Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Η λέξη «ωραίος» προέρχεται από την «ώρα», η λέξη «πονηρός» από τον πόνο. «Μοχθηρός» ήταν ο εργάτης και «άθλιος» ο αθλητής. Η άγνωστη σημασία των λέξεων

Στην αρχαία Ελλάδα «καλός» δεν ήταν ο ευγενικός και καλοσυνάτος αλλά ο ωραίος άντρας. Η λέξη «ωραίος» προέρχεται από την «ώρα» και την κατάληξη «ιος» και στην αρχαιότητα χαρακτήριζε αυτόν που εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή.

Συνώνυμο του «ωραίου» είναι η λέξη «όμορφος», η οποία συνδέεται με τη «μορφή» και το επίθετο «εύμορφος». Παρόμοια σημασία έχει και η λέξη «ευείδης» που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που έχει ωραία μορφή.



Ο Κωνσταντίνος Καβάφης έγραφε: «η τύχη… τον έδωσε μορφή εις άκρον ευείδη».

Πονηρός


Ο άνθρωπος που έχει την ικανότητα να εξαπατά και δεν ξεγελιέται εύκολα είναι πονηρός. Η λέξη προέρχεται από τον «πόνο» και αρχικά σήμαινε «κοπιώδης» και «επίπονος». Ο άνθρωπος που έκανε χειρωνακτικές εργασίες χαρακτηριζόταν και «μοχθηρός», λέξη η οποία προερχόταν από τον «μόχθο» που ήταν η κόπωση. Σήμερα, η λέξη έχει αλλάξει σημασία και χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που επιδιώκει το κακό των άλλων.

Η λέξη «άθλιος» χρησιμοποιήθηκε από τον Ευριπίδη για να δηλώσει τον κακό και πανούργο άνθρωπο. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «διεκδικητής του επάθλου». Στα αρχαία ελληνικά η λέξη «αέθλιος»  προερχόταν από τη λέξη «άθλος» και τον «αθλητή» και χαρακτήριζε τους αθλητές που αγωνίζονταν για τη νίκη.

Η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αξιολύπητο, πιθανόν από τη συμπάθεια που γεννούσε η υπερβολική προσπάθεια και η κόπωση των αθλητών, προκειμένου να κατακτήσουν το  έπαθλο.

Μάστορας είναι αυτός που γνωρίζει καλά μια τέχνη και είναι κορυφαίος σε αυτό που κάνει. Επίσης είναι αυτός που επιβλέπει τους εργάτες ή ο ιδιοκτήτης οικιακής βιοτεχνίας. Η λέξη προέρχεται από το μεσαιωνικό μαϊστωρ που με τη σειρά του πηγάζει από το λατινικό «magister» που σημαίνει επιστάτης, άρχοντας.

Στα ελληνικά μεταφράζεται ως μάγιστρος και στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια ήταν ο ανώτατος δημόσιος υπάλληλος.

Στη Ρώμη αυτός που υπερέχει όλων των άλλων, δηλαδή ο ανώτατος αξιωματούχος της πολιτείας ήταν ο ύπατος. Η λέξη προέρχεται από το σανσκριτικό upama και στα λατινικά μετατράπηκε σε supremus που ήταν ο ανώτατος. Τα αξιώματά του αφαιρέθηκαν κατά τα βυζαντινά χρόνια και πέρασαν στην αρμοδιότητα του αυτοκράτορα.

Αυτοκράτορας ήταν αυτός που διέθετε τη μεγαλύτερη εξουσία και ήταν κυρίαρχος ενός κράτους. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο αυτοκράτωρ που σήμαινε ανεξάρτητος και χαρακτήριζε το άτομο που ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του εαυτού του. Προέρχεται από το «αυτό» και το «κράτωρ», το οποίο είναι ομόρριζο με το ρήμα κρατώ που σημαίνει εξουσιάζω.

Πρέσβης είναι ο διπλωμάτης, ο άνθρωπος που αντιπροσωπεύει τη χώρα του. Η λέξη προέρχεται από την αρχαία λέξη «πρέσβυς» και σήμαινε τον σεβάσμιο γέροντα. Η λέξη συνδέεται με το σανσκριτικό «puro-gava» που ήταν ο αρχηγός. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για τους ηλικιωμένους άντρες και αργότερα πήρε τη σημασία του σπουδαίου προσώπου, καθώς τέτοια αξιώματα συνήθως κατείχαν έμπειροι ηλικιωμένοι άνδρες.

Έμπειρος είναι ο άνθρωπος που διαθέτει πείρα, τη γνώση που αποκτάται στην πράξη. Στην αρχαιότητα η λέξη πείρα σήμαινε «προσπάθεια» και στα λατινικά periculum, που ήταν η δοκιμή και ο κίνδυνος. Σημειώνεται ότι η εμπειρία δηλώνει μεμονωμένα βιώματα τα οποία έχει ζήσει κάποιος, ενώ η πείρα είναι αποτέλεσμα πολλών εμπειριών που έχει ζήσει ο άνθρωπος.



Το κείμενο βασίστηκε στο Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας του καθηγητή γλωσσολογίας Γεωργίου Μπαμπινιώτη



Πηγή1 / Πηγή2