Γιορτές, σαν τις δικές μας αποκριές, είχαν και οι αρχαίοι μας πρόγονοι .Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως δεν κάναμε τίποτα άλλο από το ν’ αντιγράψουμε τις γιορτές τους αυτές.
Ο « κώμος » ήταν λαϊκή αγροτική γιορτή , που γινόταν για να τιμηθούν ο Διόνυσος, θεός των αμπελιών ,του κρασιού και του μεθυσιού, και η ακολουθία του, οι σάτυροι και οι μαινάδες, σύμβολα ερωτικής κραιπάλης και ευωχίας.
Την εποχή του τρύγου εύθυμες συντροφιές νέων στόλιζαν τα κεφάλια τους με κισσό – ιερό φυτό του Διόνυσου – και ξεχύνονταν στους δρόμους, τραγουδώντας χαρούμενα τραγούδια με ερωτικό περιεχόμενο. Άλειφαν το πρόσωπό τους με «τρυγία » – κατακάθι κρασιού από τον πάτο του βαρελιού -, κρατούσαν στα χέρια τους ομοιώματα φαλλών και πείραζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους με άσεμνες χειρονομίες και τολμηρά πειράγματα.
Κώμος ονομαζόταν και η κατάληξη των συμποσίων. Όταν τέλειωνε το συμπόσιο, οι συμποσιαστές μεθυσμένοι ξεχύνονταν στους δρόμους , κρατώντας φανούς και λαμπάδες , φορώντας προσωπίδες και στεφάνια από κισσό, τραγουδώντας άσεμνα τραγούδια και χορεύοντας υπό τους ήχους αυλών και τυμπάνων σε κατάσταση παράφορης έξαψης.
Τα κατ` αγρούς Διονύσια γιορτάζονταν στο διάστημα που αντιστοιχεί στις 19– 22 Δεκεμβρίου του σημερινού ημερολογίου. Στη διονυσιακή αυτή γιορτή μεθυσμένοι αγρότες κατέβαιναν μπουλούκια – μπουλούκια («θίασοι») πάνω σε κάρα («άμαξες») από μικρά χωριουδάκια
σε μεγάλους δήμους. Γύριζαν στους δρόμους φορώντας προσωπίδες , έκαναν κινήσεις μιμούμενοι διάφορες πράξεις , τραγουδούσαν άσεμνα τραγούδια , τα « φαλλικά άσματα », « έσκωπταν» όποιον συναντούσαν και ψέλνανε « τα εξ αμάξης» στους περαστικούς.
Τα Ανθεστήρια γιορτάζονταν στην Αθήνα κατά τον μήνα Aνθεστηριώνα (τέλος Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου ) προς τιμήν του Διόνυσου και του Χθόνιου Ερμή και κρατούσαν τρεις μέρες.
Η πρώτη μέρα της γιορτής ονομαζόταν « Πιθοίγια »,γιατί τη μέρα αυτή άνοιγαν τα πιθάρια με το καινούργιο κρασί. Έφερναν κρασί στο ιερό του Διόνυσου, κάνανε σπονδές, χόρευαν και τραγουδούσα. Ακόμα και οι δούλοι είχαν το ελεύθερο τη μέρα αυτή και την επόμενη να πίνουν και να διασκεδάζουν μαζί με τ’ αφεντικά τους.
Η δεύτερη μέρα , οι Χόες, ήταν μέρα γλεντιού και ξεφαντώματος.
Τη μέρα αυτή γινόταν η είσοδος του Διόνυσου πάνω σε καράβι με τροχούς . Ακολουθούσαν μεταμφιεσμένοι Σάτυροι που φορούσαν πήλινες μάσκες, δέρματα τράγων και στεφάνια από κισσό. Χόρευαν και πηδούσαν χτυπώντας τα πόδια στη γη και πείραζαν τον κόσμο με άσεμνες εκφράσεις και βωμολοχίες . Η γιορτή τέλειωνε με διάφορες οργιαστικές εκδηλώσεις, τραγούδια και εγκώμια για τον Διόνυσο και την ακολουθία του .
Η τρίτη μέρα ονομαζόταν « Χύτροι» και ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς . Σε μεγάλα καζάνια έβραζαν σπόρους δημητριακών και προσφέρανε θυσίες στον Διόνυσο και στον ψυχοπομπό Ερμή , που οδηγούσε τις ψυχές στον Άδη .Έκαναν δηλαδή ό,τι κάνουμε κι εμείς σήμερα με τα κόλλυβα τα Ψυχοσάββατα πριν από τις Κυριακές της Αποκριάς και της Πεντηκοστής .
Πίστευαν πως τη μέρα αυτή οι ψυχές επιστρέφουν από τον Άδη και κυκλοφορούν αόρατες ανάμεσα στους ζωντανούς . Μαζί με τις ψυχές ανέβαιναν όμως στη γη και πονηρά πνεύματα που μόλυναν τους ανθρώπους και τις τροφές.
Για να εμποδίσουν τα πονηρά πνεύματα να μπουν στα σπίτια τους, έβαζαν γύρω από αυτά ένα κόκκινο νήμα και άλειφαν τις πόρτες με μουντζούρα.
Τα πονηρά πνεύματα , που έμεναν με τους ζωντανούς την ημέρα των Xύτρων, τα έδιωχναν την επόμενη ημέρα με τη φράση: «Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ’ Ἀνθεστήρια», ( φύγετε ψυχές των νεκρών, τα Aνθεστήρια τέλειωσαν πια ).
Πηγή
Ο « κώμος » ήταν λαϊκή αγροτική γιορτή , που γινόταν για να τιμηθούν ο Διόνυσος, θεός των αμπελιών ,του κρασιού και του μεθυσιού, και η ακολουθία του, οι σάτυροι και οι μαινάδες, σύμβολα ερωτικής κραιπάλης και ευωχίας.
Την εποχή του τρύγου εύθυμες συντροφιές νέων στόλιζαν τα κεφάλια τους με κισσό – ιερό φυτό του Διόνυσου – και ξεχύνονταν στους δρόμους, τραγουδώντας χαρούμενα τραγούδια με ερωτικό περιεχόμενο. Άλειφαν το πρόσωπό τους με «τρυγία » – κατακάθι κρασιού από τον πάτο του βαρελιού -, κρατούσαν στα χέρια τους ομοιώματα φαλλών και πείραζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους με άσεμνες χειρονομίες και τολμηρά πειράγματα.
Κώμος ονομαζόταν και η κατάληξη των συμποσίων. Όταν τέλειωνε το συμπόσιο, οι συμποσιαστές μεθυσμένοι ξεχύνονταν στους δρόμους , κρατώντας φανούς και λαμπάδες , φορώντας προσωπίδες και στεφάνια από κισσό, τραγουδώντας άσεμνα τραγούδια και χορεύοντας υπό τους ήχους αυλών και τυμπάνων σε κατάσταση παράφορης έξαψης.
Τα κατ` αγρούς Διονύσια γιορτάζονταν στο διάστημα που αντιστοιχεί στις 19– 22 Δεκεμβρίου του σημερινού ημερολογίου. Στη διονυσιακή αυτή γιορτή μεθυσμένοι αγρότες κατέβαιναν μπουλούκια – μπουλούκια («θίασοι») πάνω σε κάρα («άμαξες») από μικρά χωριουδάκια
σε μεγάλους δήμους. Γύριζαν στους δρόμους φορώντας προσωπίδες , έκαναν κινήσεις μιμούμενοι διάφορες πράξεις , τραγουδούσαν άσεμνα τραγούδια , τα « φαλλικά άσματα », « έσκωπταν» όποιον συναντούσαν και ψέλνανε « τα εξ αμάξης» στους περαστικούς.
Τα Ανθεστήρια γιορτάζονταν στην Αθήνα κατά τον μήνα Aνθεστηριώνα (τέλος Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου ) προς τιμήν του Διόνυσου και του Χθόνιου Ερμή και κρατούσαν τρεις μέρες.
Η πρώτη μέρα της γιορτής ονομαζόταν « Πιθοίγια »,γιατί τη μέρα αυτή άνοιγαν τα πιθάρια με το καινούργιο κρασί. Έφερναν κρασί στο ιερό του Διόνυσου, κάνανε σπονδές, χόρευαν και τραγουδούσα. Ακόμα και οι δούλοι είχαν το ελεύθερο τη μέρα αυτή και την επόμενη να πίνουν και να διασκεδάζουν μαζί με τ’ αφεντικά τους.
Η δεύτερη μέρα , οι Χόες, ήταν μέρα γλεντιού και ξεφαντώματος.
Τη μέρα αυτή γινόταν η είσοδος του Διόνυσου πάνω σε καράβι με τροχούς . Ακολουθούσαν μεταμφιεσμένοι Σάτυροι που φορούσαν πήλινες μάσκες, δέρματα τράγων και στεφάνια από κισσό. Χόρευαν και πηδούσαν χτυπώντας τα πόδια στη γη και πείραζαν τον κόσμο με άσεμνες εκφράσεις και βωμολοχίες . Η γιορτή τέλειωνε με διάφορες οργιαστικές εκδηλώσεις, τραγούδια και εγκώμια για τον Διόνυσο και την ακολουθία του .
Η τρίτη μέρα ονομαζόταν « Χύτροι» και ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς . Σε μεγάλα καζάνια έβραζαν σπόρους δημητριακών και προσφέρανε θυσίες στον Διόνυσο και στον ψυχοπομπό Ερμή , που οδηγούσε τις ψυχές στον Άδη .Έκαναν δηλαδή ό,τι κάνουμε κι εμείς σήμερα με τα κόλλυβα τα Ψυχοσάββατα πριν από τις Κυριακές της Αποκριάς και της Πεντηκοστής .
Πίστευαν πως τη μέρα αυτή οι ψυχές επιστρέφουν από τον Άδη και κυκλοφορούν αόρατες ανάμεσα στους ζωντανούς . Μαζί με τις ψυχές ανέβαιναν όμως στη γη και πονηρά πνεύματα που μόλυναν τους ανθρώπους και τις τροφές.
Για να εμποδίσουν τα πονηρά πνεύματα να μπουν στα σπίτια τους, έβαζαν γύρω από αυτά ένα κόκκινο νήμα και άλειφαν τις πόρτες με μουντζούρα.
Τα πονηρά πνεύματα , που έμεναν με τους ζωντανούς την ημέρα των Xύτρων, τα έδιωχναν την επόμενη ημέρα με τη φράση: «Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ’ Ἀνθεστήρια», ( φύγετε ψυχές των νεκρών, τα Aνθεστήρια τέλειωσαν πια ).
Πηγή