Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Στην Σικελία η παρουσία των εξόριστων Μεσσήνιων

Μετὰ τὴν ἃλωση τῆς Εἲρας καὶ τὴν λήξη τοῦ Β' Μεσσηνιακοῦ Πολέμου, οἱ Μεσσήνιοι φυγάδες ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Γόργου, υἱοῦ τοῦ Ἀριστομένους, καὶ τοῦ Μάντικλου, υἱοῦ τοῦ μάντεως Θεόκλου, εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν Κυλλήνη, ὃπου καὶ διῆλθον τὸν χειμῶνα.

Μὲ τὴν ἒλευση τῆς ἀνοίξεως, ὁ Γόργος πρότεινε νὰ καταλάβουν τὴν Ζάκυνθον καὶ νὰ τὴν καταστήσουν ναυτικὸν ὁρμητήριον γιὰ ἐπιδρομὲς στὰ παραθαλάσσια μέρη τῆς Λακωνικῆς. Ὁ Μάντικλος ἦτο τῆς ἀντιθέτου γνώμης νὰ ἀφήσουν πίσω τους τὀ μίσος πρὸς τοὺς Λακεδαομονίους καὶ νὰ ἀποικήσουν τὴν νῆσον τῆς Σαρδηνίας (Παυσ. 4.23.4-5).

Στὴν κρίσιμη στιγμὴν ἐμφανίσθησαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἀναξίλα, τυράννου τοῦ Ῥηγίου, καὶ προσεκάλεσαν τοὺς Μεσσηνίους στὴν Σικελία. Αὐτὸς ὁ Ἀναξίλας ἐθεωροῦσε ἑαυτὸν Μεσσήνιον ἐκ καταγωγῆς, τετάρτης γενεᾶς ἀπόγονος τοῦ Ἀλκιδάμα ποὺ εἶχεν μεταναστεύσει ἀπὸ τὴν Μεσσηνία στὸ Ῥήγιον τῆς Σικελίας μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μεσσηνίου βασιλέως Ἀριστοδήμου καὶ τὴ ἃλωση τὴς Ἰθὠμης, δηλ. μετὰ τὴν λήξη τοῦ Α' Μεσσηνιακοῦ Πολέμου τὸ 668 π.Χ. (Παυσ. 23.6).

Οἱ φυγάδες Μεσσήνιοι μετὰ τὸν Α' Μεσσηνιακὸν Πόλεμον εἶχαν συμμετάσχει μαζὶ μὲ τοὺς Χαλκιδεῖς στὴν ἳδρυση τῆς ἀποικίας τοῦ Ῥηγίου στὰ στενὰ Σικελίας καὶ Καλαβρίας (Στράβωνος, Γεωγραφικὰ 6.1.6). Ὁ Ἀναξίλας ἀνέτρεψεν τοὺς ὀλιγαρχικοὺς τοῦ Ῥηγίου καὶ κατεστάθη τύραννος τῆς πόλεως τὸ 494 π.Χ. καὶ ἐκυβέρνησεν ἐπὶ 18 ἒτη ( Ἡροδότου, Ἱστορία 6.23.2 καί Διοδώρου, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη 11.48.2).

Ὁ Ἀναξίλας ἢθελεν νὰ καταλάβει τὴν Ζάγκλην στὴν βόρειον ἀκτὴν τῆς Σικελίας, στὸ στενὸ τῆς Μεσσήνης, ἀλλὰ ἡ συμμαχία ποὺ σύνηψεν μὲ ἐξορίστους Σαμίους, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ναυμαχίαν τῆς Λάδης (494 π.Χ.) ποὺ ἐσήμανεν τὴν λἠξη τῆς Ἰωνικῆς Ἐπαναστάσεως κατὰ τῶν Περσῶν κατέφυγαν στὴν Σικελία, δὲν εἶχεν εὐτυχὴ κατάληξη.

Οἱ Σάμιοι δὲν ἐτήρησαν τὴν συμφωνίαν μὲ τὸν Ἀναξίλα (Ἡροδ. 6.22-23), καὶ ὁ τελευταῖος ἐστράφη στοὺς Μεσσηνίους τῆς Κυλλήνης. Οἱ Μεσσήνιοι κατέλαβαν τὴν Ζάγκλην, ἀφοῦ ἐνίκησαν τοὺς Ζαγκλαίους σὲ μάχην. Ὓστερον ὃμως, ἀρνήθησαν νὰ σκοτώσουν ὃλους τοὺς Ζαγκλαίους ποὺ εἶχαν καταφύγει ἱκέτες στοὺς βωμοὺς καὶ τὰ ἱερὰ τῆς πόλεως, ὃπως ἐπέμενεν ὁ Ἀναξίλας, συμφιλιώθησαν μὲ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως, συγκατοίκησαν μαζί τους   καὶ τὴν μετονόμασαν σὲ Μεσσήνη (Στράβων, 6.2.3 καὶ Διοδ. 15.66.5) ἐνῶ ὁ Μάντικλος ἳδρυσεν τὸ ἱερὸν τοῦ Ἡρακλέους Μαντίκλου (Παυσ. 4.23.6-10). Χαρακτηριστικῶς ὁ Παυσανίας γράφει ὃτι "Μεσσηνίοις μὲν οὖν τοἶς φεύγουσιν ἐγεγόνει πέρας τῆς ἂλης" (= ἒτσι λοιπόν ἡ περιπλάνηση τῶν Μεσσηνίων προσφύγων ἒφθασε στὸ τέλος της, Παυσ. 4.23.10).

Στὸ ἒργον τοῦ Θουκυδίδου, ὃπου ὑπάρχουν ἀναφορὲς στὴν ἀθηναϊκὴ ἐκστρατεία στὴν

Σικελία, τὸ Ῥήγιον ἀναφέρεται ὡς πόλη τῶν Χαλκιδέων, καὶ παρὰ τὴν κοινὴν ἰωνικὴν φυλετικὴν συγγένειαν μὲ τοὺς Ἀθηναίους, οἱ κάτοικοι τοῦ Ῥηγίου ἀπέρριψαν τὴν ἀθηναϊκὴν συμμαχίαν καὶ παρέμειναν πιστοὶ στὶς Συρακοῦσες ποὺ ἦταν ἀποικία κορινθιακὴ, δωρικῆς καταγωγῆς (Θουκ. 3.86.2, 6.44.3,  6.46.2,   6.79.2). Ἐπίσης, ἡ Μεσσήνη, πιστὴ στὴν δωρικὴ της καταγωγὴ ἒλαβεν τὸ μέρος τῶν Συρακοσίων (Θουκ. 3.90.2), ὃπως ἂλλωστε καὶ ὃλες οἱ δωρικὲς πόλεις τῆς Σικελίας.

Κατὰ τὸ ἒτος 426/425 π.Χ. ὃταν ἡ Μεσσήνη εἶχε ἀναγκασθεῖ νὰ προσχωρήσει στὴν ἀθηναϊκὴν συμμαχίαν ὑπὸ τὴν παρουσίαν τοῦ Ἀθηναίου στρατηγοῦ Λάχεως (Θουκ. 3.90.2-4), ἀλλὰ ὓστερα ἀπὸ πρόσκληση τῶν Μεσσηνίων τῆς Σικελίας, οἱ ἡνωμένες δυνάμεις Συρακοσίων καὶ Λοκρίων ἐξεδίωξαν τοὺς Ἀθηναίους ἀπὸ τὴν Μεσσήνη (Θουκ. 4.1).

Μετὰ τὴν ἧττα τῶν Ἀθηναίων  στοὺς Αἰγὸς Ποταμοὺς τὸ 405 π.Χ. ποὺ ἒκρινεν τὸν Πελοποννησιακὸν Πόλεμον οἱ Σπαρτιάτες ηὗραν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδιώξουν τοὺς Μεσσηνίους τῆς Ναυπάκτου, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν στὴν Σικελία, στοὺς συγγενεὶς τους στὴν παλαιὰ τους ἀποικία Μεσσήνη καὶ τὸ Ῥήγιον (Ξενοφῶντος, Ἑλληνικὰ 4.26.2 καὶ 10.38.10, Παυσ. 4.26.2). Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐξορίστους Μεσσηνίους ἐνετάχθησαν ὡς μισθοφόροι στὴν ὑπηρεσίαν τοῦ τυράννου τῶν Συρακουσῶν Διονυσίου Α'.

Μετὰ τὴν ἃλωση καὶ λεηλασία τῆς Μεσσήνης ἀπὸ τοὺς Καρχηδονίους τὸ 397 π.Χ.,  ὁ Διονύσιος Α' ἐπανοίκησεν τὴν πόλην μὲ Μεσσηνίους καὶ Λοκροὺς (Διοδ. 14.78.5). Ὃταν οἱ Σπαρτιάτες διεμαρτυρήθησαν στὸν Διονύσιον διότι δὲν ἀνέχονταν τὴν παρουσὶα Μεσσηνὶων στὸ στρατηγικὸν σημεῖον τοῦ στενοῦ τῆς Μεσσήνης, ὁ Διονύσιος παρεχώρησεν στοὺς Μεσσηνίους τὴν περιοχὴν πλησίον τῆς Μεσσήνης στὴν βόρειον ἀκτὴν τοῦ ἀκρωτηρίου Πελόρου, ὃπου οἱ Μεσσήνιοι ἐξόριστοι ἳδρυσαν τὴν νέαν τους ὀχυρὰ πόλη σὲ ἐξ ἲσου στρατηγικὸν σημεῖον μὲ τὸ ὂνομα Τυνδαρὶς, σὲ μίαν σαφὴ προσπάθειαν νὰ οἰκειωθοῦν τὴν κληρονομίαν τῶν υἱῶν τοῦ Τυνδάρεω, τῶν Διοσκούρων.

Μία μεταγενέστερη ἀναφορὰ στοὺς Μεσσηνίους τῆς Σικελίας ἒχουμεν ὃταν ὁ Ἐπαμεινώνδας μετὰ τὴν νίκην ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν στὴν μάχην τῶν Λεύκτρων το 371 π.Χ. προέλασε πρὸς τὴν Σπάρτη καὶ τὴν ἀνάγκασε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὰ μεσσηνιακὰ ἐδάφη. Στὸν συνοικισμὸν γιὰ τὴν ἳδρυση τῆς Μεσσήνης τὸ 369 π.Χ. οἱ Θηβαῖοι ἒστειλαν πρέσβεις καλοῦντες τοὺς ἐξορίστους Μεσσηνίους τῆς Σικελίας καὶ τῶν Εὐεσπερίδων τῆς Βορείου Ἀφρικῆς νὰ ἐπαναπατρισθοῦν, ἐπανερχόμενοι στὴν Μεσσηνία μετὰ ἀπὸ 287 ἒτη ἀπὸ τὴν ἃλωση τῆς Εἲρας (Παυσ. 4.27.9). Μάλιστα, τὸν ἐπαναπατρισμὸν τῶν Μεσσηνίων στὰ πατρογονικὰ τους ἐδάφη εἶχεν προαναγγείλει στοὺς Μεσσηνίους τῆς Σικελίας ἓναν χρόνον πρὸ τῆς μάχης τῶν Λεύκτρων, ὁ θεὸς ὃταν ἐμφανίσθηκε στὸν ἱερέα τοῦ Ἡρακλέους ὁ Ἡρακλῆς ὁ Μάντικλος προσκεκλημένος ἀπὸ τὸν Ἰθωμάτα Δία στὴν Ἰθώμη (Παυσ. 4.26.3).

Ἒτσι, ἒληξεν ἡ περιπλάνηση τῶν Μεσσηνίων σὲ ξένους τόπους (Παυσ. 4.27.11). Ἡ ἳδρυση τῆς Μεσσήνης ἀπὸ τὸν Ἐπαμεινώνδα τὸ 369 π.Χ. ἀπετέλεσεν κομβικὸν σημεῖον γιὰ τὴν ἐθνικὴν ἀποκατάσταση τῶν Μεσσηνίων καὶ τὴν ἀνασυγκρότητη τῆς ἐθνικῆς τους ταυτότητος καὶ πολιτικῆς ὀντότητος, στὴν ὁποῖαν συμμετεῖχαν καὶ οἱ κοινότητες τῶν ἐξορίστων Μεσσηνίων στὴν Σικελία καὶ τὴν Κυρηναϊκή.

Ἒτσι, μετά ἀπὸ σχεδόν τρεῖς αἰῶνες ἒληξεν ἡ περιπλάνηση τῶν Μεσσηνίων σὲ ξένους τόπους. Ὡστόσον, κατὰ τὸ μακρὸν αὐτὸ χρονικὸν διάστημα οἱ Μεσσήνιοι κατώρθωσαν νὰ διατηρἠσουν τὴν γλῶσσα τους στὴν δωρικὴν διάλεκτον καὶ τὴν ἐθνικήν τους ταυτότητα καὶ αὐτοσυνειδησία. Ὃπως σχολιάζει ὁ Παυσανίας, " Μεσσήνιοι δὲ ἐκτὸς Πελοποννήσου τριακόσια ἒτη μάλιστα ἠλῶντο, ἐν οἷς οὒτε ἐθῶν εἰσι δῆλοι παραλύσαντές τι τῶν οἲκοθεν οὒτε τὴν διάλεκτον τὴν Δωρίδα μετεδιδάχθησαν, ἀλλὰ καὶ ἐς ἡμᾶς ἒτι τὸ ἀκριβὲς αὐτῆς Πελοποννησίων μάλιστα ἐφύλασσον" (= οἱ Μεσσήνιοι ὃμως περιπλανιόνταν ἒξω ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον για τριακόσια χρόνια περίπου. Σ΄ αὐτὰ τὰ χρόνια δὲν φαίνεται νὰ ἂλλαξαν καμία ἀπὸ τὶς πατροπαράδοτες συνήθειές τους οὒτε ἂλλαξαν τὴ Δωρικὴ διάλεκτο, ἀλλὰ μέχρι καὶ σήμερα αὐτοὶ καλὐτερα ἀπ΄ ὃλους τοὺς  Πελοποννησίους τὴ διατηροῦν μὲ ἀκρίβεια, {Παυσ. 4.27.10}, μτφρ. Κάκτου).



Πηγή