Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής

Κλοπές, βανδαλισμοί, λεηλασίες σημειώθηκαν σε μουσεία και μνημεία της χώρας με την Ακρόπολη να κατέχει στον κατάλογο των καταστροφών την κυρίαρχη θέση.
Τις ζημιές τις κατήγγειλε καθημερινά ο Ιωάννης Μηλιάδης, από τους διαπρεπείς αρχαιολόγους της εποχής και διευθυντής της Ακροπόλεως από το 1940 ως το 1960. Όπως φαίνεται κανείς δεν μπορούσε να περιορίσει τους Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Τα περιγράφει τόσο εύστοχα ο αρχαιολόγος, γ.γ. της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος.

Η πρόσφατη ανατύπωση της έκδοσης «Αρχαία της Ελλάδας κατά τον πόλεμο 1940 – 1944» είναι χρυσωρυχείο. Ένας απίστευτος πλούτος πληροφοριών και στοιχείων για όσα έπραξαν οι κατακτητές, αλλά και η αδιάλλακτη στάση των Ελλήνων αρχαιολόγων που ήταν ακλόνητοι στις αρχές τους.
Ήταν τότε που η Αρχαιολογική Υπηρεσία βρέθηκε «στην παράλογη θέση να καταστρέφει το έργο που γενιές Ελλήνων αρχαιολόγων είχαν δημιουργήσει». Να διαλύουν μουσεία και συλλογές και να θάβουν τα αρχαία σε κρύπτες, θησαυροφυλάκια και σπηλιές. Η Ακρόπολη ήταν το κατ’ εξοχήν μνημείο της αρχαίας Ελλάδας που όλοι οι ξένοι στρατιωτικοί ήθελαν να φωτογραφηθούν.
Ιδανικός τόπος μαζί με τον Λυκαβηττό και για τα αντιαεροπορικά πυροβόλα και τους προβολείς. Οι ελληνικές Αρχές κατάφεραν την απομάκρυνσή τους τον Ιούλιο του 1941, όμως ενάμιση μήνα αργότερα, οι Ιταλοί πια, κουβάλησαν στην Ακρόπολη πυροβόλα και πυρομαχικά ενώ τον Οκτώβριο κατασκεύαζαν και τσιμεντένιες βάσεις. Είχε γίνει στρατώνας

Η παραμονή των στρατιωτικών στην Ακρόπολη και το μουσείο είχε γενικά δυσάρεστες συνέπειες για τα μνημεία του Ιερού Βράχου. «Στις αίθουσες των αρχαϊκών αετωμάτων εγκατέστησαν το πλυντήριό τους και το μαγειρείο και το υπόλοιπο μουσείο μεταβλήθηκε σε στρατώνα. Ο Βράχος έγινε στρατιωτική περιοχή, όπου οι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν τα πολεμικά μηχανήματα χωρίς φροντίδα για τον τόπο.

Άναβαν φωτιές για το πρόχειρο φαγητό τους, βρώμιζαν τα μνημεία με βενζίνες, πετρέλαια και μηχανέλαια και, όπως ήταν φυσικό, μεταχειρίζονταν τα απόμερα σημεία της Ακροπόλεως για αποχωρητήρια. Μαρτυρείται μάλιστα πως ούτε ο Παρθενώνας ούτε τα Προπύλαια γλίτωσαν από τη χρήση αυτή. Στους Έλληνες αρχαιολόγους φοβερή εντύπωση έκαμε η φωτογράφιση Ιταλών στρατιωτών αγκαλιά με τις Κόρες του Ερεχθείου, ακόμη φοβερότερη, ότι στην Ακρόπολη σύχναζαν και οι ερωτικοί σύντροφοι των Ιταλών. Δεν παρέλειψαν ακόμη οι ίδιοι να θραύουν αρχιτεκτονικά μέλη για απόσπαση αναμνηστικών κομματιών ή να χαράζουν τα ονόματά τους στα μάρμαρα των μνημείων».

Το υπουργείο Παιδείας στις 11 Νοεμβρίου του 1940 έδωσε στους εφόρους οδηγίες για τον τρόπο προστασίας. Λίγοι άνθρωποι, ελάχιστα μέσα, κι όμως η απόκρυψη των αρχαίων -με συντονιστή τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο-αποδείχθηκε ευεργετική.
Τα χάλκινα μεγάλα αγάλματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου συσκευάστηκαν το καθένα ειδικά με περιτυλίγματα, πισσόχαρτα και τοποθετήθηκαν σε κιβώτια όπως η κεραμική και τα αντικείμενα μικροτεχνίας τα οποία φυλάχτηκαν στα υπόγεια της νέας πτέρυγας, ενώ τα πολύτιμα χρυσά, στο θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος. Εκεί παραδόθηκαν και τα ευρήματα της ανασκαφής των Δελφών του 1939, ελεφάντινα και χρυσά κ.ά.

Τα γλυπτά ασφαλίστηκαν στα υπόγεια της νέας πτέρυγας του μουσείου. «Τριάντα πέντε κιβώτια φυλάχτηκαν στο σπήλαιο της Εννεακρούνου και άλλα είκοσι δύο στις φυλακές του Σωκράτους. Τα πολύ μεγάλα αγάλματα και ανάγλυφα τάφηκαν σε τάφρους, που ανοίχτηκαν στις ίδιες αίθουσες στις οποίες ήσαν εκτεθειμένα, όπως η Θέμις του Χαιρεστράτου, το ανάγλυφο της Ελευσίνος, ο κούρος των Μεγάρων, ο Ερμής της Άνδρου, η ιέρεια Αριστονόη του Ραμνούντος, οι κούροι του Σουνίου».
Η συσκευασία των νομισμάτων του Νομισματικού Μουσείου άρχισε με προφορική εντολή στις 28 Οκτωβρίου και ως τις 4 Νοεμβρίου είχε ολοκληρωθεί ο εγκιβωτισμός όλων των πολύτιμων αρχαίων του μουσείου σε 61 κιβώτια. Τα γλυπτά του Μουσείου Ακροπόλεως σκορπίστηκαν σε πολλές κρύπτες.

Στο ίδιο το μουσείο ανοίχτηκε «μέγας λάκκος εντός της αιθούσης του Παρθενώνος». Όσα δεν χωρούσαν εκεί φυλάχτηκαν εις την κρύπτην Εννεακρούνου», στις «φυλακές του Σωκράτους», στην πύλην του μουσείου αλλά και στην αυλή. Σύμφωνα με τα πρωτόκολλα απόκρυψης χρησιμοποιήθηκαν «επί του Βράχου της Ακροπόλεως, κατά μήκος της βορείας πλευράς του Παρθενώνος, λαξευτά τέσσαρα φρέατα», όπου τάφηκαν σε στρώσεις αρχαία κ.ά.

Τα σημαντικότερα αντικείμενα του Βυζαντινού Μουσείου κι όσα δεν μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος προστατεύθηκαν σε ορύγματα στην αυλή του μουσείου κι άλλα στα υπόγεια του μεγάρου της Δούκισσας της Πλακεντίας. Τα γλυπτά του Μουσείου Κεραμεικού σε δύο λάκκους που ανοίχτηκαν πίσω από τα μνημεία του Δεξίλεω και της Δημητρίας και Παμφίλης, ενώ του Μουσείου Πειραιά καταχώθηκαν «σε βαθύ ημικυκλικό αγωγό της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου, που βρίσκεται έξω από το μουσείο».

Ο ηνίοχος του Μουσείου Δελφών χωρίστηκε σε δύο τμήματα και φυλάχτηκε σε κιβώτια με άχυρο και μπαμπάκι και μαζί με άλλα πολύτιμα αρχαία «εξασφαλίστηκαν στους δύο λαξευτούς τάφους που είναι και σήμερα θεατοί στον κήπο του μουσείου».

Την περίοδο 1940 – 44 η Αρχαιολογική Υπηρεσία διέθετε άξιους επιστήμονες, οι οποίοι συχνά απογοητεύονταν από τους πρώην ξένους φίλους που εργάζονταν στην Ελλάδα και είχαν πια διαφορετικό πρόσωπο.

Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι


«Οι Γερμανοί, κυρίως, αρχαιολόγοι άλλαξαν με ευχαρίστηση ρόλους. Ως στρατιωτικοί αρχαιολόγοι τήρησαν τα προσχήματα και τους ελληνικούς νόμους με την τραχύτητα του κατακτητή και όχι με τη διακριτικότητα του επιστήμονα, πρώην φίλου και πρώην συμφοιτητή των Ελλήνων». Όπως σημειώνει ο κ. Πετράκος ξέχασαν ότι η κατάκτηση της Ελλάδας από τον στρατό τους δεν τους έδωσε κανένα δικαίωμα επάνω στη χώρα και τα μνημεία της, πέρα από αυτό που δίνει η βία».
Τι ακολούθησε; Παράνομες ανασκαφές, προσβλητική συμπεριφορά, απειλητικά έγγραφα και πιέσεις προς τους πρώην φίλους και συναδέλφους. Στην Κρήτη κατέστρεψαν τον μινωικό βασιλικό τάφο των Ισοπάτων, στη Δήλο στις 6/9/1941 ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής Κυκλάδων Τζοβάνι Δούκα ήταν προσβλητικός: «οι αξιωματικοί ελεηλάτουν τας προθήκας (του μουσείου), οι στρατιώται ανοίξαντες το συρτάριον της τραπέζης, ένθα επωλούντο τα εισιτήρια, αφήρεσαν περί τας χιλίας πεντακοσίας δραχμάς».

Λίγους μήνες αργότερα στο Μουσείο Κεραμεικού κατά τη διάρκεια ξενάγησης Γερμανών κλάπηκε πήλινος μελανόμορφος πίνακας που εικόνιζε πρόθεση νεκρού.
Ο Kurt Gebauer που ξεναγούσε «δεν έκρινε σκόπιμον και συναδελφικόν ουδέ τον διευθυντήν του Μουσείου να ειδοποιήση δι’ έν τόσον σοβαρόν συμβάν».

Οι αρχαιολόγοι έσωσαν την ελληνική κληρονομιά Στις 16 Ιουνίου 1945 στο περιοδικό «Μέντωρ» της Αρχαιολογικής Εταιρείας και με τα αρχικά ΜΑΒ ο μεγάλος Έλληνας αρχαιολόγος και διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Χρήστος Καρούζος περιέγραψε πώς συμπεριφέρθηκαν οι ναζί μόλις κατέλαβαν τη χώρα: «Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, οι αρχαιολόγοι τους απαιτήσανε πρώτα πρώτα να ανοίξουνε αμέσως τα μουσεία, λέγοντας στην αρχή πως ο πόλεμος τελείωσε πια, ύστερα πως τα αρχαία θα πάθουν κρυμμένα, ύστερα πως στον πόλεμο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη. Η επίμονη αντίσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μας εγλύτωσε τα σπουδαιότερα μουσεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία.

Γιατί όπου βρήκαν ευκαιρία, όχι πολύ συχνά ευτυχώς, τα έκαμαν και τα δύο. Πέτυχαν να ανοίξουν τα Μουσείο του Κεραμεικού, που το είχαν κάμει αυτοί: Σε λίγες μέρες Γερμανοί αξιωματικοί έκλεψαν, μπροστά στα μάτια του Γερμανού αρχαιολόγου που τους οδηγούσε, έναν ωραίο πήλινο αρχαϊκό πίνακα, με παράσταση πρόθεσης του νεκρού. Σε διάφορα άλλα επαρχιακά μουσεία (Μέγαρα, Θήβα, Χαιρώνεια, Τανάγρα, Αλμυρό, Λάρισα, Βέροια, Θέρμο, Κόρινθο, Άργος, Δήλο, Σίφνο, Κνωσό, Χανιά, Σάμο) Γερμανοί και Ιταλοί, αφού μπήκαν ή εγκαταστάθηκαν στα μουσεία, αλλού έσπασαν βιτρίνες και αποθήκες, αλλού έκαψαν την ξυλεία, αλλού πήραν ό,τι αρχαία μπόρεσαν.

Οι φύλακές μας στάθηκαν όλοι, σχεδόν, αξιοθαύμαστα πιστοί στο καθήκον τους, με κίνδυνο όχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και όλου του σπιτιού τους. Μερικά έπαθαν ανεπανόρθωτες καταστροφές για να κάμουν αυτοί τα «απόρθητα» οχυρώματά τους (Βασιλικός τάφος Κνωσού, Ακρόπολη Ασίνης, βωμός ανακτόρου Τίρυνθος, Ναός Ποσειδώνος – Σούνιο, ανατίναξη του Λαβυρίνθου της Γόρτυνος, του μινωικού βασιλικού τάφου των Ισοπάτων, τείχη του Κόνωνος).

Η Αρχαιολογική μας Υπηρεσία δεν άφησε καμία ευκαιρία που να μην απευθυνθεί στη στρατιωτική τους «υπηρεσία προστασίας της τέχνης» και να τους καταγγείλει, με σπάνια παρρησία και με πολύ έντονα έγγραφα, τα εγκλήματά τους. Οι αρχαιολογικοί σταυρωτήδες, όμως, που υπηρετούσαν εκεί μόνη έγνοια είχαν το πώς θα γλυτώσουν το μέτωπο.

Η γενναιότητά τους ξεθύμαινε με έγγραφα απερίγραπτης τραχύτητας και θρασύτητας, με τα οποία κατά κανόνα έριχναν πάντα την ευθύνη στους Έλληνες και φοβέριζαν τους αρχαιολογικούς μας υπαλλήλους για τη δυσφήμηση του στρατού κατοχής. Αρκετοί φύλακες φυλακίσθηκαν και βασανίστηκαν, επειδή είχαν τολμήσει να κάμουν τέτοιες καταγγελίες. Ας αφήσουμε τις παράνομες λαθραίες ή τις φανερές ανασκαφές τους».


ΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΟΥ ΛΗΣΤΕΨΑΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ


Σύμφωνα με έκθεση του υπουργείου Παιδείας που συνέταξαν το 1946 οι κορυφαίοι Έλληνες αρχαιολόγοι με επικεφαλής τον Χρήστο Καρούζο και τον Μαρίνο Καλλιγά με τίτλο «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής», οι Γερμανοί έκλεψαν και αφαίρεσαν αρχαιότητες μεγάλης επιστημονικής και καλλιτεχνικής αξίας από τα εξής μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους:


  • Κεραμεικού Πειραιά Σκαραμαγκά
  • Βούλας Βάρης Κορωπίου
  • Κερατέας Σουνίου Ελευσίνας
  • Αίγινας Μεγάρων Θήβας
  • Λιβαδειάς Ευπαλίου Γαλαξιδίου
  • Τανάγρας Χαιρώνειας Κωπαΐδας
  • Δελφών Χαλκίδας Ερέτριας
  • Κορίνθου Άργους Λακωνίας
  • Κυθήρων Βασιλικού Πεταλιδίου
  • Μεσσηνίας Μεσσηνίας
  • Θέρμου Μονής Βελάς Ν. Αγχιάλου
  • Λάρισας Καλαμπάκας  Χασίων (Μονή Αναλήψεως)
  • Μονής Γκούρας Θεσσαλονίκης Ποτίδαιας
  • Κομοτηνής Μυτιλήνης Σάμου
  • Τηγανίου Μήλου Καστελίου Κισσάμου
  • Κνωσού Αγίας Τριάδας Γόρτυνας Φαιστού (Κρήτη)



Πηγή1/ Πηγή2