Στη διάρκεια του χειμώνα του 343/2 ο Αριστοτέλης βρισκόταν στη Μυτιλήνη, διδάσκοντας, ερευνώντας και παρακολουθώντας τις περσικές δραστηριότητες στην Τρωάδα, όταν έφτασε η πρόσκληση του Φιλίππου. Θα δεχόταν – με αντάλλαγμα μια δεόντως υψηλή αμοιβή – να επιστρέψει στη Μακεδονία και να αναλάβει τη θέση του προσωπικού παιδαγωγού του Αλεξάνδρου; Το αγόρι ήταν πλέον 13 ετών και χρειαζόταν έναν κορυφαίο δάσκαλο που θα επέβλεπε τις σπουδές του.
Ο Φίλιππος άφηνε να φανεί διακριτικά ότι ο γιος του εξελίσσεται σε απείθαρχο παιδί. Ως επιπλέον δέλεαρ, ο Φίλιππος υποσχέθηκε να αναστηλώσει τη γενέθλια πόλη του Αριστοτέλη, τα Στάγειρα και να ανακαλέσει «όσους πολίτες της ήταν εξόριστοι ή σκλάβοι». Αυτή δεν έμελλε να είναι μια συνηθισμένη διδασκαλική αποστολή. Θα συνεπαγόταν πολύ ιδιαίτερες προσωπικές και πολιτικές ευθύνες. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την απόφαση του φιλοσόφου.
Η ανώτερη εκπαίδευση απαιτούσε απομόνωση στην ύπαιθρο. Ο Φίλιππος παραχώρησε στον Αριστοτέλη το αποκαλούμενο άλσος των Νυμφών στη Μίεζα, ένα χωριό στους ανατολικούς πρόποδες της οροσειράς του Βερμίου, βόρεια της Βέροιας. Αυτή η περιοχή μάλλον αποτελούσε τμήμα των φημισμένων Κήπων του Μίδα, που περιλάμβανε τη σημερινή περιοχή της Βέροιας, Νάουσας και Έδεσσας. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν ο μοναδικός μαθητής του Αριστοτέλη και αυτό δείχνει σύνεση εκ μέρους του Φιλίππου.
Μία επίλεκτη ομάδα συνομηλίκων του νεαρού πρίγκιπα βρισκόταν μαζί του στη Μίεζα. Πάντα να αγωνίζεσαι να γίνεις καλύτερος: αυτό το ομηρικό ιδεώδες αποτελούσε το επαναλαμβανόμενο μοτίβο που κυριαρχούσε σε κάθε τομέα των πολυποίκιλων δραστηριοτήτων του Αλεξάνδρου. Και μάλιστα ούτε οι πολιτικές απόψεις του Αριστοτέλη ήταν πιθανόν να περιορίσουν την ιδέα που είχε ο διάδοχος για τον εαυτό του. Ο Αριστοτέλης ενώ οίκτιρε τη μοναρχία γενικά ως θεσμό, παρ’ όλα αυτά αποδεχόταν μια και μόνο μία αιτιολόγησή της: την ξεχωριστή προσωπική αρετή.
Μόνο σε μία περίπτωση η μοναρχία ήταν ορθή: «Όταν η αρετή του βασιλιά ή της οικογενείας του ήταν τόσο ανώτερη ώστε να υπερτερεί της αρετής όλων των πολιτών μαζί». Ο Αριστοτέλης δεν άργησε να βρει επιχειρήματα για να στηρίξει την επιθυμία του Αλεξάνδρου να εισβάλλει στην Περσία. Πίστευε ότι η δουλεία είναι φυσικός θεσμός και ότι όλοι ο βάρβαροι, δηλαδή οι μη Έλληνες ήταν σκλάβοι εκ φύσεως. Ήταν, συνεπώς σωστό και αρμόζον οι Έλληνες να εξουσιάζουν τους βαρβάρους. Ο Αριστοτέλης βρήκε στήριξη της θεωρίας του σε δεδομένα βγαλμένα από τη γεωπολιτική ή το «φυσικό δίκαιο». Η ελληνική υπεροχή έπρεπε να αποδειχτεί εμφανώς εγγενής, ένα δώρο της φύσης. Σε ένα απόσπασμα συμβουλεύει τον Αλέξανδρο να γίνει «ηγεμόνας των Ελλήνων και τύραννος των βαρβάρων, να φροντίζει τους πρώτους ως συγγενείς και φίλους και να μεταχειρίζεται τους δεύτερους σαν ζώα ή φυτά».
Θεωρείται πάντως ότι ο Αλέξανδρος διαφωνούσε πλήρως με την ξενοφοβία του δασκάλου του: ότι ήδη ο μετέπειτα κατακτητής του κόσμου, είχε στρέψει το βλέμμα του σε ευρύτερους πολιτικούς ορίζοντες από εκείνους της πόλεως. Ένας λόγιος φτάνει ακόμα και στο σημείο να υποστηρίξει ότι «η συνάντηση της ιδιοφυΐας με την ιδιοφυΐα … παραμένει χωρίς βαθύτερο νόημα και χωρίς αποτέλεσμα». Για τον Αριστοτέλη, ωστόσο, η ζωική ή φυτική φύση των βαρβάρων είχε μια ιδιαίτερη ποιότητα, που πρέπει να χτύπησε κάποια δεκτική χορδή του μαθητή του. «Κανείς», έγραφε, «δεν θα εκτιμούσε την ύπαρξη για τη χαρά του να τρώει μόνος, ή εκείνη του σεξ… εκτός και αν ήταν εντελώς δουλοπρεπής».
Η καθαρά ηδονιστική ζωή ήταν κάτι που ο Αριστοτέλης δίδασκε στους μαθητές του να αντιμετωπίζουν ως ανάξιο ακόμη και της περιφρόνησής τους. Η διδασκαλία σίγουρα διαμόρφωσε το χαρακτήρα του καθώς διέθετε αυτοέλεγχο σε μεγάλο βαθμό, ειδικά τα χρόνια της ανόδου και πριν οι μεγάλες νίκες και ο θαυμασμός του πλήθους επηρεάσουν την κρίση του. Ο Αλέξανδρος που έτρωγε τόσο λιτά, που μοίραζε τα λάφυρα του πολέμου με τόση περιφρονητική γενναιοδωρία, κρατώντας ελάχιστα για τον εαυτό του και που έλεγε ότι δεν είχε μεγαλύτερη επίγνωση της θνητότητάς του από όσο «όταν ξάπλωνε με μία γυναίκα, ή κοιμόταν».
Αυτός σίγουρα, ήταν ένας άνθρωπος του οποίου το χρέος στη διδασκαλία και την επιρροή του Αριστοτέλη ήταν ουσιαστικό. Καλώς ή κακώς, τα χρόνια στη Μίεζα του άφησαν μόνιμο σημάδι. Επίσης, απορρόφησε μεγάλη ποσότητα από την παμφάγα επιστημονική περιέργεια του δασκάλου του και το κοφτερά εμπειρικό πνεύμα που τη συνόδευε. Κάποτε, όταν ρωτήθηκε, στο πλαίσιο της εξέτασης του μαθήματος, τι θα έπραττε σε συγκεκριμένες περιστάσεις, απάντησε ότι δεν μπορούσε να ξέρει μέχρι να εμφανιστούν αυτές οι περιστάσεις – μια απάντηση που πρέπει, σίγουρα, να κέρδισε την επιδοκιμασία του Αριστοτέλη.
Επιπλέον, ο Αλέξανδρος ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για την ιατρική και τη βιολογία που ήταν ακόμη δύο αγαπημένοι τομείς του Αριστοτέλη. Σε ολόκληρη τη ζωή του, λέει ο Πλούταρχος, «δεν αγαπούσε μόνο τη θεωρία της Ιατρικής, αλλά συνέτρεχε τους φίλους του όταν ήταν ασθενείς και τους όριζε συγκεκριμένες θεραπείες και αγωγές». Ο Αλέξανδρος, διάβαζε και συζητούσε ποίηση και πρωτίστως Όμηρο. Ενθουσιαζόταν με την Ιλιάδα. Έλαβε τις βάσεις της γεωμετρίας, της αστρονομίας και της ρητορικής, ειδικά εκείνου του τομέα της ρητορικής που είναι γνωστή ως εριστική, το οποίο σήμαινε την επιχειρηματολογία επί ενός θέματος εκ μέρους και των δύο αντίθετων πλευρών με την ίδια ευκολία.
Ο Αλέξανδρος ανέπτυξε μεγάλη προτίμηση στην εριστική: ήταν μια σφαίρα στην οποία η εκπαίδευση του Αριστοτέλη είχε καταστροφικές συνέπειες αργότερα. Για τους αγνούς Μακεδόνες «ένας απλός άνθρωπος έτοιμος να μιλήσει υπέρ και κατά ήταν σαφώς δόλιο άτομο που αποδείκνυε ότι ήταν καλός ψεύτης». Η διαμονή του Αλεξάνδρου στους Κήπους του Μίδα διήρκεσε τρία χρόνια. Τα μαθητικά χρόνια του Αλεξάνδρου τελείωσαν εκεί.
ΠΗΓΗ: «Αλέξανδρος ο Μακεδόνας. Ο Μεγάλος Στρατηλάτης της Ιστορίας 356 -323 π.Χ.», του Peter Green, Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ.
Πηγή
Ο Φίλιππος άφηνε να φανεί διακριτικά ότι ο γιος του εξελίσσεται σε απείθαρχο παιδί. Ως επιπλέον δέλεαρ, ο Φίλιππος υποσχέθηκε να αναστηλώσει τη γενέθλια πόλη του Αριστοτέλη, τα Στάγειρα και να ανακαλέσει «όσους πολίτες της ήταν εξόριστοι ή σκλάβοι». Αυτή δεν έμελλε να είναι μια συνηθισμένη διδασκαλική αποστολή. Θα συνεπαγόταν πολύ ιδιαίτερες προσωπικές και πολιτικές ευθύνες. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την απόφαση του φιλοσόφου.
Η ανώτερη εκπαίδευση απαιτούσε απομόνωση στην ύπαιθρο. Ο Φίλιππος παραχώρησε στον Αριστοτέλη το αποκαλούμενο άλσος των Νυμφών στη Μίεζα, ένα χωριό στους ανατολικούς πρόποδες της οροσειράς του Βερμίου, βόρεια της Βέροιας. Αυτή η περιοχή μάλλον αποτελούσε τμήμα των φημισμένων Κήπων του Μίδα, που περιλάμβανε τη σημερινή περιοχή της Βέροιας, Νάουσας και Έδεσσας. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν ο μοναδικός μαθητής του Αριστοτέλη και αυτό δείχνει σύνεση εκ μέρους του Φιλίππου.
Μία επίλεκτη ομάδα συνομηλίκων του νεαρού πρίγκιπα βρισκόταν μαζί του στη Μίεζα. Πάντα να αγωνίζεσαι να γίνεις καλύτερος: αυτό το ομηρικό ιδεώδες αποτελούσε το επαναλαμβανόμενο μοτίβο που κυριαρχούσε σε κάθε τομέα των πολυποίκιλων δραστηριοτήτων του Αλεξάνδρου. Και μάλιστα ούτε οι πολιτικές απόψεις του Αριστοτέλη ήταν πιθανόν να περιορίσουν την ιδέα που είχε ο διάδοχος για τον εαυτό του. Ο Αριστοτέλης ενώ οίκτιρε τη μοναρχία γενικά ως θεσμό, παρ’ όλα αυτά αποδεχόταν μια και μόνο μία αιτιολόγησή της: την ξεχωριστή προσωπική αρετή.
Μόνο σε μία περίπτωση η μοναρχία ήταν ορθή: «Όταν η αρετή του βασιλιά ή της οικογενείας του ήταν τόσο ανώτερη ώστε να υπερτερεί της αρετής όλων των πολιτών μαζί». Ο Αριστοτέλης δεν άργησε να βρει επιχειρήματα για να στηρίξει την επιθυμία του Αλεξάνδρου να εισβάλλει στην Περσία. Πίστευε ότι η δουλεία είναι φυσικός θεσμός και ότι όλοι ο βάρβαροι, δηλαδή οι μη Έλληνες ήταν σκλάβοι εκ φύσεως. Ήταν, συνεπώς σωστό και αρμόζον οι Έλληνες να εξουσιάζουν τους βαρβάρους. Ο Αριστοτέλης βρήκε στήριξη της θεωρίας του σε δεδομένα βγαλμένα από τη γεωπολιτική ή το «φυσικό δίκαιο». Η ελληνική υπεροχή έπρεπε να αποδειχτεί εμφανώς εγγενής, ένα δώρο της φύσης. Σε ένα απόσπασμα συμβουλεύει τον Αλέξανδρο να γίνει «ηγεμόνας των Ελλήνων και τύραννος των βαρβάρων, να φροντίζει τους πρώτους ως συγγενείς και φίλους και να μεταχειρίζεται τους δεύτερους σαν ζώα ή φυτά».
Θεωρείται πάντως ότι ο Αλέξανδρος διαφωνούσε πλήρως με την ξενοφοβία του δασκάλου του: ότι ήδη ο μετέπειτα κατακτητής του κόσμου, είχε στρέψει το βλέμμα του σε ευρύτερους πολιτικούς ορίζοντες από εκείνους της πόλεως. Ένας λόγιος φτάνει ακόμα και στο σημείο να υποστηρίξει ότι «η συνάντηση της ιδιοφυΐας με την ιδιοφυΐα … παραμένει χωρίς βαθύτερο νόημα και χωρίς αποτέλεσμα». Για τον Αριστοτέλη, ωστόσο, η ζωική ή φυτική φύση των βαρβάρων είχε μια ιδιαίτερη ποιότητα, που πρέπει να χτύπησε κάποια δεκτική χορδή του μαθητή του. «Κανείς», έγραφε, «δεν θα εκτιμούσε την ύπαρξη για τη χαρά του να τρώει μόνος, ή εκείνη του σεξ… εκτός και αν ήταν εντελώς δουλοπρεπής».
Η καθαρά ηδονιστική ζωή ήταν κάτι που ο Αριστοτέλης δίδασκε στους μαθητές του να αντιμετωπίζουν ως ανάξιο ακόμη και της περιφρόνησής τους. Η διδασκαλία σίγουρα διαμόρφωσε το χαρακτήρα του καθώς διέθετε αυτοέλεγχο σε μεγάλο βαθμό, ειδικά τα χρόνια της ανόδου και πριν οι μεγάλες νίκες και ο θαυμασμός του πλήθους επηρεάσουν την κρίση του. Ο Αλέξανδρος που έτρωγε τόσο λιτά, που μοίραζε τα λάφυρα του πολέμου με τόση περιφρονητική γενναιοδωρία, κρατώντας ελάχιστα για τον εαυτό του και που έλεγε ότι δεν είχε μεγαλύτερη επίγνωση της θνητότητάς του από όσο «όταν ξάπλωνε με μία γυναίκα, ή κοιμόταν».
Αυτός σίγουρα, ήταν ένας άνθρωπος του οποίου το χρέος στη διδασκαλία και την επιρροή του Αριστοτέλη ήταν ουσιαστικό. Καλώς ή κακώς, τα χρόνια στη Μίεζα του άφησαν μόνιμο σημάδι. Επίσης, απορρόφησε μεγάλη ποσότητα από την παμφάγα επιστημονική περιέργεια του δασκάλου του και το κοφτερά εμπειρικό πνεύμα που τη συνόδευε. Κάποτε, όταν ρωτήθηκε, στο πλαίσιο της εξέτασης του μαθήματος, τι θα έπραττε σε συγκεκριμένες περιστάσεις, απάντησε ότι δεν μπορούσε να ξέρει μέχρι να εμφανιστούν αυτές οι περιστάσεις – μια απάντηση που πρέπει, σίγουρα, να κέρδισε την επιδοκιμασία του Αριστοτέλη.
Επιπλέον, ο Αλέξανδρος ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για την ιατρική και τη βιολογία που ήταν ακόμη δύο αγαπημένοι τομείς του Αριστοτέλη. Σε ολόκληρη τη ζωή του, λέει ο Πλούταρχος, «δεν αγαπούσε μόνο τη θεωρία της Ιατρικής, αλλά συνέτρεχε τους φίλους του όταν ήταν ασθενείς και τους όριζε συγκεκριμένες θεραπείες και αγωγές». Ο Αλέξανδρος, διάβαζε και συζητούσε ποίηση και πρωτίστως Όμηρο. Ενθουσιαζόταν με την Ιλιάδα. Έλαβε τις βάσεις της γεωμετρίας, της αστρονομίας και της ρητορικής, ειδικά εκείνου του τομέα της ρητορικής που είναι γνωστή ως εριστική, το οποίο σήμαινε την επιχειρηματολογία επί ενός θέματος εκ μέρους και των δύο αντίθετων πλευρών με την ίδια ευκολία.
Ο Αλέξανδρος ανέπτυξε μεγάλη προτίμηση στην εριστική: ήταν μια σφαίρα στην οποία η εκπαίδευση του Αριστοτέλη είχε καταστροφικές συνέπειες αργότερα. Για τους αγνούς Μακεδόνες «ένας απλός άνθρωπος έτοιμος να μιλήσει υπέρ και κατά ήταν σαφώς δόλιο άτομο που αποδείκνυε ότι ήταν καλός ψεύτης». Η διαμονή του Αλεξάνδρου στους Κήπους του Μίδα διήρκεσε τρία χρόνια. Τα μαθητικά χρόνια του Αλεξάνδρου τελείωσαν εκεί.
ΠΗΓΗ: «Αλέξανδρος ο Μακεδόνας. Ο Μεγάλος Στρατηλάτης της Ιστορίας 356 -323 π.Χ.», του Peter Green, Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ.
Πηγή