Πηγή
Η σύναψη γάμου στην αρχαία Αθήνα
Πολλές αξίες για την οικογένεια στην αρχαία Ελλάδα εξηγούνται από την ανάγκη να διατηρηθεί η ‘τιμή’ της και να εξασφαλιστεί το μέλλον της. Αφετηρία της οικογένειας ήταν η σύναψη του γάμου. Γι’ αυτό, η σύναψη του γάμου, όπως όλες σχεδόν οι πολιτισμικές εκδηλώσεις στην αρχαιότητα, ήταν επενδυμένη με θρησκευτική σημασία και κατείχε κεντρική θέση μέσα στη θέσμιση της πόλης-κράτους.
Η κανονική ηλικία γάμου για τους άνδρες ήταν γύρω στα τριάντα (ο Αριστοτέλης ανεβάζει το όριο στα τριάντα επτά) και για τις γυναίκες στην εφηβική ηλικία, δηλαδή ανάμεσα στα δέκα τέσσερα και δέκα έξι χρόνια του βίου τους (ο Πλάτωνας ανεβάζει το όριο στα είκοσι).[1] Όλοι οι γάμοι ήταν προσυμφωνημένοι.[2] Η συμφωνία γινόταν προφορικά ανάμεσα στον πατέρα ή στο νόμιμο κηδεμόνα[3] της κόρης – κύριος – και το μνηστήρα της, μέσω της προμνήστριας και ενώπιον μαρτύρων. Η συμφωνία με την οποία μεταβιβαζόταν ο έλεγχος της κόρης από τον έναν στον άλλον ονομαζόταν εγγύη ή εγγύησις[4] και αποτελούσε το θεμέλιο του γάμου που θα μετέτρεπε το συνείναι σε συνοικείν[5].
Η παρουσία της γυναίκας κατά την εγγύη δεν ήταν απαραίτητη. Ο ρόλος της ήταν τυπικός και έπρεπε να αποδεχτεί την αλλαγή ‘κυρίου’. Δεν ήταν ποτέ ο γάμος της αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και επιλογής. Η πραγματοποίηση της εγγύης ήταν η έκδοση, η παράδοση δηλαδή της νύφης μαζί με την προίκα της στο γαμπρό. Το σύνολο των γαμήλιων διαδικασιών διαρκούσε τρεις μέρες.
Άρχιζε με χωριστές θυσίες[6] και εξαγνιστικά λουτρά και μετά το γαμήλιο γεύμα[7] κορυφωνόταν με τη μεταφορά της νύφης στο νέο της οίκο και τη συγκατοίκησή της – συνοικείν – μαζί με την οικογένεια του γαμπρού.[8] Κατά τη διάρκεια του γάμου, σε αντίθεση με κάθε άλλη γιορτή, οι θεοί ήταν απόντες. «Ο γάμος ήταν μια γιορτή, μια τελετουργία σεξουαλικής μύησης της νεαρής συζύγου και παράλληλα η κύρια βαθμίδα της ενηλικίωσής της».[9]
Από νομική άποψη η σημαντικότερη πράξη του γάμου ήταν η παρουσία της νύφης στη φρατρία του συζύγου και η αποδοχή της από τη φρατρία σφραγιζόταν με τη γαμήλια θυσία. Έτσι, η νύφη αναγνωριζόταν ως θυγατέρα αθηναίου πολίτη, πράγμα που ήταν απαραίτητο για να θεωρηθούν τα αρσενικά παιδιά του ζεύγους αθηναίοι πολίτες.
Η προίκα
Στο σύζυγο δινόταν προίκα[10] με τη μορφή είτε χρηματικού ποσού είτε ακινήτου (σπίτι ή χωράφι), του οποίου η τιμή υπολογιζόταν σε μετρητά. Το ακίνητο προερχόταν από την περιουσία του πατέρα, όχι όμως από τον πατρικό κλήρο.[11] Τα μετρητά ήταν ένα είδος στήριξης του νέου οίκου και ο σύζυγος αποφάσιζε για το πώς θα χειριζόταν το ποσό αυτό. Όμως ουσιαστικά δεν του ανήκε, απλώς το διαχειριζόταν[12] ή το παρακρατούσε ως καταπίστευμα για τους γιους του. Πάντως, σε κάθε περίπτωση που ο γάμος αποτύχαινε ή η σύζυγος πέθαινε χωρίς να αφήσει παιδιά, ο σύζυγος όφειλε να επιστρέψει στο ακέραιο την προίκα.[13]
Ο άνδρας δεν έδινε τίποτα ως αντάλλαγμα. Διαπραγματευόταν ο ίδιος το γάμο του και η μόνη προϋπόθεση της συναλλαγής ήταν η γέννηση νόμιμων παιδιών. Έτσι, η γαμήλια ένωση από πολιτισμική άποψη αποτελούσε μια μορφή συναλλαγής, από την οποία προέκυπτε ο δεσμός της αγχιστείας ανάμεσα στον πατέρα και στον γαμπρό. Ωστόσο, το ενδιαφέρον εστιαζόταν στην κληρονομική διαδοχή. Από κοινωνική άποψη, ο πολιτικός ρόλος της γυναίκας ήταν η παραγωγή αρρένων τέκνων, που θα διασφάλιζαν τη συνέχεια της κληρονομιάς, άρα και την ύπαρξη των οίκων που συγκροτούσαν την πόλη-κράτος.
Για την εξασφάλιση της συνέχειας του οίκου οι αρχαίοι Έλληνες έτειναν προς την ενδογαμία[14] και παντρεύονταν στενούς συγγενείς, π.χ. γάμος μεταξύ θείου και ανιψιάς. Άλλωστε, κυριαρχούσε η αντίληψη πως ασφαλής οίκος είναι εκείνος που τα μέλη του είναι συγγενείς εξ αίματος. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η ενδογαμία ήταν υποχρεωτική στην περίπτωση της επικλήρου κόρης,[15] η οποία έπρεπε να παντρευτεί τον κοντινότερο συγγενή από την πλευρά του πατέρα της, για να παραμείνει ο πατρικός κλήρος στην οικογένεια. Γιατί η κυριότερη φροντίδα του οίκου ήταν να διαφυλάξει την κυριότητα του κλήρου και να εξασφαλίσει την διαδοχή των κληρονομικών αγαθών.
Στο αττικό κληρονομικό δίκαιο ο νομοθέτης μεταχειρίζεται με ‘σκληρότητα’ τις χήρες γυναίκες, οι οποίες μετά το θάνατο του συζύγου δεν είχαν κανένα δικαίωμα στην περιουσία του και έπρεπε να εγκαταλείψουν τον συζυγικό οίκο, αν δεν είχαν άρρενα τέκνα (Δημάκης 1994: 323). Σε μια τέτοια περίπτωση, έχω την αίσθηση ότι ο νομοθέτης λαμβάνει υπόψη τους συχνούς, και λόγω συνεχών πολέμων, θανάτους των ανδρών και άρα πως η μεταβίβαση κληρονομικού δικαιώματος θα σήμαινε αυτομάτως γρήγορη αλλαγή των περιουσιακών συσχετισμών ανάμεσα στους οίκους της πόλης-κράτους.
Επομένως, επιστρέφεται στη χήρα η περιουσία της αλλά δεν επαυξάνεται, οπότε ουσιαστικά οι συσχετισμοί ανάμεσα στους οίκους παραμένουν στα προγενέστερα επίπεδα και διατηρούνται οι ισορροπίες. Κοντολογίς, μέλημα του νομοθέτη είναι να διατηρήσει τους υφιστάμενους οικονομικούς συσχετισμούς ανάμεσα στους οίκους που απαρτίζουν την πόλη των Αθηνών, τουλάχιστον όσο αφορά στη μεταβίβαση κληρονομικών περιουσιακών στοιχείων[16].
Τα τέκνα
Η κυριότητα του κλήρου και η μεταβίβαση των αγαθών – σε αυτά συνυπολογίζονταν δούλοι, δάνεια και τα όμοια[17] – εξασφαλιζόταν με τη διαδοχή, δηλαδή την απόκτηση νόμιμων κληρονόμων, γνήσιων γιων. Εδώ έγκειται και ο κοινωνικός – πολιτικός ρόλος του γάμου. Για να ασκήσουν όμως τα δικαιώματά τους πάνω στην περιουσία και στην κληρονομιά, οι νόμιμοι κληρονόμοι έπρεπε να έχουν γίνει πρώτα αποδεκτοί από τη φρατρία, δηλαδή την ευρύτερη συγγενική ομάδα στην οποία ανήκε η οικογένεια του συζύγου ή του πατέρα.
Η είσοδος στη φρατρία γινόταν με τελετουργική θυσία, που ονομαζόταν μείον.[18] Σημαντικότερη ήταν η τελετουργική κουρά – κούρειον – των μαλλιών του αγοριού, που συμβόλιζε και τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία. Ο πατέρας έπαιρνε όρκο ενώπιον των ενήλικων μελών της φρατρίας του ότι το παιδί ήταν γεννημένο από μητέρα, την οποία είχε νόμιμα νυμφευθεί (δηλαδή, με εγγύη). Έτσι, ο έφηβος ξεκίναγε το στάδιό του ως πολίτης.[19]
Προηγούμενα, όμως, είχαν επιτελεστεί άλλες μυητικές τελετές ή τελετουργίες περάσματος (διαβατήριες), που σηματοδοτούσαν το πέρασμα από μια κατάσταση σε μια άλλη και στόχευαν στην ενσωμάτωση του νεογέννητου στην οικογένεια. Πρώτα-πρώτα, πέντε ή επτά ημέρες μετά από τη γέννηση όσοι είχαν βοηθήσει στον τοκετό συγκεντρώνονταν για να εορτάσουν το γεγονός και παράλληλα για να καθαρθούν από το μίασμα του χυμένου αίματος.
Στη συνέχεια, ανάμεσα στην πέμπτη και δέκατη μέρα γίνονταν οι αμφιδρομίες, στις οποίες όσοι είχαν μιανθεί από τον τοκετό, αφού έπλεναν τελετουργικά τα χέρια τους, έτρεχαν μάλλον ελαφρά ντυμένοι γύρω από την κατοικία με το νεογέννητο στα χέρια. Τη δέκατη μέρα – δεκάτη – έδιναν στο νεογέννητο το όνομά του, προσέφεραν θυσία και παρέθεταν εορταστικό δείπνο με συμπόσιο. Σε αυτό οι προσκεκλημένοι έφερναν τα γενέθλια ή οπτήρια, επειδή έβλεπαν για πρώτη φορά το βρέφος.
Ο κοινωνικός ρόλος των δύο φύλων
Ήδη, από την πρώτη στιγμή που το νεογέννητο ερχόταν στον κόσμο, κρεμούσαν έξω από την πόρτα του οίκου ένα κλαδί ελιάς, αν ήταν αγόρι, σύμβολο των ανταμοιβών του άνδρα στην πολιτική, αθλητική ή στρατιωτική ζωή, ενώ μια μάλλινη κορδέλα, αν ήταν κορίτσι, σύμβολο της οικόσιτης ζωής των γυναικών.[21]
Τα κορίτσια μεγάλωναν στο εσωτερικό του σπιτιού – στο γυναικωνίτη – χωρίς ουσιαστικά να διδάσκονται τίποτα, εκτός από δουλειές που ταίριαζαν σε γυναίκες. Δεν συμμετείχαν στα συμπόσια και μάλλον στις θεατρικές παραστάσεις. Για τις γυναίκες ήταν τιμή να είναι αφανείς. Μόνο οι γυναίκες κατώτερων τάξεων ή οι αγρότισσες κυκλοφορούσαν πιο ελεύθερα και κινούνταν στην αγορά ανάμεσα στους άντρες. Ωστόσο, οι γυναίκες συμμετείχαν σε θρησκευτικές τελετές[22] – σε ισότιμο βαθμό με τους άντρες – και τους επιτρεπόταν να παρευρίσκονται σε γιορτές ή κηδείες.
Η γυναίκα ήταν εκείνη, που αν και δεν μπορούσε να αποκτήσει περιουσία (εκτός από τη Σπάρτη), μεταβίβαζε το κληρονομικό δικαίωμα στους γιους της, ως κόρη πολίτη. Επίσης, η γυναίκα εξαιτίας της οικιακής της δραστηριότητας κατείχε μια ορισμένη εξουσία για να διευθύνει τις δουλειές των δούλων. Ανάλογα με τη χρήση της εξουσίας που έκανε διακρινόταν σε καλή ή κακή οικοδέσποινα. Σκοπός όλων αυτών ήταν η διατήρηση της συζυγικής πίστης και αγνότητας, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η εγγύηση της νομιμότητας των παιδιών και άρα η συνέχεια του οίκου, που με τη σειρά της εγγυούταν τη συνέχεια της πόλεως.
Συμπεράσματα
Κάθε πολίτης προερχόταν από μια οικογένεια και δημιουργούσε μια άλλη, η οποία όμως παρέμενε συνδεδεμένη με την πρώτη, ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλότητα και η συνέχεια της πόλεως. Κύριος του οίκου ήταν ο ελεύθερος άρρενας πολίτης. Ο γάμος ήταν πατρο-τοπικός, η κληρονομική διαδοχή πατρο-γραμμική και η εξουσία ήταν πατριαρχική. Μέσα από τη συμπλοκή αυτών των σχέσεων, που ήταν καθορισμένες νομικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά, διασφαλιζόταν η τάξη της πόλεως και έτσι δεν κλυδωνιζόταν με το θάνατο των ατόμων.
του Κώστα Κυριάκη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δημάκης Π. Δ., Πρόσωπα και θεσμοί της αρχαίας Ελλάδας, Αθήνα: Παπαδήμας 1994.
- Πετροπούλου, Α. «Οικογενειακοί Θεσμοί». Στο: Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τομ. Α΄. Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην αρχαία Ελλάδα. Πάτρα 2000.
- Cantarella, E. Οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Μτφ. Π. Δημάκη. Αθήνα: 1998.
- Mosse, C. Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα. Μτφ. Α. Στεφανής. Αθήνα: 2002.
- Murray, O. «Ο έλληνας άνθρωπος και οι μορφές κοινωνικότητας». Στο: Ο Έλληνας άνθρωπος. Επιμ. Jean Pierre Vernant. Μτφ. Χ. Τασάκος. Αθήνα: 1996.
- Redfield, J. «Homo Domesticus». Στο: Ο Έλληνας άνθρωπος. Επιμ. Jean Pierre Vernant. Μτφ. Χ. Τασάκος. Αθήνα: 1996.
[1] Η γυναίκα όφειλε να παντρεύεται νωρίς και σύμφωνα με την ιατρική της εποχής. Ωστόσο, ο γάμος λειτουργούσε και ως έλεγχος της σεξουαλικότητας, θέτοντά την στην υπηρεσία της κληρονομικής διαδοχής, βλ. J. Redfield, “Homo Domesticus”, στο: Ο Έλληνας άνθρωπος, επιμ. Jean-Pierre Vernant, μτφ. Χ. Τασάκος (Αθήνα 1996): 265.
[2] Η μνηστεία μπορούσε να γίνει σε πολύ μικρή ηλικία, βλ. Δημοσθένης, Κατ’ Αφόβου, Ι.4 κ.εξ.
[3] Αν ο πατέρας της είχε πεθάνει, ο νόμιμος κηδεμόνας ήταν κανονικά ο αδερφός της ή άλλος στενός συγγενής.
[4] Ο ίδιος όρος χρησιμοποιούνταν και για κάθε είδος ενεχυρίασης. Η τυπική αττική έκφραση βρίσκεται στον Μένανδρο, Δύσκολος, 435k, 842sq: «εγγυώμαι την κόρη μου για τη γέννηση νόμιμων παιδιών και της δίνω μια προίκα (τόσων δραχμών)».
[5] Απαραίτητο για να γίνει η νεαρή κοπέλα γαμετή γυνή, δηλαδή νόμιμη σύζυγος.
[6] Η μελλόνυμφη πρόσφερε στην Άρτεμη τα παιδικά της παιχνίδια: κούκλες, σβούρες, τόπια, κούνιες κ.ά.
[7] Η νύφη με τις άλλες γυναίκες καθόταν στον ίδιο χώρο, σε χωριστό από τους άντρες τραπέζι, με το πρόσωπο καλυμμένο με πέπλο και φορώντας στεφάνι στο κεφάλι.
[8] Εκεί, στην καινούρια της Εστία την έθεταν υπό την προστασία των θεών του νέου σπιτιού και έραιναν τους νιόπαντρους με καταχύσματα, προσφέροντάς τους ένας παις αμφιθαλής ένας καλάθι με ψωμί. Η νύφη έτρωγε ένα κυδώνι ή μήλο και γινόταν τα αποκαλυπτήρια. Έπειτα το ζευγάρι πήγαινε στον θάλαμο, ενώ οι παρευρισκόμενοι έψαλλαν ένα επιθαλάμιο. Την τρίτη μέρα, επαύλια, το νεαρό ζευγάρι δεχόταν δώρα από συγγενείς και φίλους, που ονομάζονταν επίσης επαύλια.
[9] Redfield, βλ. παραπ.: 290
[10] Δεν διαθέτουμε καμιά απόδειξη πως η προίκα ήταν υποχρεωτική ή αποτελούσε το τεκμήριο του νόμιμου χαρακτήρα του γάμου, βλ. C. Mosse, Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα, μτφ. Α. Στεφανής (Αθήνα 2002) : 58 Στη Σπάρτη δεν υπήρχε το έθιμο της προίκας.
[11] Δηλαδή, την έγγειο περιουσία του πατέρα που μεταβιβαζόταν μόνο από πατέρα σε γιο ή όταν δεν υπήρχε γιος, στον αγχιστέα του νεκρού, δηλαδή αδερφό ή ανιψιό, ο οποίος παντρευόταν την επίκληρο.
[12] Και του απέδιδε αρκετά οφέλη, όσο υπήρχε το ζευγάρι.
[13] Αυτή η συμφωνία, ίσως, προστάτευε τη γυναίκα από απερίσκεπτο χωρισμό και την οικογένειά της από την κατασπατάληση των χρημάτων. Άλλωστε, ο πατέρας της νύφης διατηρούσε μια εποπτεία μέσω μιας ειδικής υποθήκης, που λεγόταν αποτίμημα.
[14] Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση της επιβεβαίωσης της αρχής της ενδογαμίας είναι ο γάμος της μητέρας του Δημοσθένη Κλεοβούλης με τον ανιψιό του συζύγου της, που νοσούσε βαριά, Άφοβου, μαζί με υψηλή προίκα.
[15] Η επίκληρος κόρη ήταν κληρονόμος σε περίπτωση που ο πατέρας πέθαινε και δεν άφηνε γιο. Τότε έπρεπε ο πλησιέστερος συγγενής της να την διεκδικήσει σε γάμο και να επωφεληθεί από τον κλήρο της μέχρι την ενηλικίωση του γιου τους και νόμιμου κληρονόμου. Αν ο κλήρος ήταν μικρός και δεν εξεδήλωνε κανείς το ενδιαφέρον να την παντρευτεί, τότε ο υπεύθυνος κρατικός λειτουργός ανάγκαζε τον πλησιέστερο συγγενή είτε να την παντρευτεί – επιδικασία – είτε να της δώσει την απαιτούμενη προίκα για να μπορέσει να παντρευτεί κάποιον άλλο.
[16] [Η παράγραφος προσθήκη 2013]
[17] Βλ. Δημοσθένης, Κατ’ Αφόβου, Ι.9-11.
[18] Την πρόσφερε ο πατέρας όταν το παιδί γινόταν ενός έτους.
[19] Παρά το γεγονός ότι οι φρατρίες δεν ήταν οργανωμένες γύρω από μια κοινή λατρεία, αποτελούσαν, ωστόσο, το πλαίσιο για τον εορτασμό των Απατουρίων, κατά τον οποίο αποδίδονταν τιμές στο Φράτριο Δία και στη Φρατρία Αθηνά. Η γιορτή αυτή εορταζόταν κατά το μήνα Πυανεψίωνα και είχε τόσο κατά την αρχαϊκή όσο και κατά την κλασική εποχή θεμελιώδη ρόλο για την απόκτηση της ιδιότητας του αθηναίου πολίτη. Την τρίτη μέρα της γιορτής, που λεγόταν Κουρεότις, καταγράφονταν στο γραμματείο όλα τα παιδιά (αγόρια) που είχαν γεννηθεί ή υιοθετηθεί (εισποιητοί) από γονείς πολίτες κατά τη διάρκεια του έτους. Αυτή ήταν και η ληξιαρχική πράξη γέννησης και πιστοποίησης της νόμιμης καταγωγής τους, απαραίτητο στοιχείο για την εγγραφή τους αργότερα στους δημοτικούς καταλόγους κατά την είσοδό τους στο σώμα των πολιτών. Στην ίδια γιορτή παρουσιάζονταν οι έφηβοι πια στα 18 τους χρόνια (ή στα 16), αφού έκοβαν και πρόσφεραν τα μαλλιά τους στην Άρτεμη, και τότε ο πατέρας έδινε όρκο πως το παιδί προήλθε από νόμιμο γάμο με Αθηναία. Η νόμιμη γέννηση θεμελίωνε το κληρονομικό δικαίωμα και το γεγονός ότι η μαρτυρία των φρατόρων, σε περιπτώσεις δικαστικής αντιπαράθεσης ή αμφισβήτησης του δικαιώματος του πολίτη, ισοδυναμούσε με «πιστοποιητικό γέννησης» δηλώνει πως η φρατρία μπορούσε σε ορισμένα διοικητικά καθήκοντα να αναπληρώνει την πόλη.
[20] Το συμπόσιο κατά την αρχαϊκή εποχή έχει κοινωνικό χαρακτήρα συσπειρώνοντας ομάδες αριστοκρατών που θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Ο ποιητής, μέλος αυτών των ομάδων, εκφράζει τις αξίες της και δίνει μια άλλη διάσταση στον τρόπο του «ευφραίνεσθαι», αντλώντας την θεματική του τόσο από την ηρωική ποίηση όσο και από την σύγχρονη πραγματικότητα. Βλ. O. Murray, «Ο Έλληνας άνθρωπος και οι μορφές κοινωνικότητας», στο: Ο Έλληνας άνθρωπος, επιμ. Jean-Pierre Vernant, μτφ. Χ. Τασάκος (Αθήνα 1996): 323-351.
[21] Ο αρχικός τους σκοπός ήταν αποτροπαϊκός.
[22] Η συμμετοχή γυναικών στις τελετές προς τιμήν του Διονύσου είναι ανατρεπτική γιατί εκεί πίνουν ανόθευτο κρασί, κατασπαράζουν και καταναλώνουν ωμό το ζώο προς θυσία. «Ωστόσο δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μορφές έκφρασης της κοινωνικότητας, αλλά μάλλον με μια απελευθέρωση των τάσεων που δημιουργεί ο ίδιος ο τελετουργικός χαρακτήρας της κοινωνικότητας», O. Murray, βλ. παραπ.: 327.
Πηγή