Οι κόρες του Ήλιου, οι Ηλιάδες, είχαν ως θέμα τους τον μύθο του Φαέθοντα, ο οποίος πάνω στον ενθουσιασμό του, καθώς οδηγούσε το άρμα του πατέρα του, του Ήλιου, προκάλεσε ζημιές στη γη, με αποτέλεσμα να οργιστεί ο Δίας και να τον τιμωρήσει χτυπώντας τον με κεραυνό και προκαλώντας την πτώση του στον ποταμό Ηριδανό.
Οι αδερφές του, οι Ηλιάδες, από τη θλίψη τους για το θάνατο του αδερφού τους, έκλαιγαν ασταμάτητα. Ο Δίας τις λυπήθηκε και τις μεταμόρφωσε σε λευκές, ενώ τα δάκρυά τους έσταζαν από τον κορμό των δέντρων σαν κεχριμπάρι. Μ’ αυτόν τον έξοχο μύθο οι Έλληνες εξηγούσαν ποιητικά την ύπαρξη του ήλεκτρου, δηλαδή του κεχριμπαριού. Επίσης αποκαλούσαν τον ακτινοβόλο ήλιο με το επίθετο ἠλέκτωρ.
Ο ακριβής τρόπος με τον οποίον ο Αισχύλος χειρίστηκε το μύθο του Φαέθοντα μας είναι άγνωστος, εφόσον η τραγωδία Ηλιάδες έχει χαθεί. Ωστόσο από διάφορες αρχαίες πληροφορίες γνωρίζουμε πως ο Αισχύλος σε γενικές γραμμές ακολουθούσε τον Ησίοδο. Ενώ όμως ο Ησίοδος μιλούσε για επτά κόρες του Ήλιου, ο Αισχύλος αναγνώριζε μόνο τρεις, την Λαμπετίη, την Αίγλη και την Φαέθουσα, κόρες του Ήλιου και της Ρόδης. Επιπλέον μετέφερε την πτώση του Φαέθοντα στην περιοχή της Ιβηρίας.
Απόσπασμα 1
Οι αρχαίοι Έλληνες, προκειμένου να εξηγήσουν την εμφάνιση κάθε πρωί του ηλίου στην Ανατολή αφού είχε βασιλέψει στη Δύση, επινόησαν έναν μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ο ήλιος κατέχει ένα χρυσό κύπελλο, κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο, μέσα στο οποίο στη διάρκεια της νύχτας μαζί με το άρμα του και τα άλογά του διασχίζει τον ωκεανό, πηγαίνοντας προς το μέρος από όπου πρόκειται να ανατείλει, δηλαδή στην Ανατολή. Όταν ο Ηρακλής ταξίδευε προς την Ερύθεια, με σκοπό να αρπάξει τα βόδια του Γηρυόνη, ο Ήλιος του δάνεισε το κύπελλό του, προκειμένου να ταξιδέψει μέχρι το νησί του Γηρυόνη.
εκεί στην Δύση είναι το κύπελλο του πατέρα σου,
το φτιαγμένο από τον Ήφαιστο. Μέσα σ’ αυτό σπεύδοντας
διασχίζει το μεγάλο φουσκωμένο ποτάμι που περιβάλλει τη γη,
αποφεύγοντας το σκότος της ιερής νύχτας με τα μαύρα της άλογα.
ἔνθ΄ ἐπὶ δυσμαῖσι τεοῦ πατρὸς Ἡφαιστοτυκὲς δέπας͵ ἐν τῶι διαβάλλει πολὺν οἰδματόεντα περίδρομον πόρον συθείς, μελανίππου προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν.
Απόσπασμα 2
Πρόκειται για ένα καταπληκτικό δίστιχο από το οποίο φαίνεται ολοκάθαρα ότι ο ποιητής μας είχε μια αντίληψη για τον ύψιστο θεό, η οποία υπερέβαινε ασύλληπτα την απλή ειδωλολατρία. Για τον Αισχύλο ο Ζευς είναι τα πάντα, αλλά και ταυτόχρονα υπερβαίνει τα πάντα. Με άλλα λόγια είναι κυριολεκτικά άρρητος.
Ο Δίας είναι ο αιθέρας, ο Δίας είναι η γη, ο Δίας είναι ο ουρανός,
ο Δίας είναι τα πάντα, αλλά και όλα όσα είναι πέρα από τα πάντα.
Ζεύς ἐστιν αἰθήρ͵ Ζεὺς δὲ γῆ͵ Ζεὺς δ΄ οὐρανός͵Ζεύς τοι τὰ πάντα χὤτι τῶνδ’ ὑπέρτερον.
Απόσπασμα 3
Ο Φαέθοντας έπεσε μέσα στον ποταμό Ηριδανό, τον οποίο ο Αισχύλος σύμφωνα με τον Πλίνιο (ΗΝ 37.31) τοποθετούσε στην Ιβηρία και τον ταύτιζε με τον ποταμό Ροδανό, ο οποίος με τη σειρά του συγχεόταν με τον ποταμό Πάδο, στις όχθες του οποίου βρισκόταν η πόλη Αδρία. Ο Πολύβιος (2.16) και ο Πλούταρχος (Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων 557D, τοὺς περὶ Ἠριδανὸν βαρβάρους μελανοφοροῦντας ἐπὶ πένθει τοῦ Φαέθοντος) μας αναφέρουν ότι οι κάτοικοι κατά μήκος του Ηριδανού φορούσαν μαύρα ρούχα σε ένδειξη θρήνου για τον θάνατο του Φαέθοντα.
Οι γυναίκες της Αδρίας θα μάθουν να θρηνούν μ’ έναν καινούργιο τρόπο
Ἀδριαναί τε γυναῖκες τρόπον ἕξουσι γόων
Πηγή