Πάλι Παλαμάς; Πάλι. Είναι τέτοιες οι συμπτώσεις ανάμεσα σε δύο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος περιστατικά –το ένα του 1897, το άλλο περυσινό–, που επιβάλλουν την αναπαραγωγή του λόγου του. Αυτή τη φορά δεν πρόκειται για ποίημα αλλά για το άρθρο «Οι τριακόσιοι», συνταγμένο στην καθαρεύουσα. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις Εσπερινή» στις 18.6.1897 (τώρα στα «Απαντα», τόμ. ΙΕ΄. Γκοβόστης). Δριμύτατα στηλιτευτικό, θα μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρος πρόδρομος της κριτικής στην καπηλική αντιμετώπιση, και από την πολιτεία, της περίφημης κληρονομιάς μας.
Σαράντα μέρες πριν δημοσιευτεί το άρθρο του Παλαμά, στις 7 Μαΐου, είχε υπογραφτεί έξω από τη Λαμία η ανακωχή έπειτα από έναν πόλεμο που τον αποκαλούμε «ατυχή» για να τον παρακάμψουμε. «Δεν έχομεν στρατόν. Ο ελληνικός στρατός τής σήμερον είναι αγέλη», έλεγε τότε στη Βουλή ο Χαρίλαος Τρικούπης. Γνώριζε βέβαια ότι ελάχιστοι αξιωματικοί ήταν στοιχειωδώς εκπαιδευμένοι και ότι το εθελοθυσιαστικό φρόνημα δεν αρκεί όταν αντιμετωπίζεις έναν συντριπτικά υπέρτερο και καλά οργανωμένο στρατό, αντιτάσσοντας στα επαναληπτικά του μάουζερ γκράδες με φυσίγγια του 1886. Η ήττα όμως δεν ήταν μόνο στρατιωτική. Λόγω του πολέμου επιβλήθηκε στην πτωχευμένη χώρα ο ταπεινωτικός Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος. Και επειδή ο όρος κρίθηκε «όζων δουλείας», αντικαταστάθηκε αργότερα από τον ηπιότερο «Διεθνής Οικονομική Επιτροπή».
Τέτοιο ήταν λοιπόν το κλίμα όταν ο Παλαμάς δημοσίευσε ένα κείμενο, που αν αλλάζαμε τα ονόματα (οι Θερμοπύλες να γίνουν Αμφίπολη και ο Λεωνίδας Αλέξανδρος), θα έμοιαζε γραμμένο για τα σημερινά αρχαιολογικά πάθη: «Θα έλεγε κανείς όχι πλέον πως μας κατατρέχουν τα στοιχεία, αλλά πως μας κοροϊδεύουν. Ολίγας ημέρας μετά την υποχώρησιν του ελληνικού στρατού, φεύγοντος εν απογνώσει προς την Λαμίαν, ηγγέλλετο η ανεύρεσις εκεί κάπου [...] αρχαίου αγαλματίου παριστώντος... την Απτερον Νίκην. Αλλ’ η ειρωνεία των αρχαιολογικών θαυμασίων δεν έμελλε να σταματήση έως εδώ. Προ ολίγων ημερών μέγας θόρυβος εις τον Τύπον. Ανευρέθη εις τας Θερμοπύλας τάφος απειρομεγέθης, περιέχων τίποτε ολιγώτερον ή τα κόκκαλα των τριακοσίων του Λεωνίδα!
Ενόμιζε κανείς ότι κάποιος φιλόγελως θεός, κάποιος σκληρός Μώμος ηθέλησε να παίξη ασεβέστατα με την συμφοράν μας. Ω! αν ήσαν άλλοι οι καιροί, αν ήτον άλλη η περίστασις, αν ήρχετο η υπερθαύμαστος αύτη ανακάλυψις προ της εισβολής του Ετέμ [ο Τούρκος αρχιστράτηγος], ή τουλάχιστον πολύν καιρόν μετά την εισβολήν, όταν τα πράγματα θα έχουν επαναλάβει τον τακτικόν των δρόμον (αλλοίμονον αν τον ξαναρχίσουν τον δρόμον αυτόν απαράλλακτα όπως πριν) και όταν η φαντασία θα στριφογυρίζη πάλιν εις την συνειθισμένην την τροχιάν! Τότε το τετράστιχον του Σολωμού “Ω τρακόσιοι σηκωθήτε / και ξανάρθετε σ’ εμάς / τα παιδιά μας θέλει ιδήτε / πόσο μοιάζουνε μ’ εσάς”, θα το ετραγουδούσαμεν χειροπιαστά. [...] Τότε το εύρημα θα το εχαιρετούσαμεν ως ευοίωνον προμήνυμα θριάμβων και τροπαίων, και άδηλον μέχρι τέλους έως πού θα επροχωρούσεν η μέθη της φαντασίας ημών, η οποία εξάπτεται και από το παραμικρόν. [...]
Δυστυχώς την στιγμήν αυτήν δεν έχομεν καιρόν να πίωμεν, αφού υφιστάμεθα τα αποτελέσματα μακροχρονίου μέθης βαρυτάτης, αφού πρόκειται να πληρώσωμεν και τα έξοδα του πότου βαρύτατα. Ομως και άλλα να ήσαν τα πράγματα, οι αρχαιολόγοι αυτήν την φοράν δεν θα μας άφηναν να χαρούμεν και πολύ τους τριακοσίους μας. Εβγήκαν και μας έκοψαν τον βήχα ευθύς εξ αρχής. Μας έδωκαν να καταλάβωμεν ότι ο Λεωνίδας και αι Θερμοπύλαι δεν έχουν και πολλήν σχέσιν με τα ανευρεθέντα νομίσματα, με τα διαφημισθέντα κόκκαλα».
Πάλι καλά, η μέθη της εθνικής φαντασίας κόπηκε πολύ γρήγορα και με τη μία. Τα κόκαλα που είχαν βρεθεί δεν ήταν ιερά, δοξασμένα, επώνυμα. Δεν ήταν σαν κι εκείνα που, για λόγους εθνικοκομματικούς, βρίσκαμε και ξαναβρίσκαμε στη Αμφίπολη. Πότε της Ολυμπιάδας ή της Ρωξάνης, πότε του Νέαρχου ή και του Αλέξανδρου, ανάλογα με το αν τον τύμβο τον επισκεπτόταν περιφερειάρχης, υπουργός ή πρωθυπουργός. Ωσπου, έπειτα από πολύμηνη μέθη, ο γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Βασίλης Πετράκος, παρουσιάζοντας τον απολογισμό για το 2014 είπε και τα εξής: «Η ανασκαφή στην Αμφίπολη ήταν μια άτεχνα σκηνοθετημένη ιστορία με σκοπό να αποσπαστεί η προσοχή των Ελλήνων από αυθαίρετα οικονομικά μέτρα. Το μνημείο το ίδιο έως τώρα δεν προσέφερε κάτι το νέο. Οι ιστορικές πληροφορίες που θα μπορούσε να δώσει η ανασκαφή φαίνεται πως χάθηκαν εξαιτίας της διεξαγωγής της από πρόσωπα που αγνοούν την επιστήμη και τη μέθοδό της».
Επιστροφή στον Παλαμά: «Ω! αν ευρισκόμεθα εις άλλην εποχήν ειρήνης και γαλήνης, πώς θα τους εκεραυνοβολούσαμε τους κατηραμένους αυτούς αρχαιολόγους, οι οποίοι αντεθνικώτατα και προδοτικώτατα τολμούν να αντεπεξέρχωνται κατά της εθνικής θελήσεως και απιστούντες προς την πάτριον ιστορίαν δεν θέλουν ν’ αναγνωρίσουν τα κόκκαλα των τριακοσίων μας! [...] Τέτοιοι είμαστε. Κανένα πράγμα δεν αφήνομεν εις τον τόπον του, καμμίαν ιδέαν δεν επικαλούμεθα εις την ώραν της. Χάδια νηπίων μόνον ορεγόμεθα. Φρίττομεν την αλήθειαν, όταν δεν μας φέρνει ζαχαρωτά. Την φιλοπατρίαν της θυσίας, της αυταπαρνήσεως, των έργων δεν την έχομεν παρά εις ισχνοτάτην δόσιν. Εξ εναντίας παρωδούμεν και εξευτελίζομεν τον πατριωτισμόν, κάμνοντές τον να φυτρώνη όπου και όταν δεν πρέπη.
Και είμεθα έτοιμοι να λιθοβολήσωμεν τον ιστορικόν όστις μας λέγει ότι δεν φέρομεν εις τας φλέβας μας καθαρόν τό αίμα των συγχρόνων τού Περικλέους, να γιουχαΐσωμεν τον φιλόλογον, όστις μας αποδεικνύη ότι ακριβώς η μεταβολή την οποίαν έπαθεν η αρχαία γλώσσα μέχρι των ημερών μας είναι σημείον όχι της αποβαρβαρώσεως, αλλά της διηνεκούς κινήσεως του ελληνικού πνεύματος, να περιφρονήσωμεν τον αρχαιοδίφην, όστις εργάζεται διά την προκοπήν της επιστήμης μάλλον ή διά την εξέγερσιν της φαντασίας μας».
Δεν επικαλούμαι σαν αυθεντία τον Παλαμά. Πιστεύω ωστόσο ότι το συμπέρασμά του συνεχίζει να μας αφορά: «Οταν θα μάθωμεν να καταλαμβάνωμεν, να αγαπώμεν και να θαυμάζωμεν τους αρχαίους και τα αρχαία, πολύ ολιγώτερον από τα διάφορα των εφημερίδων και πολύ περισσότερον από τας επισκέψεις των Μουσείων, όχι διά να θεραπεύσωμεν εθνικάς ματαιοδοξίας, αλλά διά να πληρώσωμεν πνευματικήν ανάγκην, τότε θα καταστώμεν ενάμιλλοι προς τους προγόνους μας».