Από την Κλυταιμνήστρα ο Αγαμέμνονας αποκτά τρεις κόρες, τη Χρυσόθεμη, τη Λαοδίκη και την Ιφιάνασσα, και ένα γιο, το στερνοπαίδι του, τον Ορέστη. Αυτή είναι η πρώτη μορφή του μύθου. Έπειτα εμφανίζεται μία κόρη, η Ιφιγένεια, που είναι άλλη από την Ιφιάνασσα, και τέλος στη θέση της Λαοδίκης οι τραγικοί ποιητές αναφέρουν την Ηλέκτρα, που είναι τελείως άγνωστη στον ποιητή της Ιλιάδας. Από τα παιδιά αυτά οι τραγικοί γνωρίζουν κυρίως την Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα και τον Ορέστη.
Ο αριθμός των Αργοναυτών είναι σχετικά σταθερός, από πενήντα ως πενήντα πέντε. Το πλοίο είχε κατασκευαστεί για πενήντα κωπηλάτες (= πεντηκόντορος). Αρκετά ονόματα είναι κοινά στους δύο καταλόγους και αποτελούν τον αμετάβλητο πυρήνα του μύθου. Αυτά είναι, εκτός από τον Ιάσονα, που ήταν αρχηγός της εκστρατείας, ο Άργος, ο γιος του Φρίξου (ή κατ' άλλους του Αρέστορα), ο κατασκευαστής του πλοίου, ο Τίφης, ο γιος του Αγνία, που το οδηγούσε. Ο Τίφης δέχτηκε αυτή την αποστολή με εντολή της Αθηνάς, η οποία του δίδαξε την άγνωστη ως τότε τέχνη της ναυπηγικής.
Κάποια παράδοση άγνωστη στον Όμηρο αναφέρει την αρπαγή της Ελένης - ακόμη νεαρής κοπέλας - από τον Θησέα και το φίλο του Πειρίθοο, την ώρα που πρόσφερε θυσία στην Άρτεμη, στη Σπάρτη. Ο Θησέας και ο Πειρίθο-ος την έβαλαν σε κλήρο. Την κέρδισε ο Θησέας. Επειδή οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να δεχτούν τη νεαρή κοπέλα στην πόλη τους, ο Θησέας την οδήγησε στην Άφιδνα, όπου την εμπιστεύτηκε στη μητέρα του Αίθρα. Αλλά, όταν ο Θησέας και ο Πειρίθοος είχαν πάει στον Άδη, για να απαγάγουν την Περσεφόνη, οι Διόσκουροι ήρθαν να την ξαναπάρουν. Οι κάτοικοι της Δεκέλειας αποκάλυψαν στους Διοσκούρους το μέρος, όπου βρισκόταν κρυμμένη η Ελένη. Άλλες εκδοχές αποδίδουν αυτόν το ρόλο στον ήρωα Ακάδημο.
Ένας μύθος, που είναι άγνωστος στην Ιλιάδα, διηγείται πως ο Αχιλλέας, που δεν την είχε ποτέ δει, ένιωσε την επιθυμία να τη γνωρίσει και πως οι δύο θεές Θέτιδα και Αφροδίτη κανόνισαν μια συνάντηση μεταξύ τους. Αυτή η συνάντηση τοποθετείται μερικές φορές πριν από την αρχή του πολέμου, αλλά συνηθέστερα λίγο χρόνο πριν από το θάνατο του Αχιλλέα. Στη συνάντηση αυτή είναι δυνατό αυτός να την ερωτεύτηκε και να ενώθηκε μαζί της. Αυτό τουλάχιστο ισχυρίζονται οι μυθογράφοι, που αποδίδουν στην Ελένη πέντε «συζύγους». Ο Αχιλλέας θα ήταν τότε ο τέταρτος, ύστερα από τον Θησέα, τον Μενέλαο και τον Πάρη.
Ο πέμπτος, τον οποίο παντρεύτηκε μετά το θάνατο του Πάρη, ήταν ένας άλλος γιος του Πρίαμου, ο Δηίφοβος. Πράγματι, μόλις σκοτώθηκε ο Πάρης, ο Πρίαμος έβαλε την Ελένη ως έπαθλο «για τον πιο γενναίο». Παρουσιάστηκαν ο Δηίφοβος και ο Έλενος, καθώς επίσης και ο Ιδομενέας (ένας από τους γιους του Πρίαμου). Και οι τρεις ήταν ερωτευμένοι μαζί της από πολύ καιρό. Υπερίσχυσε ο Δηίφοβος. Από πείσμα και αγανάκτηση ο Έλενος κατέφυγε στην Ίδη, όπου τον έπιασαν αιχμάλωτο οι Έλληνες.
Ο Εύανδρος εγκαταστάθηκε στην αριστερή όχθη του Τίβερη και εδραιώθηκε στον Παλατινό λόφο. Εκεί τον καλοδέχτηκε ο βασιλιάς των Αβοριγίνων Φαύνος. Αλλά αναγκάστηκε να πολεμήσει εναντίον του βασιλιά της Πραινέστης, του Γίγαντα Έρυλου. Βασίλευσε με καλοσύνη και συνέβαλε στον εκπολιτισμό των άξεστων κατοίκων της χώρας· τους δίδαξε την άγνωστη μέχρι τότε τέχνη της γραφής και τη μουσική καθώς και διάφορες χρήσιμες τεχνικές.
Φαντασθείτε πόσα άλλα άγνωστα στοιχεία θα βρούμε μελετώντας την Ελληνική Μυθολογία!..
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ
Πηγή
Ο αριθμός των Αργοναυτών είναι σχετικά σταθερός, από πενήντα ως πενήντα πέντε. Το πλοίο είχε κατασκευαστεί για πενήντα κωπηλάτες (= πεντηκόντορος). Αρκετά ονόματα είναι κοινά στους δύο καταλόγους και αποτελούν τον αμετάβλητο πυρήνα του μύθου. Αυτά είναι, εκτός από τον Ιάσονα, που ήταν αρχηγός της εκστρατείας, ο Άργος, ο γιος του Φρίξου (ή κατ' άλλους του Αρέστορα), ο κατασκευαστής του πλοίου, ο Τίφης, ο γιος του Αγνία, που το οδηγούσε. Ο Τίφης δέχτηκε αυτή την αποστολή με εντολή της Αθηνάς, η οποία του δίδαξε την άγνωστη ως τότε τέχνη της ναυπηγικής.
Κάποια παράδοση άγνωστη στον Όμηρο αναφέρει την αρπαγή της Ελένης - ακόμη νεαρής κοπέλας - από τον Θησέα και το φίλο του Πειρίθοο, την ώρα που πρόσφερε θυσία στην Άρτεμη, στη Σπάρτη. Ο Θησέας και ο Πειρίθο-ος την έβαλαν σε κλήρο. Την κέρδισε ο Θησέας. Επειδή οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να δεχτούν τη νεαρή κοπέλα στην πόλη τους, ο Θησέας την οδήγησε στην Άφιδνα, όπου την εμπιστεύτηκε στη μητέρα του Αίθρα. Αλλά, όταν ο Θησέας και ο Πειρίθοος είχαν πάει στον Άδη, για να απαγάγουν την Περσεφόνη, οι Διόσκουροι ήρθαν να την ξαναπάρουν. Οι κάτοικοι της Δεκέλειας αποκάλυψαν στους Διοσκούρους το μέρος, όπου βρισκόταν κρυμμένη η Ελένη. Άλλες εκδοχές αποδίδουν αυτόν το ρόλο στον ήρωα Ακάδημο.
Ένας μύθος, που είναι άγνωστος στην Ιλιάδα, διηγείται πως ο Αχιλλέας, που δεν την είχε ποτέ δει, ένιωσε την επιθυμία να τη γνωρίσει και πως οι δύο θεές Θέτιδα και Αφροδίτη κανόνισαν μια συνάντηση μεταξύ τους. Αυτή η συνάντηση τοποθετείται μερικές φορές πριν από την αρχή του πολέμου, αλλά συνηθέστερα λίγο χρόνο πριν από το θάνατο του Αχιλλέα. Στη συνάντηση αυτή είναι δυνατό αυτός να την ερωτεύτηκε και να ενώθηκε μαζί της. Αυτό τουλάχιστο ισχυρίζονται οι μυθογράφοι, που αποδίδουν στην Ελένη πέντε «συζύγους». Ο Αχιλλέας θα ήταν τότε ο τέταρτος, ύστερα από τον Θησέα, τον Μενέλαο και τον Πάρη.
Ο πέμπτος, τον οποίο παντρεύτηκε μετά το θάνατο του Πάρη, ήταν ένας άλλος γιος του Πρίαμου, ο Δηίφοβος. Πράγματι, μόλις σκοτώθηκε ο Πάρης, ο Πρίαμος έβαλε την Ελένη ως έπαθλο «για τον πιο γενναίο». Παρουσιάστηκαν ο Δηίφοβος και ο Έλενος, καθώς επίσης και ο Ιδομενέας (ένας από τους γιους του Πρίαμου). Και οι τρεις ήταν ερωτευμένοι μαζί της από πολύ καιρό. Υπερίσχυσε ο Δηίφοβος. Από πείσμα και αγανάκτηση ο Έλενος κατέφυγε στην Ίδη, όπου τον έπιασαν αιχμάλωτο οι Έλληνες.
Ο Εύανδρος εγκαταστάθηκε στην αριστερή όχθη του Τίβερη και εδραιώθηκε στον Παλατινό λόφο. Εκεί τον καλοδέχτηκε ο βασιλιάς των Αβοριγίνων Φαύνος. Αλλά αναγκάστηκε να πολεμήσει εναντίον του βασιλιά της Πραινέστης, του Γίγαντα Έρυλου. Βασίλευσε με καλοσύνη και συνέβαλε στον εκπολιτισμό των άξεστων κατοίκων της χώρας· τους δίδαξε την άγνωστη μέχρι τότε τέχνη της γραφής και τη μουσική καθώς και διάφορες χρήσιμες τεχνικές.
Φαντασθείτε πόσα άλλα άγνωστα στοιχεία θα βρούμε μελετώντας την Ελληνική Μυθολογία!..
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ
Πηγή