O θεσμός της φιλοξενίας στην αρχαία Ελλάδα, ήταν ιερός και προστατεύονταν από τον Ξένιο Δία. Υπήρχε μάλιστα και συγκεκριμένο τυπικό, κατά την υποδοχή, διαμονή και αναχώρηση του φιλοξενούμενου, ενώ υπήρχε και η «δημοσία ξενία», όπου την φιλοξενία αναλάμβανε η πόλη, παρέχοντας στους ξένους διαμονή και τροφή στους «ξενώνες» της.
Ως ξένος, στην κλασική αρχαία Ελλάδα, κατά κανόνα εννοούνταν, όχι ο αλλοδαπός κι αλλόφυλος, αλλά ο Έλληνας που κατοικούσε σε άλλη πόλη. Οι αλλόφυλοι, προσδιορίζονταν με τον πασίγνωστο περιφρονητικό όρο «βάρβαροι». Αλλά κι όταν ακόμη προσδιορίζονταν ως ξένοι, ο όρος λάμβανε και πάλι την αρνητική σημασία του βάρβαρου, του εχθρού (π.χ. οι Σπαρτιάτες «ξείνους γὰρ ἐκάλεον τοὺς βαρβάρους» [Ηρόδοτος, «Ιστορίαι - Καλλιόπη», 11]) και είναι επίσης γνωστό τι γνώμη είχαν οι αρχαίοι Έλληνες, για όσους δεν ανήκαν στη φυλή τους: «Πας μη Έλλην, βάρβαρος».
Όπως δε αναφέρει κι ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός, Πολύβιος («Ιστορίαι», Θ’), οι Έλληνες πολεμούσαν «διαγωνιζόμενοι πρὸς τοὺς βαρβάρους ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀσφαλείας». Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι οι αλλοεθνείς αποκλείονταν κι απ’ τους Ολυμπιακούς Αγώνες («οὐ βαρβάρων ἀγωνιστέων εἶναι τὸν ἀγῶνα ἀλλὰ Ἑλλήνων» [Ηρόδοτος, «Ιστορίαι - Τερψιχόρη», 22]), όπου δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνον όσοι αποδείκνυαν ότι ήταν Έλληνες.
Η φιλοξενία λοιπόν, αφορούσε κατά βάση Έλληνες, ενώ δεν ήταν χωρίς όρους, περιορισμούς και υποχρεώσεις. Στην Σπάρτη μάλιστα, υπήρχε και νόμος περί «ξενηλασίας» (Ξενοφώντος «Λακεδαιμονίων Πολιτεία»), ενώ ο Ηρόδοτος («Ιστορίαι – Κλειώ», 65), αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες ήταν «ξείνοισι ἀπρόσμικτοι».
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά των «αντιρατσιστών», οι αρχαίοι Έλληνες, όχι μόνο φιλόξενοι δεν ήταν έναντι των αλλοεθνών, αλλά «ρατσιστές» και «εθνίκια» του κερατά!
Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι η φιλοξενία μπορούσε να αφορά και τους αλλοεθνείς, υπήρχε μια πολύ σημαντική παράμετρος, την οποία οι «ανθρωπιστές», παραβλέπουν: Η φιλοξενία δεν διαρκούσε επ’ αόριστον και για οποιονδήποτε. Αφορούσε μόνο τους περαστικούς, τους ταξιδιώτες, τους αγγελιαφόρους, τους εμπόρους και γενικότερα τους προσωρινούς επισκέπτες. Όχι τους μετανάστες.
Οι Έλληνες που επιθυμούσαν να μετεγκατασταθούν μόνιμα ή επ’ αόριστον σε άλλη ελληνική πόλη-κράτος, δεν θεωρούνταν πλέον φιλοξενούμενοι, αλλά «μέτοικοι» -μέτοικοι θεωρούνταν επίσης και οι απελεύθεροι δούλοι. Στη Σπάρτη, ονομάζονταν «περίοικοι», καθώς δεν κατοικούσαν μέσα στην πόλη, αλλά σε πέριξ οικισμούς. Στην αρχαία Αθήνα, ο κάθε μέτοικος, ήταν υποχρεωμένος να επιλέγει έναν «προστάτη», δηλαδή κάποιον γηγενή εγγυητή, σε αντίθετη δε περίπτωση κινδύνευε να μηνυθεί, αντιμετωπίζοντας την δικαιοσύνη.
Ως μέτοικοι, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν ειδικό φόρο, το «μετοίκιον». Όσοι δε, δεν πλήρωναν το μετοίκιον, οδηγούνταν προσωρινά στη φυλακή κι αν δεν έβρισκαν χρήματα να πληρώσουν, απελαύνονταν. Οι μέτοικοι, παρ’ ότι είχαν αρκετά δικαιώματα, εν τούτοις δεν επιτρέπονταν να κατέχουν θέσεις εξουσίας και να συμμετέχουν στις συνελεύσεις και τις αποφάσεις του δήμου.
Ως ξένος, στην κλασική αρχαία Ελλάδα, κατά κανόνα εννοούνταν, όχι ο αλλοδαπός κι αλλόφυλος, αλλά ο Έλληνας που κατοικούσε σε άλλη πόλη. Οι αλλόφυλοι, προσδιορίζονταν με τον πασίγνωστο περιφρονητικό όρο «βάρβαροι». Αλλά κι όταν ακόμη προσδιορίζονταν ως ξένοι, ο όρος λάμβανε και πάλι την αρνητική σημασία του βάρβαρου, του εχθρού (π.χ. οι Σπαρτιάτες «ξείνους γὰρ ἐκάλεον τοὺς βαρβάρους» [Ηρόδοτος, «Ιστορίαι - Καλλιόπη», 11]) και είναι επίσης γνωστό τι γνώμη είχαν οι αρχαίοι Έλληνες, για όσους δεν ανήκαν στη φυλή τους: «Πας μη Έλλην, βάρβαρος».
Όπως δε αναφέρει κι ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός, Πολύβιος («Ιστορίαι», Θ’), οι Έλληνες πολεμούσαν «διαγωνιζόμενοι πρὸς τοὺς βαρβάρους ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀσφαλείας». Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι οι αλλοεθνείς αποκλείονταν κι απ’ τους Ολυμπιακούς Αγώνες («οὐ βαρβάρων ἀγωνιστέων εἶναι τὸν ἀγῶνα ἀλλὰ Ἑλλήνων» [Ηρόδοτος, «Ιστορίαι - Τερψιχόρη», 22]), όπου δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνον όσοι αποδείκνυαν ότι ήταν Έλληνες.
Η φιλοξενία λοιπόν, αφορούσε κατά βάση Έλληνες, ενώ δεν ήταν χωρίς όρους, περιορισμούς και υποχρεώσεις. Στην Σπάρτη μάλιστα, υπήρχε και νόμος περί «ξενηλασίας» (Ξενοφώντος «Λακεδαιμονίων Πολιτεία»), ενώ ο Ηρόδοτος («Ιστορίαι – Κλειώ», 65), αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες ήταν «ξείνοισι ἀπρόσμικτοι».
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά των «αντιρατσιστών», οι αρχαίοι Έλληνες, όχι μόνο φιλόξενοι δεν ήταν έναντι των αλλοεθνών, αλλά «ρατσιστές» και «εθνίκια» του κερατά!
Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι η φιλοξενία μπορούσε να αφορά και τους αλλοεθνείς, υπήρχε μια πολύ σημαντική παράμετρος, την οποία οι «ανθρωπιστές», παραβλέπουν: Η φιλοξενία δεν διαρκούσε επ’ αόριστον και για οποιονδήποτε. Αφορούσε μόνο τους περαστικούς, τους ταξιδιώτες, τους αγγελιαφόρους, τους εμπόρους και γενικότερα τους προσωρινούς επισκέπτες. Όχι τους μετανάστες.
Οι Έλληνες που επιθυμούσαν να μετεγκατασταθούν μόνιμα ή επ’ αόριστον σε άλλη ελληνική πόλη-κράτος, δεν θεωρούνταν πλέον φιλοξενούμενοι, αλλά «μέτοικοι» -μέτοικοι θεωρούνταν επίσης και οι απελεύθεροι δούλοι. Στη Σπάρτη, ονομάζονταν «περίοικοι», καθώς δεν κατοικούσαν μέσα στην πόλη, αλλά σε πέριξ οικισμούς. Στην αρχαία Αθήνα, ο κάθε μέτοικος, ήταν υποχρεωμένος να επιλέγει έναν «προστάτη», δηλαδή κάποιον γηγενή εγγυητή, σε αντίθετη δε περίπτωση κινδύνευε να μηνυθεί, αντιμετωπίζοντας την δικαιοσύνη.
Ως μέτοικοι, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν ειδικό φόρο, το «μετοίκιον». Όσοι δε, δεν πλήρωναν το μετοίκιον, οδηγούνταν προσωρινά στη φυλακή κι αν δεν έβρισκαν χρήματα να πληρώσουν, απελαύνονταν. Οι μέτοικοι, παρ’ ότι είχαν αρκετά δικαιώματα, εν τούτοις δεν επιτρέπονταν να κατέχουν θέσεις εξουσίας και να συμμετέχουν στις συνελεύσεις και τις αποφάσεις του δήμου.