Τί πολίτευμα θέλουμε να έχουμε; Αν κάνουμε αυτή την απλή ερώτηση σε έναν πολίτη, ανεξαρτήτως εθνικότητας, η πιθανότερη απάντηση είναι μία: Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α. . .
Τί έκανε όμως αυτό το πολίτευμα τόσο φημισμένο κι επιθυμητό σε όλους Για δύο λόγους κυρίως: Πρώτον γιατί είναι συμφέρον για τους πολίτες να διοικούν και να αποφασίζουν για τον τόπο τους και δεύτερον γιατί στο παρελθόν υπήρξε μια λαμπερή εφαρμογή του δημοκρατικού πολιτεύματος κι αυτή η ανάμνηση λειτουργεί ως φάρος και πρότυπο για κάθε πολίτευμα στο παρόν και στο μέλλον. Και φυσικά μιλάμε για την αθηναϊκή δημοκρατία όπως διαμορφώθηκε στο Χρυσό αιώνα.
Τί έκανε όμως τους Αθηναίους να εφαρμόσουν αυτό το πολίτευμα κι όχι κάποιο άλλο; Είναι πράγματι τόσο λαμπερό όσο νομίζουμε; Σε τέτοιου είδους ερωτήματα δεν μπορούμε να απαντήσουμε παρά μόνο αν δούμε την ιστορική εξέλιξη των πολιτευμάτων στη συγκεκριμένη πόλη και πώς ακριβώς διαμορφώθηκε το πολίτευμα μετά από μια συνεχής διαμάχη για το τί είναι δίκαιο και συμφέρον για την πολιτεία να έχει ως πολίτευμα και ποιές ιστορικές συγκυρίες ευννόησαν τη μεταβολή του πολιτεύματος προς το δημοκρατικότερο ή προς την αριστοκρατία ή την τυραννία.
Εκ του αποτελέσματος, όλες αυτές οι μεταβολές αποδείχτηκαν “σωστές” γιατί κάθε φορά ήταν προς το συμφέρον της πολιτείας, ακόμη και στην περίοδο της τυραννίας του Πεισίστρατου η πόλη ευνοήθηκε, γιατί η ηθική του τυράννου, ως αποτέλεσμα της αγωγής που έδινε η πόλη στα παιδιά της, δεν του επέτρεπε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από το καλό της πόλης του, άσχετα αν οι προσωπικές του φιλοδοξίες τον ώθησαν σε προσωπικά πάθη, που οι συμπολίτες του τα βίωσαν με συγκεκριμένο τρόπο.
Ας αρχίσουμε όμως την ιστορία μας. Τα στοιχεία που παρατίθονται πάρθηκαν κυρίως από το “Αθηναίων πολιτεία” του Αριστοτέλη, το “οι ελληνικοί μύθοι” του Γκρέϊβς και την παγκόσμια ιστορία του Ουέλλς. Θα μιλήσουμε για την εγκατάσταση του Ίωνα στην Αττική, για τον τοπικό ήρωα-βασιλιά Θησέα που έδειξε το δρόμο προς τη δημοκρατία, το Δράκοντα, το Σόλωνα, τον Πεισίστρατο, τον Κλεισθένη, τον Άρειο Πάγο και τέλος τον Περικλή που έχει γίνει ένα είδος συμβόλου της αθηναϊκής δημοκρατίας και ευημερίας -κι όχι άδικα-, αλλά που αδικεί, κατά μίαν έννοια, εξέχοντες αθηναίους πολίτες όπως ο Αριστείδης ο Δίκαιος, ο Εφιάλτης και ο Κίμωνας.
Ξεκινάμε με λίγη μυθολογία, όπως όλα πρέπει να ξεκινάνε. Ποιός ήταν ο Ίωνας και ποιό ήταν το γένος του; Το οικογενειακό του δέντρο ξεκινάει από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, γιο του Προμηθέα και κόρη Επιμηθέα -του αδελφού του Προμηθέα-. Όπως σίγουρα έχετε ακούσει ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα ήταν οι μόνοι άνθρωποι που ειδοποιήθηκαν για τον επερχόμενο κατακλυσμό που θα εξαπέλυε ο Δίας, με σκοπό να εξαφανίσει το παρηκμασμένο και ανήθικο πλέον, ανθρώπινο γένος. Αφορμή σε αυτό στάθηκε η ύβρις του Λυκάωνα και των υιών του, που ο πρώτος θυσίασε αγόρι προς τιμήν του και τιμωρήθηκε μετατρεπόμενος σε λύκο, ενώ τα παιδιά του δε δίστασαν να προσφέρουν στον ίδιο το Δία, που τους επισκέφτηκε μεταμορφωμένος σε ταξιδιώτη, εντόσθια του ενός αδερφού τους, ανακατεμένα με κατσίκας και αρνιού.
Το κατάλαβε ο Δίας, αναποδογύρισε το τραπέζι κι όταν επέστρεψε στον Όλυμπο αποφάσισε να δώσει τέλος σε αυτό το γένος των ανήθικων ανθρώπων. Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα όμως ειδοποιήθηκαν εγκαίρως από τον Προμηθέα και επέζησαν του κατακλυσμού που διήρκησε 9 ημέρες. Για να μην τα πολυλογούμε λοιπόν, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα απέκτησαν έναν γιό, τον Έλληνα. Αυτός παντρέυτηκε τη νύμφη Ορσηίδα κι από αυτήν απέκτησαν 3 παιδιά. Τον Αίολο, τον Ξούθο και το Δώρο. Ο Ξούθος εγκαταστάθηκε στην Αττική μετά την κατηγορία για κλοπή από τα αδέρφια του και παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα της Αθήνας, την Κρέουσα. Η Κρέουσα του χάρισε δύο γιούς τον Ίωνα και τον Αχαιό. Κατά τον αθηναϊκό μύθο ο Ίωνας ήταν γιός του Απόλλωνα και μεγάλωσε στο μαντείο των Δελφών.
Κάποτε λοιπόν ο Ίωνας επέστρεψε στην Αττική, κατά το μύθο τον έφερε ο Ξούθος, ενώ κατά άλλους γύρισε ως πολέμαρχος για να βγάλει τους Αθηναίους από τη δύσκολη θέση, επειδή ο τότε βασιλιάς τους ήταν μαλθακός στα πολεμικά. Έτσι ο Ίωνας ήταν ο πρώτος πολέμαρχος κι από την εγκατάστασή του και ύστερα οι κάτοικοι της Αττικής ονομάζονται Ίωνες. Ήταν η πρώτη μεταβολή του πολιτεύματος, η δημιουργία του θεσμού του πολέμαρχου, γιατί μέχρι τότε υπεύθυνος για όλα ήταν ο βασιλιάς και κανένας άλλος.
Επίσης ο Ίωνας ήταν ο πρώτος που χώρισε τους Αθηναίους σε 4 φυλές. Μία φυλή για κάθε εποχή του χρόνου και με κάθε φυλή να έχει τον φυλο-βασιλιά της. Κάθε φυλή είχε 3 τριτύες, όσοι είναι οι μήνες της κάθε εποχής. Κάθε τριτύα είχε 30 φρατρίες, όσες είναι και οι ημέρες κάθε μήνα. Τέλος κάθε φατρία αποτελείτω από 30 γένη και κάθε γένος από 30 άνδρες. Αυτή ήταν η πρώτη ομαδοποίηση των κατοίκων της Αττικής, που έδειξε το δρόμο και στους μελλοντικούς μεταρρυθμιστές. Αυτά έκανε ο Ίωνας, ο απόγονος του Έλληνα.
Λίγη ακόμη μυθολογία για να δούμε ποιό ήταν το γένος του Θησέα και πώς γινόταν η μοιρασιά της εξουσίας κατά την περίοδο των βασιλέων. Ο Ερεχθέας (ο δεύτερος, όχι αυτός που σκότωσε ο Ποσειδώνας) είχε 4 γιούς: τον Κέκροπα (τον δεύτερο, όχι αυτός που επέλεξε για τον προστάτη θεό της πόλης) που ήταν και ο μεγαλύτερος, τον Πάνδωρο, τον Μητίων και τον Ορνεύς. Οι δύο μικρότεροι γιοί συνωμότησαν ενάντια στον Κέκροπα κι αυτός αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα για να σώσει τη ζωή του. Ο Κέκροπας έκανε ένα παιδί, τον Πανδίων και κατάφερε να τον κάνει για λίγο βασιλιά της Αθήνας, εως ότου όμως οι γιοί των αδερφών του που συνωμότησαν εναντίον του, συνωμότησαν και ενάντια στο παιδί του κατά τα πρότυπα των πατέρων τους. Έφυγε αρχικά ο Πανδίων, αλλά αργότερα επανήλθε πάλι ως βασιλιάς κι αυτή τη φορά μόνιμα και μοίρασε την Αττική στους τέσσερις γιούς του:
Στον Αιγέα, τον μεγαλύτερο, έδωσε την περιοχή γύρω από το άστυ.
Στον Πάλλαντα τα παραθαλάσσια.
Στον Λύκο, τη λοφώδη περιοχή γύρω από το άστυ.
Και στον Νίσσο έδωσε τη Μεγαρίδα.
Αυτοί μάχονταν συνέχεια μεταξύ τους για την εξουσία και ιδιαίτερα ο Λύκος και ο Νίσσος απένατι στον Αιγέα. Ο Αιγέας, που δεν είχε παιδιά έκανε με τη βοήθεια της Μήδειας έναν γιό, το Θησέα. Μητέρα του Θησέα ήταν η Αίθρα. Κατά το μύθο ο Θησέας ήταν γιός του Ποσειδώνα, που πλάγιασε την ίδια νύχτα με την Αίθρα, όπως και ο Αιγέας. Όπως και να ‘χει ο Θησέας μεγάλωσε, κι αφού απέδειξε τη βασιλική του καταγωγή και τη θεϊκή του δύναμη, με τον τρόπο που οι μύθοι περιγράφουν, πήρε το θρόνο του Αιγέα, όταν αυτός αυτοκτόνησε νομίζοντας πως ο γιος του σκοτώθηκε από το Μινώταυρο.
Βλέπουμε λοιπόν, πως την περίοδο των βασιλιάδων, οι κληρονόμοι μοιράζονταν την εξουσία και πολλές φορές δημιουργούσαν έρριδες μεταξύ τους για το ποιός θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι.
Όταν ανέλαβε όμως ο Θησέας τα πράγματα άλλαξαν. Αρχικά εκτέλεσε όλους σχεδόν τους αντιπάλους του εκτός από τον Πάλλαντα κι όσους από τους 50 γιούς του είχαν μείνει. Αργότερα εκτέλεσε κι αυτούς προληπτικά. Απέδειξε όμως πως ήταν νομοταγής άρχων, ξεκινώντας μια πολιτική συνοικισμού, που αποτέλεσε τη βάση της μετέπειτα αθηναϊκής ευημερίας. Μέχρι τότε η Αττική ήταν χωρισμένη σε 12 κοινότητες, καθεμιά από τις οποίες διευθετούσε τις υποθέσεις της χωρίς την παρέμβαση του Αθηναίου βασιλιά, εκτός από περιστάσεις έκτακτης ανάγκης. Παράδειγμα οι Ελευσίνιοι είχαν κυρήξει τον πόλεμο στον ίδιο τον Ερεχθέα κι αφθονούσαν κι άλλες αλληλοκτόνες διαμάχες.
Στόχος του Θησέα ήταν να ενώσει την Αττική. Για να δεχτούν όμως οι κοινότητες να παραιτηθούν από την ανεξαρτησία τους, ο Θησέας έπρεπε να πλησιάσει μία-μία τις φυλές και τις οικογένειες , πράγμα που έκανε. Ήταν ο πρώτος βασιλιάς που απέκλινε προς τον απλό λαό κι εγκατέλειψε τη μοναρχική διακυβέρνηση. Έκανε τις εξής κινήσεις:
Βρήκε τους μικροκτηματίες και τους δουλοπάροικους που ήταν έτοιμοι να τον υπακούσουν.
Έπεισε τους περισσότερους από τους μεγαλοκτηματίες να συμφωνήσουν με το σχέδιό του, υποσχόμενος την εγκαθίδρυση δημοκρατίας, παραμένοντας όμως αρχηγός κι ανώτερος κριτής.
Όσοι δεν πείστηκαν με επιχειρήματα, στο τέλος πείστηκαν από τη δύναμή του.
Διέλυσε όλες τις τοπικές κυβερνήσεις και συγκάλεσε τους αντιπροσώπους τους στην Αθήνα, όπου τους παραχώρησε ένα κοινό βουλευτήριο και ένα Πρυτανείο. Ύστερα ένωσε τα προάστια με την πόλη και τις κτήσεις προς το νότο, συμπεριελαμβανομένων και των ιερών ναών. Απέφυγε όμως να συγκρουστεί με τους νόμους ιδιοκτησίας.
Για να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την πόλη του ο Θησέας, κάλεσε όλους τους αξιόλογους ξένους να γίνουν συμπολίτες του. Αμέσως άρχισαν να κινούνται μεγάλα πλήθη προς την Αθήνα. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό, χώρισε τον πληθυσμό της Αθήνας σε 3 τάξεις:
τους Ευπατρίδες, αυτούς δηλαδή που είναι αντάξιοι της πατρικής γης, που ανέλαβαν τις θρησκευτικές υποθέσεις, αναπλήρωναν τους δικαστές, ερμήνευαν τους νόμους και γενικά είχαν τα υψηλότερα αξιώματα (αριστοκρατία)
τους Γεώμορους, οι αγρότες δηλαδή, που καλλιεργούσαν τη γη κι αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του κράτους.
και τους Δημιουργούς, τους τεχνίτες δηλαδή, που υπερείχαν σε αριθμό και ήταν διαφόρων ειδών, όπως μάντεις, μαραγκοί, γλύπτες, χειρούργοι κι άλλοι.
Τέλος ο Θησέας ήταν ο πρώτος βασιλιάς που έκοψε νόμισμα. Χάραξε επάνω στο νόμισμα τη μορφή ενός ταύρου. Κατά άλλους ήταν ο ταύρος του Ποσειδώνα ένώ κατά άλλους ήθελε να ενθαρύνει τη γεωργία. Έδωσε στο νόμισμα αυτό σταθερή αξία. Αυτά έκανε ο Θησέας ως βασιλιάς της Αθήνας, πέρα από τα άλλα κατορθώματά του που εξυμνούνται στους μύθους. Δηλαδή αφαίρεσε τη δυνατότητα πραξικοπήματος εξολοθρεύοντας όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους και στη συνέχεια έδωσε το χέρι του προς τον απλό λαό, χωρίς προφανή λόγο, κι ένωσε την Αττική κάτω από τον ίδιο, πετυχένοντας δίκαιη σύμβαση με όλες τις πλευρές.
Μετά το θάνατο του Θησέα κι αφού πέρασαν πολλές γενιές κατώτερων από αυτών αρχόντων, το πολίτευμα των Αθηνών είχε διαμορφωθεί περίπου ως εξής:
Υπήρχε ολιγαρχία:
Τα δημόσια αξιώματα καταλαμβάνονταν βάσει της αριστοκρατικής καταγωγής ή του πλούτου. Στην αρχή μάλιστα ισόβεια κι αργότερα για δέκα χρόνια. (το σχολικό βιβλίο της Α Γυμνασίου λέει “επί μία δυναστεία” λες και μιλάμε για αυτοκράτορες στην Κίνα… αυτό ως σχόλιο)
ολόκληρη η γη ανήκε σε λίγους
όποιος ήθελε να καλλιεργεί έπρεπε να καταβάλει μίσθωμα στον μεγαλοκτηματία
όποιος δεν κατάφερνε να τον εξοφλήσει γινόταν δούλος κι αυτός και τα παιδιά του
όλα τα δάνεια συνάπτονταν με υποθήκη την ελευθερία
οι φτωχοί, οι γυναίκες και τα παιδιά τους ήταν δούλοι των πλουσίων κι όνομάζονταν πελάτες ή εκτήμοροι
Όμως υπήρχαν διάφορα αξιώματα, τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα εκ των οποίων ήταν:
του βασιλιά – υπήρχαν 4 φυλοβασιλείς, όσες ήταν και οι φυλές και ήταν αξίωμα πατροπαράδοτο
του πολέμαρχου – που ιδρύθηκε επειδή ορισμένοι βασιλείς έδειξαν μαλθακότητα στα πολεμικά
και του άρχοντα – όταν τον καιρό του Ακάστου οι απόγονοι του Κόδρου αποσύρθηκαν από τη βασιλεία, πήραν συμπληρωματικές αρμοδιότητες (θρησκευτικές κι άλλες)
Υπήρχαν λοιπόν μακροχρόνιες διαμάχες μεταξύ των πλουσίων-ευγενών και του απλού λαού που με τη βοήθεια ορισμένων νεο-πλουτων βιοτεχνών κι εμπόρων, διεκδικούσαν μερίδιο στην εξουσία.
Στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. ήταν φανερό πλέον ότι η Αθήνα είχε ανάγκη από νέους νόμους, γιατί τους παλιούς τους ερμήνευε κατά βούληση η ολιγαρχία -μιας και δεν ήταν γραπτοί-. Ανέθεσαν λοιπόν στον Αθηναίο Δράκοντα το 624 π.Χ. να νομοθετήσει. Οι νόμοι του γράφτηκαν σε μαρμάρινες πλάκες και τοποθετήθηκαν στην αγορά, για να μπορεί ο καθένας να τις διαβάζει. Οι πλάκες αυτές ονομάστηκαν θεσμοί.
Οι νόμοι όμως του Δράκοντα ήταν υπερβολικά σκληροί κατά κοινή ομολογία. Δηλαδή τιμωρούσε με τον ίδιο τρόπο διαφορετικά αδικήματα. Παρόλαυτά διαχώρισε το φόνο εκ προμελέτης με το φόνο εξ’αμελείας, πράγμα πρωτοποριακό. Πέραν όμως από τους νόμους του, ο Δράκοντας έκανε και κοινωνικές και πολιτειακές μεταρρυθμίσεις. Για να δούμε ποιές ήταν αυτές:
Πολίτης πλέον θεωρείται όποιος είναι σε θέση να φέρει όπλα.
Οι 9 άρχοντες και οι ταμίες – εκλέγονται από όσους κατέχουν περιουσία τουλάχιστον 10 μνών.
Οι στρατηγοί και οι Ίππαρχοι – εκλέγονται από αυτούς που αποδεδειγμένα έχουν περιουσία άνω των 100 μνων κι έχουν γνήσια παιδιά από νόμιμο γάμο, μεγαλύτερα των 10 ετών.
Υπήρχαν κι άλλοι κατώτεροι αξιωματούχοι.
Επίσης ο Δράκων συγκρότησε και Βουλή με 400 + 1 πολίτες. Η επιλογή γινόταν από ένα σώμα πολιτών με κλήρωση, που είχαν κλείσει τα 30 τους χρόνια, ενώ κανείς δεν επιτρεπόταν να εκλέγεί δεύτερη φορά στο ίδιο αξίωμα, αν προηγουμένως δεν είχαν περάσει από αυτό όλοι οι πολίτες.
Ένα επίσης πρωτοποριακό για την εποχή του -αλλά και για σήμερα όπως φαίνεται- μέτρο ήταν να θεσπίσει πρόστημο σε όποιον έλλειπε από τη βουλή ανάλογο του εισοδήματός του:
Τέλος έδωσε εποπτικό ρόλο στη βουλή του Άρειου Πάγου. Πιο συγκεκριμένα:
Ήταν φύλακας των νόμων
Επέβλεπε τους αξιωματούχους ώστε να κυβερνούν σύμφωνα με τους νόμους
Κάποιος που θεωρούσε πως αδικήτω, μπορούσε να το καταγγείλει στον Άριο Πάγο, υποδεικνύοντας το νόμο κατά παράβαση του οποίου αδικήτω.
Όμως ο Δράκοντας δεν άλλαξε τους όρους δανειοδότησης από τους πλούσιους. Δηλαδή εξακολουθούσαν τα δάνεια να συνάπτονται με υποθήκη την ελευθερία και η γη συνέχιζε να ανήκει σε λίγους.
Επειδή οι πολλοί ήταν δούλοι των λίγων, εξεγέρθηκε ο δήμος εναντίον των ευγενών. Κι επειδή η σύγκρουση ήταν βίαιη και για τις δυο παρατάξεις και μάχονταν για πολύ καιρό, επέλεξαν από κοινού το Σόλωνα ως μεσολαβητή κι άρχοντα και του ανέθεσαν την οργάνωση της πολιτείας. Τότε ο Σόλωνας, λειτουργώντας ως διαιτητής, παρακίνησε και τους δυο να σταματήσουν τη φιλονικία.
Ο Σόλωνας ήταν από τους πρώτους πολίτες στην καταγωγή και στη φήμη (ανήκε στη γενιά του Κόδρου), αλλά κατά την περιουσία και τη θέση ανήκε στη μεσαία τάξη και θεωρούσε υπαίτιους της φιλονικίας αυτήτς τους πλούσιους.
Όταν ο Σόλων λοιπόν έγινε κύριος των πολιτικών πραγμάτων, ελευθέρωσε το δήμο και στο παρόν και στο μέλλον, απαγορεύοντας το δανεισμό με υποθήκη την ελευθερία και πραγματοποίησε παραγραφές των χρεών, τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημοσίων, οι οποίες αποκαλούνται ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ επειδή απέλεσαν τα βάρη (άχθος).
Από τους νόμους του Δράκοντα κράτησε αυτούς μόνο που αφορούσαν στο φόνο
Ανέγραψε τους νέους νόμους σε κύβρεις και τους σφράγισε για 100 χρόνια
Ρύθμισε το πολίευμα με τον εξής τρόπο:
Χώρισε τους πολίτες σε 4 τάξεις, ανάλογα με το εισόδημά τους: τους πεντακοσιομέδημνους, τους ιππείς ή τριακοσιομέδιμνους, τους ζευγίτες και τους θήτες.
Από τις 3 πρώτες τάξεις όρισε να εκλέγονται όσοι ασκούν τις σημαντικότερες εξουσίες, δηλαδή των 9 αρχόντων, των ταμίων, των πωλητών κι άλλων.
οι θήτες είχαν μόνο συμμετοχή σε λαϊκές συνελεύσεις και λαϊκά δικαστήρια (μάλλον στην Ηλιαία).
Ο Σόλωνας όρισε να αναδεικνύονται με κλήρωση οι άρχοντες από ένα κατάλογο υποψηφίων που εκλέγονται από κάθε φυλή. Για το θεσμό των 9 αρχόντων κάθε φυλή πρότεινε από 10 υποψηφίους και η κλήρωση γινόταν ανάμεσα σε αυτούς. Παλαιότερα, ο Άρειος Πάγος έκρινε ποιό από τα μέλη του θα γινόταν άρχων και του ανέθετε την αντίστοιχη εξουσία για ένα χρόνο.
Ίδρυσε επίσης τη βουλή των 400, εκατό από κάθε φυλή κι ανέθεσε στη βουλή του Άρειου Πάγου να ελέγχει την τήρηση των νόμων και να παραμείνει φύλακας των νόμων όπως ήταν και πριν. Δηλαδή οι Αρεοπαγίτες μπορούσαν να εγκαλούν όσους έσφαλαν έχοντας απόλυτο δικαίωμα να επιβάλουν χρηματικές κι άλλες ποινές. Επίσης δίκαζε όσους συνωμοτούσαν για την κατάλυση της δημοκρατίας σύμφωνα με το νόμο περί εισαγγελείας που είχε θεσπίσει γι’αυτούς ο Σόλωνας.
Για τις συχνές εμφύλιες διαμάχες όρισε τα εξής:
όποιος κατά τη διάρκεια των ταραχών, δεν λαμβάνει τα όπλα υπέρ της μιας ή της άλλης μερίδας να κηρύσσεται άτιμος και να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα.
κι αυτό το όρισε έτσι επειδή κάποιοι πολίτες, από ραθυμία, άφηναν τα πράγματα στην τύχη τους.
Έκανε επίσης και νομισματική μεταρρύθμιση πέραν της σεισάχθειας. Και φαίνεται πως από το πολίτευμα του Σόλωνος 3 μέτρα είναι τα πιο δημοκρατικά:
Πρώτο και σπουδαιότερο, η απαγόρευση του δανεισμού με ενέχυρο την ελευθερία
Δεύτερο, το δικαίωμα που έδωσε σε όποιον ήθελε να υποβάλει αγωγή υπέρ των αδικουμένων.
Τρίτο, έδωσε το δικαίωμα έφεσης στο λαϊκό δικαστήριο – πράγμα που έδωσε μεγάλη δύναμη στο λαό, διότι όταν ο δήμος γίνεται κύριος της ψήφου, γίνεται κύριος και της πολιτείας.
Μετά από αυτά, ο Σόλων, έφυγε για 10 χρόνια λέγοντας πως δεν ήθελε να βρίσκεται ο ίδιος εκεί και να εξηγεί τους νόμους, αλλά καθένας όφειλε να τηρεί τα θεσπισμένα.
Όταν αναχώρησε ο Σόλων από την πόλη, μολονότι ήταν ακόμη ταραγμένη, επί τέσσερα χρόνια επικρατούσε ησυχία. Αλλά τον 5ο χρόνο μετά από αυτό δεν υπήρξε άρχοντας (585 π.Χ.). Αργότερα εκλέχθηκε άρχοντας ο Δαμασίας κι άσκησε την εξουσία για 2 χρόνια και 2 μήνες, εως ότου καθαιρέθηκε δια της βίας.
Αργότερα λόγω της εμφύλιας διαμάχης, αποφάσισαν να εκλέξουν 10 άρχοντες, πέντε από τους ευπατρίδες, τρείς από τους γεωργούς και δύο από τους τεχνίτες κι αυτοί άσκησαν την εξουσία για έναν χρόνο. Όλα αυτά δείχνουν ότι ο άρχων είχε μεγάλη δύναμη, διότι γίνονταν αδιάκοπα διαμάχες γιαυτό το αξίωμα και συγκρούονταν μεταξύ τους συνεχώς:
Άλλοι έβρισκαν ως λόγο και πρόφαση την παραγραφή των χρεών – γιατί είχαν περιέλθει σε ένδεια εξαιτίας της.
Άλλοι ήταν δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα, επειδή είχε περιέλθει σε αυτό μεγάλη μεταβολή.
Μερικοί τέλος έρχονταν σε σύγκρουση από προσωπικές φιλονικίες.
Εκείνη την περίοδο λοιπόν τρείς ήταν οι φατρίες και είχαν πάρει τα ονόματά τους από τους τόπους που καλλιεργούσαν:
των παραλίων, με επικεφαλής τον Μεγακλή, γιο του Αλκμέωνος, που φαίνεται να επεδίωκαν τη μέση μορφή του πολιτεύματος
των πεδιακών, με αρχηγό το Λυκούργο, που επιζητούσαν το ολιγαρχικό πολίτευμα
και των διακρίων, με επικεφαλής τον Πεισίστρατο, που θεωρούνταν κατεξοχήν φίλος του λαού. Σε αυτή τη φατρία ανήκαν εκείνοι που είχαν απαλλαγεί από τα χρέη τους κι εκείνοι που δεν είχαν και τους δυο γονείς ελεύθερους κι ανήκαν εκεί εξαιτίας του φόβου τους.
Ο Πεισίστρατος είχε διακριθεί στον πόλεμο κατά των Μεγαρέων. Κατόρθωσε τραυματίζοντας ο ίδιος τον εαυτό του να πείσει το δήμο να του παραχωρήσει σωματοφυλακή, δήθεν για προστασία από τους αντιπάλους του. Με τη βοήθεια αυτών, επαναστάτησε ενάντια στο δήμο και κατέλαβε την ακρόπολη 32 χρόνια μετά τη θέσπιση των νόμων από το Σόλωνα.
Και λέγεται πως όταν ο Πεισίστρατος ζήτησε φρουρά, ο Σόλων -που τότε είχε επιστρέψει- αντιτάχθηκε στο αίτημά του αυτό και δήλωσε πως ο ίδιος ήταν σοφότερος από αυτούς που δεν καταλάβαιναν πως ο Πεισίστρατος επεδίωκε την τυραννία και γενναιότερος από εκείνους που το γνώριζαν και σιωπούσαν. Επειδή όμως δεν τους έπειθε με τα λόγια, σήκωσε τα όπλα του και τα κρέμασε έξω από την πόρτα του, λέγοντας ότι ο ίδιος είχε βοηθήσει την πατρίδα του όσο του ήταν δυνατό (γιατί ήταν ήδη πολύ γέρος) και τώρα είχε την αξίωση και οι άλλοι να κάνουν το ίδιο.
Αλλά οι εκκλήσεις του Σόλωνα δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και ο Πεισίστρατος κατέλαβε την εξουσία. Πριν ριζώσει όμως η νέα διακυβέρνηση, ο Μεγακλής ήρθε σε συμφωνία με το Λυκούργο και τον έδιωξαν από την πόλη, έξι χρόνια μετά την πρώτη άνοδό του. Δώδεκα χρόνια αργότερα όμως ο Πεισίστρατος επανήλθε, με τη βοήθεια του Μεγακλή που αναγκάστηκε κάτω από την πίεση των φατρίων να υποκύψει. Και τον έφερε στην πόλη με άρμα που το οδηγούσε μια κοπέλα που την έντυσαν θεά Αθηνά, για να δείξουν πως η επιστροφή του Πεισίστρατου ήταν θέλημα της θεάς κι ο λαός τον υποδέχθηκε υποκλινόμενος με δέος.
Ο Πεισίστρατος εγκαθίδρυσε εξαρχής τυραννικό πολίτευμα. Διοικούσε όμως την πόλη με μετριοπάθεια και μάλλον ως πολιτικός παρά ως τύραννος. Γενικά ήταν φιλάνθρωπος, πράος και φιλέσπλαχνος στους παραβάτες και μάλιστα δάνειζε χρήματα στους απόρους για τις ιδιωτικές τους εργασίες, ώστε να συντηρούνται όσο καλλιεργούσαν τη γη. Κι αυτό το έκανε για δύο λόγους κυρίως:
Πρώτον, για να μην παραμένουν στο άστυ, αλλά να είναι διεσπαρμένοι στο ύπαιθρο
Δεύτερον, για να έχουν πόρους και να επιδίδονται στις δικές τους ιδιωτικές υποθέσεις ώστε να μην έχουν την επιθυμία, ούτε το χρόνο να ασχοληθούν με τα κοινά.
Ταυτόχρονα όμως αύξανε τα δικά του έσοδα, γιατί εισέπρατε ως φόρο το ένα δέκατο της σοδείας (τη λεγόμενη δεκάτη).
Με την ίδια λογική οργάνωνε τα κατά δήμους δικαστήρια κι ο ίδιος έβγαινε συχνά στην ύπαιθρο για να επιβλέπει και να επιλύει τις διαφορές, ώστε να μην κατεβαίνουν οι αγρότες στο άστυ και να παραμένουν στις δουλειές τους.
Και λένε πως σε μια από τις εξόδους του Πεισίστρατου του συνέβη το εξής περιστατικό με ένα γεωργό που καλλιεργούσε στον Υμηττό:
Βλέποντας ο Πεισίστρατο κάποιον να σκάβει και να καλλιεργεί ένα κομμάτι γης που ήταν σκέτη πέτρα, απόρησε και πρόσταξε τον δούλο του να ρωτήσει τί παράγει εκείνη η περιοχή. Κι εκείνος αποκρίθηκε “μόνο βάσανα και πόνους. Κι από τα βάσανα και τους πόνους πρέπει ο Πεισίστρατος να λάβει τη δεκάτη…”. Ο άνθρωπος βέβαια δεν ήξερε σε ποιόν μιλούσε, αλλά ο Πεισίστρατος ευχαριστήθηκε από την παρρησία και την φιλεργία του και τον απάλλαξε από κάθε φόρο.
Το σπουδαιότερο από όσα λένε γι’αυτόν είναι η αγάπη του προς το λαό και η φιλανθρωπία του. Εκείνο που ήθελε είναι να διευθετεί όλα τα ζητήματα σύμφωνα με τους νόμους, χωρίς να διεκδικεί κανένα πλεονέκτημα για τον εαυτό του.
Βλέπουμε λοιπόν πως ο Πεισίστρατος κρατούσε τους πολίτες διεσπαρμένους, μακριά από το άστυ κι απασχολημένους ώστε να μην έχουν το χρόνο να σκέφτονται ή να συναθροίζονται. Μια τακτική που ακολουθείται και σήμερα. Κι επίσης πλούτιζε από τον κόπο των πολιτών, πράγμα που συμβαίνει και σήμερα, αλλά απέδιδε το δίκαιο σε τοπικά δικαστήρια και επιβραβευε την αρετή, πράγμα που φυσικά και δεν συμβαίνει σήμερα…
Ο Κλεισθένης γεννήθηκε το 570 π.Χ. και καταγόταν από το γένος των Αλκμεωνίδων. Πατέρας του ήταν ο Μεγακλής, αρχηγός των παραλίων, δηλαδή ανήκε στη μεσαία τάξη. Μητέρα του ήταν η Αγαρίστη, θυγατέρα του επίσης Κλεισθένους, τυράννου της Σικυώνος.
Μετά την κατάλυση της τυραννίδας, ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα στον Ισαγόρα, γιο του Τεισάνδρου, που ήταν φίλος των τυράννων και του Κλεισθένη. Κι επειδή ο Κλεισθένης υστερούσε σε πολιτικές φατρίες, προσεταιρίστηκε το δήμο, υποσχόμενος πως θα δώσει σ’αυτόν τη διακυβέρνηση της πόλης. Τότε ο Ισαγόρας που πλέον υστερούσε σε δύναμη, καλεί σε βοήθεια τον Κλεομένη (Σπαρτιάτη Βασιλιά) που ήταν φίλος του από φιλοξενία, με την πρόφαση πως πρέπει να εξαγνίσει την πόλη από τους Αλκμεωνίδες. Πράγματι ο Κλεομένης τον βοήθησε ερχόμενος ο ίδιος με ολιγάριθμο στρατό. Ο Κλεισθένης κατάφερε να ξεφύγει και ο Ισαγόρας μαζί με τον Κλεομένη εξόρισε 700 οικογένειες ως εναγείς.
Κι όταν έκανε αυτά, επιχείρησε να διαλύσει τη βουλή και να εγκαταστήσει τον Ισαγόρα κι άλλους 300 οπαδούς του στην εξουσία. Τότε όμως η βουλή αντιστάθηκε, ο δήμος συναθροίστηκε και πολιόρκησαν τον Κλεομένη και τον Ισαγόρα στην ακρόπολη, όπου πρόλαβαν να μπουν. Τους πολιορκούσαν επί δύο μέρες και την τρίτη παραδόθηκαν και κάλεσαν τον Κλεισθένη και τους εξόριστους πίσω.
Έτσι ο Κλεισθένης έγινε προστάτης του δήμου κι αρχηγός των δημοκρατικών.
Ο Κλεισθένης έκανε τα εξής:
Χώρισε τους Αθηναίους σε 10 φυλές, αντί για 4 θέλοντας να τους αναμείξει, ώστε να μετέχουν περισσότεροι στη διακυβέρνηση του κράτους.
Θέσπισε να έχει η βουλή 500 μέλη (από 400), δηλαδή 50 ανά φυλή (από 100 που ήταν πριν).
Διαίρεσε την Αττική σε 30 δήμους, δέκα του άστεως, δέκα της παραλίας και δέκα των μεσογείων και κατένειμε με κλήρο από 3 δήμους σε κάθε φυλή, ώστε κάθε φυλή να περιέχει μέλη από διάφορα μέρη.
Με αυτόν τον τρόπο κατέστησε συνδημότες όλους όσους κατοικούσαν σε ένα δήμο κι όρισε δημάρχους αντικαθιστώντας τους ναύκραρους. Ονομάτησε τους δήμους με ονομασίες που προέρχονταν είτε από τις τοποθεσίες τους, είτε από τους ιδρυτές τους -διότι δεν αντιστοιχούσαν όλοι οι δήμοι σε τοποθεσίες-. Επίσης άφησε τα γένη και τις φατρίες ως έχουν, όπως και τους θρησκευτικούς θεσμούς, ενώ οι επώνυμοι των 10 φυλών ήταν 10 ήρωες από κατάλογο 100 που προέκρινε η Πυθία.
Εως τότε έργο της βουλής ήταν να προετοιμάζει αυτά που θα συζητούσε η εκκλησία του δήμου. Πλέον η εκκλησία του δήμου μπορούσε να επικυρώσει ή να ακυρώσει αποφάσεις καταδίκης σε θανατική ποινή τις οποίες είχε πάρει ο Άρειος Πάγος.
Από κοινωνικής άποψης, το σημαντικότερο μέτρο ήταν η πολιτικογράφηση όλων των μετοίκων και των απελεύθερων, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός κατοίκων της Αττικής να αποκτήσει δικαιώματα Αθηναίου πολίτη.
Για την εκλογή των στρατηγών όρισε να εκλέγεται ένας από κάθε φυλή κι αρχηγός του στατού να είναι ο πολέμαρχος. Για την εκλογή των αρχόντων όρισε να γίνεται με κλήρωση, ενώ εως τότε ήταν αιρετοί. Επίσης οι βουλευτές έπαψαν να εκλέγονται μόνο από την τάξη των πεντακοσιομεδίμνων κι εκλέγονταν πλέον κι από τους τριακοσιομέδιμνους κι από τους ζευγίτες. Μόνο η τάξη των θητών, έτσι ακριβώς όπως τις είχε διαχωρίσει ο Σόλωνας, δεν είχε δικαίωμα στο εκλέγην.
Για να προστατέψει το πολίτευμα από την πιθανότητα επιβολής τυραννίδας, απομάκρυνε από την κορυφή της πολιτείας τον επώνυμο άρχοντα και τον αντικατέστησε με έναν απλό βουλευτή από τους 500, ο οποίος επιλέγεται με κλήρο κι αλλάζει κάθε μέρα κι όχι κάθε χρόνο.
Άλλο ένα μέτρο για την προστασία του πολιτεύματος ήταν ο οστρακισμός, και πρωτοεφαρμόστηκε 2 χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα όταν είχε αναθαρίσει ο λαός. Ο θεσμός του οστρακισμού είχε ως εξής:
Οι κάτοικοι της Αττικής μπορούσαν να γράψουν πάνω σε ένα όστρακο το όνομα όποιου θεωρούνταν απειλή για το πολίτευμα. Αν οι ψήφοι έφταναν τις 6000 τότε ο άνθρωπος αυτός εξοριζόταν από την Αθήνα για 10 χρόνια, χωρίς όμως να χάσει ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα, ούτε την περιουσία του, δεδομένου ότι μπορούσε να επιστρέψει νωρίτερα με την ίδια διαδικασία ή με το πέρας των δέκα ετών.
Μετά την καθιέρωση των μέτρων ο Κλεισθένης εξαφανίστηκε από την πολιτική ζωή της Αθήνας και καμία πηγή δεν αναφέρει πώς πέθανε…
Το 483 π.Χ. επί άρχοντος Νικοδήμου, βρέθηκαν τα Μεταλλεία στα Μαρώνεια κι απέκτησε η Αθήνα πλεόνασμα 100 ταλάντων από την εκμετάλλευσή τους κι ενώ μερικοί συμβούλευαν να μοιραστούν τα χρήματα στο λαό, ο Θεμιστοκλής το εμπόδισε, χωρίς να πει για πιο σκοπό θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα.
Παρακινούσε μόνο τους Αθηναίους να δανείσουν από ένα τάλαντο στον καθένα από τους πιο πλούσιους πολίτες κι έπειτα αν αυτοί δαπανούσαν το ποσό αυτό με ικανοποιητικό τρόπο η δαπάνη να επιβαρύνει την πόλη, ειδάλως να απαιτηθεί η επιστροφή των χρημάτων από εκείνους που τα είχαν δανειστεί.
Και παίρνοντας τα χρήματα με αυτούς τους όρους, ναυπήγησε τις 100 τριήρεις με τις οποίες ναυπήγησαν οι Αθηναίοι ενάντια των Περσών στη Σαλαμίνα λίγα χρόνια αργότερα.
Τον ίδιο καιρό εξοστρακίστηκε ο Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου, ο επονομαζόμενος κι ως Δίκαιος Αριστείδης.
Ως τότε λοιπόν έτσι προχώρησε η πόλη, αναπτυσσόμενη σιγά σιγά μαζί με τη δημοκρατία.
Και μετά τα Μηδικά, απέκτησε νέα δύναμη η βουλή του Αρείου Πάγου κι άρχισε να διοικεί την πόλη, χωρίς να λάβει την εξουσία με κάποια επίσημη απόφαση, αλλά μόνο επειδή έγινε αιτία της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα. Διότι όταν οι στρατηγοί περιήλθαν σε πλήρη αδυναμία να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και κήρυξαν να σώσει ο καθένας τον εαυτό του, ο Άρειος Πάγος βρήκε τους πόρους να μοιράσει από 8 δραχμές στον κάθε πολίτη και παρακίνησε το λαό να επιβιβαστεί στα πλοία.
Γι’αυτό το λόγο λοιπόν οι Αθηναίοι παραχώρησαν στον Άρειο Πάγο την εξουσία κι εκείνη την εποχή η Αθήνα διοικήθηκε καλά. Γιατί σε εκείνη την εποχή και στον πόλεμο διέπρεψε και οι Έλληνες την είχαν σε υπόληψη και κυριάρχησε στη θάλασσα ενάντια στη θέληση των Λακεδαιμονίων.
Προστάτες του δήμου εκείνη την εποχή ήταν ο Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου, και ο Θεμιστοκλής ο γιος του Νεοκλή. Ο Θεμιστοκλής διακρινόταν για την ικανότητά του στα πολεμικά, ενώ ο Αριστείδης ασχολούνταν με τα πολιτικά και ξεχώριζε ανάμεσα στους σύγχρονούς του για το αίσθημα δικαιωσύνης του. Γι’αυτό και οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν τον έναν ως στρατηγό και τον άλλο ως σύμβουλο.
Έτσι μολονότι ήταν αντίπαλοι, διηύθυναν από κοινού την ανοικοδόμηση των τοιχών. Προκειμένου όμως για την αποστασία των Ιώνων από τη συμμαχία των Λακεδαιμονίων, ήταν ο Αριστείδης που την κίνησε εκμεταλλευόμενος την ανυποληψία στην οποία είχαν περιπέσει οι Λακεδαιμόνιοι λόγω του Παυσανία. Γιαυτό και ήταν εκείνος που επέβαλε τους πρώτους φόρους στις πόλεις, δυο χρόνια μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας και πρότεινε στους Ίωνες τον όρκο ότι θα έχουν τους ίδιους φίλους κι εχθρούς με τους Αθηναίους και τον επικύρωσαν ρίχνοντας στο πέλαγος ένα πυρωμένο κομμάτι σίδερο.
Όταν πια τα πράγματα είχαν ανακάμψει και είχαν συγκεντρωθεί πολλά χρήματα, ο Αριστείδης άρχισε να παρακινεί τους πολίτες να γίνουν ηγεμόνες της συμμαχίας κι αφήνοντας τους αγρούς, να εγκατασταθούν στο άστυ. Εκεί, έλεγε, όλοι θα έβρισκαν πόρους ζωής, είτε μετέχοντας σε εκστρατείες, είτε φρορώντας τη χώρα, είτε ασχολούμενοι με τα κοινά. Έτσι θα εξασφάλιζαν την αρχηγία της συμμαχίας. Πείστηκαν οι Αθηναίοι κι αφού κέρδισαν την αρχηγία, άρχισαν να φέρονται πιο δεσποτικά από όλους τους συμμάχους, εκτός από τους Χίους, τους Λέσβιους και τους Σαμίους. Αυτούς τους χρησιμοποιούσαν ως φύλακες της εξουσίας τους αφήνοντάς τους να διατηρούν το προηγούμενο πολίτευμά τους και να εξουσιάζουν όλους τους υπηκόους τους.
Κι έδωσαν στο λαό τα μέσα να ζεί άνετα, όπως τους είχε εισηγηθεί ο Αριστείδης, γιατί από τους φόρους, τους δασμούς και τις συμμαχικές εισφορές συντηρούνταν πολλοί.
Έτσι λοιπόν συντηρούταν ο δήμος και η εξουσία του Αρείου Πάγου διατηρήθηκε για περίπου 17 χρόνια, αν και παρακμάζοντας λίγο-λίγο. Και καθώς αυξανόταν η δύναμη του λαού έγινε προστάτης του δήμου ο Εφιάλτης ο γιος του Σωφωνίδη, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τη φήμη του ως αδωροδόκητου και δίκαιου στη διαχείριση των κοινών, επιτέθηκε εναντίον της βουλής. Πρώτα από όλα καθαίρεσε πολλούς από τους Αρεοπαγίτες εισάγοντάς τους σε δίκη για τον τρόπο που είχαν διοικήσει. Έπειτα στέρησε από τη βουλή του Αρείου Πάγου όλα τα πρόσθετα προνόμια που την καθιστούσαν θεματοφύλακα του πολιτεύματος και παραχώρησε κάποια από αυτά στη βουλή των 500, άλλα στο δήμο κι άλλα στα δικαστήρια. Σε όλα αυτά συνυπαίτιος στάθηκε ο Θεμιστοκλής.
Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν η βουλή των Αρεοπαγιτών έχασε την εποπτεία του πολιτεύματος. Ύστερα όμως σημειώθηκε μεγάλη χαλάρωση του πολιτεύματος λόγω τις προσπάθειας μερικών να γίνουν αρχηγοί το λαού. Γιατί εκείνον τον καιρό οι επιφανείς πολίτες δεν είχαν αρχηγό -ο Κίμων, ο γιος του Μιλτιάδη, ήταν ακόμη νέος-. Και γενικά η διακυβέρνηση της πόλης ασκούνταν χωρίς την προηγούμενη προσοχή στην τήρηση των νόμων.
Μετά από δύο χρόνια, οι πολίτες άκουσαν τον Περικλή κι αποφάσισαν να μην παρέχουν πολιτικά δικαιώματα παρά μόνο σε εκείνους που είχαν και τους δυο γονείς τους Αθηναίους
Ο Περικλής (από τις λέξεις περί και κλέος δηλαδή o περιτριγυρισμένος από δόξα) ήταν γιός του Ξάνθιππου που ήταν ο επίσης πολιτικός και στρατηγός και της Αγαρίστης από το γένος των Αλκμεωνίδων. Θείος του Περικλή από την πλευρά της μητέρας του ήταν ο Κλεισθένης.
Και ύστερα ανέλαβε την ηγεσία του λαού ο Περικλής και το πολίτευμα έγινε ακόμη πιο δημοκρατικό. Διότι αφαίρεσε μερικές εξουσίες από τον Άρειο Πάγο και παρακίνησε τους πολίτες να στραφούν προς τη ναυτική δύναμη, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ο λαός μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και να πάρει όλη την εξουσία στα χέρια του.
Και 49 χρόνια μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κατά τη διάρκεια του οποίου οι πολίτες κλείστηκαν στο άστυ και συνηθισμένος να παίρνει μισθό για τις εκστρατείες αναγκάστηκε θέλοντας και μη, να διοικήσει ο ίδιος την πόλη.
Πρώτος ο Περικλής καθιέρωσε το δικαστικό μισθό για να ανταγωνιστεί τη δημοτικότητα του Κίμωνα. Ο Κίμωνας κέρδιζε τη συμπάθεια με γενναιοδωρίες. Γιατί ο Κίμων διέθετε περιουσία τυράννου κι αφ’ενός διαχειριζόταν λαμπρά τις δημόσιες υποθέσεις κι αφ’ετέρου συντηρούσε πολλούς από τους συνδημότες του: όποιος ήθελε μπορούσε να πηγαίνει σπίτι του και να παίρνει τα απαραίτητα για τις καθημερινές του ανάγκες κι ακόμα τα κτήματα του Κίμωνα ήταν όλα άφρακτα, ώστε να μπορεί όποιος το επιθυμεί να παίρνει τους καρπούς του.
Ο Περικλής, που υστερούσε σε μέσα και παροχές δέχτηκε τη συμβουλή του Δαμωνίδη από την Οία, δηλαδή να δίνει στο λαό αυτά που του ανήκαν μιας και δεν μπορούσε να τον συντέξει εξ’ιδίων. Έτσι καθιέρωσε το δικαστικό μισθό. Όμως το μέτρο αυτό χειροτέρεψε τα πράγματα, επειδή άνθρωποι τυχάρπαστοι προσέρχονταν κάθε φορά στην κλήρωση με μεγαλύτερη προθυμία από τα διακεκριμένα πρόσωπα. Από τότε μάλιστα άρχισε και η δωροδοκία των δικαστών.
Είναι πραγματικά πολλοί εκείνοι που έγραψαν για το δημοκρατικό πολίτευμα της εποχής του Περικλή, αλλά ίσως ο πιο χαρακτηριστικός από όλους, εκείνος που πραγματικά υπήρξε ένας εραστής της δημοκρατίας και θαυμαστής της προσωπικότητας του Περικλή, είναι ο Θουκυδίδης. Ο Επιτάφιός του, είναι φαινομενικά αφιερωμένος στους νεκρούς του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου, στην πραγματικότητα όμως είναι ένας ύμνος στη δημοκρατία της Αθήνας. Ο ίδιος βέβαια ο ιστορικός, σκιαγραφώντας το πορτρέτο του Περικλή, λέει ότι δημοκρατία λεγόταν βέβαια το πολίτευμα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν η εξουσία του πρώτου άντρα της πόλης, του Περικλή. Εκείνου που αγαπούσε πολύ την Αθήνα και που φρόντιζε να την οδηγεί πάντα στο σωστό δρόμο, ακόμη κι αν χρειαζόταν για αυτό να πει στους συμπολίτες του πράγματα που δεν τους άρεσαν και που δεν ήθελαν να ακούσουν. Γιατί τον Περικλή, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει με κάθε καλό πολιτικό, δεν τον ενδιέφερε, όπως λέει ο ιστορικός, να κολακεύει το πλήθος, αλλά να υπηρετήσει όσο πιο σωστά μπορούσε την πατρίδα του. Ήταν πραγματικά ένας χαρισματικός ηγέτης, που ήξερε το σωστό και μπορούσε να πείσει το λαό της Αθήνας για αυτό.
Ο Περικλής, διαθέτοντας την επιβολή που αντλούσε από το κύρος του και την πνευματική του υπεροχή και επειδή είχε αποδειχτεί αναμφισβήτητα εντελώς αδωροδόκητος, κρατούσε χωρίς καταναγκασμό το λαό στην εξουσία του δεν ήταν το πλήθος που του επέβαλε τις αποφάσεις, αλλά περισσότερο αυτός το καθοδηγούσε. Και αυτό, γιατί η πολιτική του δύναμη δεν προερχόταν από άπρεπες πηγές, ώστε να νιώθει την ανάγκη να τους μιλά κολακευτικά, αλλά το κύρος του τού έδινε τη δυνατότητα να λέει σε ορισμένα θέματα τα αντίθετα, ώστε να προκαλεί την οργή τους. Έτσι, όποτε αντιλαμβανόταν ότι από υπερβολική αλαζονεία που δεν ταίριαζε στην περίπτωση έδειχναν θρασύτητα, με τις δημηγορίες του τους τιθάσευε ώστε να φοβηθούν. Κι όταν πάλι τους έπιανε παράλογος φόβος, αναστήλωνε ξανά το ηθικό τους. Λοιπόν, το όνομα του πολιτεύματος ήταν βέβαια δημοκρατία, όμως την εξουσία στην πραγματικότητα ασκούσε ο πιο άξιος πολίτης.
Και για όσο ο Περικλής ήταν προστάτης του δήμου τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, όταν πέθανε όμως ο Περικλής, έγιναν πολύ χειρότερα.
Ο Αριστοτέλης, στα Πολιτικά του, αναφερόμενος στα είδη της δημοκρατίας, λέει ότι υπάρχει μια μορφή δημοκρατίας, στην οποία υπέρτατη αρχή είναι ο νόμος, ενώ σε άλλο είδος, υπέρτατη αρχή είναι ο λαός. Σχετικά με αυτό το δεύτερο είδος αναφέρει:
«είναι η περίπτωση κατά την οποία τα ψηφίσματα έχουν μεγαλύτερη ισχύ από το νόμο αυτό συμβαίνει στην πόλη όταν υπάρχουν και δρουν δημαγωγοί. Στις δημοκρατικές πόλεις που κυβερνιούνται κατά το νόμο, δεν κάνει ποτέ την εμφάνισή του ο δημαγωγός, αλλα είναι οι άριστοι πολίτες που έχουν την πρωτοκαθεδρία. Οι δημαγωγοί κάνουν την εμφάνισή τους εκεί όπου οι νόμοι δεν αποτελούν την υπέρτατη αρχή».
Ένα σωστό δημοκρατικό πολίτευμα πρέπει να φροντίζει για το κοινό καλό, αναγνωρίζοντας και προστατεύοντας συγχρόνως τα δικαιώματα του ανθρώπου – πολίτη του. Αν η Αθήνα κατάφερε να φτάσει σε τέτοιο σημείο ακμής την εποχή του Περικλή ήταν γιατί η σχέση πόλης-πολίτη ήταν αλληλένδετες. Ένας υπεύθυνος και σωστά διαμορφωμένος πολίτης τοποθετεί το καλό του συνόλου πάνω από το δικό του συμφέρον, επειδή καταλαβαίνει ότι αν το σύνολο δεν ευημερεί, μακροπρόθεσμα ούτε ο ίδιος θα ευημερεί. Και πάνω από όλα καταλαβαίνει ότι η δική του συμβολή είναι σημαντικότατη.
Η δημοκρατία χρειάζεται υπεύθυνους πολίτες. Πολίτες που να αναλαμβάνουν το μερίδιο της ευθύνης τους για όσα γίνονται, πολίτες που καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις και που κατανοούν σωστά το πνεύμα του εθελοντισμού σαν μια ανιδιοτελή προσφορά προς την κοινωνία. Πολίτες με ευρύτητα πνεύματος, απαλλαγμένους από φανατισμό, που ξέρουν να σέβονται την προσωπικότητα του διπλανού τους και να του αναγνωρίζουν το δικαίωμα να είναι διαφορετικός από αυτούς. Και από την άλλη μεριά, η πολιτεία οφείλει να σέβεται τους πολίτες της και να φροντίζει για το καλό όλων. Να δίνει σε όλους χωρίς διάκριση το δικαίωμα να μορφωθούν και να αναπτυχθούν ως προσωπικότητες. Να παρέχει ευκαιρίες για όλους και να στηρίζεται στην αξιοκρατία. Καθένας έχει μια θέση, ανεξάρτητα από το ποια είναι αυτή, στην οποία μπορεί να αποδώσει καλύτερα και να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο.
Το αθηναϊκό πολίτευμα όπως είχε διαμορφωθεί την εποχή του Αριστοτέλη
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου οι Αθηναίοι δημιούργησαν αντι-μακεδονικό συνασπισμό με την ελπίδα της απελευθέρωσης. Περιέργως σε αυτή την κρίσιμη καμπή για την ιστορία της δημοκρατίας, στρατηγός του εγχειρήματος ήταν ο Λεωσθένης, δηλαδή το σθένος του λαού. Η πρώτη μάχη μεταξύ Λεωσθένους και Αντιπάτρου δίδεται στις Θερμοπύλες με νικητές τους Αθηναίους. Όμως τελικά ηττούνται από τον ανώτερο μακεδονικό στρατό του Αντίπατρου κι αποδέχονται βαρείς όρους.
Τον Οκτώβρη του 322 π.Χ. εγκαθίσταται μακεδονική φρουρά στη Μουνιχία, καταλύεται η δημοκρατία και επιβάλλεται τιμοκρατία, δηλαδή να θεωρούνται πολίτες της Αθήνας οι έχοντες περιουσία τουλάχιστον 2.000 αττικών δραχμών.
Οι διώξεις των Δημοκρατικών Αθηναίων ήταν ανηλεείς. Ο Δημοσθένης που είχε κληθεί από την εξορία για να βοηθήσει την Αθήνα στις δύσκολες αυτές στιγμές πίνει δηλητήριο για να γλιτώσει τα φριχτά βασανιστήρια. Στον Υπερείδη ακρωτηριάζουν τη γλώσσα και εν συνεχεία τον θανατώνουν. Όλοι οι γνωστοί δημοκρατικοί διώκονται και θανατώνονται σε όλη την Ελληνική επικράτεια.
Την δημοκρατία την γεννούσε ο φτωχός Αθηναϊκός λαός. Ο Αντιπάτρος εκπάτρισαν μία ολόκληρη κοινωνική τάξη, τους Θήτες στα έλη της Θράκης.
Η δημοκρατία των Αθηναίων, η πολιτεία των απλών πολιτών είχε πεθάνει για πάντα.
Πηγή
Τί έκανε όμως αυτό το πολίτευμα τόσο φημισμένο κι επιθυμητό σε όλους Για δύο λόγους κυρίως: Πρώτον γιατί είναι συμφέρον για τους πολίτες να διοικούν και να αποφασίζουν για τον τόπο τους και δεύτερον γιατί στο παρελθόν υπήρξε μια λαμπερή εφαρμογή του δημοκρατικού πολιτεύματος κι αυτή η ανάμνηση λειτουργεί ως φάρος και πρότυπο για κάθε πολίτευμα στο παρόν και στο μέλλον. Και φυσικά μιλάμε για την αθηναϊκή δημοκρατία όπως διαμορφώθηκε στο Χρυσό αιώνα.
Τί έκανε όμως τους Αθηναίους να εφαρμόσουν αυτό το πολίτευμα κι όχι κάποιο άλλο; Είναι πράγματι τόσο λαμπερό όσο νομίζουμε; Σε τέτοιου είδους ερωτήματα δεν μπορούμε να απαντήσουμε παρά μόνο αν δούμε την ιστορική εξέλιξη των πολιτευμάτων στη συγκεκριμένη πόλη και πώς ακριβώς διαμορφώθηκε το πολίτευμα μετά από μια συνεχής διαμάχη για το τί είναι δίκαιο και συμφέρον για την πολιτεία να έχει ως πολίτευμα και ποιές ιστορικές συγκυρίες ευννόησαν τη μεταβολή του πολιτεύματος προς το δημοκρατικότερο ή προς την αριστοκρατία ή την τυραννία.
Εκ του αποτελέσματος, όλες αυτές οι μεταβολές αποδείχτηκαν “σωστές” γιατί κάθε φορά ήταν προς το συμφέρον της πολιτείας, ακόμη και στην περίοδο της τυραννίας του Πεισίστρατου η πόλη ευνοήθηκε, γιατί η ηθική του τυράννου, ως αποτέλεσμα της αγωγής που έδινε η πόλη στα παιδιά της, δεν του επέτρεπε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από το καλό της πόλης του, άσχετα αν οι προσωπικές του φιλοδοξίες τον ώθησαν σε προσωπικά πάθη, που οι συμπολίτες του τα βίωσαν με συγκεκριμένο τρόπο.
Ας αρχίσουμε όμως την ιστορία μας. Τα στοιχεία που παρατίθονται πάρθηκαν κυρίως από το “Αθηναίων πολιτεία” του Αριστοτέλη, το “οι ελληνικοί μύθοι” του Γκρέϊβς και την παγκόσμια ιστορία του Ουέλλς. Θα μιλήσουμε για την εγκατάσταση του Ίωνα στην Αττική, για τον τοπικό ήρωα-βασιλιά Θησέα που έδειξε το δρόμο προς τη δημοκρατία, το Δράκοντα, το Σόλωνα, τον Πεισίστρατο, τον Κλεισθένη, τον Άρειο Πάγο και τέλος τον Περικλή που έχει γίνει ένα είδος συμβόλου της αθηναϊκής δημοκρατίας και ευημερίας -κι όχι άδικα-, αλλά που αδικεί, κατά μίαν έννοια, εξέχοντες αθηναίους πολίτες όπως ο Αριστείδης ο Δίκαιος, ο Εφιάλτης και ο Κίμωνας.
0.) Η εγκατάσταση του Ίωνα
Ξεκινάμε με λίγη μυθολογία, όπως όλα πρέπει να ξεκινάνε. Ποιός ήταν ο Ίωνας και ποιό ήταν το γένος του; Το οικογενειακό του δέντρο ξεκινάει από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, γιο του Προμηθέα και κόρη Επιμηθέα -του αδελφού του Προμηθέα-. Όπως σίγουρα έχετε ακούσει ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα ήταν οι μόνοι άνθρωποι που ειδοποιήθηκαν για τον επερχόμενο κατακλυσμό που θα εξαπέλυε ο Δίας, με σκοπό να εξαφανίσει το παρηκμασμένο και ανήθικο πλέον, ανθρώπινο γένος. Αφορμή σε αυτό στάθηκε η ύβρις του Λυκάωνα και των υιών του, που ο πρώτος θυσίασε αγόρι προς τιμήν του και τιμωρήθηκε μετατρεπόμενος σε λύκο, ενώ τα παιδιά του δε δίστασαν να προσφέρουν στον ίδιο το Δία, που τους επισκέφτηκε μεταμορφωμένος σε ταξιδιώτη, εντόσθια του ενός αδερφού τους, ανακατεμένα με κατσίκας και αρνιού.
Το κατάλαβε ο Δίας, αναποδογύρισε το τραπέζι κι όταν επέστρεψε στον Όλυμπο αποφάσισε να δώσει τέλος σε αυτό το γένος των ανήθικων ανθρώπων. Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα όμως ειδοποιήθηκαν εγκαίρως από τον Προμηθέα και επέζησαν του κατακλυσμού που διήρκησε 9 ημέρες. Για να μην τα πολυλογούμε λοιπόν, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα απέκτησαν έναν γιό, τον Έλληνα. Αυτός παντρέυτηκε τη νύμφη Ορσηίδα κι από αυτήν απέκτησαν 3 παιδιά. Τον Αίολο, τον Ξούθο και το Δώρο. Ο Ξούθος εγκαταστάθηκε στην Αττική μετά την κατηγορία για κλοπή από τα αδέρφια του και παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα της Αθήνας, την Κρέουσα. Η Κρέουσα του χάρισε δύο γιούς τον Ίωνα και τον Αχαιό. Κατά τον αθηναϊκό μύθο ο Ίωνας ήταν γιός του Απόλλωνα και μεγάλωσε στο μαντείο των Δελφών.
Κάποτε λοιπόν ο Ίωνας επέστρεψε στην Αττική, κατά το μύθο τον έφερε ο Ξούθος, ενώ κατά άλλους γύρισε ως πολέμαρχος για να βγάλει τους Αθηναίους από τη δύσκολη θέση, επειδή ο τότε βασιλιάς τους ήταν μαλθακός στα πολεμικά. Έτσι ο Ίωνας ήταν ο πρώτος πολέμαρχος κι από την εγκατάστασή του και ύστερα οι κάτοικοι της Αττικής ονομάζονται Ίωνες. Ήταν η πρώτη μεταβολή του πολιτεύματος, η δημιουργία του θεσμού του πολέμαρχου, γιατί μέχρι τότε υπεύθυνος για όλα ήταν ο βασιλιάς και κανένας άλλος.
Επίσης ο Ίωνας ήταν ο πρώτος που χώρισε τους Αθηναίους σε 4 φυλές. Μία φυλή για κάθε εποχή του χρόνου και με κάθε φυλή να έχει τον φυλο-βασιλιά της. Κάθε φυλή είχε 3 τριτύες, όσοι είναι οι μήνες της κάθε εποχής. Κάθε τριτύα είχε 30 φρατρίες, όσες είναι και οι ημέρες κάθε μήνα. Τέλος κάθε φατρία αποτελείτω από 30 γένη και κάθε γένος από 30 άνδρες. Αυτή ήταν η πρώτη ομαδοποίηση των κατοίκων της Αττικής, που έδειξε το δρόμο και στους μελλοντικούς μεταρρυθμιστές. Αυτά έκανε ο Ίωνας, ο απόγονος του Έλληνα.
1.) Θησέας – ο πρώτος βασιλιάς που παρέκλινε προς τον απλό λαό
Λίγη ακόμη μυθολογία για να δούμε ποιό ήταν το γένος του Θησέα και πώς γινόταν η μοιρασιά της εξουσίας κατά την περίοδο των βασιλέων. Ο Ερεχθέας (ο δεύτερος, όχι αυτός που σκότωσε ο Ποσειδώνας) είχε 4 γιούς: τον Κέκροπα (τον δεύτερο, όχι αυτός που επέλεξε για τον προστάτη θεό της πόλης) που ήταν και ο μεγαλύτερος, τον Πάνδωρο, τον Μητίων και τον Ορνεύς. Οι δύο μικρότεροι γιοί συνωμότησαν ενάντια στον Κέκροπα κι αυτός αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα για να σώσει τη ζωή του. Ο Κέκροπας έκανε ένα παιδί, τον Πανδίων και κατάφερε να τον κάνει για λίγο βασιλιά της Αθήνας, εως ότου όμως οι γιοί των αδερφών του που συνωμότησαν εναντίον του, συνωμότησαν και ενάντια στο παιδί του κατά τα πρότυπα των πατέρων τους. Έφυγε αρχικά ο Πανδίων, αλλά αργότερα επανήλθε πάλι ως βασιλιάς κι αυτή τη φορά μόνιμα και μοίρασε την Αττική στους τέσσερις γιούς του:
Στον Αιγέα, τον μεγαλύτερο, έδωσε την περιοχή γύρω από το άστυ.
Στον Πάλλαντα τα παραθαλάσσια.
Στον Λύκο, τη λοφώδη περιοχή γύρω από το άστυ.
Και στον Νίσσο έδωσε τη Μεγαρίδα.
Αυτοί μάχονταν συνέχεια μεταξύ τους για την εξουσία και ιδιαίτερα ο Λύκος και ο Νίσσος απένατι στον Αιγέα. Ο Αιγέας, που δεν είχε παιδιά έκανε με τη βοήθεια της Μήδειας έναν γιό, το Θησέα. Μητέρα του Θησέα ήταν η Αίθρα. Κατά το μύθο ο Θησέας ήταν γιός του Ποσειδώνα, που πλάγιασε την ίδια νύχτα με την Αίθρα, όπως και ο Αιγέας. Όπως και να ‘χει ο Θησέας μεγάλωσε, κι αφού απέδειξε τη βασιλική του καταγωγή και τη θεϊκή του δύναμη, με τον τρόπο που οι μύθοι περιγράφουν, πήρε το θρόνο του Αιγέα, όταν αυτός αυτοκτόνησε νομίζοντας πως ο γιος του σκοτώθηκε από το Μινώταυρο.
Βλέπουμε λοιπόν, πως την περίοδο των βασιλιάδων, οι κληρονόμοι μοιράζονταν την εξουσία και πολλές φορές δημιουργούσαν έρριδες μεταξύ τους για το ποιός θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι.
Όταν ανέλαβε όμως ο Θησέας τα πράγματα άλλαξαν. Αρχικά εκτέλεσε όλους σχεδόν τους αντιπάλους του εκτός από τον Πάλλαντα κι όσους από τους 50 γιούς του είχαν μείνει. Αργότερα εκτέλεσε κι αυτούς προληπτικά. Απέδειξε όμως πως ήταν νομοταγής άρχων, ξεκινώντας μια πολιτική συνοικισμού, που αποτέλεσε τη βάση της μετέπειτα αθηναϊκής ευημερίας. Μέχρι τότε η Αττική ήταν χωρισμένη σε 12 κοινότητες, καθεμιά από τις οποίες διευθετούσε τις υποθέσεις της χωρίς την παρέμβαση του Αθηναίου βασιλιά, εκτός από περιστάσεις έκτακτης ανάγκης. Παράδειγμα οι Ελευσίνιοι είχαν κυρήξει τον πόλεμο στον ίδιο τον Ερεχθέα κι αφθονούσαν κι άλλες αλληλοκτόνες διαμάχες.
Στόχος του Θησέα ήταν να ενώσει την Αττική. Για να δεχτούν όμως οι κοινότητες να παραιτηθούν από την ανεξαρτησία τους, ο Θησέας έπρεπε να πλησιάσει μία-μία τις φυλές και τις οικογένειες , πράγμα που έκανε. Ήταν ο πρώτος βασιλιάς που απέκλινε προς τον απλό λαό κι εγκατέλειψε τη μοναρχική διακυβέρνηση. Έκανε τις εξής κινήσεις:
Βρήκε τους μικροκτηματίες και τους δουλοπάροικους που ήταν έτοιμοι να τον υπακούσουν.
Έπεισε τους περισσότερους από τους μεγαλοκτηματίες να συμφωνήσουν με το σχέδιό του, υποσχόμενος την εγκαθίδρυση δημοκρατίας, παραμένοντας όμως αρχηγός κι ανώτερος κριτής.
Όσοι δεν πείστηκαν με επιχειρήματα, στο τέλος πείστηκαν από τη δύναμή του.
Διέλυσε όλες τις τοπικές κυβερνήσεις και συγκάλεσε τους αντιπροσώπους τους στην Αθήνα, όπου τους παραχώρησε ένα κοινό βουλευτήριο και ένα Πρυτανείο. Ύστερα ένωσε τα προάστια με την πόλη και τις κτήσεις προς το νότο, συμπεριελαμβανομένων και των ιερών ναών. Απέφυγε όμως να συγκρουστεί με τους νόμους ιδιοκτησίας.
Για να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την πόλη του ο Θησέας, κάλεσε όλους τους αξιόλογους ξένους να γίνουν συμπολίτες του. Αμέσως άρχισαν να κινούνται μεγάλα πλήθη προς την Αθήνα. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό, χώρισε τον πληθυσμό της Αθήνας σε 3 τάξεις:
τους Ευπατρίδες, αυτούς δηλαδή που είναι αντάξιοι της πατρικής γης, που ανέλαβαν τις θρησκευτικές υποθέσεις, αναπλήρωναν τους δικαστές, ερμήνευαν τους νόμους και γενικά είχαν τα υψηλότερα αξιώματα (αριστοκρατία)
τους Γεώμορους, οι αγρότες δηλαδή, που καλλιεργούσαν τη γη κι αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του κράτους.
και τους Δημιουργούς, τους τεχνίτες δηλαδή, που υπερείχαν σε αριθμό και ήταν διαφόρων ειδών, όπως μάντεις, μαραγκοί, γλύπτες, χειρούργοι κι άλλοι.
Τέλος ο Θησέας ήταν ο πρώτος βασιλιάς που έκοψε νόμισμα. Χάραξε επάνω στο νόμισμα τη μορφή ενός ταύρου. Κατά άλλους ήταν ο ταύρος του Ποσειδώνα ένώ κατά άλλους ήθελε να ενθαρύνει τη γεωργία. Έδωσε στο νόμισμα αυτό σταθερή αξία. Αυτά έκανε ο Θησέας ως βασιλιάς της Αθήνας, πέρα από τα άλλα κατορθώματά του που εξυμνούνται στους μύθους. Δηλαδή αφαίρεσε τη δυνατότητα πραξικοπήματος εξολοθρεύοντας όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους και στη συνέχεια έδωσε το χέρι του προς τον απλό λαό, χωρίς προφανή λόγο, κι ένωσε την Αττική κάτω από τον ίδιο, πετυχένοντας δίκαιη σύμβαση με όλες τις πλευρές.
Αρχαϊκή Κοινωνία (προ Δράκοντα)
Μετά το θάνατο του Θησέα κι αφού πέρασαν πολλές γενιές κατώτερων από αυτών αρχόντων, το πολίτευμα των Αθηνών είχε διαμορφωθεί περίπου ως εξής:
Υπήρχε ολιγαρχία:
Τα δημόσια αξιώματα καταλαμβάνονταν βάσει της αριστοκρατικής καταγωγής ή του πλούτου. Στην αρχή μάλιστα ισόβεια κι αργότερα για δέκα χρόνια. (το σχολικό βιβλίο της Α Γυμνασίου λέει “επί μία δυναστεία” λες και μιλάμε για αυτοκράτορες στην Κίνα… αυτό ως σχόλιο)
ολόκληρη η γη ανήκε σε λίγους
όποιος ήθελε να καλλιεργεί έπρεπε να καταβάλει μίσθωμα στον μεγαλοκτηματία
όποιος δεν κατάφερνε να τον εξοφλήσει γινόταν δούλος κι αυτός και τα παιδιά του
όλα τα δάνεια συνάπτονταν με υποθήκη την ελευθερία
οι φτωχοί, οι γυναίκες και τα παιδιά τους ήταν δούλοι των πλουσίων κι όνομάζονταν πελάτες ή εκτήμοροι
Όμως υπήρχαν διάφορα αξιώματα, τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα εκ των οποίων ήταν:
του βασιλιά – υπήρχαν 4 φυλοβασιλείς, όσες ήταν και οι φυλές και ήταν αξίωμα πατροπαράδοτο
του πολέμαρχου – που ιδρύθηκε επειδή ορισμένοι βασιλείς έδειξαν μαλθακότητα στα πολεμικά
και του άρχοντα – όταν τον καιρό του Ακάστου οι απόγονοι του Κόδρου αποσύρθηκαν από τη βασιλεία, πήραν συμπληρωματικές αρμοδιότητες (θρησκευτικές κι άλλες)
Υπήρχαν λοιπόν μακροχρόνιες διαμάχες μεταξύ των πλουσίων-ευγενών και του απλού λαού που με τη βοήθεια ορισμένων νεο-πλουτων βιοτεχνών κι εμπόρων, διεκδικούσαν μερίδιο στην εξουσία.
Δράκοντας και οι νόμοι του
Στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. ήταν φανερό πλέον ότι η Αθήνα είχε ανάγκη από νέους νόμους, γιατί τους παλιούς τους ερμήνευε κατά βούληση η ολιγαρχία -μιας και δεν ήταν γραπτοί-. Ανέθεσαν λοιπόν στον Αθηναίο Δράκοντα το 624 π.Χ. να νομοθετήσει. Οι νόμοι του γράφτηκαν σε μαρμάρινες πλάκες και τοποθετήθηκαν στην αγορά, για να μπορεί ο καθένας να τις διαβάζει. Οι πλάκες αυτές ονομάστηκαν θεσμοί.
Οι νόμοι όμως του Δράκοντα ήταν υπερβολικά σκληροί κατά κοινή ομολογία. Δηλαδή τιμωρούσε με τον ίδιο τρόπο διαφορετικά αδικήματα. Παρόλαυτά διαχώρισε το φόνο εκ προμελέτης με το φόνο εξ’αμελείας, πράγμα πρωτοποριακό. Πέραν όμως από τους νόμους του, ο Δράκοντας έκανε και κοινωνικές και πολιτειακές μεταρρυθμίσεις. Για να δούμε ποιές ήταν αυτές:
Πολίτης πλέον θεωρείται όποιος είναι σε θέση να φέρει όπλα.
Οι 9 άρχοντες και οι ταμίες – εκλέγονται από όσους κατέχουν περιουσία τουλάχιστον 10 μνών.
Οι στρατηγοί και οι Ίππαρχοι – εκλέγονται από αυτούς που αποδεδειγμένα έχουν περιουσία άνω των 100 μνων κι έχουν γνήσια παιδιά από νόμιμο γάμο, μεγαλύτερα των 10 ετών.
Υπήρχαν κι άλλοι κατώτεροι αξιωματούχοι.
Επίσης ο Δράκων συγκρότησε και Βουλή με 400 + 1 πολίτες. Η επιλογή γινόταν από ένα σώμα πολιτών με κλήρωση, που είχαν κλείσει τα 30 τους χρόνια, ενώ κανείς δεν επιτρεπόταν να εκλέγεί δεύτερη φορά στο ίδιο αξίωμα, αν προηγουμένως δεν είχαν περάσει από αυτό όλοι οι πολίτες.
Ένα επίσης πρωτοποριακό για την εποχή του -αλλά και για σήμερα όπως φαίνεται- μέτρο ήταν να θεσπίσει πρόστημο σε όποιον έλλειπε από τη βουλή ανάλογο του εισοδήματός του:
- οι πεντακοσιομέδιμνοι πλήρωναν 3 δραχμές
- οι ιππείς 2 δραχμές
- και οι ζευγίτες 1 δραχμή
Τέλος έδωσε εποπτικό ρόλο στη βουλή του Άρειου Πάγου. Πιο συγκεκριμένα:
Ήταν φύλακας των νόμων
Επέβλεπε τους αξιωματούχους ώστε να κυβερνούν σύμφωνα με τους νόμους
Κάποιος που θεωρούσε πως αδικήτω, μπορούσε να το καταγγείλει στον Άριο Πάγο, υποδεικνύοντας το νόμο κατά παράβαση του οποίου αδικήτω.
Όμως ο Δράκοντας δεν άλλαξε τους όρους δανειοδότησης από τους πλούσιους. Δηλαδή εξακολουθούσαν τα δάνεια να συνάπτονται με υποθήκη την ελευθερία και η γη συνέχιζε να ανήκει σε λίγους.
3.) Ο Σόλωνας και οι φημισμένες μεταρρυθμίσεις του
Επειδή οι πολλοί ήταν δούλοι των λίγων, εξεγέρθηκε ο δήμος εναντίον των ευγενών. Κι επειδή η σύγκρουση ήταν βίαιη και για τις δυο παρατάξεις και μάχονταν για πολύ καιρό, επέλεξαν από κοινού το Σόλωνα ως μεσολαβητή κι άρχοντα και του ανέθεσαν την οργάνωση της πολιτείας. Τότε ο Σόλωνας, λειτουργώντας ως διαιτητής, παρακίνησε και τους δυο να σταματήσουν τη φιλονικία.
Ο Σόλωνας ήταν από τους πρώτους πολίτες στην καταγωγή και στη φήμη (ανήκε στη γενιά του Κόδρου), αλλά κατά την περιουσία και τη θέση ανήκε στη μεσαία τάξη και θεωρούσε υπαίτιους της φιλονικίας αυτήτς τους πλούσιους.
Όταν ο Σόλων λοιπόν έγινε κύριος των πολιτικών πραγμάτων, ελευθέρωσε το δήμο και στο παρόν και στο μέλλον, απαγορεύοντας το δανεισμό με υποθήκη την ελευθερία και πραγματοποίησε παραγραφές των χρεών, τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημοσίων, οι οποίες αποκαλούνται ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ επειδή απέλεσαν τα βάρη (άχθος).
Νομοθετικό Έργο του Σόλωνα
Από τους νόμους του Δράκοντα κράτησε αυτούς μόνο που αφορούσαν στο φόνο
Ανέγραψε τους νέους νόμους σε κύβρεις και τους σφράγισε για 100 χρόνια
Ρύθμισε το πολίευμα με τον εξής τρόπο:
Χώρισε τους πολίτες σε 4 τάξεις, ανάλογα με το εισόδημά τους: τους πεντακοσιομέδημνους, τους ιππείς ή τριακοσιομέδιμνους, τους ζευγίτες και τους θήτες.
Από τις 3 πρώτες τάξεις όρισε να εκλέγονται όσοι ασκούν τις σημαντικότερες εξουσίες, δηλαδή των 9 αρχόντων, των ταμίων, των πωλητών κι άλλων.
οι θήτες είχαν μόνο συμμετοχή σε λαϊκές συνελεύσεις και λαϊκά δικαστήρια (μάλλον στην Ηλιαία).
Ο Σόλωνας όρισε να αναδεικνύονται με κλήρωση οι άρχοντες από ένα κατάλογο υποψηφίων που εκλέγονται από κάθε φυλή. Για το θεσμό των 9 αρχόντων κάθε φυλή πρότεινε από 10 υποψηφίους και η κλήρωση γινόταν ανάμεσα σε αυτούς. Παλαιότερα, ο Άρειος Πάγος έκρινε ποιό από τα μέλη του θα γινόταν άρχων και του ανέθετε την αντίστοιχη εξουσία για ένα χρόνο.
Ίδρυσε επίσης τη βουλή των 400, εκατό από κάθε φυλή κι ανέθεσε στη βουλή του Άρειου Πάγου να ελέγχει την τήρηση των νόμων και να παραμείνει φύλακας των νόμων όπως ήταν και πριν. Δηλαδή οι Αρεοπαγίτες μπορούσαν να εγκαλούν όσους έσφαλαν έχοντας απόλυτο δικαίωμα να επιβάλουν χρηματικές κι άλλες ποινές. Επίσης δίκαζε όσους συνωμοτούσαν για την κατάλυση της δημοκρατίας σύμφωνα με το νόμο περί εισαγγελείας που είχε θεσπίσει γι’αυτούς ο Σόλωνας.
Για τις συχνές εμφύλιες διαμάχες όρισε τα εξής:
όποιος κατά τη διάρκεια των ταραχών, δεν λαμβάνει τα όπλα υπέρ της μιας ή της άλλης μερίδας να κηρύσσεται άτιμος και να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα.
κι αυτό το όρισε έτσι επειδή κάποιοι πολίτες, από ραθυμία, άφηναν τα πράγματα στην τύχη τους.
Έκανε επίσης και νομισματική μεταρρύθμιση πέραν της σεισάχθειας. Και φαίνεται πως από το πολίτευμα του Σόλωνος 3 μέτρα είναι τα πιο δημοκρατικά:
Πρώτο και σπουδαιότερο, η απαγόρευση του δανεισμού με ενέχυρο την ελευθερία
Δεύτερο, το δικαίωμα που έδωσε σε όποιον ήθελε να υποβάλει αγωγή υπέρ των αδικουμένων.
Τρίτο, έδωσε το δικαίωμα έφεσης στο λαϊκό δικαστήριο – πράγμα που έδωσε μεγάλη δύναμη στο λαό, διότι όταν ο δήμος γίνεται κύριος της ψήφου, γίνεται κύριος και της πολιτείας.
Μετά από αυτά, ο Σόλων, έφυγε για 10 χρόνια λέγοντας πως δεν ήθελε να βρίσκεται ο ίδιος εκεί και να εξηγεί τους νόμους, αλλά καθένας όφειλε να τηρεί τα θεσπισμένα.
Μετά το Σόλωνα
Όταν αναχώρησε ο Σόλων από την πόλη, μολονότι ήταν ακόμη ταραγμένη, επί τέσσερα χρόνια επικρατούσε ησυχία. Αλλά τον 5ο χρόνο μετά από αυτό δεν υπήρξε άρχοντας (585 π.Χ.). Αργότερα εκλέχθηκε άρχοντας ο Δαμασίας κι άσκησε την εξουσία για 2 χρόνια και 2 μήνες, εως ότου καθαιρέθηκε δια της βίας.
Αργότερα λόγω της εμφύλιας διαμάχης, αποφάσισαν να εκλέξουν 10 άρχοντες, πέντε από τους ευπατρίδες, τρείς από τους γεωργούς και δύο από τους τεχνίτες κι αυτοί άσκησαν την εξουσία για έναν χρόνο. Όλα αυτά δείχνουν ότι ο άρχων είχε μεγάλη δύναμη, διότι γίνονταν αδιάκοπα διαμάχες γιαυτό το αξίωμα και συγκρούονταν μεταξύ τους συνεχώς:
Άλλοι έβρισκαν ως λόγο και πρόφαση την παραγραφή των χρεών – γιατί είχαν περιέλθει σε ένδεια εξαιτίας της.
Άλλοι ήταν δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα, επειδή είχε περιέλθει σε αυτό μεγάλη μεταβολή.
Μερικοί τέλος έρχονταν σε σύγκρουση από προσωπικές φιλονικίες.
Εκείνη την περίοδο λοιπόν τρείς ήταν οι φατρίες και είχαν πάρει τα ονόματά τους από τους τόπους που καλλιεργούσαν:
των παραλίων, με επικεφαλής τον Μεγακλή, γιο του Αλκμέωνος, που φαίνεται να επεδίωκαν τη μέση μορφή του πολιτεύματος
των πεδιακών, με αρχηγό το Λυκούργο, που επιζητούσαν το ολιγαρχικό πολίτευμα
και των διακρίων, με επικεφαλής τον Πεισίστρατο, που θεωρούνταν κατεξοχήν φίλος του λαού. Σε αυτή τη φατρία ανήκαν εκείνοι που είχαν απαλλαγεί από τα χρέη τους κι εκείνοι που δεν είχαν και τους δυο γονείς ελεύθερους κι ανήκαν εκεί εξαιτίας του φόβου τους.
4.) Ο Πεισίστρατος – δίκαιος αλλά τύραννος
Ο Πεισίστρατος είχε διακριθεί στον πόλεμο κατά των Μεγαρέων. Κατόρθωσε τραυματίζοντας ο ίδιος τον εαυτό του να πείσει το δήμο να του παραχωρήσει σωματοφυλακή, δήθεν για προστασία από τους αντιπάλους του. Με τη βοήθεια αυτών, επαναστάτησε ενάντια στο δήμο και κατέλαβε την ακρόπολη 32 χρόνια μετά τη θέσπιση των νόμων από το Σόλωνα.
Και λέγεται πως όταν ο Πεισίστρατος ζήτησε φρουρά, ο Σόλων -που τότε είχε επιστρέψει- αντιτάχθηκε στο αίτημά του αυτό και δήλωσε πως ο ίδιος ήταν σοφότερος από αυτούς που δεν καταλάβαιναν πως ο Πεισίστρατος επεδίωκε την τυραννία και γενναιότερος από εκείνους που το γνώριζαν και σιωπούσαν. Επειδή όμως δεν τους έπειθε με τα λόγια, σήκωσε τα όπλα του και τα κρέμασε έξω από την πόρτα του, λέγοντας ότι ο ίδιος είχε βοηθήσει την πατρίδα του όσο του ήταν δυνατό (γιατί ήταν ήδη πολύ γέρος) και τώρα είχε την αξίωση και οι άλλοι να κάνουν το ίδιο.
Αλλά οι εκκλήσεις του Σόλωνα δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και ο Πεισίστρατος κατέλαβε την εξουσία. Πριν ριζώσει όμως η νέα διακυβέρνηση, ο Μεγακλής ήρθε σε συμφωνία με το Λυκούργο και τον έδιωξαν από την πόλη, έξι χρόνια μετά την πρώτη άνοδό του. Δώδεκα χρόνια αργότερα όμως ο Πεισίστρατος επανήλθε, με τη βοήθεια του Μεγακλή που αναγκάστηκε κάτω από την πίεση των φατρίων να υποκύψει. Και τον έφερε στην πόλη με άρμα που το οδηγούσε μια κοπέλα που την έντυσαν θεά Αθηνά, για να δείξουν πως η επιστροφή του Πεισίστρατου ήταν θέλημα της θεάς κι ο λαός τον υποδέχθηκε υποκλινόμενος με δέος.
Η διακυβέρνηση του Πεισίστρατου
Ο Πεισίστρατος εγκαθίδρυσε εξαρχής τυραννικό πολίτευμα. Διοικούσε όμως την πόλη με μετριοπάθεια και μάλλον ως πολιτικός παρά ως τύραννος. Γενικά ήταν φιλάνθρωπος, πράος και φιλέσπλαχνος στους παραβάτες και μάλιστα δάνειζε χρήματα στους απόρους για τις ιδιωτικές τους εργασίες, ώστε να συντηρούνται όσο καλλιεργούσαν τη γη. Κι αυτό το έκανε για δύο λόγους κυρίως:
Πρώτον, για να μην παραμένουν στο άστυ, αλλά να είναι διεσπαρμένοι στο ύπαιθρο
Δεύτερον, για να έχουν πόρους και να επιδίδονται στις δικές τους ιδιωτικές υποθέσεις ώστε να μην έχουν την επιθυμία, ούτε το χρόνο να ασχοληθούν με τα κοινά.
Ταυτόχρονα όμως αύξανε τα δικά του έσοδα, γιατί εισέπρατε ως φόρο το ένα δέκατο της σοδείας (τη λεγόμενη δεκάτη).
Με την ίδια λογική οργάνωνε τα κατά δήμους δικαστήρια κι ο ίδιος έβγαινε συχνά στην ύπαιθρο για να επιβλέπει και να επιλύει τις διαφορές, ώστε να μην κατεβαίνουν οι αγρότες στο άστυ και να παραμένουν στις δουλειές τους.
Και λένε πως σε μια από τις εξόδους του Πεισίστρατου του συνέβη το εξής περιστατικό με ένα γεωργό που καλλιεργούσε στον Υμηττό:
Βλέποντας ο Πεισίστρατο κάποιον να σκάβει και να καλλιεργεί ένα κομμάτι γης που ήταν σκέτη πέτρα, απόρησε και πρόσταξε τον δούλο του να ρωτήσει τί παράγει εκείνη η περιοχή. Κι εκείνος αποκρίθηκε “μόνο βάσανα και πόνους. Κι από τα βάσανα και τους πόνους πρέπει ο Πεισίστρατος να λάβει τη δεκάτη…”. Ο άνθρωπος βέβαια δεν ήξερε σε ποιόν μιλούσε, αλλά ο Πεισίστρατος ευχαριστήθηκε από την παρρησία και την φιλεργία του και τον απάλλαξε από κάθε φόρο.
Το σπουδαιότερο από όσα λένε γι’αυτόν είναι η αγάπη του προς το λαό και η φιλανθρωπία του. Εκείνο που ήθελε είναι να διευθετεί όλα τα ζητήματα σύμφωνα με τους νόμους, χωρίς να διεκδικεί κανένα πλεονέκτημα για τον εαυτό του.
Βλέπουμε λοιπόν πως ο Πεισίστρατος κρατούσε τους πολίτες διεσπαρμένους, μακριά από το άστυ κι απασχολημένους ώστε να μην έχουν το χρόνο να σκέφτονται ή να συναθροίζονται. Μια τακτική που ακολουθείται και σήμερα. Κι επίσης πλούτιζε από τον κόπο των πολιτών, πράγμα που συμβαίνει και σήμερα, αλλά απέδιδε το δίκαιο σε τοπικά δικαστήρια και επιβραβευε την αρετή, πράγμα που φυσικά και δεν συμβαίνει σήμερα…
5. Ο Κλεισθένης – ο πατέρας της δημοκρατίας
Ο Κλεισθένης γεννήθηκε το 570 π.Χ. και καταγόταν από το γένος των Αλκμεωνίδων. Πατέρας του ήταν ο Μεγακλής, αρχηγός των παραλίων, δηλαδή ανήκε στη μεσαία τάξη. Μητέρα του ήταν η Αγαρίστη, θυγατέρα του επίσης Κλεισθένους, τυράννου της Σικυώνος.
Μετά την κατάλυση της τυραννίδας, ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα στον Ισαγόρα, γιο του Τεισάνδρου, που ήταν φίλος των τυράννων και του Κλεισθένη. Κι επειδή ο Κλεισθένης υστερούσε σε πολιτικές φατρίες, προσεταιρίστηκε το δήμο, υποσχόμενος πως θα δώσει σ’αυτόν τη διακυβέρνηση της πόλης. Τότε ο Ισαγόρας που πλέον υστερούσε σε δύναμη, καλεί σε βοήθεια τον Κλεομένη (Σπαρτιάτη Βασιλιά) που ήταν φίλος του από φιλοξενία, με την πρόφαση πως πρέπει να εξαγνίσει την πόλη από τους Αλκμεωνίδες. Πράγματι ο Κλεομένης τον βοήθησε ερχόμενος ο ίδιος με ολιγάριθμο στρατό. Ο Κλεισθένης κατάφερε να ξεφύγει και ο Ισαγόρας μαζί με τον Κλεομένη εξόρισε 700 οικογένειες ως εναγείς.
Κι όταν έκανε αυτά, επιχείρησε να διαλύσει τη βουλή και να εγκαταστήσει τον Ισαγόρα κι άλλους 300 οπαδούς του στην εξουσία. Τότε όμως η βουλή αντιστάθηκε, ο δήμος συναθροίστηκε και πολιόρκησαν τον Κλεομένη και τον Ισαγόρα στην ακρόπολη, όπου πρόλαβαν να μπουν. Τους πολιορκούσαν επί δύο μέρες και την τρίτη παραδόθηκαν και κάλεσαν τον Κλεισθένη και τους εξόριστους πίσω.
Έτσι ο Κλεισθένης έγινε προστάτης του δήμου κι αρχηγός των δημοκρατικών.
Οι Μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη
Ο Κλεισθένης έκανε τα εξής:
Χώρισε τους Αθηναίους σε 10 φυλές, αντί για 4 θέλοντας να τους αναμείξει, ώστε να μετέχουν περισσότεροι στη διακυβέρνηση του κράτους.
Θέσπισε να έχει η βουλή 500 μέλη (από 400), δηλαδή 50 ανά φυλή (από 100 που ήταν πριν).
Διαίρεσε την Αττική σε 30 δήμους, δέκα του άστεως, δέκα της παραλίας και δέκα των μεσογείων και κατένειμε με κλήρο από 3 δήμους σε κάθε φυλή, ώστε κάθε φυλή να περιέχει μέλη από διάφορα μέρη.
Με αυτόν τον τρόπο κατέστησε συνδημότες όλους όσους κατοικούσαν σε ένα δήμο κι όρισε δημάρχους αντικαθιστώντας τους ναύκραρους. Ονομάτησε τους δήμους με ονομασίες που προέρχονταν είτε από τις τοποθεσίες τους, είτε από τους ιδρυτές τους -διότι δεν αντιστοιχούσαν όλοι οι δήμοι σε τοποθεσίες-. Επίσης άφησε τα γένη και τις φατρίες ως έχουν, όπως και τους θρησκευτικούς θεσμούς, ενώ οι επώνυμοι των 10 φυλών ήταν 10 ήρωες από κατάλογο 100 που προέκρινε η Πυθία.
Εως τότε έργο της βουλής ήταν να προετοιμάζει αυτά που θα συζητούσε η εκκλησία του δήμου. Πλέον η εκκλησία του δήμου μπορούσε να επικυρώσει ή να ακυρώσει αποφάσεις καταδίκης σε θανατική ποινή τις οποίες είχε πάρει ο Άρειος Πάγος.
Από κοινωνικής άποψης, το σημαντικότερο μέτρο ήταν η πολιτικογράφηση όλων των μετοίκων και των απελεύθερων, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός κατοίκων της Αττικής να αποκτήσει δικαιώματα Αθηναίου πολίτη.
Για την εκλογή των στρατηγών όρισε να εκλέγεται ένας από κάθε φυλή κι αρχηγός του στατού να είναι ο πολέμαρχος. Για την εκλογή των αρχόντων όρισε να γίνεται με κλήρωση, ενώ εως τότε ήταν αιρετοί. Επίσης οι βουλευτές έπαψαν να εκλέγονται μόνο από την τάξη των πεντακοσιομεδίμνων κι εκλέγονταν πλέον κι από τους τριακοσιομέδιμνους κι από τους ζευγίτες. Μόνο η τάξη των θητών, έτσι ακριβώς όπως τις είχε διαχωρίσει ο Σόλωνας, δεν είχε δικαίωμα στο εκλέγην.
Για να προστατέψει το πολίτευμα από την πιθανότητα επιβολής τυραννίδας, απομάκρυνε από την κορυφή της πολιτείας τον επώνυμο άρχοντα και τον αντικατέστησε με έναν απλό βουλευτή από τους 500, ο οποίος επιλέγεται με κλήρο κι αλλάζει κάθε μέρα κι όχι κάθε χρόνο.
Άλλο ένα μέτρο για την προστασία του πολιτεύματος ήταν ο οστρακισμός, και πρωτοεφαρμόστηκε 2 χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα όταν είχε αναθαρίσει ο λαός. Ο θεσμός του οστρακισμού είχε ως εξής:
Οι κάτοικοι της Αττικής μπορούσαν να γράψουν πάνω σε ένα όστρακο το όνομα όποιου θεωρούνταν απειλή για το πολίτευμα. Αν οι ψήφοι έφταναν τις 6000 τότε ο άνθρωπος αυτός εξοριζόταν από την Αθήνα για 10 χρόνια, χωρίς όμως να χάσει ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα, ούτε την περιουσία του, δεδομένου ότι μπορούσε να επιστρέψει νωρίτερα με την ίδια διαδικασία ή με το πέρας των δέκα ετών.
Μετά την καθιέρωση των μέτρων ο Κλεισθένης εξαφανίστηκε από την πολιτική ζωή της Αθήνας και καμία πηγή δεν αναφέρει πώς πέθανε…
Θεμιστοκλής
Το 483 π.Χ. επί άρχοντος Νικοδήμου, βρέθηκαν τα Μεταλλεία στα Μαρώνεια κι απέκτησε η Αθήνα πλεόνασμα 100 ταλάντων από την εκμετάλλευσή τους κι ενώ μερικοί συμβούλευαν να μοιραστούν τα χρήματα στο λαό, ο Θεμιστοκλής το εμπόδισε, χωρίς να πει για πιο σκοπό θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα.
Παρακινούσε μόνο τους Αθηναίους να δανείσουν από ένα τάλαντο στον καθένα από τους πιο πλούσιους πολίτες κι έπειτα αν αυτοί δαπανούσαν το ποσό αυτό με ικανοποιητικό τρόπο η δαπάνη να επιβαρύνει την πόλη, ειδάλως να απαιτηθεί η επιστροφή των χρημάτων από εκείνους που τα είχαν δανειστεί.
Και παίρνοντας τα χρήματα με αυτούς τους όρους, ναυπήγησε τις 100 τριήρεις με τις οποίες ναυπήγησαν οι Αθηναίοι ενάντια των Περσών στη Σαλαμίνα λίγα χρόνια αργότερα.
Τον ίδιο καιρό εξοστρακίστηκε ο Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου, ο επονομαζόμενος κι ως Δίκαιος Αριστείδης.
6.) Διακυβέρνηση υπό τον Άρειο Πάγο
Ως τότε λοιπόν έτσι προχώρησε η πόλη, αναπτυσσόμενη σιγά σιγά μαζί με τη δημοκρατία.
Και μετά τα Μηδικά, απέκτησε νέα δύναμη η βουλή του Αρείου Πάγου κι άρχισε να διοικεί την πόλη, χωρίς να λάβει την εξουσία με κάποια επίσημη απόφαση, αλλά μόνο επειδή έγινε αιτία της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα. Διότι όταν οι στρατηγοί περιήλθαν σε πλήρη αδυναμία να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και κήρυξαν να σώσει ο καθένας τον εαυτό του, ο Άρειος Πάγος βρήκε τους πόρους να μοιράσει από 8 δραχμές στον κάθε πολίτη και παρακίνησε το λαό να επιβιβαστεί στα πλοία.
Γι’αυτό το λόγο λοιπόν οι Αθηναίοι παραχώρησαν στον Άρειο Πάγο την εξουσία κι εκείνη την εποχή η Αθήνα διοικήθηκε καλά. Γιατί σε εκείνη την εποχή και στον πόλεμο διέπρεψε και οι Έλληνες την είχαν σε υπόληψη και κυριάρχησε στη θάλασσα ενάντια στη θέληση των Λακεδαιμονίων.
Προστάτες του δήμου εκείνη την εποχή ήταν ο Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου, και ο Θεμιστοκλής ο γιος του Νεοκλή. Ο Θεμιστοκλής διακρινόταν για την ικανότητά του στα πολεμικά, ενώ ο Αριστείδης ασχολούνταν με τα πολιτικά και ξεχώριζε ανάμεσα στους σύγχρονούς του για το αίσθημα δικαιωσύνης του. Γι’αυτό και οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν τον έναν ως στρατηγό και τον άλλο ως σύμβουλο.
Έτσι μολονότι ήταν αντίπαλοι, διηύθυναν από κοινού την ανοικοδόμηση των τοιχών. Προκειμένου όμως για την αποστασία των Ιώνων από τη συμμαχία των Λακεδαιμονίων, ήταν ο Αριστείδης που την κίνησε εκμεταλλευόμενος την ανυποληψία στην οποία είχαν περιπέσει οι Λακεδαιμόνιοι λόγω του Παυσανία. Γιαυτό και ήταν εκείνος που επέβαλε τους πρώτους φόρους στις πόλεις, δυο χρόνια μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας και πρότεινε στους Ίωνες τον όρκο ότι θα έχουν τους ίδιους φίλους κι εχθρούς με τους Αθηναίους και τον επικύρωσαν ρίχνοντας στο πέλαγος ένα πυρωμένο κομμάτι σίδερο.
Όταν πια τα πράγματα είχαν ανακάμψει και είχαν συγκεντρωθεί πολλά χρήματα, ο Αριστείδης άρχισε να παρακινεί τους πολίτες να γίνουν ηγεμόνες της συμμαχίας κι αφήνοντας τους αγρούς, να εγκατασταθούν στο άστυ. Εκεί, έλεγε, όλοι θα έβρισκαν πόρους ζωής, είτε μετέχοντας σε εκστρατείες, είτε φρορώντας τη χώρα, είτε ασχολούμενοι με τα κοινά. Έτσι θα εξασφάλιζαν την αρχηγία της συμμαχίας. Πείστηκαν οι Αθηναίοι κι αφού κέρδισαν την αρχηγία, άρχισαν να φέρονται πιο δεσποτικά από όλους τους συμμάχους, εκτός από τους Χίους, τους Λέσβιους και τους Σαμίους. Αυτούς τους χρησιμοποιούσαν ως φύλακες της εξουσίας τους αφήνοντάς τους να διατηρούν το προηγούμενο πολίτευμά τους και να εξουσιάζουν όλους τους υπηκόους τους.
Κι έδωσαν στο λαό τα μέσα να ζεί άνετα, όπως τους είχε εισηγηθεί ο Αριστείδης, γιατί από τους φόρους, τους δασμούς και τις συμμαχικές εισφορές συντηρούνταν πολλοί.
7. Η μεταρρύθμιση του Εφιάλτη και η διακυβέρνηση του Περικλή
Έτσι λοιπόν συντηρούταν ο δήμος και η εξουσία του Αρείου Πάγου διατηρήθηκε για περίπου 17 χρόνια, αν και παρακμάζοντας λίγο-λίγο. Και καθώς αυξανόταν η δύναμη του λαού έγινε προστάτης του δήμου ο Εφιάλτης ο γιος του Σωφωνίδη, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τη φήμη του ως αδωροδόκητου και δίκαιου στη διαχείριση των κοινών, επιτέθηκε εναντίον της βουλής. Πρώτα από όλα καθαίρεσε πολλούς από τους Αρεοπαγίτες εισάγοντάς τους σε δίκη για τον τρόπο που είχαν διοικήσει. Έπειτα στέρησε από τη βουλή του Αρείου Πάγου όλα τα πρόσθετα προνόμια που την καθιστούσαν θεματοφύλακα του πολιτεύματος και παραχώρησε κάποια από αυτά στη βουλή των 500, άλλα στο δήμο κι άλλα στα δικαστήρια. Σε όλα αυτά συνυπαίτιος στάθηκε ο Θεμιστοκλής.
Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν η βουλή των Αρεοπαγιτών έχασε την εποπτεία του πολιτεύματος. Ύστερα όμως σημειώθηκε μεγάλη χαλάρωση του πολιτεύματος λόγω τις προσπάθειας μερικών να γίνουν αρχηγοί το λαού. Γιατί εκείνον τον καιρό οι επιφανείς πολίτες δεν είχαν αρχηγό -ο Κίμων, ο γιος του Μιλτιάδη, ήταν ακόμη νέος-. Και γενικά η διακυβέρνηση της πόλης ασκούνταν χωρίς την προηγούμενη προσοχή στην τήρηση των νόμων.
Μετά από δύο χρόνια, οι πολίτες άκουσαν τον Περικλή κι αποφάσισαν να μην παρέχουν πολιτικά δικαιώματα παρά μόνο σε εκείνους που είχαν και τους δυο γονείς τους Αθηναίους
Ο Περικλής (από τις λέξεις περί και κλέος δηλαδή o περιτριγυρισμένος από δόξα) ήταν γιός του Ξάνθιππου που ήταν ο επίσης πολιτικός και στρατηγός και της Αγαρίστης από το γένος των Αλκμεωνίδων. Θείος του Περικλή από την πλευρά της μητέρας του ήταν ο Κλεισθένης.
Και ύστερα ανέλαβε την ηγεσία του λαού ο Περικλής και το πολίτευμα έγινε ακόμη πιο δημοκρατικό. Διότι αφαίρεσε μερικές εξουσίες από τον Άρειο Πάγο και παρακίνησε τους πολίτες να στραφούν προς τη ναυτική δύναμη, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ο λαός μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και να πάρει όλη την εξουσία στα χέρια του.
Και 49 χρόνια μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κατά τη διάρκεια του οποίου οι πολίτες κλείστηκαν στο άστυ και συνηθισμένος να παίρνει μισθό για τις εκστρατείες αναγκάστηκε θέλοντας και μη, να διοικήσει ο ίδιος την πόλη.
Πρώτος ο Περικλής καθιέρωσε το δικαστικό μισθό για να ανταγωνιστεί τη δημοτικότητα του Κίμωνα. Ο Κίμωνας κέρδιζε τη συμπάθεια με γενναιοδωρίες. Γιατί ο Κίμων διέθετε περιουσία τυράννου κι αφ’ενός διαχειριζόταν λαμπρά τις δημόσιες υποθέσεις κι αφ’ετέρου συντηρούσε πολλούς από τους συνδημότες του: όποιος ήθελε μπορούσε να πηγαίνει σπίτι του και να παίρνει τα απαραίτητα για τις καθημερινές του ανάγκες κι ακόμα τα κτήματα του Κίμωνα ήταν όλα άφρακτα, ώστε να μπορεί όποιος το επιθυμεί να παίρνει τους καρπούς του.
Ο Περικλής, που υστερούσε σε μέσα και παροχές δέχτηκε τη συμβουλή του Δαμωνίδη από την Οία, δηλαδή να δίνει στο λαό αυτά που του ανήκαν μιας και δεν μπορούσε να τον συντέξει εξ’ιδίων. Έτσι καθιέρωσε το δικαστικό μισθό. Όμως το μέτρο αυτό χειροτέρεψε τα πράγματα, επειδή άνθρωποι τυχάρπαστοι προσέρχονταν κάθε φορά στην κλήρωση με μεγαλύτερη προθυμία από τα διακεκριμένα πρόσωπα. Από τότε μάλιστα άρχισε και η δωροδοκία των δικαστών.
Είναι πραγματικά πολλοί εκείνοι που έγραψαν για το δημοκρατικό πολίτευμα της εποχής του Περικλή, αλλά ίσως ο πιο χαρακτηριστικός από όλους, εκείνος που πραγματικά υπήρξε ένας εραστής της δημοκρατίας και θαυμαστής της προσωπικότητας του Περικλή, είναι ο Θουκυδίδης. Ο Επιτάφιός του, είναι φαινομενικά αφιερωμένος στους νεκρούς του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου, στην πραγματικότητα όμως είναι ένας ύμνος στη δημοκρατία της Αθήνας. Ο ίδιος βέβαια ο ιστορικός, σκιαγραφώντας το πορτρέτο του Περικλή, λέει ότι δημοκρατία λεγόταν βέβαια το πολίτευμα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν η εξουσία του πρώτου άντρα της πόλης, του Περικλή. Εκείνου που αγαπούσε πολύ την Αθήνα και που φρόντιζε να την οδηγεί πάντα στο σωστό δρόμο, ακόμη κι αν χρειαζόταν για αυτό να πει στους συμπολίτες του πράγματα που δεν τους άρεσαν και που δεν ήθελαν να ακούσουν. Γιατί τον Περικλή, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει με κάθε καλό πολιτικό, δεν τον ενδιέφερε, όπως λέει ο ιστορικός, να κολακεύει το πλήθος, αλλά να υπηρετήσει όσο πιο σωστά μπορούσε την πατρίδα του. Ήταν πραγματικά ένας χαρισματικός ηγέτης, που ήξερε το σωστό και μπορούσε να πείσει το λαό της Αθήνας για αυτό.
Ο Περικλής, διαθέτοντας την επιβολή που αντλούσε από το κύρος του και την πνευματική του υπεροχή και επειδή είχε αποδειχτεί αναμφισβήτητα εντελώς αδωροδόκητος, κρατούσε χωρίς καταναγκασμό το λαό στην εξουσία του δεν ήταν το πλήθος που του επέβαλε τις αποφάσεις, αλλά περισσότερο αυτός το καθοδηγούσε. Και αυτό, γιατί η πολιτική του δύναμη δεν προερχόταν από άπρεπες πηγές, ώστε να νιώθει την ανάγκη να τους μιλά κολακευτικά, αλλά το κύρος του τού έδινε τη δυνατότητα να λέει σε ορισμένα θέματα τα αντίθετα, ώστε να προκαλεί την οργή τους. Έτσι, όποτε αντιλαμβανόταν ότι από υπερβολική αλαζονεία που δεν ταίριαζε στην περίπτωση έδειχναν θρασύτητα, με τις δημηγορίες του τους τιθάσευε ώστε να φοβηθούν. Κι όταν πάλι τους έπιανε παράλογος φόβος, αναστήλωνε ξανά το ηθικό τους. Λοιπόν, το όνομα του πολιτεύματος ήταν βέβαια δημοκρατία, όμως την εξουσία στην πραγματικότητα ασκούσε ο πιο άξιος πολίτης.
Και για όσο ο Περικλής ήταν προστάτης του δήμου τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, όταν πέθανε όμως ο Περικλής, έγιναν πολύ χειρότερα.
Ο Αριστοτέλης, στα Πολιτικά του, αναφερόμενος στα είδη της δημοκρατίας, λέει ότι υπάρχει μια μορφή δημοκρατίας, στην οποία υπέρτατη αρχή είναι ο νόμος, ενώ σε άλλο είδος, υπέρτατη αρχή είναι ο λαός. Σχετικά με αυτό το δεύτερο είδος αναφέρει:
«είναι η περίπτωση κατά την οποία τα ψηφίσματα έχουν μεγαλύτερη ισχύ από το νόμο αυτό συμβαίνει στην πόλη όταν υπάρχουν και δρουν δημαγωγοί. Στις δημοκρατικές πόλεις που κυβερνιούνται κατά το νόμο, δεν κάνει ποτέ την εμφάνισή του ο δημαγωγός, αλλα είναι οι άριστοι πολίτες που έχουν την πρωτοκαθεδρία. Οι δημαγωγοί κάνουν την εμφάνισή τους εκεί όπου οι νόμοι δεν αποτελούν την υπέρτατη αρχή».
Ένα σωστό δημοκρατικό πολίτευμα πρέπει να φροντίζει για το κοινό καλό, αναγνωρίζοντας και προστατεύοντας συγχρόνως τα δικαιώματα του ανθρώπου – πολίτη του. Αν η Αθήνα κατάφερε να φτάσει σε τέτοιο σημείο ακμής την εποχή του Περικλή ήταν γιατί η σχέση πόλης-πολίτη ήταν αλληλένδετες. Ένας υπεύθυνος και σωστά διαμορφωμένος πολίτης τοποθετεί το καλό του συνόλου πάνω από το δικό του συμφέρον, επειδή καταλαβαίνει ότι αν το σύνολο δεν ευημερεί, μακροπρόθεσμα ούτε ο ίδιος θα ευημερεί. Και πάνω από όλα καταλαβαίνει ότι η δική του συμβολή είναι σημαντικότατη.
Η δημοκρατία χρειάζεται υπεύθυνους πολίτες. Πολίτες που να αναλαμβάνουν το μερίδιο της ευθύνης τους για όσα γίνονται, πολίτες που καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις και που κατανοούν σωστά το πνεύμα του εθελοντισμού σαν μια ανιδιοτελή προσφορά προς την κοινωνία. Πολίτες με ευρύτητα πνεύματος, απαλλαγμένους από φανατισμό, που ξέρουν να σέβονται την προσωπικότητα του διπλανού τους και να του αναγνωρίζουν το δικαίωμα να είναι διαφορετικός από αυτούς. Και από την άλλη μεριά, η πολιτεία οφείλει να σέβεται τους πολίτες της και να φροντίζει για το καλό όλων. Να δίνει σε όλους χωρίς διάκριση το δικαίωμα να μορφωθούν και να αναπτυχθούν ως προσωπικότητες. Να παρέχει ευκαιρίες για όλους και να στηρίζεται στην αξιοκρατία. Καθένας έχει μια θέση, ανεξάρτητα από το ποια είναι αυτή, στην οποία μπορεί να αποδώσει καλύτερα και να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο.
Το αθηναϊκό πολίτευμα όπως είχε διαμορφωθεί την εποχή του Αριστοτέλη
Το τέλος της αθηναϊκής Δημοκρατίας
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου οι Αθηναίοι δημιούργησαν αντι-μακεδονικό συνασπισμό με την ελπίδα της απελευθέρωσης. Περιέργως σε αυτή την κρίσιμη καμπή για την ιστορία της δημοκρατίας, στρατηγός του εγχειρήματος ήταν ο Λεωσθένης, δηλαδή το σθένος του λαού. Η πρώτη μάχη μεταξύ Λεωσθένους και Αντιπάτρου δίδεται στις Θερμοπύλες με νικητές τους Αθηναίους. Όμως τελικά ηττούνται από τον ανώτερο μακεδονικό στρατό του Αντίπατρου κι αποδέχονται βαρείς όρους.
Τον Οκτώβρη του 322 π.Χ. εγκαθίσταται μακεδονική φρουρά στη Μουνιχία, καταλύεται η δημοκρατία και επιβάλλεται τιμοκρατία, δηλαδή να θεωρούνται πολίτες της Αθήνας οι έχοντες περιουσία τουλάχιστον 2.000 αττικών δραχμών.
Οι διώξεις των Δημοκρατικών Αθηναίων ήταν ανηλεείς. Ο Δημοσθένης που είχε κληθεί από την εξορία για να βοηθήσει την Αθήνα στις δύσκολες αυτές στιγμές πίνει δηλητήριο για να γλιτώσει τα φριχτά βασανιστήρια. Στον Υπερείδη ακρωτηριάζουν τη γλώσσα και εν συνεχεία τον θανατώνουν. Όλοι οι γνωστοί δημοκρατικοί διώκονται και θανατώνονται σε όλη την Ελληνική επικράτεια.
Την δημοκρατία την γεννούσε ο φτωχός Αθηναϊκός λαός. Ο Αντιπάτρος εκπάτρισαν μία ολόκληρη κοινωνική τάξη, τους Θήτες στα έλη της Θράκης.
Η δημοκρατία των Αθηναίων, η πολιτεία των απλών πολιτών είχε πεθάνει για πάντα.
Πηγή