Η κατανόηση του κόσμου είναι δύσκολη υπόθεση και συχνά οδυνηρή. Ενήλικες πια, απορροφημένοι από τα σοβαρά προβλήματα και τις ευθύνες μας, τείνουμε να ξεχάσουμε με ποιο μαγικό τρόπο ενταχθήκαμε ως παιδιά σε ομάδες, μάθαμε να μοιραζόμαστε και ν’ αναπτύσσουμε τα ταλέντα που μας χάρισε η φύση.
Θυμόμαστε το μάθημα και ξεχνούμε το διάλειμμα. Θυμόμαστε τα μαθηματικά, τη φυσική και την ιστορία και μας διαφεύγει το παιχνίδι. Κι όμως αυτό δίδασκει τα παιδιά πολλές από τις αξίες που έχουν σημασία στη ζωή τους, ίσως περισσότερες από τα μαθηματικά. Κι αυτό δεν είναι νεότευκτη ανακάλυψη, αλλά αρχαία ελληνική κοινοτοπία.
Αν νομίζετε ότι οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν βάση στα μαθήματα απαξιώνοντας τα παιχνίδια, απατάσθε οικτρά. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούσαν το παιχνίδι βάλσαμο που ενεργεί καταπραϋντικά στην ψυχή και θεραπεύει τις στενοχώριες του ανθρώπου.
Πίστευαν ότι το παιδί πρέπει ν’ αφήνεται ελεύθερο να παίζει και να διασκεδάζει ως τα έξι, αλλά τα παιχνίδια του να προσανατολίζονται προς το μελλοντικό του επάγγελμα. Έτσι, ο μελλοντικός γεωργός θα έπρεπε να παίζει στο χωράφι, ο μελλοντικός χτίστης να παίζει με κατασκευές, ο μελλοντικός στρατιώτης να ιππεύει κ.ο.κ. Ο γιατρός Γαληνός έλεγε ότι ένα από τα μυστικά της μακροζωίας είναι τα παιχνίδια, ειδικά αυτά που παίζονται με μπάλα (σφαιρίσεις).
Στην αρχαία Ελλάδα τα παιχνίδια ήταν για το παιδί μια σαγηνευτική διαδικασία κοινωνικής ένταξης. Ήταν υποχρεωμένο να συμμετέχει σε θρησκευτικές εορτές, όπου το παιχνίδι, άλλοτε σύμβολο λατρείας κι άλλοτε καθαρά ανταγωνιστικό, το βοηθούσε να ενταχθεί στον κόσμο των ενηλίκων και να ταυτισθεί με το ρόλο που έμελλε να διαδραματίσει.
Η μίμηση των μεγαλύτερων και το ιδεώδες της άμιλλας ήταν τα εργαλεία για να αναπτύξει την παρατηρητικότητα, τις δεξιότητές του και να οξύνει τις αισθήσεις του.
Τα παιχνίδια ξεκινούσαν από τις πρώτες μέρες της ζωής. Το βρέφος νανουριζόταν με τους ήχους του σείστρου, το οποίο εφηύρε ο φιλόσοφος Αρχύτας ο Ταραντίνος. Είναι η γνωστή μας κουδουνίστρα, η οποία έβγαζε έναν απαλό ήχο, σε αντίθεση με την πλαταγή ή κρόταλο, που έβγαζε διαπεραστικούς ήχους για να τραβήξουν την προσοχή του μωρού και να σταματήσει να κλαίει.
Τα πρώτα παιχνίδια του παιδιού δεν είχαν προεξοχές για να μην τραυματίζεται: ξύλινα αλογάκια και αμαξάκια με ρόδες, καθώς και πλαγγόνες (κούκλες) αποτελούσαν θησαυρό για κάθε νήπιο. Εκτός απ’ αυτά, τα νήπια αφήνονταν να παίξουν με χώμα, πηλό και ξύλο και να κάνουν κατασκευές.
Τα μικρά παιδιά που έμεναν κοντά στη μητέρα τους στο γυναικωνίτη μάθαιναν να παίζουν με μια περιστρεφόμενη σβούρα (που λεγόταν στρόμβος), να τρέχουν πίσω από το τόπι (σφαίρα), να παίζουν με κρίκους (κρικηλασία): άλλοτε κυλούσαν έναν μεγάλο κρίκο στο δρόμο με μία ράβδο (το γνωστό μας τσέρκι), άλλοτε στριφογύριζαν το βοιωτικό ερυθρόμορφο πηνίο (γιο-γιο) κι άλλοτε γυμνάζονταν ταλαντεύοντας τον κρίκο στη μέση τους, κάνοντας χουλα χουπ πολύ πριν γίνει μόδα τον 20ο αιώνα...
Πηγαίνοντας στο σχολείο, τα παιδιά μυούνταν σε μία σειρά από ομαδικά παιχνίδια. Ο φιλόσοφος Πολυδεύκης στο έργο του «Ονομαστικόν» κατονόμασε τουλάχιστον 50 παιχνίδια, τα περισσότερα από τα οποία – όσο απίστευτο κι αν ακούγεται – παίζονται ακόμη και σήμερα στις ελληνικές αλάνες. Στην «ακινητίνδα» π.χ. ένας έκλεινε τα μάτια του κι όταν τα άνοιγε έπρεπε οι υπόλοιποι να μείνουν για όσο το δυνατόν περισσότερο ακίνητοι («αγαλματάκια ακούνητα κι αγέλαστα»).
Δημοφιλές ήταν και το «κολλαβίζειν»: ένας παίχτης έκλεινε τα μάτια, ένας απ’ τους υπολοίπους τον χτυπούσε στην πλάτη κι έπρεπε να βρει ποιος το έκανε (μπιζ). Στη «μοσκίνδα» μία ομάδα από σκυφτούς παίχτες σε σειρά δεχόταν τους παίχτες της άλλης ομάδας στις πλάτες (μακριά γαϊδούρα). Τα παιδιά έπαιζαν επίσης «αποδιδρασκίνδα» (κρυφτό) και «φυγίνδα» (κυνηγητό) ή αγωνίζονταν στη διελκυστίνδα προσπαθώντας να τραβήξουν την αντίπαλη ομάδα πάνω από ορισμένο όριο στο μέσον.
Παραλλαγή της διελκυστίνδας ήταν η σκαπέδρα, στην οποία δύο αντίπαλοι δεμένοι με σκοινί από έναν πάσαλο ανάμεσά τους και όντας πλάτη με πλάτη τραβούσαν ο ένας τον άλλον ώστε να ακουμπήσει ο αντίπαλος στον πάσαλο.
Ποιο κορίτσι δε θυμάται να παίζει σχοινάκι τα διαλείμματα στο σχολείο; Ποιο παιδί δεν θυμάται να παίζει μονά – ζυγά με τα χέρια του ή με νομίσματα και πέτρούλες; Μην σας φανεί απίστευτο αν τα παιδιά στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα έπαιζαν αντίστοιχα «σχοινίον» και «αρτιασμόν». Έδεναν τα μάτια ενός και τον έβαζαν να κυνηγήσει τους υπόλοιπους παίζοντας «μυίνδα», δηλ. τυφλόμυγα.
Άλλότε τον έβαζαν να τους ψηλαφίζει με δεμένα μάτια προσπαθώντας να τους αναγνωρίσει, παίζοντας «ψηλαφίνδα». Κι άλλοτε σχημάτιζαν δύο ομάδες με αρχηγούς και «φωλιά» και έτρεχαν προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν αντιπάλους παίζοντας «αντίδρομο» ή «αμπάρρα» δηλ. τη σημερινή αμπαρριζα.
Πολλές φορές στα παιχνίδια τους χρησιμοποιούσαν καρύδια ή πετρούλες ή «αστραγάλους», δηλ. τα κότσια από τα κατσίκια. Ο «αστραγαλισμός» ήταν ό,τι είναι τα κότσια για τους παππούδες μας, ενώ οι πεντέλιθοι είναι ένα και το αυτό με τα πεντόβολα.
Κι αν αισθάνεστε άσχημα επειδή τα παιχνίδια αυτά έχουν πλέον χαθεί, παρηγορηθείτε με τη σκέψη ότι το παιδί σας σήμερα παίζει μία παραλλαγή της «δακτύλων επαλλάξεως» ή «ποσίνδας»: δύο παίχτες που κάθονται ο ένας απέναντι από τον άλλο σηκώνουν το δεξί τους χέρι στο ύψος του κεφαλιου και κατόπιν το κατεβάζουν αιφνιδιαστικά μαζί, προεκτείνοντας μ’ ένα κοινό σύνθημα τα δάκτυλα του χεριού τους κι αναφωνώντας ο καθένας έναν αριθμό από το ένα ως το δέκα, προσπαθώντας να μαντέψουν το άθροισμα των δακτύλων ή κάνοντας διάφορα σχήματα που το ένα επικρατεί του άλλου. Όπως το σημερινό «πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί»...
Βασικό ρόλο στη ζωή παιδιών και νέων είχαν τα παιχνίδια με μπάλα. Η μπάλα φτιαχνόταν τότε από κομμάτια δέρματος, ραμμένα μαζί με εντόσθια ζώων. Τα πιο συνηθισμένα παιχνίδια ήταν η «απόρραξις» όπου περισσότεροι παίχτες αναμετρούνταν πόσες αναπηδήσεις θα κάνει η μπάλα στο έδαφος, το «αρπαστόν», όπου περισσότεροι παίχτες προσπαθούσαν διαγκωνιζόμενοι να αρπάξουν τη μπάλα που βρίσκεται στον αέρα (κάτι που πλησιάζει κάπως το σημερινό rugby) και η «ουρανία», παιχνίδι της ομηρικής εποχής, κατά το οποίο ένας παίχτης έριχνε τη μπάλα ψηλά κι έπειτα όλοι πηδούσαν να την πιάσουν πριν φτάσει στο έδαφος.
Με μπάλα και μπαστούνι παιζόταν το «κερρητίζειν»: δύο ομάδες χρησιμοποιώντας μπαστούνια προσπαθούσαν να κερδίσουν την κατοχή της μπάλας δια του κερρητίζειν (αγκιστρώνοντάς την). Το άθλημα αυτό θεωρείται πρόδρομος του σύγχρονου χόκεϊ.
Το πιο ανταγωνιστικό παιχνίδι με μπάλα, όμως, ήταν η «επίσκυρος»: Δύο ομάδες των 14 παιχτών χωρίζονταν από μία γραμμή, την οποία σχημάτιζαν στο χώμα με πέτρα, τη λεγόμενη «σκύρο». Άλλες δύο γραμμές υπήρχαν πίσω απ’ τις δύο ομάδες.
Η μπάλα τοποθετούνταν στην κεντρική γραμμή και η ομάδα που την έπαιρνε πρώτη έπρεπε να τη ρίξει πάνω απ’ την αντίπαλη, η οποία έπρεπε να την πιάσει εν τη κινήσει της και να την ξαναπετάξει στην άλλη. Κέρδιζε η ομάδα που ανάγκαζε την αντίπαλη να περάσει το όριο πίσω της. Αν και το ποδόσφαιρο καθιερώθηκε στη μορφή που το ξέρουμε από τους Άγγλους, η FIFA αναγνωρίζει την επίσκυρο ως μία από τις πρώτες μορφές ποδοσφαίρου.
Εκτός από τα παιχνίδια στην ύπαιθρο, στην αρχαία Ελλάδα έπαιζαν ένα σωρό επιτραπέζια παιχνίδια. Τα παιχνίδια αυτά παίζονταν επί ενός πίνακα χωρισμένου σε μικρότερα τετράγωνα, που ονομαζόταν άβακας ή ζατρίκιον. Κάθε παίχτης χρησιμοποιούσε πεσσούς, δηλ. πιόνια και κάθε παιχνίδι με πιόνια λεγόταν πεσσεία.
Ξέρουμε ότι το σκάκι είναι δημιούργημα των Περσών, στην αρχαία Ελλάδα, όμως, υπήρχε κάτι αντίστοιχο: ήταν το παιχνίδι «πόλεις», όπου δύο παίχτες χρησιμοποιώντας 30 πιόνια, που ονομάζονταν κύνες (δηλ. σκύλοι) προσπαθούσαν να κατακτήσουν τα πιόνια του αντιπάλου. Διάσημοι παίχτες αυτού του παιχνιδιού στρατηγικής ήταν ο Περικλής, ο Αλκιβιάδης, ο Πλάτων και ο Ξενοφώντας.
Πιο απλό ήταν το παιχνίδι «τριάς» όπου δύο παίχτες με διαφορετικούς πεσσούς ή ξηρούς καρπούς προσπαθούσε σε ένα πίνακα εννέα τετραγώνων να σχηματίσει τριάδα οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια. Το παιχνίδι αυτό επιβίωσε ως σήμερα ως τρίλιζα.
Στην αρχαία ελληνική, όπως σε κάθε κοινωνία, είχαν θέση και τα τυχερά παιχνίδια. Τις περισσότερες φορές τα τυχερά παιχνίδια παίζονταν με τη χρήση κύβων, δηλ. ζαριών. Η δημιουργία των ζαριών αποδίδεται στον ομηρικό ήρωα Παλαμήδη, κάτι που δείχνει ότι στην ομηρική εποχή ήταν ήδη σε χρήση.
Οι κύβοι και οι πεσσοί φυλάσσονταν σε ένα κουτί, που ονομαζόταν πύργος και μεταφέρονταν οπουδήποτε. Άλλοτε το έπαθλο του παιχνιδιού ήταν τα χρήματα κι άλλοτε φρούτα, καρύδια κλπ. Ο άσσος ονομαζόταν κύβος, ενώ η χειρότερη ριξιά ήταν να φέρεις τρεις φορές κύβο: το «παίξιμο του σκύλου». Η καλύτερη ριξιά ήταν να φέρεις τρεις φορές έξι: το «παίξιμο της Αφροδίτης».
Σε κάποιες περιπτώσεις τα παιχνίδια με πεσσούς συνδυάζονταν με κύβους. Πολύ διαδεδομένο παιχνίδι με πεσσούς και κύβους ήταν η τηλία, όπου κάθε παίχτης έριχνε τα ζάρια κι έπρεπε να μετακινήσει από τη μία άκρη του ζατρικίου στην άλλη τα πιόνια του με βάση τη ζαριά του και παράλληλα να φράξει το δρόμο στον αντίπαλο. Δεν γνωρίζουμε λεπτομερώς αν έπαιζαν πλακωτό, πόρτες ή «φεύγα», πάντως η τηλία είναι το αρχαίο τάβλι.
Τι μας μένει τώρα απ’ αυτόν το νοσταλγικό κατάλογο παιχνιδιών; Δεν έχει σημασία πόσο κοντά είμαστε στους αρχαίους μας προγόνους∙ σημασία έχει ότι είχαν συνειδητοποιήσει ότι η κοινωνική ένταξη και η ομαλή μετάβαση στην ενήλικη ζωή περνάει υποχρεωτικά και από τη χαρά του παιχνιδιού.
Γιατί τί άλλο είναι το παιχνίδι παρά χαρά; Η χαρά της συμμετοχής, του να ανήκεις κάπου, να κάνεις φίλους, να μαθαίνεις ότι στους ανταγωνισμούς υπάρχουν όρια κι ότι οι σημερινοί αντίπαλοι αύριο θα τρώνε μαζί σου στο τραπέζι ενός γάμου ή ενός στρατώνα, θα κοπιάζουν δίπλα σου στο χωράφι ή στο βουλευτήριο. Αν πρέπει να μιμηθούμε το αρχαίο παράδειγμα, ας αφήσουμε τα παιδιά να χαίρονται στην ύπαιθρο με καλή παρέα και να ακονίζουν το μυαλό και τις αισθήσεις τους.
Βιβλογραφία:
- Χρήστος Λάζος – Παίζοντας στο χρόνο (Αίολος)
- R. Flaceliere – Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων (Παπαδήμας)
- Kolobova/Ozereckaja – Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
- R. Garland – Η καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων (Βασδέκης)
Στον αδελφό μου, που είναι καλός δάσκαλος στα παιδιά
Γιάννης Δρίτσουλας
Πηγή
Θυμόμαστε το μάθημα και ξεχνούμε το διάλειμμα. Θυμόμαστε τα μαθηματικά, τη φυσική και την ιστορία και μας διαφεύγει το παιχνίδι. Κι όμως αυτό δίδασκει τα παιδιά πολλές από τις αξίες που έχουν σημασία στη ζωή τους, ίσως περισσότερες από τα μαθηματικά. Κι αυτό δεν είναι νεότευκτη ανακάλυψη, αλλά αρχαία ελληνική κοινοτοπία.
Αν νομίζετε ότι οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν βάση στα μαθήματα απαξιώνοντας τα παιχνίδια, απατάσθε οικτρά. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούσαν το παιχνίδι βάλσαμο που ενεργεί καταπραϋντικά στην ψυχή και θεραπεύει τις στενοχώριες του ανθρώπου.
Πίστευαν ότι το παιδί πρέπει ν’ αφήνεται ελεύθερο να παίζει και να διασκεδάζει ως τα έξι, αλλά τα παιχνίδια του να προσανατολίζονται προς το μελλοντικό του επάγγελμα. Έτσι, ο μελλοντικός γεωργός θα έπρεπε να παίζει στο χωράφι, ο μελλοντικός χτίστης να παίζει με κατασκευές, ο μελλοντικός στρατιώτης να ιππεύει κ.ο.κ. Ο γιατρός Γαληνός έλεγε ότι ένα από τα μυστικά της μακροζωίας είναι τα παιχνίδια, ειδικά αυτά που παίζονται με μπάλα (σφαιρίσεις).
Στην αρχαία Ελλάδα τα παιχνίδια ήταν για το παιδί μια σαγηνευτική διαδικασία κοινωνικής ένταξης. Ήταν υποχρεωμένο να συμμετέχει σε θρησκευτικές εορτές, όπου το παιχνίδι, άλλοτε σύμβολο λατρείας κι άλλοτε καθαρά ανταγωνιστικό, το βοηθούσε να ενταχθεί στον κόσμο των ενηλίκων και να ταυτισθεί με το ρόλο που έμελλε να διαδραματίσει.
Η μίμηση των μεγαλύτερων και το ιδεώδες της άμιλλας ήταν τα εργαλεία για να αναπτύξει την παρατηρητικότητα, τις δεξιότητές του και να οξύνει τις αισθήσεις του.
Τα παιχνίδια ξεκινούσαν από τις πρώτες μέρες της ζωής. Το βρέφος νανουριζόταν με τους ήχους του σείστρου, το οποίο εφηύρε ο φιλόσοφος Αρχύτας ο Ταραντίνος. Είναι η γνωστή μας κουδουνίστρα, η οποία έβγαζε έναν απαλό ήχο, σε αντίθεση με την πλαταγή ή κρόταλο, που έβγαζε διαπεραστικούς ήχους για να τραβήξουν την προσοχή του μωρού και να σταματήσει να κλαίει.
Τα πρώτα παιχνίδια του παιδιού δεν είχαν προεξοχές για να μην τραυματίζεται: ξύλινα αλογάκια και αμαξάκια με ρόδες, καθώς και πλαγγόνες (κούκλες) αποτελούσαν θησαυρό για κάθε νήπιο. Εκτός απ’ αυτά, τα νήπια αφήνονταν να παίξουν με χώμα, πηλό και ξύλο και να κάνουν κατασκευές.
Τα μικρά παιδιά που έμεναν κοντά στη μητέρα τους στο γυναικωνίτη μάθαιναν να παίζουν με μια περιστρεφόμενη σβούρα (που λεγόταν στρόμβος), να τρέχουν πίσω από το τόπι (σφαίρα), να παίζουν με κρίκους (κρικηλασία): άλλοτε κυλούσαν έναν μεγάλο κρίκο στο δρόμο με μία ράβδο (το γνωστό μας τσέρκι), άλλοτε στριφογύριζαν το βοιωτικό ερυθρόμορφο πηνίο (γιο-γιο) κι άλλοτε γυμνάζονταν ταλαντεύοντας τον κρίκο στη μέση τους, κάνοντας χουλα χουπ πολύ πριν γίνει μόδα τον 20ο αιώνα...
Πηγαίνοντας στο σχολείο, τα παιδιά μυούνταν σε μία σειρά από ομαδικά παιχνίδια. Ο φιλόσοφος Πολυδεύκης στο έργο του «Ονομαστικόν» κατονόμασε τουλάχιστον 50 παιχνίδια, τα περισσότερα από τα οποία – όσο απίστευτο κι αν ακούγεται – παίζονται ακόμη και σήμερα στις ελληνικές αλάνες. Στην «ακινητίνδα» π.χ. ένας έκλεινε τα μάτια του κι όταν τα άνοιγε έπρεπε οι υπόλοιποι να μείνουν για όσο το δυνατόν περισσότερο ακίνητοι («αγαλματάκια ακούνητα κι αγέλαστα»).
Δημοφιλές ήταν και το «κολλαβίζειν»: ένας παίχτης έκλεινε τα μάτια, ένας απ’ τους υπολοίπους τον χτυπούσε στην πλάτη κι έπρεπε να βρει ποιος το έκανε (μπιζ). Στη «μοσκίνδα» μία ομάδα από σκυφτούς παίχτες σε σειρά δεχόταν τους παίχτες της άλλης ομάδας στις πλάτες (μακριά γαϊδούρα). Τα παιδιά έπαιζαν επίσης «αποδιδρασκίνδα» (κρυφτό) και «φυγίνδα» (κυνηγητό) ή αγωνίζονταν στη διελκυστίνδα προσπαθώντας να τραβήξουν την αντίπαλη ομάδα πάνω από ορισμένο όριο στο μέσον.
Παραλλαγή της διελκυστίνδας ήταν η σκαπέδρα, στην οποία δύο αντίπαλοι δεμένοι με σκοινί από έναν πάσαλο ανάμεσά τους και όντας πλάτη με πλάτη τραβούσαν ο ένας τον άλλον ώστε να ακουμπήσει ο αντίπαλος στον πάσαλο.
Ποιο κορίτσι δε θυμάται να παίζει σχοινάκι τα διαλείμματα στο σχολείο; Ποιο παιδί δεν θυμάται να παίζει μονά – ζυγά με τα χέρια του ή με νομίσματα και πέτρούλες; Μην σας φανεί απίστευτο αν τα παιδιά στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα έπαιζαν αντίστοιχα «σχοινίον» και «αρτιασμόν». Έδεναν τα μάτια ενός και τον έβαζαν να κυνηγήσει τους υπόλοιπους παίζοντας «μυίνδα», δηλ. τυφλόμυγα.
Άλλότε τον έβαζαν να τους ψηλαφίζει με δεμένα μάτια προσπαθώντας να τους αναγνωρίσει, παίζοντας «ψηλαφίνδα». Κι άλλοτε σχημάτιζαν δύο ομάδες με αρχηγούς και «φωλιά» και έτρεχαν προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν αντιπάλους παίζοντας «αντίδρομο» ή «αμπάρρα» δηλ. τη σημερινή αμπαρριζα.
Πολλές φορές στα παιχνίδια τους χρησιμοποιούσαν καρύδια ή πετρούλες ή «αστραγάλους», δηλ. τα κότσια από τα κατσίκια. Ο «αστραγαλισμός» ήταν ό,τι είναι τα κότσια για τους παππούδες μας, ενώ οι πεντέλιθοι είναι ένα και το αυτό με τα πεντόβολα.
Κι αν αισθάνεστε άσχημα επειδή τα παιχνίδια αυτά έχουν πλέον χαθεί, παρηγορηθείτε με τη σκέψη ότι το παιδί σας σήμερα παίζει μία παραλλαγή της «δακτύλων επαλλάξεως» ή «ποσίνδας»: δύο παίχτες που κάθονται ο ένας απέναντι από τον άλλο σηκώνουν το δεξί τους χέρι στο ύψος του κεφαλιου και κατόπιν το κατεβάζουν αιφνιδιαστικά μαζί, προεκτείνοντας μ’ ένα κοινό σύνθημα τα δάκτυλα του χεριού τους κι αναφωνώντας ο καθένας έναν αριθμό από το ένα ως το δέκα, προσπαθώντας να μαντέψουν το άθροισμα των δακτύλων ή κάνοντας διάφορα σχήματα που το ένα επικρατεί του άλλου. Όπως το σημερινό «πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί»...
Βασικό ρόλο στη ζωή παιδιών και νέων είχαν τα παιχνίδια με μπάλα. Η μπάλα φτιαχνόταν τότε από κομμάτια δέρματος, ραμμένα μαζί με εντόσθια ζώων. Τα πιο συνηθισμένα παιχνίδια ήταν η «απόρραξις» όπου περισσότεροι παίχτες αναμετρούνταν πόσες αναπηδήσεις θα κάνει η μπάλα στο έδαφος, το «αρπαστόν», όπου περισσότεροι παίχτες προσπαθούσαν διαγκωνιζόμενοι να αρπάξουν τη μπάλα που βρίσκεται στον αέρα (κάτι που πλησιάζει κάπως το σημερινό rugby) και η «ουρανία», παιχνίδι της ομηρικής εποχής, κατά το οποίο ένας παίχτης έριχνε τη μπάλα ψηλά κι έπειτα όλοι πηδούσαν να την πιάσουν πριν φτάσει στο έδαφος.
Με μπάλα και μπαστούνι παιζόταν το «κερρητίζειν»: δύο ομάδες χρησιμοποιώντας μπαστούνια προσπαθούσαν να κερδίσουν την κατοχή της μπάλας δια του κερρητίζειν (αγκιστρώνοντάς την). Το άθλημα αυτό θεωρείται πρόδρομος του σύγχρονου χόκεϊ.
Το πιο ανταγωνιστικό παιχνίδι με μπάλα, όμως, ήταν η «επίσκυρος»: Δύο ομάδες των 14 παιχτών χωρίζονταν από μία γραμμή, την οποία σχημάτιζαν στο χώμα με πέτρα, τη λεγόμενη «σκύρο». Άλλες δύο γραμμές υπήρχαν πίσω απ’ τις δύο ομάδες.
Η μπάλα τοποθετούνταν στην κεντρική γραμμή και η ομάδα που την έπαιρνε πρώτη έπρεπε να τη ρίξει πάνω απ’ την αντίπαλη, η οποία έπρεπε να την πιάσει εν τη κινήσει της και να την ξαναπετάξει στην άλλη. Κέρδιζε η ομάδα που ανάγκαζε την αντίπαλη να περάσει το όριο πίσω της. Αν και το ποδόσφαιρο καθιερώθηκε στη μορφή που το ξέρουμε από τους Άγγλους, η FIFA αναγνωρίζει την επίσκυρο ως μία από τις πρώτες μορφές ποδοσφαίρου.
Εκτός από τα παιχνίδια στην ύπαιθρο, στην αρχαία Ελλάδα έπαιζαν ένα σωρό επιτραπέζια παιχνίδια. Τα παιχνίδια αυτά παίζονταν επί ενός πίνακα χωρισμένου σε μικρότερα τετράγωνα, που ονομαζόταν άβακας ή ζατρίκιον. Κάθε παίχτης χρησιμοποιούσε πεσσούς, δηλ. πιόνια και κάθε παιχνίδι με πιόνια λεγόταν πεσσεία.
Ξέρουμε ότι το σκάκι είναι δημιούργημα των Περσών, στην αρχαία Ελλάδα, όμως, υπήρχε κάτι αντίστοιχο: ήταν το παιχνίδι «πόλεις», όπου δύο παίχτες χρησιμοποιώντας 30 πιόνια, που ονομάζονταν κύνες (δηλ. σκύλοι) προσπαθούσαν να κατακτήσουν τα πιόνια του αντιπάλου. Διάσημοι παίχτες αυτού του παιχνιδιού στρατηγικής ήταν ο Περικλής, ο Αλκιβιάδης, ο Πλάτων και ο Ξενοφώντας.
Πιο απλό ήταν το παιχνίδι «τριάς» όπου δύο παίχτες με διαφορετικούς πεσσούς ή ξηρούς καρπούς προσπαθούσε σε ένα πίνακα εννέα τετραγώνων να σχηματίσει τριάδα οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια. Το παιχνίδι αυτό επιβίωσε ως σήμερα ως τρίλιζα.
Στην αρχαία ελληνική, όπως σε κάθε κοινωνία, είχαν θέση και τα τυχερά παιχνίδια. Τις περισσότερες φορές τα τυχερά παιχνίδια παίζονταν με τη χρήση κύβων, δηλ. ζαριών. Η δημιουργία των ζαριών αποδίδεται στον ομηρικό ήρωα Παλαμήδη, κάτι που δείχνει ότι στην ομηρική εποχή ήταν ήδη σε χρήση.
Οι κύβοι και οι πεσσοί φυλάσσονταν σε ένα κουτί, που ονομαζόταν πύργος και μεταφέρονταν οπουδήποτε. Άλλοτε το έπαθλο του παιχνιδιού ήταν τα χρήματα κι άλλοτε φρούτα, καρύδια κλπ. Ο άσσος ονομαζόταν κύβος, ενώ η χειρότερη ριξιά ήταν να φέρεις τρεις φορές κύβο: το «παίξιμο του σκύλου». Η καλύτερη ριξιά ήταν να φέρεις τρεις φορές έξι: το «παίξιμο της Αφροδίτης».
Σε κάποιες περιπτώσεις τα παιχνίδια με πεσσούς συνδυάζονταν με κύβους. Πολύ διαδεδομένο παιχνίδι με πεσσούς και κύβους ήταν η τηλία, όπου κάθε παίχτης έριχνε τα ζάρια κι έπρεπε να μετακινήσει από τη μία άκρη του ζατρικίου στην άλλη τα πιόνια του με βάση τη ζαριά του και παράλληλα να φράξει το δρόμο στον αντίπαλο. Δεν γνωρίζουμε λεπτομερώς αν έπαιζαν πλακωτό, πόρτες ή «φεύγα», πάντως η τηλία είναι το αρχαίο τάβλι.
Τι μας μένει τώρα απ’ αυτόν το νοσταλγικό κατάλογο παιχνιδιών; Δεν έχει σημασία πόσο κοντά είμαστε στους αρχαίους μας προγόνους∙ σημασία έχει ότι είχαν συνειδητοποιήσει ότι η κοινωνική ένταξη και η ομαλή μετάβαση στην ενήλικη ζωή περνάει υποχρεωτικά και από τη χαρά του παιχνιδιού.
Γιατί τί άλλο είναι το παιχνίδι παρά χαρά; Η χαρά της συμμετοχής, του να ανήκεις κάπου, να κάνεις φίλους, να μαθαίνεις ότι στους ανταγωνισμούς υπάρχουν όρια κι ότι οι σημερινοί αντίπαλοι αύριο θα τρώνε μαζί σου στο τραπέζι ενός γάμου ή ενός στρατώνα, θα κοπιάζουν δίπλα σου στο χωράφι ή στο βουλευτήριο. Αν πρέπει να μιμηθούμε το αρχαίο παράδειγμα, ας αφήσουμε τα παιδιά να χαίρονται στην ύπαιθρο με καλή παρέα και να ακονίζουν το μυαλό και τις αισθήσεις τους.
Βιβλογραφία:
- Χρήστος Λάζος – Παίζοντας στο χρόνο (Αίολος)
- R. Flaceliere – Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων (Παπαδήμας)
- Kolobova/Ozereckaja – Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
- R. Garland – Η καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων (Βασδέκης)
Στον αδελφό μου, που είναι καλός δάσκαλος στα παιδιά
Γιάννης Δρίτσουλας
Πηγή