Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Οι μυστικιστικές θεωρίες των αρχαίων Ελλήνων

Για παράδειγμα, ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του απέφευγαν τα φασόλια και τα μπαρμπούνια για λόγους όχι τόσο επιστημονικούς ή λογικούς, όσο μαγεί­ας και παράδοσης, όπως υπαγορεύει ο Ησίο­δος στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του «Έργα και Ημέραι» - αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο υποθάλπονται τέτοιες ιδέ­ες.

Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ιδιαίτερα ση­μαντικό τον αριθμό 10 - ορκίζονταν μάλιστα στη «μυστική δεκάδα», η οποία είχε καθορι­στεί ως δέκα στιγμές ή μονάδες με τη μορφή ενός τριγώνου. Το τρίγωνο αυτό χρησιμοποί­ησαν αργότερα για να αναπτύξουν το Πυθαγόρειο θεώρημα και να ανακαλύψουν τη ση­μασία των άρρητων αριθμών!.. Διαβάστε τι αναφέρει το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ!..

«…Αναμφίβολα, υπήρχε κάτι μυστικιστικό στη θεωρία του Ηρακλείτου. Κάτι παρόμοιο συνα­ντάμε και στον ευφυέστατο Πυθαγόρα, ο οποί­ος είχε γεννηθεί τριάντα χρόνια πριν στο γει­τονικό νησί της Σάμου. Μετανάστευσε, σύμ­φωνα με την παράδοση στον Κρότωνα, πόλη της Βορειοανατολικής Ιταλίας, προκειμένου να απαλλαγεί από τις ιδιοτροπίες του τυράν­νου της Σάμου, του Πολυκράτη. Εκεί, δημι­ούργησε μία ομάδα, η οποία εν μέρει ασχολείτο με τα κοινά, αλλά η κύρια ενασχόληση της αφορούσε δύο αντικρουόμενα αντικείμε­να, τα μαθηματικά και τις δεισιδαιμονίες (κά­τι που συναντάμε αργότερα στον Νεύτωνα). Ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του απέφευγαν τα φασόλια και τα μπαρμπούνια για λόγους όχι τόσο επιστημονικούς ή λογικούς, όσο μαγεί­ας και παράδοσης, όπως υπαγορεύει ο Ησίο­δος στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του Έργα και Ημέραι - αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο υποθάλπονται τέτοιες ιδέ­ες.

Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ιδιαίτερα ση­μαντικό τον αριθμό 10 - ορκίζονταν μάλιστα στη «μυστική δεκάδα», η οποία είχε καθορι­στεί ως δέκα στιγμές ή μονάδες με τη μορφή ενός τριγώνου. Το τρίγωνο αυτό χρησιμοποί­ησαν αργότερα για να αναπτύξουν το Πυθαγόρειο θεώρημα και να ανακαλύψουν τη ση­μασία των άρρητων αριθμών. Η αξιοπερίεργη συσχέτιση εννοιών συνεχίζεται: τα συμπερά­σματα τους για την κοσμογονία και την αστρο­νομία μοιάζουν με δεισιδαιμονίες, αλλά ενυ­πάρχει σ' αυτά η εξαιρετική διαίσθηση της μα­θηματικής δομής του σύμπαντος -τη διαίσθη­ση αυτή δεν θα ήταν παράδοξο να τη θεωρήσουμε εξέλιξη του σκεπτικού που ανέπτυξε ο Ηρά­κλειτος για τον Λόγο ή το Μέτρο που ενυπάρ­χουν στο Πυρ.

Ο Πυθαγόρας ήταν γέννημα- θρέμμα της Ιωνίας, όπως επίσης και η μυστικιστική προσωπικότητα του Ίωνα Ηρακλείτου. Είναι πολύ σημα­ντικό να το θυμόμαστε αυτό, καθώς αρχαίοι και σύγχρονοι μελετητές έχουν την τάση να διακρίνουν ένα πραγματολογικό είδος φιλοσοφίας στην Ανατολική Ελλάδα, εν αντιθέ­σει με το μεταφυσικό που υπήρχε στη δύση. Πράγματι, περίπου μία γε­νιά αργότερα, η Σικελία ανέδειξε τον Εμπεδοκλή, ο οποίος ανέ­πτυξε τον Πυθαγόρειο στοχασμό ότι οι ψυ­χές αλλάζουν σώματα, κατα­λήγοντας όμως σε ακρότητες. Γενικότερα, το σαμανιστικό στοιχείο (είδος μαγείας) στην ελληνική σκέψη δεν περιοριζόταν σε μία μόνο σχολή ή πε­ριοχή, αλλά εκδη­λωνόταν σπορα­δικά σε διάφορα μέρη και σε διά­φορες χρονι­κές περιόδους. Με αυτή τη χρήσιμη διαπί­στωση θα κλείσουμε το παρόν κεφάλαιο. Παρόλο που, κατά τους δύο κρίσιμους αιώνες που μελε­τούμε, ο ιδεολογι­κός στοχασμός, εγκαταλείποντας τους μύθους και τη θρησκεία, αναπτύχθηκε με θεμέλιο μία πιο συνειδητοποιη­μένη και εκλο­γικευμένη άπο­ψη για τη δομή της κοινωνίας και της φύσης, πολλοί ήταν οι Έλληνες που παρέμειναν από πολλές απόψεις αντιδραστικοί, θρη­σκόληπτοι και πα­ράλογοι. Οι δεισιδαιμονικές αντιλήψεις του κόσμου διατηρήθηκαν και η κοινωνική και ηθική αξία του Ομήρου, παρά τον υποβιβασμό του από κάποιους επι­τηδευμένους σε αμιγώς λογοτεχνι­κό σύμβολο, εξακολουθούσε να ανα­γνωρίζεται από πολλούς απλούς αν­θρώπους έτσι, ώστε τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Πλάτων να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να ξεφύ­γει από την επιρροή του. Η φιλοσο­φία ήταν το αδιαμφισβήτητο επι­στέγασμα της πνευματικής εξέλιξης.

Ωστόσο, στα πρώτα της στάδια δεν ήταν τόσο διαδεδομένη ούτε είχε αποκτήσει ευρεία κοινωνική επιρροή. Από την άλλη, η οργάνωση της θρησκείας ανανεώθηκε με εκ­συγχρονισμένες λατρείες, όπως για παρά­δειγμα τα Ελευσίνια Μυστήρια (για να μην αναφέρουμε τις λειτουργίες στο βωμό του Απόλλωνα στους Δελφούς). Εν κατακλείδι, σε γενικό βαθμό και παρά τα όποια ξεσπάσματα παραλογισμού, η χρήση της λογικής κατά την περίοδο εκείνη σημείωσε σταθερή πρόοδο -οι υπερβολές παρατηρήθηκαν κυρίως από τους σοφιστές και τους δημαγωγούς του επόμενου αιώνα. Tα στάδια αυτής της προόδου ήταν πε­ρίπλοκα και ασυνεχή, καθώς η στάση απένα­ντι στο παρελθόν και στα μυθικά και θρη­σκευτικά αρχέτυπα του κυμαινόταν μεταξύ της σιωπηρής και κατηγορηματικής απόρρι­ψης, της προμελετημένης ή εμπνευσμένης επανερμηνείας, της αριστοκρατικής νοσταλ­γίας ή της επαναστατικής απέχθειας και της εποικοδομητικής ή της απλής αλληγορικής χρήσης των εννοιών.

Η κοσμική κοινή λογι­κή, η οποία παρείχε στον Τυρταίο και τον Μί­μνερμο τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν ιστορικά γεγονότα, όπως η προσάρτηση της Μεσσηνίας ή η προϊστορία της Κολοφώνας και της Σμύρνης, με αντικειμενικούς και λο­γικούς όρους, αποτελούσε παράγοντα εξέλι­ξης. Το ίδιο και ο ρεαλισμός όσον αφορά τους ανθρώπινους περιορισμούς, ο οποίος προϋ­πήρχε του Ησιόδου και του Ομήρου και πέ­ρασε στις επόμενες γενιές. Πάνω απ' όλα, η λογοτεχνία (ίσως περισσότερο και από την τέ­χνη), προσπαθώντας να συμβιβάσει το νεω­τερισμό με την παράδοση, ήταν αυτή που εξέ­φρασε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και υπο­κίνησε την περιπετειώδη ευφυΐα, αλλά και τη βαθιά ριζωμένη αποφασιστικότητα της αρ­χαϊκής νοοτροπίας…» (Πηγή: Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ: «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας»)

Με σεβασμό και τιμή

ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ
Κυριακή, 9 Νοεμβρίου 2014



Πηγή