Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Οι παράξενες περιγραφές του Απολλώνιου Τυανέα στην Ινδική τον 1ο αι μ.Χ

Ο Απολλώνιος ο Τυανέας (15 - 98) ήταν Έλληνας νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος από τα Τύανα της ρωμαϊκής επαρχίας της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία. Ήταν ρήτορας και φιλόσοφος περίπου την εποχή του Ιησού Χριστού και συγκρίθηκε με τον Ιησού από τους χριστιανούς τον 4ο αιώνα και από άλλους συγγραφείς στη σύγχρονη εποχή.

Ότι πληροφορία έχουμε για τον Απολλώνιο προέρχεται από τον Φιλόστρατο. Τη φήμη του οφείλει κυρίως ο Φιλόστρατος στα οκτώ βιβλία που αποτελούσαν: Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον. Κατά το ταξίδι του Τυανέα στην Ινδία συνάντησε του ξακουστούς Βραχμάνους όπου και άντλησε πολλές πληροφορίες σχετικά με το απώτατο παρελθον.

Σε παλαιότερο άρθρο είχαμε αναφερθεί στην εκστρατεία του Διονύσου και του Ηρακλή στην Ινδική σύμφωνα με όσα μας πληροφορεί ο Απολλώνιος Τυανέας μέσα από τον Φιλόστρατο. Εδώ θα δούμε πως περιγράφει τους Βραχμάνες και την πανάρχαια γνώση που κατείχουν, τα λεγόμενα ''απόρρητα'' της αρχαιότητας.

Μέσα από τον Φιλόστρατο, ''ΤΑ ΕΣ ΤΟΝ ΤΥΑΝΕΑ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ Γ' ΚΕΦΑΛΑΙΟ'' διαβάζουμε:

Ο ίδιος (ο Απολλώνιος) ανέβηκε από τη νότια πλευρά του υψώματος ακολουθώντας τον Ινδό και πρώτα πρώτα είδε ένα πηγάδι με άνοιγμα τέσσερις οργιές που έβγαζε από το στόμιο λάμψη έντονου γαλάζιου χρώματος.

Κάθε φορά το μεσημέρι που ο ήλιος στεκόταν πάνω του, η λάμψη σηκωνόταν από την ακτίνα του ήλιου και ανέβαινε προς τα πάνω παράγοντας ένα είδος λαμπερού ουράνιου τόξου. Κατόπιν έμαθε σχετικά με το πηγάδι ότι η γη κάτω απ' αυτό περιείχε θειούχο αρσενικό και το νερό το θεωρούσαν μυστήριο και μαγικό. Κανείς δεν έπινε ούτε έβγαζε.

Σε ολόκληρη τη γύρω Ινδική περιοχή ορκίζονταν σε αυτό. Κοντά του υπήρχε κρατήρας φωτιάς που η φλόγα του έβγαινε μαυριδερή και δεν υπήρχε καθόλου καπνός ή μυρωδιά ούτε ποτέ ξεχείλισε ο κρατήρας τούτος, αλλά ανέδιδε τόσο ώστε να μη βγαίνει έξω από το κοίλωμα. Εκεί οι Ινδοί εξαγνίζονται από τα ακούσια σφάλματα, γι'αυτό οι σοφοί ονομάζουν το πηγάδι «πηγάδι ελέγχου» και τη φωτιά «φωτιά συγχώρεσης». Λένε ότι είδαν εκεί δυο πιθάρια από μαύρη πέτρα με βροχή και ανέμους. Το πιθάρι των βροχών, κάθε φορά που η Ινδική ταλαιπωρείται από ξηρασία, ανοίγει και βγάζει σύννεφα που υγραίνουν όλη την περιοχή. Αν είναι πολλές οι βροχές, τις κρατάει κλεισμένες.

Το πιθάρι των ανέμων, νομίζω, παίζει τον ίδιο ρόλο με τον ασκό του Αιόλου. Ανοίγοντας λίγο το πιθάρι, αφήνουν έναν από τους ανέμους να βγει και να φυσήξει την κατάλληλη στιγμή και έτσι η γη αναζωογονείται. Λένε ότι είδαν και αγάλματα θεών και αν επρόκειτο για αγάλματα Ινδών ή Αιγυπτίων θεών, δεν θα ήταν αξιοπερίεργο γεγονός. Όμως ήταν αρχαιότατα Ελληνικά, το ένα της Αθηνάς Πολιάδος, το άλλο του Δήλιου Απόλλωνα, άλλοτο υ Διόνυσου του Λιμναίου και του Αμυκλαίου και πολλά ακόμη της ίδιας εποχής. Αυτά στήθηκαν από τους Ινδούς σύμφωνα με τα Ελληνικά ήθη.

Λένε ότι αυτοί οι Ινδοί κατοικούν στο μέσο της Ινδικής και θεωρούν την κορυφή ομφαλό του βουνού. Εκεί πάνω γίνονται οργιαστικές τελετές με φωτιά που λένε ότι την ανάβουν από τις ακτίνες του ήλιου. Για χάρη του ήλιου καθημερινά το μεσημέρι ψάλλουν ύμνο. Ο Απολλώνιος ο ίδιος περιγράφει τι είδους ήταν αυτοί οι άνθρωποι και πώς κατοικούσαν στην κορυφή.
Σε μια από τις ομιλίες του προς τους Αιγυπτίους λέει: «Είδα τους Ινδούς Βραχμάνες να κατοικούν πάνω στη γη χωρίς να την πατούν, να είναι περιτειχισμένοι χωρίς τείχη και να έχουν τα πάντα χωρίς να αποκτήσουν τίποτε». Τα λόγια του ενέχουν κάποια σοφία.

Ο Δάμις πάντως λέει ότι κοιμούνται καταγής και στρώνουν το έδαφος με πόες, όσες μπορούν να μαζέψουν. Επιπλέον λέει ότι τους είδε να προχωρούν μετέωροι σε ύψος δύο πήχεων πάνω από τη γη, όχι για να θεωρηθούν θαυματοποιοί, κάτι που αποφεύγουν, αλλά αφήνοντας τη γη και προχωρώντας μαζί με τον Ήλιο θεωρούν ότι πράττουν κάτι ευπρόσδεκτο από τον θεό.

Τη φωτιά που αποσπούν από τις ακτίνες του ήλιου, αν και είναι πραγματική, ούτε πάνω σε βωμό την ανάβουν ούτε τη φυλάνε σε φούρνους, αλλά όπως οι λάμψεις ανακλώνται από τον ήλιο και το νερό, έτσι και η φωτιά φαίνεται μετέωρη και κινούμενη στον αιθέρα. Παρακαλούν τον Ήλιο, ώστε οι εποχές, που αυτός κυβερνά, να έρθουν στη γη με την ώρα τους και η Ινδική να ευημερεί.

Την νύχτα παρακαλούν την ακτίνα του φωτός να μη δυσανασχετεί με το σκοτάδι και να μείνει όπως ακριβώς την έφεραν. Αυτό λοιπόν σημαίνουν τα λόγια του Απολλώνιου «οι Βραχμάνες βρίσκονται στη γη κι όχι πάνω σ' αυτή». Το «είναι περιτειχισμένοι χωρίς τείχη» φανερώνει τον αέρα κάτω από τον οποίο ζουν. Επειδή, αν και φαίνεται πως ζουν στο ύπαιθρο, σηκώνουν από πάνω τους σκιά, δεν μουσκεύονται όταν βρέχει και είναι κάτω από τον ήλιο, όποτε το θελήσουν.

Την πρόταση «χωρίς να έχουν αποκτήσει τίποτε, έχουν τα πάντα», ο Δάμις έτσι την εξηγεί: Όσες πηγές αναβλύζουν από τη γη για τους Βάκχους, όταν ο Διόνυσος κουνήσει αυτούς και τη γη, τόσο άφθονες υπάρχουν γι'αυτούς τους Ινδούς όταν τρώνε οι ίδιοι ή φιλοξενούν άλλους. Εύλογα λοιπόν ο Απολλώνιος λέει ότι αυτοί που πορίζονται ό,τι θέλουν χωρίς προετοιμασία, αλλά τα βρίσκουν έτοιμα, έχουν όσα δεν έχουν. Τα μαλλιά τους τα αφήνουν μακριά, όπως κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι, οι Θούριοι, οι Ταραντίνοι, οι Μήλιοι και όσοι είχαν τις Λακωνικές συνήθειες.

Στο κεφάλι φορούν λευκή μίτρα, κυκλοφορούν ξυπόλητοι και το ένδυμα τους μοιάζει με εξωμίδα. Το υλικό των ρούχων τους είναι μαλλί που φυτρώνει μόνο του από τη γη και είναι λευκό όπως των Παμφύλων, όμως πιο μαλακό . Απ' αυτό στάζει λίπος σαν ελαιόλαδο και το θεωρούν ιερό ρούχο. Αν κάποιος άλλος εκτός από τους Ινδούς αυτούς προσπαθήσει να το πάρει, η γη δεν το αφήνει. Φορούν δαχτυλίδι και κρατούν ράβδο με την οποία μπορούν να καταφέρουν τα πάντα και τα δύο εκτιμούνται ως απόρρητα.

Αφού πήγαν σε μια πηγή —ο Δάμις που την είδε αργότερα λέει ότι έμοιαζε με τη Δίρκη της Βοιωτίας —γυμνώθηκαν και έπειτα άλειψαν τα κεφάλια τους με ένα φάρμακο σαν κεχριμπάρι που ζέσταινε τόσο τους Ινδούς.ώστε το σώμα να βγάζει ατμούς και ο ιδρώτας να βγαίνει χωρίς να στάζει, όπως ακριβώς το σώμα αυτών που έχουν κάνει ατμόλουτρο.

Έπειτα βούτηξαν στο νερό και, αφού πλύθηκαν έτσι,προχωρούσαν προς το ιερό στεφανωμένοι και ψάλλοντας ύμνους. Στάθηκαν κυκλικά σαν χορός θεάτρου και, αφού τοποθέτησαν κορυφαίο τον Ιάρχα, χτύπησαν τη γη με όρθια τα ραβδιά τους. Η γη κυρτώθηκε σαν κύμα και τους σήκωσε δύο πήχεις ψηλά στον αέρα. Αυτοί έψαλλαν ωδή παρόμοια με τον παιάνα του Σοφοκλή που ψάλλουν στην Αθήνα προς τιμή του Ασκληπιού.

Όταν κατέβηκαν στη γη, ο Ιάρχας κάλεσε τον νεαρό που κρατούσε την άγκυρα και του είπε: «Φρόντισε τους φίλους του Απολλώνιου». Ο νεαρός γρηγορότερα και από τα πιο γρήγορα πουλιά πήγε και επέστρεψε λέγοντας: «Τους φρόντισα».


Βιβλιογραφία : Φιλόστρατος, Άπαντα, εκδ. Κάκτος


Πηγή