«Άκουσε λοιπόν, Σωκράτη, μία ιστορία, η οποία, αν και φαίνεται παράξενη, είναι εξολοκλήρου αληθινή, όπως ο Σόλων, ο σοφότερος από τους Επτά, είπε κάποτε».
Γράφει η Βάλια Παπαναστασοπούλου. ( H Βάλια Παπαναστασοπούλου είναι Αρχαιολόγος-Θεολόγος MS και Υποψήφια διδάκτωρ Α.Π.Θ. )
Με αυτά τα λόγια ξεκινάει ο Κριτίας την αφήγησή του σχετικά με τη χαμένη Ατλαντίδα στον περίφημο διάλογο του Πλάτωνα, Τίμαιο. Αυτή η γοητευτική ιστορία άσκησε μεγάλη επίδραση στους ερευνητές από πολύ νωρίς και τους διαίρεσε σε δύο κυρίως στρατόπεδα: εκείνους που θεωρούν την αφήγηση ως το μεγαλύτερο ψέμα στην ιστορία της λογοτεχνίας και αυτούς που είναι πεπεισμένοι πως πρόκειται για μία ιστορική πραγματικότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκαν αμέτρητες θεωρίες και ερμηνείες που άλλοτε μένουν πιστές στο κείμενο του Πλάτωνα και άλλοτε ξεφεύγουν από αυτό.
Οι μοναδικές αρχαίες πηγές που αφορούν στο μύθο της Ατλαντίδας και οι οποίες έφτασαν έως και εμάς προέρχονται από την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Οι αιγυπτιακές πηγές είναι έμμεσες, καθώς δε σώθηκαν, αλλά γνωρίζουμε την ύπαρξη τους, γιατί απετέλεσαν την πηγή των διατηρημένων ελληνικών πηγών. Δυστυχώς, όμως και αυτές οι πηγές είναι μικρής έκτασης και συχνά όχι ιδιαίτερα σαφείς. Τα κείμενα, όπου εμφανίζεται το όνομα Ατλαντίς προέρχονται από το φιλόσοφο Πλάτωνα (427-347 π.Χ.). Πρόκειται για τους διαλόγους του, Κριτίας και Τίμαιος, όπου μας πληροφορεί λεπτομερώς για την ιστορία ενός υψηλού και ακμαίου πολιτισμού με θεϊκή καταγωγή, ο οποίος έζησε σε ένα νησί έξω από τις Ηράκλειες στήλες. Η ιστορία πρέπει να γράφτηκε ανάμεσα στο 359 π.Χ., όταν ο Πλάτων επέστρεψε στην Αθήνα από τη Σικελία και το 351 π.Χ., οπότε και πέθανε σε ηλικία 81 ετών. Εξυπηρετεί μόνο σα μία μικρή εισαγωγή στην ιστορία του πολέμου ανάμεσα στην Ατλαντίδα και την προϊστορική Αθήνα και δεν αποτελεί το κύριο θέμα του διαλόγου Τίμαιος, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι μία συζήτηση γύρω από την περιγραφή της δημιουργίας του κόσμου και την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων.
Η μικρή ιστορία στον Τίμαιο (23d- 25d) αποτελεί μία πρόγευση για τη διήγηση, η οποία επανεμφανίζεται στον Κριτία (113c – 121c). Στην εκδοχή του Τίμαιου βλέπουμε έναν ιερέα της Σάιδος στην Αίγυπτο να διηγείται στο Σόλωνα τα σχετικά με τον πόλεμο των Αθηναίων με τους Άτλαντες, εξαιτίας της απουσίας οποιασδήποτε άλλης πληροφόρησης ή παράδοσης ανάμεσα στους Έλληνες σχετικής με αυτό το θέμα.
Από την άλλη πλευρά, ο Κριτίας παρέχει μία λεπτομερή περιγραφή του χαμένου νησιού και των κατοίκων της, όπως επίσης πληροφορίες σχετικές με τους αρχαίους Αθηναίους. Και οι δύο διάλογοι πραγματοποιούνται ανάμεσα στο Σωκράτη, τον Ερμοκράτη, τον Τίμαιο και τον Κριτία και προφανώς λειτουργούν ως απάντηση σε προγενέστερη ομιλία του Σωκράτη σχετικά με τις ιδανικές πολιτείες, όπου ο Τίμαιος και ο Κριτίας συμφωνούν να διασκεδάσουν τον Σωκράτη με μία ιστορία που «δεν είναι μύθος, αλλά αληθινή ιστορία».
Ο Πλάτων για να ενισχύσει την αυθεντικότητα της αφήγησής του, μέσω των λόγων του Κριτία, επιμένει ότι χρησιμοποίησε μία αρχαία αιγυπτιακή πηγή. Συγκεκριμένα, ο Κριτίας αναφέρει πως είχε ακούσει την ιστορία από τον παππού του που επίσης ονομαζόταν Κριτίας. Αυτός με τη σειρά του την είχε ακούσει από το μεγάλο νομοθέτη Σόλωνα, ο οποίος έζησε μεταξύ του 640-560 π.Χ. Ο Σόλων άκουσε την ιστορία κατά τη διάρκεια ενός από τα ταξίδια του στην Αίγυπτο από τους ιερείς του ναού της Νεΐθ στη Σαίδα, ενώ φεύγοντας πήρε μαζί του και ένα αντίγραφο της ιστορίας γραμμένο στα αρχαία αιγυπτιακά, το οποίο μετέφρασε αργότερα ο ίδιος. Η ιστορία αναφέρεται στη διαμάχη ανάμεσα στους Αθηναίους και τους κατοίκους του νησιού της Ατλαντίδας 9000 χρόνια πριν από την εποχή του Πλάτωνα. Προφανώς, η γνώση του μακρινού παρελθόντος είχε ξεχαστεί από τους Αθηναίους της εποχής του Σόλωνα, αλλά οι Αιγύπτιοι ιερείς την αναμετέδωσαν στον Αθηναίο νομοθέτη. Οι πηγές αναφέρουν τα εξής:
Η Ατλαντίδα βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία του Ποσειδώνα, του παντοδύναμου θεού της θάλασσας, ύστερα από το μοίρασμα της γης που έκαναν οι θεοί μεταξύ τους. Όταν ο Ποσειδώνας ερωτεύτηκε την θνητή Κλειτώ, την κόρη του Εβήνορα και της Λευκίππης, κατασκεύασε μία κατοικία στην κορυφή ενός λόφου που βρισκόταν κοντά στο μέσο του νησιού και περιέβαλε την κατοικία αυτή με εναλλασσόμενους δακτυλίους, δύο ξηράς και τρεις θάλασσας απομονώνοντας και προστατεύοντας παράλληλα την αγαπημένη του. Επίσης, έφερε πηγές ζεστού και κρύου νερού.
Η Κλειτώ γέννησε πέντε ζευγάρια διδύμων αγοριών, τα οποία έγιναν αργότερα οι πρώτοι ηγεμόνες της Ατλαντίδας. Το νησί μοιράστηκε από τον Ποσειδώνα σε δέκα μέρη ανάμεσα στους αδελφούς και ο μεγαλύτερος, που ονομαζόταν Άτλας έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ατλαντίδας διατηρώντας τον έλεγχο του κεντρικού λόφου και των γύρω περιοχών. Από αυτόν πήρε το όνομά του το νησί καθώς επίσης και ο ωκεανός. Τα αδέλφια και οι απόγονοι των δέκα βασιλικών οίκων κυβέρνησαν πολλά νησιά και ακόμη και τους ανθρώπους της Μεσογείου που ζούσαν δυτικά της Αιγύπτου.
Στην κορυφή του κεντρικού λόφου κτίστηκε ένας ναός προς τιμήν του Ποσειδώνα. Εκεί στεγαζόταν ένα γιγάντιο χρυσό άγαλμα του Ποσειδώνα, το οποίο παρίστανε το θεό της θάλασσας να οδηγεί ένα άρμα που το έσερναν φτερωτά άλογα. Σε αυτό το σημείο οι αρχηγοί της Ατλαντίδας έρχονταν για να συζητήσουν τους νόμους, να διεκπεραιώσουν κρίσεις και να αποτίσουν φόρο τιμής στον Ποσειδώνα. Για τη διευκόλυνση των μετακινήσεων και του εμπορίου διανοίχθηκε ένα υδάτινο κανάλι που διέσχιζε κάθετα τους δακτυλίους της θάλασσας και της ξηράς και κατευθυνόταν νότια καταλήγοντας στην θάλασσα. Η πόλη της Ατλαντίδας βρισκόταν μόλις έξω από τον εξωτερικό δακτύλιο του νερού και εξαπλωνόταν κατά μήκος της πεδιάδας. Ήταν μία στενά κατοικημένη περιοχή, όπου ζούσε η πλειονότητα του συνολικού πληθυσμού του νησιού.
Πέρα από την πόλη απλωνόταν μία εύφορη πεδιάδα, η οποία περιβαλλόταν από ένα ακόμη κανάλι, το οποίο χρησιμοποιείτο για να συλλέγει νερό από τα ποτάμια και τους χείμαρρους που κατέβαιναν από τα βουνά. Οι κάτοικοι της Ατλαντίδας κατείχαν έναν τεράστιο πλούτο, αφού διέθεταν όλα τα είδη των αγαθών σε άφθονες ποσότητες. Πέρα από τις σοδειές, το νησί είχε όλα τα είδη κοπαδιών, φρούτων, ξηρών καρπών, μετάλλων και ξυλείας. Μία αφθονία ζώων, συμπεριλαμβανομένων και των ελεφάντων κατέκλυζε το νησί.
Η φυλή των Ατλάντων ήταν δυνατή και υγιής, είχε όλες τις ηθικές αρετές και ζούσε ειρηνικά και με απλότητα για όσο διάστημα η θεϊκή τους φύση υπερίσχυε. Αυτό κράτησε για πολλές γενιές, έως ότου η ισχύς και η απληστία άρχισε να τους διαφθείρει. «Όταν η ανθρώπινη φύση άρχισε να επικρατεί»1, έγιναν αμαρτωλοί και κατακλύστηκαν από τα εγκλήματα. Άρχισαν να κάνουν πολέμους με τον υπόλοιπο κόσμο και υπέταξαν άλλους λαούς κάτω από την σκληρή δύναμή τους. Μόνο οι Αθηναίοι κατάφεραν με τη στρατιωτική τους αρετή και την ηθική τους ισχύ να νικήσουν την Ατλαντίδα και να τη σταματήσουν να ελέγχει τον υπόλοιπο κόσμο. Παράλληλα, ο Δίας βλέποντας αυτή την ανηθικότητα των κατοίκων της Ατλαντίδας συγκάλεσε τους υπόλοιπους θεούς σε συμβούλιο, για να καθορίσουν μία τιμωρία, η οποία θα ήταν και η πλέον αρμόζουσα. Το κείμενο του Τίμαιου διακόπτεται απότομα σε αυτό το σημείο, αλλά από τη σύντομη αφήγηση στον Κριτία πληροφορούμαστε πως ο θυμός των θεών ήταν τελικά τόσο ισχυρός, ώστε το νησί καταστράφηκε μέσα σε μία μέρα και μία νύχτα από σεισμούς και στη συνέχεια καταποντίστηκε στα βάθη της θάλασσας, αφήνοντας πίσω του μόνο μία μάζα από λάσπη, την οποία ήταν αδύνατον να διαπλεύσουν τα πλοία.
Όπως κατέστη σαφές, η ιστορία της Ατλαντίδας ξεκίνησε με έναν λογοτεχνικό τρόπο μέσα από τους δύο διαλόγους του Πλάτωνα και στον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο οφείλουμε το μύθο της Ατλαντίδας, αυτή τη στοιχειωμένη ιστορία ενός αρχαίου νησιωτικού πολιτισμού, ο οποίος εξαφανίστηκε εξαιτίας μίας μεγάλης φυσικής καταστροφής. Από τη στιγμή που για πρώτη φορά εκδόθηκε η ιστορία του Πλάτωνα, οι άνθρωποι γοητεύτηκαν και προβληματίστηκαν από αυτήν και προσπάθησαν είτε να την ερμηνεύσουν ως ένα απλό παραμύθι είτε να την αιτιολογήσουν, εντοπίζοντας τα κατάλοιπα του χαμένου νησιού. Αυτές οι δύο τάσεις είναι δυνατό να ανιχνευτούν πολύ νωρίς, ακριβώς μία γενιά μετά το θάνατο του Πλάτωνα.
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), μαθητής του Πλάτωνα συνέκρινε την ιστορία της Ατλαντίδας με την αφήγηση του Ομήρου για το τείχος, το οποίο οι Αχαιοί έκτισαν γύρω από το στρατόπεδό τους στην Τροία και που καταστράφηκε λίγο αργότερα με θεϊκή επέμβαση. Ο Αριστοτέλης με αυτή τη σύγκριση ήθελε να αποδείξει πως και οι δύο ιστορίες ήταν μία ποιητική δημιουργία των συγγραφέων, ούτως ώστε να μπορέσουν να ενισχύσουν τις αφηγήσεις τους. Συνεχίζοντας, πρότεινε πως, όπως ακριβώς ο Όμηρος απομάκρυνε το τείχος, όταν πια αυτό είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό του, έτσι και στη διήγηση της Ατλαντίδας ο Πλάτων βύθισε το νησί στα βάθη του ωκεανού για να προκαταλάβει τις συζητήσεις σχετικά με το πού βρίσκεται το νησί. Κλείνοντας το θέμα, ο Αριστοτέλης αναφέρει χαρακτηριστικά πως «ο άνδρας που το ονειρεύτηκε το εξαφάνισε» δίνοντας με αυτόν τον τρόπο μία οριστική λύση στο πρόβλημα της Ατλαντίδας.
Παρόλα αυτά, το πρόβλημα δε θα έβρισκε τη λύση του τόσο εύκολα και γρήγορα. Ο Κράντωρ (3ος αι. π.Χ.), φιλόσοφος της ελληνιστικής περιόδου και ο πρώτος σχολιαστής του Τίμαιου έφτασε στο άλλο άκρο. Θεώρησε πως κάθε σημείο της διήγησης ήταν ιστορικά πραγματικό. Μολονότι ο ίδιος ο Πλάτων επιμένει στην αλήθεια της ιστορίας, ήδη από εκείνη την εποχή οι ερμηνείες γύρω από την Ατλαντίδα κινήθηκαν ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους. Ο Αριστοτέλης, όπως είδαμε και όπως αναφέρεται δις από τον Στράβωνα, ήταν ανάμεσα στους πρώτους μεγάλους αμφισβητίες της αλήθειας στην αφήγηση. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν υποστηρικτές της θεωρίας του Πλάτωνα, όπως ο Πλούταρχος, ο Πρόκλος (410-485 μ.Χ.), ο Στράβων (67 π.Χ.-23 μ.Χ.), ο Ποσειδώνιος (135-51 π.Χ.) και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (330-400 μ.Χ.).
Σε χάρτες του Μεσαίωνα, όπως για παράδειγμα σε αυτόν του Toscanelli del Pozzo, ο οποίος χρονολογείται στα 1475 και χρησιμοποιήθηκε από τον Χριστόφορο Κολόμβο, σημειώνονται μερικά μικρά και μεγάλα νησιά στις θάλασσες δυτικά της Ευρώπης και της Αφρικής. Μεταξύ αυτών ήταν και το νησί-φάντασμα Antillia, η ονομασία του οποίου πιθανόν να αποτελούσε παραφθορά της Ατλαντίδας του Πλάτωνα. Οι πρώτοι Ισπανοί και Πορτογάλοι θαλασσοπόροι ήταν πρόθυμοι να πιστέψουν πως αυτά ήταν τα ίχνη ενός χαμένου νησιού που δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί, και η σαγήνη αυτής της αναζήτησης αποτελούσε ένα αναγνωρισμένο κίνητρο των εξερευνήσεων τους.
Ο μύθος της Ατλαντίδας υπέστη αρκετές ταλαιπωρίες κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι οι επιστήμονες που ήταν έτοιμοι να εκτεθούν στα χλευαστικά σχόλια των συναδέλφων τους με το να συζητούν αυτό που το θέμα, όπως φαίνεται στην περίπτωση του νεαρού ακαδημαϊκού, ο οποίος, ενώ έκανε κάποια σύνδεση ανάμεσα στο Μινωικό πολιτισμό και την Ατλαντίδα την εποχή που ο Evans ανέσκαπτε την Κνωσό, προτίμησε τελικά να δημοσιεύσει τις ιδέες του ανώνυμα. Πρόκειται για κάποιον K. T. Frost, που ανήκε στο προσωπικό του Queen University στο Μπέλφαστ και ο οποίος στα 1909 δημοσίευσε ανώνυμα ένα άρθρο υπό τον τίτλο “The Lost Continent” στους Times του Λονδίνου. Ο ίδιος ο Frost χρόνια αργότερα παραδέχτηκε την πατρότητα του άρθρου του σε ένα άλλο άρθρο υπό τον τίτλο “The Critias and Minoan Crete” που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Hellenic Studies.
Η βασική δυσκολία που προξενεί αυτή η ιστορία με το τεράστιο μέγεθος της Ατλαντίδας και την εξαφάνισή της μέσα σε μία μέρα και μία νύχτα, καθίσταται πιο πολύπλοκη και επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από το μύθο, τις ερμηνείες και την ψευδό-επιστήμη. Η θέση της Ατλαντίδας δε φαίνεται να απασχόλησε την ανθρωπότητα έντονα από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι περίπου και τα μέσα του 16ου αι. Αυτό πρέπει να οφείλεται στους ακόλουθους λόγους:
α) στη μεγάλη αυθεντία του Αριστοτέλη, ο οποίος θεώρησε πως η Ατλαντίδα ήταν ένας μύθος που είχε επινοήσει ο δάσκαλός του, ο Πλάτων.
β) στην απουσία οποιασδήποτε άλλης πηγής σύγχρονης ή παλαιότερης του Πλάτωνα.
γ) στην απουσία επιστημονικών πληροφοριών που θα μπορούσαν να ελέγξουν το μέγεθος και την τοποθεσία της Ατλαντίδας και τη χρονολογία της βύθισής της.
Η τοποθέτηση της Ατλαντίδας στον Ατλαντικό ωκεανό μοιάζει να είναι μία προφανής λύση και φαίνεται σαν θεόσταλτη απάντηση στους ερευνητές, τόσο τους παλαιότερους όσο και τους σύγχρονους. Η ύπαρξη ενός μεγάλου νησιού ή ηπείρου στα νερά του Ατλαντικού που θα σχημάτιζε μία χερσαία γέφυρα ανάμεσα στον Παλαιό και το Νέο κόσμο, θα παρείχε μία εύκολη εξήγηση για μία πληθώρα ομοιοτήτων, γεωλογικών, βιολογικών, ανθρωπολογικών και γλωσσικών, των οποίων η ύπαρξη είχε διαπιστωθεί ανάμεσα στις ηπείρους εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Και για αυτό το λόγο, μία Ατλαντίδα στον Ατλαντικό υποστηρίχθηκε από τόσους συγγραφείς με τόση θέρμη, όχι τόσο για να υποστηρίξουν τον Πλάτωνα, όσο για να παρέχουν μία υπόθεση εργασίας για τις δικές τους θεωρίες. Για αυτούς τους συγγραφείς, το ζητούμενο δεν ήταν, αν πραγματικά υπήρχε ένα νησί ή μία ήπειρος των διαστάσεων που δόθηκαν από τον Πλάτωνα, αλλά, αν, στην πραγματικότητα, υπήρχε ένας προϊστορικός λαός ενός τέτοιου πολιτιστικού επιπέδου που αποτέλεσε τη ρίζα και την πηγή προέλευσης όλων των κατοπινών πολιτισμών. Ως εκ τούτου, η Ατλαντίδα αποτελεί μία θαυμάσια λύση.
Αυτοί οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η Ατλαντίδα είναι η πηγή όλων των πολιτισμών της Μεσογείου, όπως του αιγυπτιακού και του μυκηναϊκού, αλλά και εκείνων της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Γι’ αυτούς η Ατλαντίδα συνδέεται με την Ωγυγία, τον παράδεισο και τον Κήπο της Εδέμ σαν ένα σύμβολο της κοινής προέλευσης της ανθρωπότητας και των πολιτισμών της. Είναι απαραίτητο όμως, να υπογραμμίσουμε πως ο Πλάτων δεν έδινε καμία τέτοια σημασία στην Ατλαντίδα και πως οι Αθηναίοι και οι Αιγύπτιοι στις αφηγήσεις τους θεωρούσαν σαφέστατα τους Άτλαντες εχθρούς τους.
Η αναζήτηση της Ατλαντίδας έλαβε χώρα με αμείωτο ρυθμό από τον 16ο έως και τον 18ο αιώνα. Προτάθηκαν πολλά μέρη ως η πιθανή χαμένη Ατλαντίδα, όπως π.χ. το Τυρρηνικό πέλαγος, η θάλασσα του Αζόφ, η ανατολική Μεσόγειος κοντά στο Ισραήλ, η Ανταρκτική, η Κελτική θάλασσα και η ανατολική θάλασσα της Ιρλανδίας και φυσικά η Κρήτη και η Θήρα. Δεν λείπει όμως και ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός προτεινόμενων περιοχών που βρίσκονται στη στεριά, όπως το Μαρόκο, η Τυνησία, η Παλαιστίνη, η Μάλτα, το Βέλγιο, η Καταλονία, η νότια Σουηδία, ο Καύκασος, η Σαχάρα κ.ά. Και δε σταματάει εδώ ο αριθμός των υποψηφίων περιοχών, όπως επίσης ούτε και οι δημιουργικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις της ιστορίας. Αυτό δείχνει πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της ιστορίας του Πλάτωνα που πέτυχε να πυροδοτήσει τόσο πολύ τη φαντασία και προς τόσες πολλές κατευθύνσεις. Αρκετές από αυτές τις αναζητήσεις βασίζονται σε έρευνες για την παλαιά Ατλαντίδα, δηλαδή το χαμένο βασίλειο του Πλάτωνα. Είναι όμως σημαντικό, να αναγνωρίσει κανείς πως ένα μεγάλο μέρος από όσα γράφτηκαν μέσα στον 20ο αιώνα δεν αφορούν στην Ατλαντίδα του Πλάτωνα, αλλά σε μία νέα Ατλαντίδα, η οποία υφίσταται ως ιδέα μόνο από το 1882 και εφεξής.
Η ιστορία του Πλάτωνα έλαβε μία άλλη σημασία από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε η Αμερική. Αρκετοί άνθρωποι, όπως ο Ισπανός ιστορικός Francisco López de Gomara στα 1553 και ο Γάλλος γλωσσολόγος Guillaume Postel στα 1561, υπέθεσαν πως η Αμερική ήταν η Ατλαντίδα. Ο Postel θεωρούσε πως έπρεπε να δοθεί προσοχή στην ιθαγενή ονομασία του Μεξικό που ήταν Aztlan. Ο Sir Francis Bacon ταύτισε επίσης την Αμερική με την Ατλαντίδα στο φιλοσοφικό του μυθιστόρημα Nova Atlantis. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ένας φιλόσοφος κοίταξε προς τα δυτικά πέρα από τη θάλασσα στο Νέο κόσμο, όπου υπήρχε μία ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα ιδανικό κράτος. Ο πρώτος γνωστός χάρτης που απεικόνιζε την Ατλαντίδα σχεδιάστηκε από τον Athanasius Kircher στα 1644. Παρουσιάζει μία αχλαδόσχημη μάζα στεριάς στο μέσον του Ατλαντικού ωκεανού αμέσως μετά το Γιβραλτάρ, μαζί με δύο μικρότερα νησιά από την πλευρά της Αμερικής.
Η Νέα Ατλαντίδα ως ένα λογοτεχνικό φαινόμενο είναι λίγο περισσότερο από έναν αιώνα παλιά και αποτελεί αυθεντική δημιουργία του λαϊκού συγγραφέα Ignatius L. Donnelly. Είναι πολύ πιθανόν, η περιγραφή της επίσκεψης του captain Nemo στην αρχαία πρωτεύουσα που βρισκόταν στο βυθό στη γνωστή ιστορία του Ιουλίου Βέρν 20 χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα, που εκδόθηκε το 1870 να ενέπνευσε τον Donnelly, ώστε να εξερευνήσει την ιδέα ακόμη περισσότερο. Στο βιβλίο του The Antediluvian World (1882) έθεσε τα θεμέλια για την μεγάλη υπόθεση πως η ήπειρος της Ατλαντίδας υπήρξε στην πραγματικότητα έξω στον Ατλαντικό ωκεανό κατά τους προϊστορικούς χρόνους και απετέλεσε την κοιτίδα όλων των πολιτισμών, την καρδιά μιας αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από τον Μισισιπή και τον Αμαζόνιο στα δυτικά μέχρι και της στέπες της Ευρασίας και την Ινδία στα ανατολικά. Σε όλα αυτά προσέθεσε και ένα ισχυρό μυθολογικό στοιχείο. Υποστήριξε πως η Ατλαντίδα ήταν ο κήπος της Εδέμ, ο κήπος των Εσπερίδων, τα Ηλύσια Πεδία, οι κήποι του Αλκίνοου, ο Μέσος Ομφαλός, ο Όλυμπος, η Άσγκαρντ των παραδόσεων των αρχαίων εθνών. Ο Donnelly παραδέχτηκε πως ο κήπος της Εδέμ αποτελούσε ένα πρόβλημα, γιατί υποτίθεται πως βρισκόταν ανατολικά της Παλαιστίνης. Κατ’ αυτόν, οι θεοί και οι θεές της Ελλάδας, της Σκανδιναβίας και της Ινδίας ήταν στην πραγματικότητα οι βασιλείς και οι ήρωες της Ατλαντίδας.
Τα επιχειρήματα του Donnelly στηρίχθηκαν στην πολιτιστική θεωρία της «διάχυσης» (diffusion). Κατά τη γνώμη του, αν οι πυραμίδες βρέθηκαν στην Αίγυπτο και τη Λατινική Αμερική και το δεκαδικό σύστημα μέτρησης βρέθηκε ανάμεσα στους Περουβιανούς και τους Αγγλοσάξονες, τότε οι άνθρωποι θα πρέπει να είχαν ταξιδέψει από τη μία περιοχή στην άλλη, μεταφέροντας μαζί τους τις γνώσεις και τις τεχνικές που χρειάζονταν για την κατασκευή των πυραμίδων και τη μέτρηση με το δεκαδικό σύστημα. Τοποθετώντας μία μάζα στεριάς στον Ατλαντικό ωκεανό θα μπορούσε να κάνει αυτή τη διάχυση πιο εύκολη συντομεύοντας τα θαλάσσια ταξίδια που απαιτούνταν. Από τη στιγμή που το πολιτισμικό κέντρο βυθίστηκε, οι αποικίες αναπτύχθηκαν ξεχωριστά, αλλά διατήρησαν παράλληλα ίχνη του αρχικού πολιτισμού.
Τα φυσικά κατάλοιπα της Ατλαντίδας του Donnelly είναι οι Αζόρες, η Μαδέρα και οι Κανάριοι νήσοι, βουνά κάποτε της παλιάς ηπείρου. Το βιβλίο του Donnelly εκδόθηκε λίγο μετά από την πρώτη ωκεανογραφική έρευνα του βόρειου Ατλαντικού, η οποία αποκάλυψε την ύπαρξη της Μεσοατλαντικής κορυφογραμμής, μίας οροσειράς κάτω από το νερό που είναι ίση σε μέγεθος με τις Άνδεις. Ο βυθός του ωκεανού ήταν διάσπαρτος με θαλάσσια βουνά, ανενεργά ηφαίστεια σε βάθη των 1000 μέτρων και ακόμη περισσότερο. Ο Donnelly θεώρησε την καινούρια πληροφορία σαν μία απόδειξη ότι εκεί υπήρχε κάποτε στεριά.
Η υπόθεση του Donnelly στηρίζεται σε 4 σημεία: στη νεοανακαλυφθείσα μεσοατλαντική οροσειρά, στην παράλληλη οικολογική ανάπτυξη στις απέναντι πλευρές του Ατλαντικού, στην παράλληλη πολιτιστική ανάπτυξη και στη βεβαιότητα πως η διάχυση ήταν η αιτία για όλες αυτές τις ομοιότητες. Στη συνέχεια, αυτή η άποψη αντιπαρατέθηκε με την εξελικτική θεώρηση που υποστήριζε πως οι πυραμίδες μπορούσαν να είχαν επινοηθεί ανεξάρτητα σε διαφορετικά μέρη από διαφορετικές κοινότητες χωρίς καμία επαφή η μία με την άλλη. Τελικά, οι τοποθετήσεις του Donnelly στηρίζονται στην πεποίθηση πως ο πολιτισμός είναι ομοιογενής, πράγμα φυσικά που δεν ισχύει. Μολονότι η θεωρία του Donnelly βρήκε πολλούς υποστηρικτές, τελικά αποδείχτηκε αναληθής. Από το 1960 είναι πλέον γνωστό πως όλα τα υποθαλάσσια χαρακτηριστικά που τα θεώρησε ως απόδειξη μιας βυθισμένης χώρας, έχουν εξηγηθεί από τους γεωλόγους με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο.
Αρκετοί συγγραφείς προσπάθησαν να διατηρήσουν την ιστορία μίας ηπείρου που βούλιαξε στον Ατλαντικό. Κατά καιρούς προβλήθηκαν πολλά επιχειρήματα. Υποστηρίχθηκε πως η Ατλαντίδα εκτεινόταν από τη δυτική ακτή του Μαρόκου έως και την ανατολική ακτή της Βενεζουέλας και περιελάμβανε τις σημερινές Αζόρες, τη Μαδέρα, τα Κανάρια νησιά και την περιοχή της θάλασσας των Σαργασσών. Μέσα από αυτό το πρίσμα, τα παραπάνω νησιά και πιθανόν και τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου ήταν όλα ορεινά συγκροτήματα της Ατλαντίδας, των οποίων οι κορυφές ύστερα από την καταβύθιση της ηπείρου παρέμειναν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι υποστηρικτές της απόλυτης αλήθειας στην ιστορία του Πλάτωνα θεωρούν τη βύθιση της Ατλαντίδας ως ένα από τα πιο καθοριστικά γεωτεκτονικά γεγονότα και ισχυρίζονται πως ένα δυνατό επιχείρημα υπέρ τους είναι η ταύτιση της χρονολογίας της υποχώρησης των παγετώνων από την Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική με τη χρονολογία που δίνει ο Πλάτων για τη βύθιση της Ατλαντίδας, δηλ. 9000 χρόνια πριν από την επίσκεψη του Σόλωνα στην Αίγυπτο. Όμως επιστημονικές μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια διαφόρων φυσικών μεθόδων και επιπλέον η ωκεανογραφική έρευνα αποδεικνύουν ξεκάθαρα πως ο Ατλαντικός ωκεανός είχε παγιωθεί στη σημερινή μορφή του πολύ πριν από την περίοδο της υποχώρησης των παγετώνων.
Η ύπαρξη ποικίλλων κοινών ειδών φυτών και ζώων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, στη Μεσόγειο, τις Αζόρες, τη Μαδέρα, τα Κανάρια νησιά, τις Αντίλλες και την Κεντρική Αμερική θεωρήθηκε ως ένδειξη πως η Ευρώπη και η βόρεια Αμερική ήταν κάποτε συνδεδεμένες μέσω μιας ξηράς. Και φυσικά, αυτοί που υποστηρίζουν τη θεωρία πως η Ατλαντίδα βρισκόταν στον Ατλαντικό ωκεανό πιστεύουν πως αυτό το νησί χρησίμευε ως γέφυρα κατά μήκος του ωκεανού. Βεβαίως, θεωρητικά, η σύνδεση αυτή θα μπορούσε να υφίσταται, επίσης, υπό τη μορφή μιας οποιασδήποτε χερσαίας συνένωσης της Ευρασίας με τη βόρεια Αμερική. Επιπλέον, οι ομοιότητες ανάμεσα στα φυτά και τα ζώα μπορούν να επιτευχθούν χωρίς ποτέ οι ήπειροι να έχουν συνδεθεί. Για παράδειγμα, οι σπόροι αρκετών φυτών μεταφέρονται σε τεράστιες αποστάσεις με τη βοήθεια του ανέμου ή με το πέταγμα των αποδημητικών πουλιών που πετώντας διασχίζουν τις θάλασσες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των ομοιοτήτων ανάμεσα στις δύο ηπείρους μπορεί να τοποθετηθεί κα το επιχείρημα των πολιτιστικών ομοιοτήτων. Μια σύγκριση των τεχνών και των επιτευγμάτων των αρχαίων πολιτισμών που έζησαν στην Μεσόγειο ή και κοντά σε αυτή με εκείνους τους πολιτισμούς της Αμερικής οδήγησε στην υπόθεση πως οι πολιτισμοί των δύο κόσμων δείχνουν μία περίεργη αναλογία. Σύμφωνα με τον Γάλλο ατλαντολόγο Roger Devigne, τα δύο ημισφαίρια κατοικούνταν από ανθρώπους της ίδιας φυλής, της «φυλής του χαλκού». Ισχυρίζεται πως αυτή η φυλή εμφανίζεται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, όπου βρέθηκε χαλκός, από το Μαρόκο, την Αίγυπτο και τη Βαβυλώνα, τις ετρουσκικές περιοχές στην Ιταλία, τη βασκική περιοχή στην Ισπανία και τη Γαλλία, τα Κανάρια νησιά έως και την Κεντρική και νότια Αμερική, από το Μεξικό έως και το Περού. Ως πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα οποία φανερώνουν έναν παραλληλισμό θεωρούνται οι ομοιότητες των πυραμίδων της Κεντρικής Αμερικής με αυτές της Αιγύπτου.
Αυτή η φαινομενική ομοιότητα του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού πολιτισμού και η ύπαρξη στην Αμερική μύθων σχετικών με μία χαμένη γη κάτω από παρόμοιες περιστάσεις με αυτές που αναφέρονται από τον Πλάτωνα στην αφήγησή του σχετικά με την Ατλαντίδα θεωρούνται από κάποιους ως οι πιο ισχυρές αποδείξεις υπέρ της ύπαρξης ενός «χαμένου νησιού». Θεωρήθηκε πως το νησί πριν από την καταστροφή του ήταν μία γέφυρα ξηράς κατά μήκος του Ατλαντικού και πως ύστερα από την καταβύθισή του οι επιζώντες κατέφυγαν στις ηπείρους ανατολικά και δυτικά, όπου ήδη υπήρχαν αποικίες. Αυτό το τελευταίο σημείο, λένε οι υποστηρικτές της θεωρίας, πως υπάρχει στην αναφορά του Πλάτωνα πως η μετανάστευση των νησιωτών της Ατλαντίδας στην Ευρώπη προηγήθηκε της εξαφάνισης του νησιού.
Απέναντι σε όλες αυτές τις φαντασίες πρέπει να τονιστεί πως σύμφωνα με την αποδεκτή άποψη ο πρώτος άνθρωπος εγκαταστάθηκε στην Αμερική από την Ασία κατά τη διάρκεια ή μετά την ύστερη περίοδο των παγετώνων μέσω μιας χερσαίας οδού που ένωνε τη Σιβηρία με την Αλάσκα, αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως Βερίγγειο πορθμό. Όσον αφορά στις γλωσσικές και ανθρωπολογικές ομοιότητες ανάμεσα στους κατοίκους του Παλιού και του Νέου κόσμου, όσο αυτές υπάρχουν, και σε όλα τα εθνογραφικά στοιχεία, αυτά μπορούν να εξηγηθούν χωρίς να εμπλέκεται η ύπαρξη κάποιου μεγάλου νησιού που απλωνόταν κατά μήκος του Ατλαντικού. Εντούτοις, όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Ατλαντικός ωκεανός δε μονοπωλεί την προτεινόμενη θέση της Ατλαντίδας. Έχουν προταθεί και άλλοι ωκεανοί και ήπειροι με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολύ λίγα μέρη στον κόσμο που να μην έχουν θεωρηθεί ότι είναι η χαμένη Ατλαντίδα ή κάποια αποικία της.
Η νέα Ατλαντίδα πέρασε γρήγορα μέσα από πολλές μεταμορφώσεις, κάποιες από τις οποίες ξεπερνούν τον κόσμο της πραγματικότητας. Υπάρχουν θεωρίες που είτε αγνοούν τη γεωλογική πραγματικότητα είτε την εξηγούν με την επίκληση περίεργων και τελείως φανταστικών και εξωγήινων φαινομένων. Όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τη γεωλογική και κοσμολογική επιστήμη, οι οποίες σχετίζονται με την ιστορία της γης και του ηλιακού συστήματος. Για παράδειγμα ο Αμερικανός γλωσσολόγος Charles Berlitz πρότεινε πως η Ατλαντίδα υπάρχει ακόμη στο βυθό κάτω από το τρίγωνο των Βερμούδων και πως η εξαφάνιση των πλοίων και των αεροπλάνων στην περιοχή οφείλεται στις βλαβερές δραστηριότητες των Ατλάντων που κατοικούν κάτω από το βυθό. Μία ακόμη περίπτωση που κινείται στο ίδιο μήκος κύματος παρουσιάστηκε από τον Immanuel Velikovsky, ο οποίος πρότεινε πως η Ατλαντίδα βυθίστηκε ύστερα από τη σύγκρουση της γης με έναν κομήτη περίπου στα 1500 π.Χ. Σε αυτή την περίπτωση όμως, η βυθισμένη ήπειρος τοποθετείται στον Ινδικό Ωκεανό. Η Μαδαγασκάρη, η νότια Ινδία, το αρχιπέλαγος του Ινδικού ωκεανού και η Σουμάτρα θεωρήθηκαν ως τα σωζόμενα υπολείμματα αυτής της χαμένης ηπείρου, στην οποία δόθηκε το όνομα Λεμουρία και αργότερα Gondwana. Όλα αυτά βέβαια αποτελούν ένα συνονθύλευμα των μύθων διαφόρων λαών και μιας ζωηρής φαντασίας χωρίς να συνδέονται καθόλου με όλα αυτά που γνωρίζουμε για τη δομή και σύσταση του βυθού του Ινδικού ωκεανού και τη χρονολόγηση της γένεσής του και που βέβαια δε συνδέονται σε καμία περίπτωση με την ιστορία του Πλάτωνα.
Αρκετοί σοβαροί ερευνητές διετύπωσαν την πρόταση πως πηγή της αφήγησης του Πλάτωνα είναι στην πραγματικότητα η καταστροφή που συντελέστηκε στο νησί της Θήρας κατά την προϊστορική εποχή και πως η Ατλαντίδα θα πρέπει να αναζητηθεί στο χώρο του Αιγαίου και όχι εκτός της Μεσογείου. Υποστήριξαν πως, όταν ο Πλάτων μιλάει για την Ατλαντίδα περιγράφοντας την σαν ένα κυκλικό νησί με κυκλοτερείς κατασκευές, είναι σα να «φωτογραφίζει» τη Σαντορίνη, η οποία έχει σήμερα μία εντυπωσιακή κυκλική γεωγραφική θέση, την οποία είχε και πριν την καταστροφή.
Επιπλέον, αναφέρουν πως η διάσημη τοιχογραφία στη Δυτική Οικία από το Ακρωτήρι είναι πολύ πιθανό να αναπαριστά ένα σχετικά φυσιοκρατικό πορτραίτο της Θήρας. Παρουσιάζει δηλαδή, το τοπίο ενός κατοικημένου και ανθισμένου νησιού με το θηραϊκό στόλο να αναχωρεί, ενώ είναι επίσης ορατές και κάποιες ομόκεντρες κατασκευές που μπορούν να ταυτιστούν με αυτές που περιγράφει ο Πλάτων πως υπήρχαν στην Ατλαντίδα. Ο Πλάτων γράφει πως η Ατλαντίδα τοποθετείται στον ωκεανό, πέρα από τις «στήλες του Ηρακλέους». Οι τελευταίες ήταν την εποχή του Πλάτωνα το Στενό του Γιβραλτάρ και αυτό τοποθετεί την Ατλαντίδα στον Ατλαντικό ωκεανό. Επιπλέον, ο Πλάτων αναφέρει πως η Ατλαντίδα ήταν μεγαλύτερη από τη Λιβύη και την Ασία μαζί.
Αν κάποιος πιστεύσει τον Πλάτωνα επί λέξει, η Ατλαντίδα βρισκόταν έξω από τη Μεσόγειο. Αλλά είναι πιθανόν επίσης, ο Σόλων ή ο Πλάτων να παρερμήνευσαν τις αρχαίες πηγές τους ή ότι ο Πλάτων την τοποθετεί εσκεμμένα πολύ μακριά από την επιρροή του ελληνικού κόσμου. Η δεύτερη πιθανότητα θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι το αυθεντικό κείμενο ήταν πολύ παλιότερο και οι Στήλες του Ηρακλέους δεν ήταν απαραίτητα πάντα συνδεδεμένες με το Στενό του Γιβραλτάρ. Θα μπορούσε άνετα να εννοηθεί ένα μέρος μέσα στο Αιγαίο. Τοποθετώντας την Ατλαντίδα και τον πολιτισμό της μακριά από τον αρχαίο κόσμο θα ταίριαζε με την πρόθεση του Πλάτωνα να παράσχει μία αντίθεση με την ελληνική κοινωνία και τις αρχές της, τις οποίες υπερασπιζόταν. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος στόχος του Πλάτωνα στην αφήγησή του. Ερμηνεύτηκε επίσης ότι ο Πλάτων ή κάποιος πριν από αυτόν στην αλυσίδα της προφορικής ή της γραπτής παράδοσης του γεγονότος άλλαξε κατά λάθος τη λέξη «μέσον» με τη λέξη «μείζων» (μείζων Λιβύης και Ασίας). Αν αυτό ισχύει τότε η Ατλαντίδα θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη Σαντορίνη.
Οι Γαλανόπουλος και Bacon υποστηρίζουν πως η χρονολογία της καταστροφής που δίνει ο Πλάτων, δηλ. 9000 χρόνια πριν την εποχή του, θα πρέπει να αναγνωσθεί ως 900 χρόνια και πως ήταν μία λανθασμένη μετάφραση από τον Σόλωνα του αρχαίου αιγυπτιακού συστήματος αρίθμησης. Επιπλέον, αρχαιολογικά δεν υπάρχει κανένα ίχνος ενός υψηλού ανεπτυγμένου αθηναϊκού πολιτισμού περίπου το 9000 π.Χ. Αυτό σημαίνει πως το 9000 είναι είτε λάθος είτε επινόηση.
Τα εντυπωσιακά ευρήματα της Θήρας, στο Ακρωτήρι αποδεικνύουν πως εκεί αναπτύχθηκε μία πλούσια και πιθανόν ολιγαρχική ναυτική κοινωνία, της οποίας η οικονομία βασίστηκε στο εμπόριο, τη ναυτιλία και την καλλιέργεια του αμπελιού. Δεν ξέρουμε τι συνέβη σε αυτούς τους ανθρώπους, καθώς δεν έχουν ανακαλυφθεί ανθρώπινα κατάλοιπα, τα οποία να έχουν προκύψει από θάνατο εξαιτίας της έκρηξης. Αυτό σημαίνει πως υπήρξε έγκαιρη προειδοποίηση ώστε να εκκενώσουν το νησί. Αναμφίβολα, ένα τέτοιο γεγονός ενός τέτοιου μεγέθους θα προκάλεσε τεράστιες εντυπώσεις στους ανθρώπους της εποχής. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε πως η έκρηξη ξεχάστηκε εντελώς. Παρόλα αυτά απουσιάζουν οι γραπτές πηγές, οι οποίες να αναφέρονται απευθείας στο γεγονός και τίποτα ουσιαστικό δε φαίνεται να μπορεί να συνδέσει τη Θήρα με την ιστορία του Πλάτωνα.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό ερευνητή Robert Sarmast η Ατλαντίδα ανακαλύφθηκε στο θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στην Κύπρο και τη Συρία. Πρόκειται για την πιο πρόσφατη θεωρία σχετικά με τη θέση της χαμένης Ατλαντίδας. Ο Sarmast και οι συνεργάτες του ισχυρίζονται πως έχουν βρει αρκετές και πειστικές αποδείξεις που τοποθετούν το χαμένο νησί στις ακτές της Κύπρου. Η ερευνητική ομάδα πέρασε έξι ημέρες, το Νοέμβριο του 2004 στη Μεσόγειο θάλασσα ανάμεσα στη Συρία και την Κύπρο ερευνώντας την περιοχή με τη βοήθεια sonar, δηλ. ειδικών υποβρυχίων ραντάρ. Οι ερευνητές είναι πεπεισμένοι πως ανακάλυψαν αποδείξεις που σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, σε βάθος 1,5 χλμ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας εντοπίστηκαν συμπαγείς κατασκευές συμπεριλαμβανομένου και ενός τείχους μήκους 3 χλμ. Ο Sarmast ερμηνεύει αυτή την κατασκευή ως το τείχος της Ακρόπολης της Ατλαντίδας και υποστηρίζει πως η εικόνα αυτή ταιριάζει με απόλυτη ακρίβεια με την περιγραφή της Ακρόπολης από τον Πλάτωνα. Παράλληλα με την ανακάλυψη του τείχους οι Αμερικανοί ερευνητές ισχυρίζονται πως ανακάλυψαν κανάλια ποταμών και άλλα σημαντικά στοιχεία, τα οποία όμως είναι απαραίτητο να εξεταστούν με μία ακόμη αποστολή και τη χρήση επιπλέον πολύ εξειδικευμένων οργάνων που θα μπορούν να διακρίνουν μέσα από τα ιζήματα.
Ο Sarmast με βάση αυτά τα ευρήματά του είναι πεπεισμένος πως ανακάλυψε το μέρος όπου έχει καταβυθιστεί η Ατλαντίδα του Πλάτωνα στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην Κύπρο και τη Συρία, όπου εκείνη την εποχή υπήρχε ένα ορθογώνιο κομμάτι γης που συνέδεε τις δύο περιοχές και αυτό δεν ήταν άλλο από την Ατλαντίδα. Εκεί, κατά τη γνώμη του, άνθισε ένας υψηλός πολιτισμός από το 11000 π.Χ. έως και την καταστροφή του ανάμεσα στο 9600-9550 π.Χ. από μία «εποχική πλημμύρα». Αυτό συνέβη όταν η λεκάνη της Μεσογείου πλημμύρισε, επειδή έσπασε το «φράγμα» του Γιβραλτάρ που χώριζε τη Μεσόγειο από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Η απότομη είσοδος του νερού από τον Ατλαντικό στη Μεσόγειο προκάλεσε τον καταποντισμό της Ατλαντίδας στα βάθη της θάλασσας.
Βέβαια, δεν είναι λίγοι και εκείνοι οι επιστήμονες που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τις παραπάνω απόψεις. Ένας από αυτούς είναι και ο Γερμανός γεωφυσικός Dr. Christian Huebscher, ο οποίος ερεύνησε την παραπάνω περιοχή μαζί με μία ομάδα συνεργατών, χρησιμοποιώντας τον ίδιο εξοπλισμό που χρησιμοποίησε και ο Sarmast. Σύμφωνα με τον Huebscher οι ισχυρισμοί του Sarmast είναι απλούστατα λανθασμένοι, γιατί αυτά που ο τελευταίος ερμηνεύει ως κατάλοιπα μιας χαμένης πόλης δεν είναι τίποτα άλλο από αρχαία ηφαίστεια ηλικίας περίπου 100.000 χρόνων. Είναι πολύ πιθανόν αυτά τα πορίσματα να αποτελέσουν το τέλος μίας ακόμη θεωρίας σχετικά με τη χαμένη Ατλαντίδα.
Το σίγουρο είναι πως η Ατλαντίδα εξακολουθεί να ασκεί γοητεία και να θέτει ερωτηματικά, όπως έγινε φανερό και στο 1ο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Μήλο μεταξύ 11-13 Ιουλίου 2005 με τίτλο The Atlantis Hypothesis: Searching for a Lost Land. Συγκεντρώθηκαν πολλοί ειδικοί από όλο τον κόσμο και από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, όπως η ηφαιστειολογία, η σεισμολογία, η ωκεανογραφία, η αρχαιολογία, γεωλογία και πολλοί άλλοι. Απώτερος σκοπός του συνεδρίου ήταν να ακουστούν οι τελευταίες υποθέσεις γύρω από το θέμα και οι οποίες βασίζονται στη σύγχρονη τεχνολογία και τις νέες ιδέες. Έγιναν πολύ ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις και τα πρακτικά του συνεδρίου δημοσιεύτηκαν σε συλλογικό τόμο. Ακολούθησαν και άλλα δύο συνέδρια το 2008 και το 2011 στην Αθήνα και στη Σαντορίνη αντίστοιχα με εξίσου ενδιαφέρουσες εισηγήσεις.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να πούμε πως τα πορίσματα που συνδέονται με αστρονομικές, ανθρωπολογικές και γεωλογικές παραμέτρους και βασίζονται στην μυθολογία, τη λαϊκή παράδοση, τα τοπωνύμια και τη γλωσσολογία έχουν αυξήσει τη βιβλιογραφία σχετικά με την Ατλαντίδα χωρίς να προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια στη λύση του γρίφου της εξαφάνισης της Ατλαντίδας. Ο καταποντισμός ενός νησιού μπορεί να αποτελέσει ένα γεγονός, το οποίο απαιτεί κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξηγηθεί βάσει της συγκριτικής φιλολογίας, της ανθρωπολογίας, της αρχαιολογίας, της εθνογραφίας, της ιστορίας και της προϊστορίας, της γεωλογίας και της παλαιοντολογίας. Η επιστήμη είναι μία και αδιαχώριστη και τα συμπεράσματα του ενός κλάδου δεν μπορούν να θεωρηθούν σωστά, αν δε συμφωνούν με τις παρατηρήσεις και τις αποδείξεις άλλων κλάδων τουλάχιστον αυτών που συνδέονται στενά μεταξύ τους. Αυτή η αρχή που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε επιστήμης που σέβεται τον εαυτό της, έχει αγνοηθεί από ερασιτέχνες ερευνητές και αυτούς που ασχολούνται με υπερφυσικά ζητήματα. Έχουν προταθεί οι πιο εξωφρενικές ερμηνείες για τη βύθιση της Ατλαντίδας. Ο παραλογισμός αρκετών από αυτές οδήγησαν τον Franz Susemihl, έναν μεταφραστή και σχολιαστή του Πλάτωνα του 19ου αι., να σημειώσει εύστοχα πως, αν συγκεντρώνονταν όλες οι θεωρίες που σχετίζονται με την Ατλαντίδα, θα αποτελούσε μία πολύ καλή ιστορική συνεισφορά στην γνώση μας γύρω από την ανθρώπινη παράνοια.
Συνεπώς, καθίσταται σαφές πως είτε είναι επινοημένη η ιστορία είτε όχι, ο κυριότερος σκοπός των διαλόγων του Πλάτωνα δεν ήταν να παρουσιάσει μια ιστορική αφήγηση ή μια εντυπωσιακή ιστορία επιστημονικής φαντασίας, αλλά να μορφώσει τους ανθρώπους και να εξυμνήσει την Αθήνα και τις αρετές της. Ο Πλάτων σε καμία περίπτωση δεν είναι ιστορικός, αλλά ένας φιλόσοφος που με τους παιδαγωγικούς του μύθους επιθυμεί να παρουσιάσει με ζωηρές εικόνες τις ιδέες του και τις θεωρίες του. Ουσιαστικά, με την ιστορία της Ατλαντίδας παρέχει το χωροχρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσαν να πραγματωθούν οι θεωρίες που έχει διατυπώσει προγενέστερα στην Πολιτεία του. Επιπρόσθετα σε αυτό, η πτώση της Ατλαντίδας από τις θεϊκές ρίζες της και την ευημερία της στην παρακμή και την πλήρη καταστροφή λειτουργεί διττά: και σα σημείο μέτρησης για την Αθήνα και σαν προειδοποίηση. Η Αθήνα της εποχής του Πλάτωνα με την μεγάλη ναυτική δύναμή της, την εμπορική και πολιτιστική ακμή της και την ηγεμονική της θέση θα κινδύνευε να περιπέσει στο σφάλμα της αλαζονείας και την απώλεια της, ως συνεπαγόμενη τιμωρία κατά το παράδειγμα των κατοίκων της Ατλαντίδας. Τέλος, ο Αθηναίος φιλόσοφος μέσα από την ιστορία της νίκης του αθηναϊκού στρατού επί των Ατλάντων δημιουργεί το εγκώμιο της Αθήνας που πέτυχε στο παρελθόν με πολύ λιγότερη δύναμη να υπερνικήσει μία τόσο μεγάλη δύναμη, όπως ήταν αυτή των Περσών.
Ως εκ τούτου, το να αναζητεί κάποιος σήμερα την Ατλαντίδα αποτελεί ματαιοπονία, ενώ παράλληλα δείχνει παρερμηνεία και παρανόηση των κειμένων του Πλάτωνα και των νοημάτων που ήθελε να εκφράσει μέσω αυτών.
1 Πλάτων, Κριτίας 121b.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Ashe, G. (1992) Atlantis: Lost Lands, Ancient Wisdom, London: Thames and Hudson.
Bacon, E. (ed.) (1963) Vanished Civilizations, London: Thames and Hudson.
Berlitz, C. (1984) Atlantis: The Lost Continent Revealed, London: Macmillan.
Friedrich, W.L. (1994) Feuer im Meer. Spectrum Akademischer Verlag, Heidelberg, Berlin Oxford.
Bramwell, J. (1974) Lost Atlantis, California: Newcastle.
Cameron, A. (1983) “Crantor and Poseidonius on Atlantis”, Classical Quarterly 3: 1, 81-91.
Carpenter, R. (1966) Beyond the Pillars of Heracles, New York: Delacorte.
Childress, D. H. (1996) Lost Cities of Atlantis, Ancient Europe and Mediterranean, Stelle, Illinois: Adventures Unlimited Press.
Castleden, R. (2001) Atlantis Destroyd, London: Routledge.
Devigne, R. (1924) Un continent disparu, l’ Atlandide, sixieme part du monde, Paris.
Donnelly, I. (1882) Atlantis: The Antediluvian World, New York : Harper.
Frost, K. T. (1909) “The Lost Continent”, The Times, 19 February 1909.
Galanopoulos, A.G. and Bacon, E. (1969) Atlantis: The Truth behind the Legend, London: Nelson.
James, P. (1995) The Sunken Kingdom: The Atlantis Mystery Solved, London: Jonathan Cape.
Luce, J. V. (1969) The End of Atlantis, London: Thames and Hudson.
Ramage, E. S. (ed.) (1978) Atlantis: Fact or Fiction? Bloomington and London: Indiana University Press.
Sarmast, R., (2003) Discovery of Atlantis: The Startling Case for the Island of Cyprus, Origin Press, USA. ,
Timaeus, (ed. J. Burnet), Platonis opera, vol. 4, Oxford: Crarendon, 1902 (1968²).
Critias, (ed. J. Burnet), Platonis opera, vol. 4, Oxford: Clarendon, 1902 (1968²).
Πηγή
(Τίμαιος, 20.e.1).
Γράφει η Βάλια Παπαναστασοπούλου. ( H Βάλια Παπαναστασοπούλου είναι Αρχαιολόγος-Θεολόγος MS και Υποψήφια διδάκτωρ Α.Π.Θ. )
Με αυτά τα λόγια ξεκινάει ο Κριτίας την αφήγησή του σχετικά με τη χαμένη Ατλαντίδα στον περίφημο διάλογο του Πλάτωνα, Τίμαιο. Αυτή η γοητευτική ιστορία άσκησε μεγάλη επίδραση στους ερευνητές από πολύ νωρίς και τους διαίρεσε σε δύο κυρίως στρατόπεδα: εκείνους που θεωρούν την αφήγηση ως το μεγαλύτερο ψέμα στην ιστορία της λογοτεχνίας και αυτούς που είναι πεπεισμένοι πως πρόκειται για μία ιστορική πραγματικότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκαν αμέτρητες θεωρίες και ερμηνείες που άλλοτε μένουν πιστές στο κείμενο του Πλάτωνα και άλλοτε ξεφεύγουν από αυτό.
Ο μύθος και οι γραπτές πηγές του
Οι μοναδικές αρχαίες πηγές που αφορούν στο μύθο της Ατλαντίδας και οι οποίες έφτασαν έως και εμάς προέρχονται από την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Οι αιγυπτιακές πηγές είναι έμμεσες, καθώς δε σώθηκαν, αλλά γνωρίζουμε την ύπαρξη τους, γιατί απετέλεσαν την πηγή των διατηρημένων ελληνικών πηγών. Δυστυχώς, όμως και αυτές οι πηγές είναι μικρής έκτασης και συχνά όχι ιδιαίτερα σαφείς. Τα κείμενα, όπου εμφανίζεται το όνομα Ατλαντίς προέρχονται από το φιλόσοφο Πλάτωνα (427-347 π.Χ.). Πρόκειται για τους διαλόγους του, Κριτίας και Τίμαιος, όπου μας πληροφορεί λεπτομερώς για την ιστορία ενός υψηλού και ακμαίου πολιτισμού με θεϊκή καταγωγή, ο οποίος έζησε σε ένα νησί έξω από τις Ηράκλειες στήλες. Η ιστορία πρέπει να γράφτηκε ανάμεσα στο 359 π.Χ., όταν ο Πλάτων επέστρεψε στην Αθήνα από τη Σικελία και το 351 π.Χ., οπότε και πέθανε σε ηλικία 81 ετών. Εξυπηρετεί μόνο σα μία μικρή εισαγωγή στην ιστορία του πολέμου ανάμεσα στην Ατλαντίδα και την προϊστορική Αθήνα και δεν αποτελεί το κύριο θέμα του διαλόγου Τίμαιος, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι μία συζήτηση γύρω από την περιγραφή της δημιουργίας του κόσμου και την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων.
Η μικρή ιστορία στον Τίμαιο (23d- 25d) αποτελεί μία πρόγευση για τη διήγηση, η οποία επανεμφανίζεται στον Κριτία (113c – 121c). Στην εκδοχή του Τίμαιου βλέπουμε έναν ιερέα της Σάιδος στην Αίγυπτο να διηγείται στο Σόλωνα τα σχετικά με τον πόλεμο των Αθηναίων με τους Άτλαντες, εξαιτίας της απουσίας οποιασδήποτε άλλης πληροφόρησης ή παράδοσης ανάμεσα στους Έλληνες σχετικής με αυτό το θέμα.
Από την άλλη πλευρά, ο Κριτίας παρέχει μία λεπτομερή περιγραφή του χαμένου νησιού και των κατοίκων της, όπως επίσης πληροφορίες σχετικές με τους αρχαίους Αθηναίους. Και οι δύο διάλογοι πραγματοποιούνται ανάμεσα στο Σωκράτη, τον Ερμοκράτη, τον Τίμαιο και τον Κριτία και προφανώς λειτουργούν ως απάντηση σε προγενέστερη ομιλία του Σωκράτη σχετικά με τις ιδανικές πολιτείες, όπου ο Τίμαιος και ο Κριτίας συμφωνούν να διασκεδάσουν τον Σωκράτη με μία ιστορία που «δεν είναι μύθος, αλλά αληθινή ιστορία».
Ο Πλάτων για να ενισχύσει την αυθεντικότητα της αφήγησής του, μέσω των λόγων του Κριτία, επιμένει ότι χρησιμοποίησε μία αρχαία αιγυπτιακή πηγή. Συγκεκριμένα, ο Κριτίας αναφέρει πως είχε ακούσει την ιστορία από τον παππού του που επίσης ονομαζόταν Κριτίας. Αυτός με τη σειρά του την είχε ακούσει από το μεγάλο νομοθέτη Σόλωνα, ο οποίος έζησε μεταξύ του 640-560 π.Χ. Ο Σόλων άκουσε την ιστορία κατά τη διάρκεια ενός από τα ταξίδια του στην Αίγυπτο από τους ιερείς του ναού της Νεΐθ στη Σαίδα, ενώ φεύγοντας πήρε μαζί του και ένα αντίγραφο της ιστορίας γραμμένο στα αρχαία αιγυπτιακά, το οποίο μετέφρασε αργότερα ο ίδιος. Η ιστορία αναφέρεται στη διαμάχη ανάμεσα στους Αθηναίους και τους κατοίκους του νησιού της Ατλαντίδας 9000 χρόνια πριν από την εποχή του Πλάτωνα. Προφανώς, η γνώση του μακρινού παρελθόντος είχε ξεχαστεί από τους Αθηναίους της εποχής του Σόλωνα, αλλά οι Αιγύπτιοι ιερείς την αναμετέδωσαν στον Αθηναίο νομοθέτη. Οι πηγές αναφέρουν τα εξής:
Η Ατλαντίδα βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία του Ποσειδώνα, του παντοδύναμου θεού της θάλασσας, ύστερα από το μοίρασμα της γης που έκαναν οι θεοί μεταξύ τους. Όταν ο Ποσειδώνας ερωτεύτηκε την θνητή Κλειτώ, την κόρη του Εβήνορα και της Λευκίππης, κατασκεύασε μία κατοικία στην κορυφή ενός λόφου που βρισκόταν κοντά στο μέσο του νησιού και περιέβαλε την κατοικία αυτή με εναλλασσόμενους δακτυλίους, δύο ξηράς και τρεις θάλασσας απομονώνοντας και προστατεύοντας παράλληλα την αγαπημένη του. Επίσης, έφερε πηγές ζεστού και κρύου νερού.
Η Κλειτώ γέννησε πέντε ζευγάρια διδύμων αγοριών, τα οποία έγιναν αργότερα οι πρώτοι ηγεμόνες της Ατλαντίδας. Το νησί μοιράστηκε από τον Ποσειδώνα σε δέκα μέρη ανάμεσα στους αδελφούς και ο μεγαλύτερος, που ονομαζόταν Άτλας έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ατλαντίδας διατηρώντας τον έλεγχο του κεντρικού λόφου και των γύρω περιοχών. Από αυτόν πήρε το όνομά του το νησί καθώς επίσης και ο ωκεανός. Τα αδέλφια και οι απόγονοι των δέκα βασιλικών οίκων κυβέρνησαν πολλά νησιά και ακόμη και τους ανθρώπους της Μεσογείου που ζούσαν δυτικά της Αιγύπτου.
Στην κορυφή του κεντρικού λόφου κτίστηκε ένας ναός προς τιμήν του Ποσειδώνα. Εκεί στεγαζόταν ένα γιγάντιο χρυσό άγαλμα του Ποσειδώνα, το οποίο παρίστανε το θεό της θάλασσας να οδηγεί ένα άρμα που το έσερναν φτερωτά άλογα. Σε αυτό το σημείο οι αρχηγοί της Ατλαντίδας έρχονταν για να συζητήσουν τους νόμους, να διεκπεραιώσουν κρίσεις και να αποτίσουν φόρο τιμής στον Ποσειδώνα. Για τη διευκόλυνση των μετακινήσεων και του εμπορίου διανοίχθηκε ένα υδάτινο κανάλι που διέσχιζε κάθετα τους δακτυλίους της θάλασσας και της ξηράς και κατευθυνόταν νότια καταλήγοντας στην θάλασσα. Η πόλη της Ατλαντίδας βρισκόταν μόλις έξω από τον εξωτερικό δακτύλιο του νερού και εξαπλωνόταν κατά μήκος της πεδιάδας. Ήταν μία στενά κατοικημένη περιοχή, όπου ζούσε η πλειονότητα του συνολικού πληθυσμού του νησιού.
Πέρα από την πόλη απλωνόταν μία εύφορη πεδιάδα, η οποία περιβαλλόταν από ένα ακόμη κανάλι, το οποίο χρησιμοποιείτο για να συλλέγει νερό από τα ποτάμια και τους χείμαρρους που κατέβαιναν από τα βουνά. Οι κάτοικοι της Ατλαντίδας κατείχαν έναν τεράστιο πλούτο, αφού διέθεταν όλα τα είδη των αγαθών σε άφθονες ποσότητες. Πέρα από τις σοδειές, το νησί είχε όλα τα είδη κοπαδιών, φρούτων, ξηρών καρπών, μετάλλων και ξυλείας. Μία αφθονία ζώων, συμπεριλαμβανομένων και των ελεφάντων κατέκλυζε το νησί.
Η φυλή των Ατλάντων ήταν δυνατή και υγιής, είχε όλες τις ηθικές αρετές και ζούσε ειρηνικά και με απλότητα για όσο διάστημα η θεϊκή τους φύση υπερίσχυε. Αυτό κράτησε για πολλές γενιές, έως ότου η ισχύς και η απληστία άρχισε να τους διαφθείρει. «Όταν η ανθρώπινη φύση άρχισε να επικρατεί»1, έγιναν αμαρτωλοί και κατακλύστηκαν από τα εγκλήματα. Άρχισαν να κάνουν πολέμους με τον υπόλοιπο κόσμο και υπέταξαν άλλους λαούς κάτω από την σκληρή δύναμή τους. Μόνο οι Αθηναίοι κατάφεραν με τη στρατιωτική τους αρετή και την ηθική τους ισχύ να νικήσουν την Ατλαντίδα και να τη σταματήσουν να ελέγχει τον υπόλοιπο κόσμο. Παράλληλα, ο Δίας βλέποντας αυτή την ανηθικότητα των κατοίκων της Ατλαντίδας συγκάλεσε τους υπόλοιπους θεούς σε συμβούλιο, για να καθορίσουν μία τιμωρία, η οποία θα ήταν και η πλέον αρμόζουσα. Το κείμενο του Τίμαιου διακόπτεται απότομα σε αυτό το σημείο, αλλά από τη σύντομη αφήγηση στον Κριτία πληροφορούμαστε πως ο θυμός των θεών ήταν τελικά τόσο ισχυρός, ώστε το νησί καταστράφηκε μέσα σε μία μέρα και μία νύχτα από σεισμούς και στη συνέχεια καταποντίστηκε στα βάθη της θάλασσας, αφήνοντας πίσω του μόνο μία μάζα από λάσπη, την οποία ήταν αδύνατον να διαπλεύσουν τα πλοία.
Ο αντίκτυπος της αφήγησης
Όπως κατέστη σαφές, η ιστορία της Ατλαντίδας ξεκίνησε με έναν λογοτεχνικό τρόπο μέσα από τους δύο διαλόγους του Πλάτωνα και στον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο οφείλουμε το μύθο της Ατλαντίδας, αυτή τη στοιχειωμένη ιστορία ενός αρχαίου νησιωτικού πολιτισμού, ο οποίος εξαφανίστηκε εξαιτίας μίας μεγάλης φυσικής καταστροφής. Από τη στιγμή που για πρώτη φορά εκδόθηκε η ιστορία του Πλάτωνα, οι άνθρωποι γοητεύτηκαν και προβληματίστηκαν από αυτήν και προσπάθησαν είτε να την ερμηνεύσουν ως ένα απλό παραμύθι είτε να την αιτιολογήσουν, εντοπίζοντας τα κατάλοιπα του χαμένου νησιού. Αυτές οι δύο τάσεις είναι δυνατό να ανιχνευτούν πολύ νωρίς, ακριβώς μία γενιά μετά το θάνατο του Πλάτωνα.
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), μαθητής του Πλάτωνα συνέκρινε την ιστορία της Ατλαντίδας με την αφήγηση του Ομήρου για το τείχος, το οποίο οι Αχαιοί έκτισαν γύρω από το στρατόπεδό τους στην Τροία και που καταστράφηκε λίγο αργότερα με θεϊκή επέμβαση. Ο Αριστοτέλης με αυτή τη σύγκριση ήθελε να αποδείξει πως και οι δύο ιστορίες ήταν μία ποιητική δημιουργία των συγγραφέων, ούτως ώστε να μπορέσουν να ενισχύσουν τις αφηγήσεις τους. Συνεχίζοντας, πρότεινε πως, όπως ακριβώς ο Όμηρος απομάκρυνε το τείχος, όταν πια αυτό είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό του, έτσι και στη διήγηση της Ατλαντίδας ο Πλάτων βύθισε το νησί στα βάθη του ωκεανού για να προκαταλάβει τις συζητήσεις σχετικά με το πού βρίσκεται το νησί. Κλείνοντας το θέμα, ο Αριστοτέλης αναφέρει χαρακτηριστικά πως «ο άνδρας που το ονειρεύτηκε το εξαφάνισε» δίνοντας με αυτόν τον τρόπο μία οριστική λύση στο πρόβλημα της Ατλαντίδας.
Παρόλα αυτά, το πρόβλημα δε θα έβρισκε τη λύση του τόσο εύκολα και γρήγορα. Ο Κράντωρ (3ος αι. π.Χ.), φιλόσοφος της ελληνιστικής περιόδου και ο πρώτος σχολιαστής του Τίμαιου έφτασε στο άλλο άκρο. Θεώρησε πως κάθε σημείο της διήγησης ήταν ιστορικά πραγματικό. Μολονότι ο ίδιος ο Πλάτων επιμένει στην αλήθεια της ιστορίας, ήδη από εκείνη την εποχή οι ερμηνείες γύρω από την Ατλαντίδα κινήθηκαν ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους. Ο Αριστοτέλης, όπως είδαμε και όπως αναφέρεται δις από τον Στράβωνα, ήταν ανάμεσα στους πρώτους μεγάλους αμφισβητίες της αλήθειας στην αφήγηση. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν υποστηρικτές της θεωρίας του Πλάτωνα, όπως ο Πλούταρχος, ο Πρόκλος (410-485 μ.Χ.), ο Στράβων (67 π.Χ.-23 μ.Χ.), ο Ποσειδώνιος (135-51 π.Χ.) και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (330-400 μ.Χ.).
Σε χάρτες του Μεσαίωνα, όπως για παράδειγμα σε αυτόν του Toscanelli del Pozzo, ο οποίος χρονολογείται στα 1475 και χρησιμοποιήθηκε από τον Χριστόφορο Κολόμβο, σημειώνονται μερικά μικρά και μεγάλα νησιά στις θάλασσες δυτικά της Ευρώπης και της Αφρικής. Μεταξύ αυτών ήταν και το νησί-φάντασμα Antillia, η ονομασία του οποίου πιθανόν να αποτελούσε παραφθορά της Ατλαντίδας του Πλάτωνα. Οι πρώτοι Ισπανοί και Πορτογάλοι θαλασσοπόροι ήταν πρόθυμοι να πιστέψουν πως αυτά ήταν τα ίχνη ενός χαμένου νησιού που δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί, και η σαγήνη αυτής της αναζήτησης αποτελούσε ένα αναγνωρισμένο κίνητρο των εξερευνήσεων τους.
Ο μύθος της Ατλαντίδας υπέστη αρκετές ταλαιπωρίες κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι οι επιστήμονες που ήταν έτοιμοι να εκτεθούν στα χλευαστικά σχόλια των συναδέλφων τους με το να συζητούν αυτό που το θέμα, όπως φαίνεται στην περίπτωση του νεαρού ακαδημαϊκού, ο οποίος, ενώ έκανε κάποια σύνδεση ανάμεσα στο Μινωικό πολιτισμό και την Ατλαντίδα την εποχή που ο Evans ανέσκαπτε την Κνωσό, προτίμησε τελικά να δημοσιεύσει τις ιδέες του ανώνυμα. Πρόκειται για κάποιον K. T. Frost, που ανήκε στο προσωπικό του Queen University στο Μπέλφαστ και ο οποίος στα 1909 δημοσίευσε ανώνυμα ένα άρθρο υπό τον τίτλο “The Lost Continent” στους Times του Λονδίνου. Ο ίδιος ο Frost χρόνια αργότερα παραδέχτηκε την πατρότητα του άρθρου του σε ένα άλλο άρθρο υπό τον τίτλο “The Critias and Minoan Crete” που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Hellenic Studies.
Η θέση της Ατλαντίδας – Θεωρίες
Η βασική δυσκολία που προξενεί αυτή η ιστορία με το τεράστιο μέγεθος της Ατλαντίδας και την εξαφάνισή της μέσα σε μία μέρα και μία νύχτα, καθίσταται πιο πολύπλοκη και επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από το μύθο, τις ερμηνείες και την ψευδό-επιστήμη. Η θέση της Ατλαντίδας δε φαίνεται να απασχόλησε την ανθρωπότητα έντονα από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι περίπου και τα μέσα του 16ου αι. Αυτό πρέπει να οφείλεται στους ακόλουθους λόγους:
α) στη μεγάλη αυθεντία του Αριστοτέλη, ο οποίος θεώρησε πως η Ατλαντίδα ήταν ένας μύθος που είχε επινοήσει ο δάσκαλός του, ο Πλάτων.
β) στην απουσία οποιασδήποτε άλλης πηγής σύγχρονης ή παλαιότερης του Πλάτωνα.
γ) στην απουσία επιστημονικών πληροφοριών που θα μπορούσαν να ελέγξουν το μέγεθος και την τοποθεσία της Ατλαντίδας και τη χρονολογία της βύθισής της.
Η τοποθέτηση της Ατλαντίδας στον Ατλαντικό ωκεανό μοιάζει να είναι μία προφανής λύση και φαίνεται σαν θεόσταλτη απάντηση στους ερευνητές, τόσο τους παλαιότερους όσο και τους σύγχρονους. Η ύπαρξη ενός μεγάλου νησιού ή ηπείρου στα νερά του Ατλαντικού που θα σχημάτιζε μία χερσαία γέφυρα ανάμεσα στον Παλαιό και το Νέο κόσμο, θα παρείχε μία εύκολη εξήγηση για μία πληθώρα ομοιοτήτων, γεωλογικών, βιολογικών, ανθρωπολογικών και γλωσσικών, των οποίων η ύπαρξη είχε διαπιστωθεί ανάμεσα στις ηπείρους εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Και για αυτό το λόγο, μία Ατλαντίδα στον Ατλαντικό υποστηρίχθηκε από τόσους συγγραφείς με τόση θέρμη, όχι τόσο για να υποστηρίξουν τον Πλάτωνα, όσο για να παρέχουν μία υπόθεση εργασίας για τις δικές τους θεωρίες. Για αυτούς τους συγγραφείς, το ζητούμενο δεν ήταν, αν πραγματικά υπήρχε ένα νησί ή μία ήπειρος των διαστάσεων που δόθηκαν από τον Πλάτωνα, αλλά, αν, στην πραγματικότητα, υπήρχε ένας προϊστορικός λαός ενός τέτοιου πολιτιστικού επιπέδου που αποτέλεσε τη ρίζα και την πηγή προέλευσης όλων των κατοπινών πολιτισμών. Ως εκ τούτου, η Ατλαντίδα αποτελεί μία θαυμάσια λύση.
Αυτοί οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η Ατλαντίδα είναι η πηγή όλων των πολιτισμών της Μεσογείου, όπως του αιγυπτιακού και του μυκηναϊκού, αλλά και εκείνων της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Γι’ αυτούς η Ατλαντίδα συνδέεται με την Ωγυγία, τον παράδεισο και τον Κήπο της Εδέμ σαν ένα σύμβολο της κοινής προέλευσης της ανθρωπότητας και των πολιτισμών της. Είναι απαραίτητο όμως, να υπογραμμίσουμε πως ο Πλάτων δεν έδινε καμία τέτοια σημασία στην Ατλαντίδα και πως οι Αθηναίοι και οι Αιγύπτιοι στις αφηγήσεις τους θεωρούσαν σαφέστατα τους Άτλαντες εχθρούς τους.
Η αναζήτηση της Ατλαντίδας έλαβε χώρα με αμείωτο ρυθμό από τον 16ο έως και τον 18ο αιώνα. Προτάθηκαν πολλά μέρη ως η πιθανή χαμένη Ατλαντίδα, όπως π.χ. το Τυρρηνικό πέλαγος, η θάλασσα του Αζόφ, η ανατολική Μεσόγειος κοντά στο Ισραήλ, η Ανταρκτική, η Κελτική θάλασσα και η ανατολική θάλασσα της Ιρλανδίας και φυσικά η Κρήτη και η Θήρα. Δεν λείπει όμως και ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός προτεινόμενων περιοχών που βρίσκονται στη στεριά, όπως το Μαρόκο, η Τυνησία, η Παλαιστίνη, η Μάλτα, το Βέλγιο, η Καταλονία, η νότια Σουηδία, ο Καύκασος, η Σαχάρα κ.ά. Και δε σταματάει εδώ ο αριθμός των υποψηφίων περιοχών, όπως επίσης ούτε και οι δημιουργικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις της ιστορίας. Αυτό δείχνει πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της ιστορίας του Πλάτωνα που πέτυχε να πυροδοτήσει τόσο πολύ τη φαντασία και προς τόσες πολλές κατευθύνσεις. Αρκετές από αυτές τις αναζητήσεις βασίζονται σε έρευνες για την παλαιά Ατλαντίδα, δηλαδή το χαμένο βασίλειο του Πλάτωνα. Είναι όμως σημαντικό, να αναγνωρίσει κανείς πως ένα μεγάλο μέρος από όσα γράφτηκαν μέσα στον 20ο αιώνα δεν αφορούν στην Ατλαντίδα του Πλάτωνα, αλλά σε μία νέα Ατλαντίδα, η οποία υφίσταται ως ιδέα μόνο από το 1882 και εφεξής.
Η ιστορία του Πλάτωνα έλαβε μία άλλη σημασία από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε η Αμερική. Αρκετοί άνθρωποι, όπως ο Ισπανός ιστορικός Francisco López de Gomara στα 1553 και ο Γάλλος γλωσσολόγος Guillaume Postel στα 1561, υπέθεσαν πως η Αμερική ήταν η Ατλαντίδα. Ο Postel θεωρούσε πως έπρεπε να δοθεί προσοχή στην ιθαγενή ονομασία του Μεξικό που ήταν Aztlan. Ο Sir Francis Bacon ταύτισε επίσης την Αμερική με την Ατλαντίδα στο φιλοσοφικό του μυθιστόρημα Nova Atlantis. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ένας φιλόσοφος κοίταξε προς τα δυτικά πέρα από τη θάλασσα στο Νέο κόσμο, όπου υπήρχε μία ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα ιδανικό κράτος. Ο πρώτος γνωστός χάρτης που απεικόνιζε την Ατλαντίδα σχεδιάστηκε από τον Athanasius Kircher στα 1644. Παρουσιάζει μία αχλαδόσχημη μάζα στεριάς στο μέσον του Ατλαντικού ωκεανού αμέσως μετά το Γιβραλτάρ, μαζί με δύο μικρότερα νησιά από την πλευρά της Αμερικής.
Η Νέα Ατλαντίδα ως ένα λογοτεχνικό φαινόμενο είναι λίγο περισσότερο από έναν αιώνα παλιά και αποτελεί αυθεντική δημιουργία του λαϊκού συγγραφέα Ignatius L. Donnelly. Είναι πολύ πιθανόν, η περιγραφή της επίσκεψης του captain Nemo στην αρχαία πρωτεύουσα που βρισκόταν στο βυθό στη γνωστή ιστορία του Ιουλίου Βέρν 20 χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα, που εκδόθηκε το 1870 να ενέπνευσε τον Donnelly, ώστε να εξερευνήσει την ιδέα ακόμη περισσότερο. Στο βιβλίο του The Antediluvian World (1882) έθεσε τα θεμέλια για την μεγάλη υπόθεση πως η ήπειρος της Ατλαντίδας υπήρξε στην πραγματικότητα έξω στον Ατλαντικό ωκεανό κατά τους προϊστορικούς χρόνους και απετέλεσε την κοιτίδα όλων των πολιτισμών, την καρδιά μιας αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από τον Μισισιπή και τον Αμαζόνιο στα δυτικά μέχρι και της στέπες της Ευρασίας και την Ινδία στα ανατολικά. Σε όλα αυτά προσέθεσε και ένα ισχυρό μυθολογικό στοιχείο. Υποστήριξε πως η Ατλαντίδα ήταν ο κήπος της Εδέμ, ο κήπος των Εσπερίδων, τα Ηλύσια Πεδία, οι κήποι του Αλκίνοου, ο Μέσος Ομφαλός, ο Όλυμπος, η Άσγκαρντ των παραδόσεων των αρχαίων εθνών. Ο Donnelly παραδέχτηκε πως ο κήπος της Εδέμ αποτελούσε ένα πρόβλημα, γιατί υποτίθεται πως βρισκόταν ανατολικά της Παλαιστίνης. Κατ’ αυτόν, οι θεοί και οι θεές της Ελλάδας, της Σκανδιναβίας και της Ινδίας ήταν στην πραγματικότητα οι βασιλείς και οι ήρωες της Ατλαντίδας.
Τα επιχειρήματα του Donnelly στηρίχθηκαν στην πολιτιστική θεωρία της «διάχυσης» (diffusion). Κατά τη γνώμη του, αν οι πυραμίδες βρέθηκαν στην Αίγυπτο και τη Λατινική Αμερική και το δεκαδικό σύστημα μέτρησης βρέθηκε ανάμεσα στους Περουβιανούς και τους Αγγλοσάξονες, τότε οι άνθρωποι θα πρέπει να είχαν ταξιδέψει από τη μία περιοχή στην άλλη, μεταφέροντας μαζί τους τις γνώσεις και τις τεχνικές που χρειάζονταν για την κατασκευή των πυραμίδων και τη μέτρηση με το δεκαδικό σύστημα. Τοποθετώντας μία μάζα στεριάς στον Ατλαντικό ωκεανό θα μπορούσε να κάνει αυτή τη διάχυση πιο εύκολη συντομεύοντας τα θαλάσσια ταξίδια που απαιτούνταν. Από τη στιγμή που το πολιτισμικό κέντρο βυθίστηκε, οι αποικίες αναπτύχθηκαν ξεχωριστά, αλλά διατήρησαν παράλληλα ίχνη του αρχικού πολιτισμού.
Τα φυσικά κατάλοιπα της Ατλαντίδας του Donnelly είναι οι Αζόρες, η Μαδέρα και οι Κανάριοι νήσοι, βουνά κάποτε της παλιάς ηπείρου. Το βιβλίο του Donnelly εκδόθηκε λίγο μετά από την πρώτη ωκεανογραφική έρευνα του βόρειου Ατλαντικού, η οποία αποκάλυψε την ύπαρξη της Μεσοατλαντικής κορυφογραμμής, μίας οροσειράς κάτω από το νερό που είναι ίση σε μέγεθος με τις Άνδεις. Ο βυθός του ωκεανού ήταν διάσπαρτος με θαλάσσια βουνά, ανενεργά ηφαίστεια σε βάθη των 1000 μέτρων και ακόμη περισσότερο. Ο Donnelly θεώρησε την καινούρια πληροφορία σαν μία απόδειξη ότι εκεί υπήρχε κάποτε στεριά.
Η υπόθεση του Donnelly στηρίζεται σε 4 σημεία: στη νεοανακαλυφθείσα μεσοατλαντική οροσειρά, στην παράλληλη οικολογική ανάπτυξη στις απέναντι πλευρές του Ατλαντικού, στην παράλληλη πολιτιστική ανάπτυξη και στη βεβαιότητα πως η διάχυση ήταν η αιτία για όλες αυτές τις ομοιότητες. Στη συνέχεια, αυτή η άποψη αντιπαρατέθηκε με την εξελικτική θεώρηση που υποστήριζε πως οι πυραμίδες μπορούσαν να είχαν επινοηθεί ανεξάρτητα σε διαφορετικά μέρη από διαφορετικές κοινότητες χωρίς καμία επαφή η μία με την άλλη. Τελικά, οι τοποθετήσεις του Donnelly στηρίζονται στην πεποίθηση πως ο πολιτισμός είναι ομοιογενής, πράγμα φυσικά που δεν ισχύει. Μολονότι η θεωρία του Donnelly βρήκε πολλούς υποστηρικτές, τελικά αποδείχτηκε αναληθής. Από το 1960 είναι πλέον γνωστό πως όλα τα υποθαλάσσια χαρακτηριστικά που τα θεώρησε ως απόδειξη μιας βυθισμένης χώρας, έχουν εξηγηθεί από τους γεωλόγους με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο.
Αρκετοί συγγραφείς προσπάθησαν να διατηρήσουν την ιστορία μίας ηπείρου που βούλιαξε στον Ατλαντικό. Κατά καιρούς προβλήθηκαν πολλά επιχειρήματα. Υποστηρίχθηκε πως η Ατλαντίδα εκτεινόταν από τη δυτική ακτή του Μαρόκου έως και την ανατολική ακτή της Βενεζουέλας και περιελάμβανε τις σημερινές Αζόρες, τη Μαδέρα, τα Κανάρια νησιά και την περιοχή της θάλασσας των Σαργασσών. Μέσα από αυτό το πρίσμα, τα παραπάνω νησιά και πιθανόν και τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου ήταν όλα ορεινά συγκροτήματα της Ατλαντίδας, των οποίων οι κορυφές ύστερα από την καταβύθιση της ηπείρου παρέμειναν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι υποστηρικτές της απόλυτης αλήθειας στην ιστορία του Πλάτωνα θεωρούν τη βύθιση της Ατλαντίδας ως ένα από τα πιο καθοριστικά γεωτεκτονικά γεγονότα και ισχυρίζονται πως ένα δυνατό επιχείρημα υπέρ τους είναι η ταύτιση της χρονολογίας της υποχώρησης των παγετώνων από την Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική με τη χρονολογία που δίνει ο Πλάτων για τη βύθιση της Ατλαντίδας, δηλ. 9000 χρόνια πριν από την επίσκεψη του Σόλωνα στην Αίγυπτο. Όμως επιστημονικές μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια διαφόρων φυσικών μεθόδων και επιπλέον η ωκεανογραφική έρευνα αποδεικνύουν ξεκάθαρα πως ο Ατλαντικός ωκεανός είχε παγιωθεί στη σημερινή μορφή του πολύ πριν από την περίοδο της υποχώρησης των παγετώνων.
Η ύπαρξη ποικίλλων κοινών ειδών φυτών και ζώων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, στη Μεσόγειο, τις Αζόρες, τη Μαδέρα, τα Κανάρια νησιά, τις Αντίλλες και την Κεντρική Αμερική θεωρήθηκε ως ένδειξη πως η Ευρώπη και η βόρεια Αμερική ήταν κάποτε συνδεδεμένες μέσω μιας ξηράς. Και φυσικά, αυτοί που υποστηρίζουν τη θεωρία πως η Ατλαντίδα βρισκόταν στον Ατλαντικό ωκεανό πιστεύουν πως αυτό το νησί χρησίμευε ως γέφυρα κατά μήκος του ωκεανού. Βεβαίως, θεωρητικά, η σύνδεση αυτή θα μπορούσε να υφίσταται, επίσης, υπό τη μορφή μιας οποιασδήποτε χερσαίας συνένωσης της Ευρασίας με τη βόρεια Αμερική. Επιπλέον, οι ομοιότητες ανάμεσα στα φυτά και τα ζώα μπορούν να επιτευχθούν χωρίς ποτέ οι ήπειροι να έχουν συνδεθεί. Για παράδειγμα, οι σπόροι αρκετών φυτών μεταφέρονται σε τεράστιες αποστάσεις με τη βοήθεια του ανέμου ή με το πέταγμα των αποδημητικών πουλιών που πετώντας διασχίζουν τις θάλασσες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των ομοιοτήτων ανάμεσα στις δύο ηπείρους μπορεί να τοποθετηθεί κα το επιχείρημα των πολιτιστικών ομοιοτήτων. Μια σύγκριση των τεχνών και των επιτευγμάτων των αρχαίων πολιτισμών που έζησαν στην Μεσόγειο ή και κοντά σε αυτή με εκείνους τους πολιτισμούς της Αμερικής οδήγησε στην υπόθεση πως οι πολιτισμοί των δύο κόσμων δείχνουν μία περίεργη αναλογία. Σύμφωνα με τον Γάλλο ατλαντολόγο Roger Devigne, τα δύο ημισφαίρια κατοικούνταν από ανθρώπους της ίδιας φυλής, της «φυλής του χαλκού». Ισχυρίζεται πως αυτή η φυλή εμφανίζεται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, όπου βρέθηκε χαλκός, από το Μαρόκο, την Αίγυπτο και τη Βαβυλώνα, τις ετρουσκικές περιοχές στην Ιταλία, τη βασκική περιοχή στην Ισπανία και τη Γαλλία, τα Κανάρια νησιά έως και την Κεντρική και νότια Αμερική, από το Μεξικό έως και το Περού. Ως πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα οποία φανερώνουν έναν παραλληλισμό θεωρούνται οι ομοιότητες των πυραμίδων της Κεντρικής Αμερικής με αυτές της Αιγύπτου.
Αυτή η φαινομενική ομοιότητα του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού πολιτισμού και η ύπαρξη στην Αμερική μύθων σχετικών με μία χαμένη γη κάτω από παρόμοιες περιστάσεις με αυτές που αναφέρονται από τον Πλάτωνα στην αφήγησή του σχετικά με την Ατλαντίδα θεωρούνται από κάποιους ως οι πιο ισχυρές αποδείξεις υπέρ της ύπαρξης ενός «χαμένου νησιού». Θεωρήθηκε πως το νησί πριν από την καταστροφή του ήταν μία γέφυρα ξηράς κατά μήκος του Ατλαντικού και πως ύστερα από την καταβύθισή του οι επιζώντες κατέφυγαν στις ηπείρους ανατολικά και δυτικά, όπου ήδη υπήρχαν αποικίες. Αυτό το τελευταίο σημείο, λένε οι υποστηρικτές της θεωρίας, πως υπάρχει στην αναφορά του Πλάτωνα πως η μετανάστευση των νησιωτών της Ατλαντίδας στην Ευρώπη προηγήθηκε της εξαφάνισης του νησιού.
Απέναντι σε όλες αυτές τις φαντασίες πρέπει να τονιστεί πως σύμφωνα με την αποδεκτή άποψη ο πρώτος άνθρωπος εγκαταστάθηκε στην Αμερική από την Ασία κατά τη διάρκεια ή μετά την ύστερη περίοδο των παγετώνων μέσω μιας χερσαίας οδού που ένωνε τη Σιβηρία με την Αλάσκα, αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως Βερίγγειο πορθμό. Όσον αφορά στις γλωσσικές και ανθρωπολογικές ομοιότητες ανάμεσα στους κατοίκους του Παλιού και του Νέου κόσμου, όσο αυτές υπάρχουν, και σε όλα τα εθνογραφικά στοιχεία, αυτά μπορούν να εξηγηθούν χωρίς να εμπλέκεται η ύπαρξη κάποιου μεγάλου νησιού που απλωνόταν κατά μήκος του Ατλαντικού. Εντούτοις, όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Ατλαντικός ωκεανός δε μονοπωλεί την προτεινόμενη θέση της Ατλαντίδας. Έχουν προταθεί και άλλοι ωκεανοί και ήπειροι με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολύ λίγα μέρη στον κόσμο που να μην έχουν θεωρηθεί ότι είναι η χαμένη Ατλαντίδα ή κάποια αποικία της.
Η νέα Ατλαντίδα πέρασε γρήγορα μέσα από πολλές μεταμορφώσεις, κάποιες από τις οποίες ξεπερνούν τον κόσμο της πραγματικότητας. Υπάρχουν θεωρίες που είτε αγνοούν τη γεωλογική πραγματικότητα είτε την εξηγούν με την επίκληση περίεργων και τελείως φανταστικών και εξωγήινων φαινομένων. Όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τη γεωλογική και κοσμολογική επιστήμη, οι οποίες σχετίζονται με την ιστορία της γης και του ηλιακού συστήματος. Για παράδειγμα ο Αμερικανός γλωσσολόγος Charles Berlitz πρότεινε πως η Ατλαντίδα υπάρχει ακόμη στο βυθό κάτω από το τρίγωνο των Βερμούδων και πως η εξαφάνιση των πλοίων και των αεροπλάνων στην περιοχή οφείλεται στις βλαβερές δραστηριότητες των Ατλάντων που κατοικούν κάτω από το βυθό. Μία ακόμη περίπτωση που κινείται στο ίδιο μήκος κύματος παρουσιάστηκε από τον Immanuel Velikovsky, ο οποίος πρότεινε πως η Ατλαντίδα βυθίστηκε ύστερα από τη σύγκρουση της γης με έναν κομήτη περίπου στα 1500 π.Χ. Σε αυτή την περίπτωση όμως, η βυθισμένη ήπειρος τοποθετείται στον Ινδικό Ωκεανό. Η Μαδαγασκάρη, η νότια Ινδία, το αρχιπέλαγος του Ινδικού ωκεανού και η Σουμάτρα θεωρήθηκαν ως τα σωζόμενα υπολείμματα αυτής της χαμένης ηπείρου, στην οποία δόθηκε το όνομα Λεμουρία και αργότερα Gondwana. Όλα αυτά βέβαια αποτελούν ένα συνονθύλευμα των μύθων διαφόρων λαών και μιας ζωηρής φαντασίας χωρίς να συνδέονται καθόλου με όλα αυτά που γνωρίζουμε για τη δομή και σύσταση του βυθού του Ινδικού ωκεανού και τη χρονολόγηση της γένεσής του και που βέβαια δε συνδέονται σε καμία περίπτωση με την ιστορία του Πλάτωνα.
Η περίπτωση της Θήρας
Αρκετοί σοβαροί ερευνητές διετύπωσαν την πρόταση πως πηγή της αφήγησης του Πλάτωνα είναι στην πραγματικότητα η καταστροφή που συντελέστηκε στο νησί της Θήρας κατά την προϊστορική εποχή και πως η Ατλαντίδα θα πρέπει να αναζητηθεί στο χώρο του Αιγαίου και όχι εκτός της Μεσογείου. Υποστήριξαν πως, όταν ο Πλάτων μιλάει για την Ατλαντίδα περιγράφοντας την σαν ένα κυκλικό νησί με κυκλοτερείς κατασκευές, είναι σα να «φωτογραφίζει» τη Σαντορίνη, η οποία έχει σήμερα μία εντυπωσιακή κυκλική γεωγραφική θέση, την οποία είχε και πριν την καταστροφή.
Επιπλέον, αναφέρουν πως η διάσημη τοιχογραφία στη Δυτική Οικία από το Ακρωτήρι είναι πολύ πιθανό να αναπαριστά ένα σχετικά φυσιοκρατικό πορτραίτο της Θήρας. Παρουσιάζει δηλαδή, το τοπίο ενός κατοικημένου και ανθισμένου νησιού με το θηραϊκό στόλο να αναχωρεί, ενώ είναι επίσης ορατές και κάποιες ομόκεντρες κατασκευές που μπορούν να ταυτιστούν με αυτές που περιγράφει ο Πλάτων πως υπήρχαν στην Ατλαντίδα. Ο Πλάτων γράφει πως η Ατλαντίδα τοποθετείται στον ωκεανό, πέρα από τις «στήλες του Ηρακλέους». Οι τελευταίες ήταν την εποχή του Πλάτωνα το Στενό του Γιβραλτάρ και αυτό τοποθετεί την Ατλαντίδα στον Ατλαντικό ωκεανό. Επιπλέον, ο Πλάτων αναφέρει πως η Ατλαντίδα ήταν μεγαλύτερη από τη Λιβύη και την Ασία μαζί.
Αν κάποιος πιστεύσει τον Πλάτωνα επί λέξει, η Ατλαντίδα βρισκόταν έξω από τη Μεσόγειο. Αλλά είναι πιθανόν επίσης, ο Σόλων ή ο Πλάτων να παρερμήνευσαν τις αρχαίες πηγές τους ή ότι ο Πλάτων την τοποθετεί εσκεμμένα πολύ μακριά από την επιρροή του ελληνικού κόσμου. Η δεύτερη πιθανότητα θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι το αυθεντικό κείμενο ήταν πολύ παλιότερο και οι Στήλες του Ηρακλέους δεν ήταν απαραίτητα πάντα συνδεδεμένες με το Στενό του Γιβραλτάρ. Θα μπορούσε άνετα να εννοηθεί ένα μέρος μέσα στο Αιγαίο. Τοποθετώντας την Ατλαντίδα και τον πολιτισμό της μακριά από τον αρχαίο κόσμο θα ταίριαζε με την πρόθεση του Πλάτωνα να παράσχει μία αντίθεση με την ελληνική κοινωνία και τις αρχές της, τις οποίες υπερασπιζόταν. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος στόχος του Πλάτωνα στην αφήγησή του. Ερμηνεύτηκε επίσης ότι ο Πλάτων ή κάποιος πριν από αυτόν στην αλυσίδα της προφορικής ή της γραπτής παράδοσης του γεγονότος άλλαξε κατά λάθος τη λέξη «μέσον» με τη λέξη «μείζων» (μείζων Λιβύης και Ασίας). Αν αυτό ισχύει τότε η Ατλαντίδα θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη Σαντορίνη.
Οι Γαλανόπουλος και Bacon υποστηρίζουν πως η χρονολογία της καταστροφής που δίνει ο Πλάτων, δηλ. 9000 χρόνια πριν την εποχή του, θα πρέπει να αναγνωσθεί ως 900 χρόνια και πως ήταν μία λανθασμένη μετάφραση από τον Σόλωνα του αρχαίου αιγυπτιακού συστήματος αρίθμησης. Επιπλέον, αρχαιολογικά δεν υπάρχει κανένα ίχνος ενός υψηλού ανεπτυγμένου αθηναϊκού πολιτισμού περίπου το 9000 π.Χ. Αυτό σημαίνει πως το 9000 είναι είτε λάθος είτε επινόηση.
Τα εντυπωσιακά ευρήματα της Θήρας, στο Ακρωτήρι αποδεικνύουν πως εκεί αναπτύχθηκε μία πλούσια και πιθανόν ολιγαρχική ναυτική κοινωνία, της οποίας η οικονομία βασίστηκε στο εμπόριο, τη ναυτιλία και την καλλιέργεια του αμπελιού. Δεν ξέρουμε τι συνέβη σε αυτούς τους ανθρώπους, καθώς δεν έχουν ανακαλυφθεί ανθρώπινα κατάλοιπα, τα οποία να έχουν προκύψει από θάνατο εξαιτίας της έκρηξης. Αυτό σημαίνει πως υπήρξε έγκαιρη προειδοποίηση ώστε να εκκενώσουν το νησί. Αναμφίβολα, ένα τέτοιο γεγονός ενός τέτοιου μεγέθους θα προκάλεσε τεράστιες εντυπώσεις στους ανθρώπους της εποχής. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε πως η έκρηξη ξεχάστηκε εντελώς. Παρόλα αυτά απουσιάζουν οι γραπτές πηγές, οι οποίες να αναφέρονται απευθείας στο γεγονός και τίποτα ουσιαστικό δε φαίνεται να μπορεί να συνδέσει τη Θήρα με την ιστορία του Πλάτωνα.
Η περίπτωση της Κύπρου
Σύμφωνα με τον Αμερικανό ερευνητή Robert Sarmast η Ατλαντίδα ανακαλύφθηκε στο θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στην Κύπρο και τη Συρία. Πρόκειται για την πιο πρόσφατη θεωρία σχετικά με τη θέση της χαμένης Ατλαντίδας. Ο Sarmast και οι συνεργάτες του ισχυρίζονται πως έχουν βρει αρκετές και πειστικές αποδείξεις που τοποθετούν το χαμένο νησί στις ακτές της Κύπρου. Η ερευνητική ομάδα πέρασε έξι ημέρες, το Νοέμβριο του 2004 στη Μεσόγειο θάλασσα ανάμεσα στη Συρία και την Κύπρο ερευνώντας την περιοχή με τη βοήθεια sonar, δηλ. ειδικών υποβρυχίων ραντάρ. Οι ερευνητές είναι πεπεισμένοι πως ανακάλυψαν αποδείξεις που σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, σε βάθος 1,5 χλμ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας εντοπίστηκαν συμπαγείς κατασκευές συμπεριλαμβανομένου και ενός τείχους μήκους 3 χλμ. Ο Sarmast ερμηνεύει αυτή την κατασκευή ως το τείχος της Ακρόπολης της Ατλαντίδας και υποστηρίζει πως η εικόνα αυτή ταιριάζει με απόλυτη ακρίβεια με την περιγραφή της Ακρόπολης από τον Πλάτωνα. Παράλληλα με την ανακάλυψη του τείχους οι Αμερικανοί ερευνητές ισχυρίζονται πως ανακάλυψαν κανάλια ποταμών και άλλα σημαντικά στοιχεία, τα οποία όμως είναι απαραίτητο να εξεταστούν με μία ακόμη αποστολή και τη χρήση επιπλέον πολύ εξειδικευμένων οργάνων που θα μπορούν να διακρίνουν μέσα από τα ιζήματα.
Ο Sarmast με βάση αυτά τα ευρήματά του είναι πεπεισμένος πως ανακάλυψε το μέρος όπου έχει καταβυθιστεί η Ατλαντίδα του Πλάτωνα στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην Κύπρο και τη Συρία, όπου εκείνη την εποχή υπήρχε ένα ορθογώνιο κομμάτι γης που συνέδεε τις δύο περιοχές και αυτό δεν ήταν άλλο από την Ατλαντίδα. Εκεί, κατά τη γνώμη του, άνθισε ένας υψηλός πολιτισμός από το 11000 π.Χ. έως και την καταστροφή του ανάμεσα στο 9600-9550 π.Χ. από μία «εποχική πλημμύρα». Αυτό συνέβη όταν η λεκάνη της Μεσογείου πλημμύρισε, επειδή έσπασε το «φράγμα» του Γιβραλτάρ που χώριζε τη Μεσόγειο από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Η απότομη είσοδος του νερού από τον Ατλαντικό στη Μεσόγειο προκάλεσε τον καταποντισμό της Ατλαντίδας στα βάθη της θάλασσας.
Βέβαια, δεν είναι λίγοι και εκείνοι οι επιστήμονες που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τις παραπάνω απόψεις. Ένας από αυτούς είναι και ο Γερμανός γεωφυσικός Dr. Christian Huebscher, ο οποίος ερεύνησε την παραπάνω περιοχή μαζί με μία ομάδα συνεργατών, χρησιμοποιώντας τον ίδιο εξοπλισμό που χρησιμοποίησε και ο Sarmast. Σύμφωνα με τον Huebscher οι ισχυρισμοί του Sarmast είναι απλούστατα λανθασμένοι, γιατί αυτά που ο τελευταίος ερμηνεύει ως κατάλοιπα μιας χαμένης πόλης δεν είναι τίποτα άλλο από αρχαία ηφαίστεια ηλικίας περίπου 100.000 χρόνων. Είναι πολύ πιθανόν αυτά τα πορίσματα να αποτελέσουν το τέλος μίας ακόμη θεωρίας σχετικά με τη χαμένη Ατλαντίδα.
Το σίγουρο είναι πως η Ατλαντίδα εξακολουθεί να ασκεί γοητεία και να θέτει ερωτηματικά, όπως έγινε φανερό και στο 1ο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Μήλο μεταξύ 11-13 Ιουλίου 2005 με τίτλο The Atlantis Hypothesis: Searching for a Lost Land. Συγκεντρώθηκαν πολλοί ειδικοί από όλο τον κόσμο και από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, όπως η ηφαιστειολογία, η σεισμολογία, η ωκεανογραφία, η αρχαιολογία, γεωλογία και πολλοί άλλοι. Απώτερος σκοπός του συνεδρίου ήταν να ακουστούν οι τελευταίες υποθέσεις γύρω από το θέμα και οι οποίες βασίζονται στη σύγχρονη τεχνολογία και τις νέες ιδέες. Έγιναν πολύ ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις και τα πρακτικά του συνεδρίου δημοσιεύτηκαν σε συλλογικό τόμο. Ακολούθησαν και άλλα δύο συνέδρια το 2008 και το 2011 στην Αθήνα και στη Σαντορίνη αντίστοιχα με εξίσου ενδιαφέρουσες εισηγήσεις.
Επίλογος
Συμπερασματικά, θα πρέπει να πούμε πως τα πορίσματα που συνδέονται με αστρονομικές, ανθρωπολογικές και γεωλογικές παραμέτρους και βασίζονται στην μυθολογία, τη λαϊκή παράδοση, τα τοπωνύμια και τη γλωσσολογία έχουν αυξήσει τη βιβλιογραφία σχετικά με την Ατλαντίδα χωρίς να προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια στη λύση του γρίφου της εξαφάνισης της Ατλαντίδας. Ο καταποντισμός ενός νησιού μπορεί να αποτελέσει ένα γεγονός, το οποίο απαιτεί κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξηγηθεί βάσει της συγκριτικής φιλολογίας, της ανθρωπολογίας, της αρχαιολογίας, της εθνογραφίας, της ιστορίας και της προϊστορίας, της γεωλογίας και της παλαιοντολογίας. Η επιστήμη είναι μία και αδιαχώριστη και τα συμπεράσματα του ενός κλάδου δεν μπορούν να θεωρηθούν σωστά, αν δε συμφωνούν με τις παρατηρήσεις και τις αποδείξεις άλλων κλάδων τουλάχιστον αυτών που συνδέονται στενά μεταξύ τους. Αυτή η αρχή που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε επιστήμης που σέβεται τον εαυτό της, έχει αγνοηθεί από ερασιτέχνες ερευνητές και αυτούς που ασχολούνται με υπερφυσικά ζητήματα. Έχουν προταθεί οι πιο εξωφρενικές ερμηνείες για τη βύθιση της Ατλαντίδας. Ο παραλογισμός αρκετών από αυτές οδήγησαν τον Franz Susemihl, έναν μεταφραστή και σχολιαστή του Πλάτωνα του 19ου αι., να σημειώσει εύστοχα πως, αν συγκεντρώνονταν όλες οι θεωρίες που σχετίζονται με την Ατλαντίδα, θα αποτελούσε μία πολύ καλή ιστορική συνεισφορά στην γνώση μας γύρω από την ανθρώπινη παράνοια.
Συνεπώς, καθίσταται σαφές πως είτε είναι επινοημένη η ιστορία είτε όχι, ο κυριότερος σκοπός των διαλόγων του Πλάτωνα δεν ήταν να παρουσιάσει μια ιστορική αφήγηση ή μια εντυπωσιακή ιστορία επιστημονικής φαντασίας, αλλά να μορφώσει τους ανθρώπους και να εξυμνήσει την Αθήνα και τις αρετές της. Ο Πλάτων σε καμία περίπτωση δεν είναι ιστορικός, αλλά ένας φιλόσοφος που με τους παιδαγωγικούς του μύθους επιθυμεί να παρουσιάσει με ζωηρές εικόνες τις ιδέες του και τις θεωρίες του. Ουσιαστικά, με την ιστορία της Ατλαντίδας παρέχει το χωροχρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσαν να πραγματωθούν οι θεωρίες που έχει διατυπώσει προγενέστερα στην Πολιτεία του. Επιπρόσθετα σε αυτό, η πτώση της Ατλαντίδας από τις θεϊκές ρίζες της και την ευημερία της στην παρακμή και την πλήρη καταστροφή λειτουργεί διττά: και σα σημείο μέτρησης για την Αθήνα και σαν προειδοποίηση. Η Αθήνα της εποχής του Πλάτωνα με την μεγάλη ναυτική δύναμή της, την εμπορική και πολιτιστική ακμή της και την ηγεμονική της θέση θα κινδύνευε να περιπέσει στο σφάλμα της αλαζονείας και την απώλεια της, ως συνεπαγόμενη τιμωρία κατά το παράδειγμα των κατοίκων της Ατλαντίδας. Τέλος, ο Αθηναίος φιλόσοφος μέσα από την ιστορία της νίκης του αθηναϊκού στρατού επί των Ατλάντων δημιουργεί το εγκώμιο της Αθήνας που πέτυχε στο παρελθόν με πολύ λιγότερη δύναμη να υπερνικήσει μία τόσο μεγάλη δύναμη, όπως ήταν αυτή των Περσών.
Ως εκ τούτου, το να αναζητεί κάποιος σήμερα την Ατλαντίδα αποτελεί ματαιοπονία, ενώ παράλληλα δείχνει παρερμηνεία και παρανόηση των κειμένων του Πλάτωνα και των νοημάτων που ήθελε να εκφράσει μέσω αυτών.
1 Πλάτων, Κριτίας 121b.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Ashe, G. (1992) Atlantis: Lost Lands, Ancient Wisdom, London: Thames and Hudson.
Bacon, E. (ed.) (1963) Vanished Civilizations, London: Thames and Hudson.
Berlitz, C. (1984) Atlantis: The Lost Continent Revealed, London: Macmillan.
Friedrich, W.L. (1994) Feuer im Meer. Spectrum Akademischer Verlag, Heidelberg, Berlin Oxford.
Bramwell, J. (1974) Lost Atlantis, California: Newcastle.
Cameron, A. (1983) “Crantor and Poseidonius on Atlantis”, Classical Quarterly 3: 1, 81-91.
Carpenter, R. (1966) Beyond the Pillars of Heracles, New York: Delacorte.
Childress, D. H. (1996) Lost Cities of Atlantis, Ancient Europe and Mediterranean, Stelle, Illinois: Adventures Unlimited Press.
Castleden, R. (2001) Atlantis Destroyd, London: Routledge.
Devigne, R. (1924) Un continent disparu, l’ Atlandide, sixieme part du monde, Paris.
Donnelly, I. (1882) Atlantis: The Antediluvian World, New York : Harper.
Frost, K. T. (1909) “The Lost Continent”, The Times, 19 February 1909.
Galanopoulos, A.G. and Bacon, E. (1969) Atlantis: The Truth behind the Legend, London: Nelson.
James, P. (1995) The Sunken Kingdom: The Atlantis Mystery Solved, London: Jonathan Cape.
Luce, J. V. (1969) The End of Atlantis, London: Thames and Hudson.
Ramage, E. S. (ed.) (1978) Atlantis: Fact or Fiction? Bloomington and London: Indiana University Press.
Sarmast, R., (2003) Discovery of Atlantis: The Startling Case for the Island of Cyprus, Origin Press, USA. ,
Timaeus, (ed. J. Burnet), Platonis opera, vol. 4, Oxford: Crarendon, 1902 (1968²).
Critias, (ed. J. Burnet), Platonis opera, vol. 4, Oxford: Clarendon, 1902 (1968²).
Πηγή