Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Σπερθίας και Βούλης: Oι δύο νέοι Σπαρτιάτες που στάλθηκαν στον Ξέρξη προς εκτέλεση, ως αντάλλαγμα των αγγελιοφόρων των Περσών

Οι Σπαρτιάτες πάνω στον θυμό τους θανάτωσαν τους δύο Πέρσες αγγελιοφόρος που τους ζήτησαν «γη και ύδωρ»,  φέρνοντας το μήνυμα από το μεγάλο βασιλιά της Περσίας, πετώντας τους μέσα στο βαθύ πηγάδι και λέγοντάς τους «πάρτε και τα δύο, γη και ύδωρ». 

Όταν ο θυμός τους κόπασε και συνειδητοποίησαν ότι παραβίασαν το νόμο, γιατί τους αγγελιοφόρους δεν πρέπει να τους σκοτώνουν. τότε ο βασιλιάς της Σπάρτης ζήτησε δύο εθελοντές να πάνε για ανταλλαγή ώστε να τους εκτελέσει ο Ξέρξης.
Ο κήρυκας φώναζε: «Ποιός Σπαρτιάτης δέχεται με τη θέλησή του να δώσει τη ζωή του για τη Σπάρτη;», ο Σπερθίας, ο γιος του Ανηρίστου, κι ο Βούλις, ο γιος του Νικολάου, ανέλαβαν εθελοντικά να τιμωρηθούν από τον Ξέρξη.

Στην πορεία τους προς τα Σούσα φτάνουν στην αυλή του Υδάρνη. Αυτός τους φιλοξένησε κάνοντάς τους τραπέζι και τους ρώτησε: «Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, γιατί δε δέχεστε να γίνετε φίλοι του βασιλιά; Ο βασιλιάς ξέρει να τιμά τους άντρες που έχουν αρετή, δείτε μένα και τη θέση που κατέχω. Έτσι λοιπόν κι εσείς, αν γίνετε άνθρωποι του βασιλιά, ο καθένας σας θα μπορούσε να εξουσιάζει μια περιοχή της Ελλάδας που θα του την παραχωρούσε».

Η απόκρισή τους ήταν η εξής: «Υδάρνη, μας συμβουλεύεις για δυο πράγματα, που το ένα το δοκίμασες, το άλλο όμως όχι, δηλαδή γνωρίζεις πώς ζουν οι δούλοι, όμως δε δοκίμασες ως σήμερα την ελευθερία, τί άραγε να ᾽ναι, γλυκό ή όχι. Γιατί αν κάποτε τη δοκίμαζες, θα μας συμβούλευες ν᾽ αγωνιζόμαστε γι᾽ αυτήν».

Κι από εκεί ανέβηκαν στα Σούσα κι όταν παρουσιάστηκαν στο βασιλιά, εκείνος τους ζήτησε να γονατίζουν και να τον προσκυνήσουν. Οι δύο Σπαρτιάτες χαμογελαστοί και αγέρωχοι στέκονταν όρθιοι και κοιτούσαν τους Πέρσες παράξενα, και τους θεωρούσαν τρελούς, ωστόσο οι φρουροί επέμεναν πως έπρεπε να προσκυνήσουν τον βασιλιά.

Οι δύο Σπαρτιάτες απαντώντας στον Ξέρξη του είπαν «Βασιλιά εμείς δεν ήρθαμε εδώ για να σε προσκυνήσουμε, εμείς ήρθαμε εδώ για εκτέλεση». 

...ὅτι μὲν γὰρ κατέσκηψε ἐς ἀγγέλους ἡ Ταλθυβίου μῆνις οὐδὲ ἐπαύσατο πρὶν ἢ ἐξῆλθε, τὸ δίκαιον οὕτω ἔφερε· τὸ δὲ συμπεσεῖν ἐς τοὺς παῖδας τῶν ἀνδρῶν τούτων τῶν ἀναβάντων πρὸς βασιλέα διὰ τὴν μῆνιν, ἐς Νικόλαν τε τὸν Βούλιος καὶ ἐς Ἀνήριστον τὸν Σπερθίεω, ὃς εἷλε Ἁλιέας τοὺς ἐκ Τίρυνθος ὁλκάδι καταπλώσας πλήρεϊ ἀνδρῶν, δῆλον ὦν μοι ὅτι θεῖον ἐγένετο τὸ πρῆγμα [ἐκ τῆς μήνιος]·

Καθώς ο Ξέρξης είδε τη συμπεριφορά, το θάρρος και την τόλμη των δύο παλικαριών, τρόμαξε τόσο αυτός , όσο και όλο το πολεμικό συμβούλιο, που ήτανε παρατεταγμένο, γιατί όλοι περίμεναν από τους Σπαρτιάτες να πέσουν στα πόδια με δάκρυα ικετεύοντας να τους χαρίσει τη ζωή.

Ο Ξέρξης, δείχνοντας μεγαλοψυχία, είπε πως δε θα μοιάσει τους Λακεδαιμονίους· γιατί εκείνοι, σκοτώνοντας κήρυκες, καταπάτησαν αυτά που όλοι οι άνθρωποι σέβονται σα νόμο, όμως αυτός δε θα κάνει εκείνα, για τα οποία τους μέμφεται, ούτε σκοτώνοντας για εκδίκηση εκείνους θ᾽ απαλλάξει τους Λακεδαιμονίους από το κρίμα τους.




ΣΠΕΡΘΙΑΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΙΣ - Ηροδότου "Ιστορίαι"