Στα νέα Ελληνικά πτώσσω σημαίνει φοβάμαι, ζαρώνω, δειλιάζω, τριγυρίζω συνεσταλμένος, επαιτώ, ζητιανεύω. Το ρήμα αναπτύχθηκε από την ίδια ρίζα με το πτήσσω και το πτοώ αλλά παράλληλα προς αυτά, παράγοντας μια δική του οικογένεια λέξεων και νοημάτων.
- Συγγενείς λέξεις
- πτήσσω
- πτωκάς η φοβισμένη (γεν. πτωκάδος)
- πτώξ (γενική πτωκός) και πταξ (γενική πτακός) στα αρχαία ελλ. ο λαγός
- πτωχός και φτωχός
- πτωχεύω
Εξετάζοντας βαθύτερα την ερμηνεία βλέπουμε ότι ο πτωχός κατά τους Αρχαίους Έλληνες δεν είναι κάποιος που έχει λίγα, ο χαρακτηρισμός πτωχός κάλλιστα θα μπορούσε να έχει ποσοτικό χαρακτηρισμό.
Οι αρχαίοι Έλληνες όμως συνέδεσαν τον πτωχό με τον φόβο, την δειλία. Ο πτωχός ζαρώνει φοβάται.
Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε πτωχός στο πνεύμα, αυτή η έκφραση αποδόθηκε αργότερα στην εποχή του Βυζαντίου καθώς και η λέξη «φτωχός», διότι κανένας Έλληνας δεν ήταν πτωχός στο πνεύμα
σύμφωνα με την αρχή τελειότητας των Αρχαίων Ελλήνων, αλλά ο πτωχός είναι ο δειλός, ο φοβισμένος ο οποίος ζαρώνει γίνεται ικέτης.