Ο Πρωταγόρας είναι διάλογος του Πλάτωνα, που γράφτηκε στην πρώτη σωκρατική περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας και αναφέρεται στους ηθικούς κινδύνους που ελλοχεύουν για όσους νέους υποστούν την παιδαγωγική επίδραση των σοφιστών. Τόπος του διαλόγου είναι το σπίτι του πλουσίου Αθηναίου Καλλία, ο οποίος φιλοξενούσε τον σοφιστή και φιλόσοφο Πρωταγόρα.
Στον Πρωταγόρα ο Σωκράτης φέρεται να εξιστορεί σε φιλικό πρόσωπο μια σημαντική συζήτηση που είχε λίγες ώρες πριν στο σπιτι του Καλλία με το διάσημο σοφιστή Πρωταγόρα. Λέει λοιπόν όσα ειπώθηκαν, ξεκινώντας με το πώς βρέθηκε εκεί. Κοιμόταν όταν ήρθε μέσα στα άγρια χαράματα και τον ξύπνησε ο Ιπποκράτης, ένας φίλος του, που τον ξεσήκωσε με πάθος να πάνε στο σπίτι του Καλλία γρήγορα γιατί εκεί φιλοξενείτο ο σπουδαίος σοφιστής Πρωταγόρας.
Ο Ιπποκράτης θέλει να γίνει μαθητής του σοφιστή και ο Σωκράτης αντιδρά, αλλά δέχεται να τον συνοδεύσει, πείθοντάς τον όμως να ξημερώσει πρώτα για να μην ενοχλήσουν. Στη λίγη ώρα που απομένει για να βγει ο ήλιος, ο Σωκράτης συζητά με τον Ιπποκράτη προσπαθώντας στην ουσία να του μεταβάλει γνώμη. Προσπαθεί να τον πείσει ότι πρέπει να είναι πιο προσεκτικός με τους ανθρώπους στους οποίους θέλει να εμπιστευτεί το μυαλό του και την ψυχή του
Στη συνέχεια πηγαίνουν στο σπίτι του Καλλία μαζί με τον Αλκιβιάδη. Μαζί τους φτάνει εκεί και ο Κριτίας. Οταν μπαίνουν μέσα ο Σωκράτης αναφέρει όσους βρίσκονται εκεί και αρχίζει ο διάλογος με τον Πρωταγόρα.
Μέσα από τη συζήτηση αναδεικνύονται οι πεποιθήσεις του σοφιστή φιλοσόφου και η αμφισβήτηση του Σωκράτη. Ο διάλογος επικεντρώνεται στο επίμαχο ζήτημα του κατά πόσον μπορεί η ηθική ή η αρετή να αποτελέσουν αντικείμενο επαγγελματικής διδασκαλίας. Στη συζήτηση παρεμβάλλεται κάποια στιγμή υπέρ του Σωκράτη και ο Αλκιβιάδης.
Ο διάλογος φαίνεται (από τις ηλικίες των συνομιλούντων και από το κλίμα της συνάντησης) ότι έγινε γύρω στο 432 ή 433 π.Χ. και πάντως πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο Πρωταγόρας παρουσιάζεται από τον Πλάτωνα (πιθανόν και τον Σωκράτη) σαν ένας φιλόδοξος έμπορος της γνώσης που χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία χωρίς καν να τη γνωρίζει επαρκώς σε βάθος.
Αυτό απορρέει από την έντονη αντιπάθεια του συγγραφέα προς τους σοφιστές και τον Πρωταγόρα προσωπικά. Εντούτοις ο Πρωταγόρας υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός διανοούμενος όπως και άλλοι αναφερόμενοι στο διάλογο σοφιστές.
Ο Πλάτωνας στο διάλογο που φέρεται να είχε ο Σωκράτης ουσιαστικά εξευτελίζει την σοφιστική και τους σοφιστές λέγοντας ότι τριγυρίζουν στα μέγαρα και ζουν πλουσιοπάροχα διδάσκοντας κάτι που δεν διδάσκεται, ενώ οι πραγματικά ηθικοί άνθρωποι ζουν ταπεινά και συνήθως φτωχικά.
Όταν τελικά ο Σωκράτης και ο ο Ιπποκράτης συναντούν τον Πρωταγόρα, τον βρίσκουν περιτριγυρισμένο από πολλούς άλλους. Μετά από αυτό το σημείο, ο πλατωνικός διάλογος χωρίζεται σε πέντε μέρη:
Ο Σωκράτης ρωτάει αρχικά τον Πρωταγόρα σε τι συνίσταται η ωφέλεια που θα είχε ο φιλομαθής Ιπποκράτης από τη διδασκαλία του. Ο σοφιστής απαντάει πως το νέο μάθημα που θα διδάξει στον Ιπποκράτη είναι η πολιτική τέχνη, δηλαδή η μάθηση και η ικανότητα να διευθύνονται άριστα τα πράγματα, τόσο του ιδιωτικο-οικογενειακού όσο και του δημοσίου βίου.
Ο Πρωταγόρας υπόσχεται πως μπορεί να διαπλάσει αγαθούς πολίτες. Ο Σωκράτης όμως έχει αντιρρήσεις και λέει πως αυτά που υπόσχεται να διδάξει ο Πρωταγόρας δεν είναι πράγματα διδακτά, αντλώντας επιχειρήματα από την πολιτική ζωή της πόλης. Στα επιχειρήματά του, ο Πρωταγόρας απαντάει με έναν μύθο και έπειτα με την ερμηνεία του μύθου αυτού.
Ο μύθος του Πρωταγόρα παρουσιάζει με μελανά χρώματα την «πρώτη κατάσταση» του ανθρώπου εξαιτίας της ελαφρομυαλιάς του Επιμηθέα (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά)[1], όπου καμιά βασική ανάγκη δεν ικανοποιούνταν και η απλή επιβίωση ήταν καθημερινή αγωνία.
Θεμελιακό μέρος αυτής της ομιλίας (λόγου) του Πρωταγόρα, απ΄ όπου θ΄αντλήσει τις βασικές θέσεις για να ανατρέψει τη σωκρατική επιχειρηματολογία είναι ο περίφημος μύθος που καταχώρισε ο Πρωταγόρας στο μη σωζόμενο έργο του, πιθανότατα, Περί της πρώτης καταστάσεως.[2]
Επειδή, τώρα, ο άνθρωπος πήρε κάτι από του θεούς (θείας μετέσχε μοίρας), πρώτα εξαιτίας της συγγένειάς του μαζί τους, μόνο αυτός απ΄ όλα τα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να κατασκευάσει βωμούς και αγάλματα θεών.
Έπειτα, γρήγορα, άρθρωσε με επιδεξιότητα φωνή και λέξεις και επινόησε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και σκεπάσματα και τροφές από τη γη. Με αυτά τα εφόδια οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι και πόλεις δεν υπήρχαν. Αφανίζονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί, από κάθε άποψη, ήταν ασθενέστεροι από αυτά.
Για την εξασφάλιση της τροφής τους οι τεχνικές τους ικανότητες παρείχαν αρκετή βοήθεια· ήταν όμως ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία.
Γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η πολεμική. Επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις.
Όταν όμως συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη· σκόρπιζαν έτσι πάλι και αφανίζονταν (ώστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο).
Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μήπως εξαφανισθεί όλο, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη για να αποτελούν κοσμήματα για τις πόλεις και δεσμούς που στερεώνουν τη φιλία.
Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιόν τρόπο θα δώσει τη δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους : «να μοιράσω και αυτές όπως μοιράζουν τις τέχνες;» Τις έχουν μοιράσει με τον εξής τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική τέχνη είναι αρκετός για πολλούς συμπολίτες του, το ίδιο και οι άλλοι δημιουργοί.
Τη δικαιοσύνη λοιπόν και την αιδώ, έτσι να τις τοποθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να τις μοιράσω σε όλους (πάντας νείμω); Σε όλους, είπε ο Δίας και όλοι να έχουν μερίδιο. Γιατί δεν θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ΄ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και βέβαια να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετάσχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης.[3]
Το νόημα του μύθου έχει ως εξής: η πολιτική ζωή των ανθρώπων έγινε δυνατή και ομαλή από τη στιγμή που τη ζωή άρχισαν να ρυθμίζουν η αιδώς και η δικαιοσύνη, ιδέες που σύμφωνα με τον μύθο δώρισε ο Δίας σε όλους τους ανθρώπους διαμέσου του Ερμή.
Οι ιδέες αυτές είναι κοινό κτήμα όλων των πολιτών, και όχι όπως οι τεχνικές γνώσεις, κτήμα των ειδικών μόνο. Γι΄αυτό στα πολιτικά θέματα ζητείται η γνώμη όλων των πολιτών, η οποία είναι σεβαστή.
Αφοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν άλλοτε τιμωρίες και άλλοτε συμβουλές, αυτό σημαίνει πως υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα δεκτικά διδασκαλίας, άσκησης και επιμέλειας και ότι εκείνοι που τα αμελούν είναι άξιοι τιμωρίας ή συμβουλής.
Το γεγονός, εξακολουθεί ο Πρωταγόρας, ότι μερικοί ικανοί και ηθικοί γονείς μπορεί να έχουν κακούς γιους, δεν διαψεύδει την άποψη περί διδακτού της αρετής, γιατί η αρετή δεν προϋποθέτει μόνο διδασκαλία, αλλά και την κατάλληλη φύση, ευμενείς δηλαδή φυσικές προδιαθέσεις. (εκ του κειμένου)
Ο πρώτος διάλογος μεταξύ Πρωταγόρα και Σωκράτη έχει θέμα την ενότητα της αρετής και διακόπτεται από έναν ενδιάμεσο διάλογο (334γ -338ε), όπου παίρνουν μέρος, εκτός από τον Πρωταγόρα και τον Σωκράτη, ο Καλλίας, ο Αλκιβιάδης, ο Κριτίας και ιδιαίτερα οι σοφιστές Πρόδικος και Ιππίας.
Ο Πρωταγόρας μεταφέρει το ερώτημα στην ποίηση ρωτώντας το Σωκράτη αν διαπιστώνει κάποια αντίφαση:
Αλήθεια, να γίνει άνθρωπος καλός, δύσκολο πράγμα,
με χέρια και με πόδια και μυαλό τετράγωνο
δίχως ψεγάδι καμωμένος.
- Ξέρεις, λοιπόν, είπε, ότι προχωρώντας το άσμα λέει κάπου: Κι ούτε καλά ηχεί στ΄αυτιά μου κείνο που λέει ο Πιττακός παρόλο που το είπε άνθρωπος σοφός και φωτισμένος·
δύσκολο, λέει, να μείνει άνθρωπος καλός.
Ο Σωκράτης προσκάλεσε τον Πρόδικο που ήταν συμπολίτης του Σιμωνίδη λέγοντας: για να μη μας εκπορθήσει ο Πρωταγόρας χρειαζόμαστε τη μουσική σου με την οποία διακρίνεις το «θέλω» και το «επιθυμώ».
Ο Σωκράτης αμφισβητεί την άποψη του Πρωταγόρα. Αρχίζει λοιπόν την επιχειρηματολογία του φέρνοντας το παράδειγμα της αθηναϊκής εκκλησίας του δήμου, όπου αν κάποιος μη ειδικός θελήσει να συμβουλεύσει τους συμπολίτες του για κάποιο τεχνικό θέμα, διώχνεται από το βήμα και περιγελάται.
Αντίθετα, αν κάποιος θελήσει να εκφράσει την άποψή του σε μια πολιτική συζήτηση ή συζήτηση για διοικητικά θέματα, μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του, κάτι που δείχνει πως η πολιτική αρετή ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους ακόμα κι αν δεν έχουν εκπαιδευθεί πάνω σε αυτήν.
Εξάλλου, κατά πώς συνεχίζει, η ζωή έχει αποδείξει πως ακόμα και οι πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Περικλής δεν κατάφεραν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους, έτσι και οι πιο μεγάλοι διδάσκαλοι δεν πέτυχαν τίποτα με κακούς μαθητές. Οποιαδήποτε τέχνη μπορεί να διδαχτεί, αλλά κανείς δε μπορεί να διδάξει σε κάποιον άνθρωπο το πώς να είναι καλύτερος, αγαθότερος και ικανότερος πολίτης.
Όσον αφορά τώρα στο γεγονός ότι από καλούς πατεράδες βγαίνουν όχι τόσο καλοί γιοί συνίσταται όχι στο ότι η αρετή δεν είναι διδακτή αλλά στο ότι την διδάσκονται όλοι και έτσι η κρίση μας είναι συγκριτική. Σε αυτό το δεύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας του, ο Πρωταγόρας προχωρά σε λογικά επιχειρήματα αντί μύθων και λέει δεν θα ήταν δυνατό, ενάρετοι γονείς να μην φροντίζουν για τη διδαχή της αρετής στα παιδιά τους αφού εκείνη είναι αυτό που οι άνθρωποι θεωρούν πιο αναγκαίο για τη δημιουργία κοινωνιών και πόλεων.
Η διδαχή γίνεται, όχι μέσω μορφής μαθήματος αλλά από τη στιγμή που είναι ικανά να επικοινωνήσουν με τους γύρω τους πραγματικά και λογικά, τα παιδιά μπαίνουν στη θέση των δεκτών, απορροφώντας διδάγματα και παραδείγματα μέσω των οποίων θα γίνουν δίκαιοι και σώφρονες άνθρωποι.
Και οι δάσκαλοι φροντίζουν γι αυτό, μέσω της επιλογής που κάνουν στα ποιήματα και τη μουσική που τους διδάσκουν, το ίδιο και η πολιτεία που διδάσκει στους νεαρούς πολίτες τους νόμους και την υπακοή σε αυτούς. Σαν παράδειγμα, ας φανταστούμε ότι η πολιτική ζωή προαπαιτεί όχι την αρετή αλλά την τέχνη του αυλού για να υπάρξει, περίπτωση στην οποία θα θεωρούταν ως ύψιστο αγαθό από τους πολίτες και θα διδασκόταν δημοσίως.
Θα φανταζόμασταν επίσης ότι οι πατεράδες θα δίδασκαν με μεγάλη επιμέλεια τους γιους τους αλλά καθώς η επιτυχία αυτού εξαρτάται και από το ταλέντο του κάθε παιδιού, θα υπήρχαν περιπτώσεις όπου καλοί μουσικοί θα βγάζανε κακόμουσους γιους.
Σε σύγκριση όμως με τους απλούς πολίτες, ακόμα και ο χειρότερος ανάμεσα τους θα μοιάζει κάπως καλός αφού στη Αθήνα της εποχής η τέχνη αυτή είναι εξειδικευμένη και διδάσκεται σε λίγους. Έτσι και η πολιτική αρετή στην Αθήνα, επειδή θεωρείται πολύ σημαντική για την επιβίωση της πόλης, διδάσκεται σε όλους, σε τέτοιο βαθμό που νομίζουμε ότι είναι μέρος της φύσης ενώ δεν είναι έτσι.
Ο Σωκράτης παραδέχεται ότι ο Πρωταγόρας έδωσε μια εξαιρετική απάντηση και ότι ο ίδιος έχει σχεδόν πειστεί, εκτός από κάποιο μικρό θέμα που σίγουρα θα του το εξηγήσει εύκολα. Ρωτάει τώρα, εάν η αρετή είναι ένα ενιαίο πράγμα ή σύνολο ανεξάρτητων καλών χαρακτηριστικών όπως η ανδρεία, η σωφροσύνη και η σοφία [329d].
Ο Πρωταγόρας απαντάει το δεύτερο και έτσι ξεκινάει η βασική διαλεκτική μεταξύ των δύο με τον Σωκράτη να προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο καθώς ο Πρωταγόρας, όντας σοφιστής, επιδίδεται σε μακροσκελείς και περίτεχνους λόγους που συχνά αποφεύγουν το θέμα ευθέως, ο Σωκράτης σταματάει το διάλογο λέγοντας ότι επειδή τάχα είναι "επιλήσμων" πρέπει ο Πρωταγόρας να προσαρμόσει το λόγο του στη μορφή της ερώτησης απάντησης, χαρακτηριστικής του Σωκρατικού λόγου, αφού ο ίδιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να διδάξει οποιαδήποτε μορφή λόγου, βραχύ ή όχι.
Ο Πρωταγόρας διαφωνεί και έτσι ο Σωκράτης σηκώνεται να φύγει. Τον συγκρατούν οι παρευρισκόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο Αλκιβιάδης και πείθουν τους δυο συνομιλητές να βρουν μια χρυσή τομή στη μορφή του διαλόγου [334d].
Στον επίλογο του διαλόγου γίνεται μια ανακεφαλαίωση, όπου διαπιστώνεται πως τόσο ο Σωκράτης όσο και ο Πρωταγόρας μετέβαλαν τις απόψεις τους. Ο Σωκράτης αμφισβητεί αρχικά το διδακτικό της αρετής, τελικά όμως το παραδέχτηκε, αφού βρήκε την ουσία της αρετής, που αποτελείται από τη γνώση και την επιστήμη. Από την άλλη μεριά, ο Πρωταγόρας επέμεινε με στην αρχική του γνώμη για το διδακτό της αρετής, παραδέχτηκε όμως τη σωκρατική αντίληψη για την ενότητα της αρετής και δέχτηκε την ταύτισή της με την επιστήμη και τη γνώση.
Αφού ο Πρωταγόρας προηγουμένως υποστήριξε την ίδια άποψη, ο Σωκράτης τον ρώτησε, εάν κάποιος άνθρωπος θα έκανε κάτι κακό στον εαυτό του εν γνώσει και άν όχι γιατί κάποιοι άνθρωποι επιδίδονται σε καταχρήσεις που προσφέρουν μόνο προσωρινή απόλαυση. Αποφαίνονται δε γιατί δεν σκέφτονται την ύστερη ζημιά, όπως κάποια αντικείμενα φαίνονται μικρότερα από απόσταση, και πως αν είχαν πλήρη γνώση θα κάναν μόνο καλό.
Άρα η καλοσύνη είναι γνώση, το ίδιο και η ανδρεία αφού κολυμπάει σε πιο επικίνδυνα νερά αυτός που ξέρει καλύτερο κολύμπι και όχι αυτός που δεν ξέρει. Εάν όλα είναι γνώση λοιπόν, όλα είναι το ίδιο και ο Πρωταγόρας είναι αναγκασμένος να συμφωνήσει. Επισημαίνει όμως ότι εάν αυτό είναι αλήθεια, τότε η αρετή είναι διδακτή αφού είναι γνώση [361a].
Οι δύο συνομιλητές λοιπόν αλλάζουν θέσεις αμοιβαία αφού ο ένας υιοθετεί την άποψη του άλλου και φεύγουν υποσχόμενοι να συνεχίσουν τη συζήτηση.
Στο διάλογο αυτό του Πλάτωνα, Ο Πρωταγόρας παρουσιάζεται ως ειλικρινής, τίμιος και ευδιάθετος άνθρωπος. Τα επιχειρήματά του βασίζονται στη κοινή λογική, ενώ τα επιχειρήματα του Σωκράτη είναι περισσότερο δυσνόητα και παράδοξα.
Ο διάλογος περιέχει την αξιοσημείωτη διαπίστωση του Πρωταγόρα ότι σε ένα ορθολογιστικό σύστημα, ο άνθρωπος τιμωρείται για να αποτραπεί από το να ξανακάνει κακό, και όχι ως ανταπόδοση για την πράξη που έκανε.
Η θέση αυτή επρόκειτο να βρει τη δικαίωσή της πολλούς αιώνες αργότερα, στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, με το θεμελιώδες έργο του Τσεζάρε Μπεκαρία «Περί των εγκλημάτων και των ποινών (Dei Deliti e delle Pene)», που οδήγησε στη αναθεώρηση του μεσαιωνικού συστήματος απονομής ποινών.
Παραπομπές - Υποσημειώσεις
Βιβλιογραφία:
Πηγή
Στον Πρωταγόρα ο Σωκράτης φέρεται να εξιστορεί σε φιλικό πρόσωπο μια σημαντική συζήτηση που είχε λίγες ώρες πριν στο σπιτι του Καλλία με το διάσημο σοφιστή Πρωταγόρα. Λέει λοιπόν όσα ειπώθηκαν, ξεκινώντας με το πώς βρέθηκε εκεί. Κοιμόταν όταν ήρθε μέσα στα άγρια χαράματα και τον ξύπνησε ο Ιπποκράτης, ένας φίλος του, που τον ξεσήκωσε με πάθος να πάνε στο σπίτι του Καλλία γρήγορα γιατί εκεί φιλοξενείτο ο σπουδαίος σοφιστής Πρωταγόρας.
Ο Ιπποκράτης θέλει να γίνει μαθητής του σοφιστή και ο Σωκράτης αντιδρά, αλλά δέχεται να τον συνοδεύσει, πείθοντάς τον όμως να ξημερώσει πρώτα για να μην ενοχλήσουν. Στη λίγη ώρα που απομένει για να βγει ο ήλιος, ο Σωκράτης συζητά με τον Ιπποκράτη προσπαθώντας στην ουσία να του μεταβάλει γνώμη. Προσπαθεί να τον πείσει ότι πρέπει να είναι πιο προσεκτικός με τους ανθρώπους στους οποίους θέλει να εμπιστευτεί το μυαλό του και την ψυχή του
Στη συνέχεια πηγαίνουν στο σπίτι του Καλλία μαζί με τον Αλκιβιάδη. Μαζί τους φτάνει εκεί και ο Κριτίας. Οταν μπαίνουν μέσα ο Σωκράτης αναφέρει όσους βρίσκονται εκεί και αρχίζει ο διάλογος με τον Πρωταγόρα.
Μέσα από τη συζήτηση αναδεικνύονται οι πεποιθήσεις του σοφιστή φιλοσόφου και η αμφισβήτηση του Σωκράτη. Ο διάλογος επικεντρώνεται στο επίμαχο ζήτημα του κατά πόσον μπορεί η ηθική ή η αρετή να αποτελέσουν αντικείμενο επαγγελματικής διδασκαλίας. Στη συζήτηση παρεμβάλλεται κάποια στιγμή υπέρ του Σωκράτη και ο Αλκιβιάδης.
Ο διάλογος φαίνεται (από τις ηλικίες των συνομιλούντων και από το κλίμα της συνάντησης) ότι έγινε γύρω στο 432 ή 433 π.Χ. και πάντως πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο Πρωταγόρας παρουσιάζεται από τον Πλάτωνα (πιθανόν και τον Σωκράτη) σαν ένας φιλόδοξος έμπορος της γνώσης που χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία χωρίς καν να τη γνωρίζει επαρκώς σε βάθος.
Αυτό απορρέει από την έντονη αντιπάθεια του συγγραφέα προς τους σοφιστές και τον Πρωταγόρα προσωπικά. Εντούτοις ο Πρωταγόρας υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός διανοούμενος όπως και άλλοι αναφερόμενοι στο διάλογο σοφιστές.
Ο Πλάτωνας στο διάλογο που φέρεται να είχε ο Σωκράτης ουσιαστικά εξευτελίζει την σοφιστική και τους σοφιστές λέγοντας ότι τριγυρίζουν στα μέγαρα και ζουν πλουσιοπάροχα διδάσκοντας κάτι που δεν διδάσκεται, ενώ οι πραγματικά ηθικοί άνθρωποι ζουν ταπεινά και συνήθως φτωχικά.
Μέρη του διαλόγου
Όταν τελικά ο Σωκράτης και ο ο Ιπποκράτης συναντούν τον Πρωταγόρα, τον βρίσκουν περιτριγυρισμένο από πολλούς άλλους. Μετά από αυτό το σημείο, ο πλατωνικός διάλογος χωρίζεται σε πέντε μέρη:
- Εμφάνιση και λόγος του Πρωταγόρα,
- Πρώτος διάλογος (ανάμεσα στον Πρωταγόρα και στον Σωκράτη),
- Ερμηνεία του ποιήματος του Συμωνίδη,
- Δεύτερος διάλογος (ανάμεσα στον Πρωταγόρα και στον Σωκράτη),
- Επίλογος
Η θέση του Πρωταγόρα
Ο Σωκράτης ρωτάει αρχικά τον Πρωταγόρα σε τι συνίσταται η ωφέλεια που θα είχε ο φιλομαθής Ιπποκράτης από τη διδασκαλία του. Ο σοφιστής απαντάει πως το νέο μάθημα που θα διδάξει στον Ιπποκράτη είναι η πολιτική τέχνη, δηλαδή η μάθηση και η ικανότητα να διευθύνονται άριστα τα πράγματα, τόσο του ιδιωτικο-οικογενειακού όσο και του δημοσίου βίου.
Ο Πρωταγόρας υπόσχεται πως μπορεί να διαπλάσει αγαθούς πολίτες. Ο Σωκράτης όμως έχει αντιρρήσεις και λέει πως αυτά που υπόσχεται να διδάξει ο Πρωταγόρας δεν είναι πράγματα διδακτά, αντλώντας επιχειρήματα από την πολιτική ζωή της πόλης. Στα επιχειρήματά του, ο Πρωταγόρας απαντάει με έναν μύθο και έπειτα με την ερμηνεία του μύθου αυτού.
Από την απόγνωση στην επιβίωση και την πρόοδο (Επιμηθέας και Προμηθέας)
«καί νόμον γε θές παρ΄ ἐμοῦ (Διός) τόν μή δυνάμενον αἱδοῦς καί δίκης μετέχειν κτείνειν αὐτόν ὡsς νόσον τῆς πόλεως Πρωταγόρας 324d»
Ο μύθος του Πρωταγόρα παρουσιάζει με μελανά χρώματα την «πρώτη κατάσταση» του ανθρώπου εξαιτίας της ελαφρομυαλιάς του Επιμηθέα (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά)[1], όπου καμιά βασική ανάγκη δεν ικανοποιούνταν και η απλή επιβίωση ήταν καθημερινή αγωνία.
Θεμελιακό μέρος αυτής της ομιλίας (λόγου) του Πρωταγόρα, απ΄ όπου θ΄αντλήσει τις βασικές θέσεις για να ανατρέψει τη σωκρατική επιχειρηματολογία είναι ο περίφημος μύθος που καταχώρισε ο Πρωταγόρας στο μη σωζόμενο έργο του, πιθανότατα, Περί της πρώτης καταστάσεως.[2]
Επειδή, τώρα, ο άνθρωπος πήρε κάτι από του θεούς (θείας μετέσχε μοίρας), πρώτα εξαιτίας της συγγένειάς του μαζί τους, μόνο αυτός απ΄ όλα τα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να κατασκευάσει βωμούς και αγάλματα θεών.
Έπειτα, γρήγορα, άρθρωσε με επιδεξιότητα φωνή και λέξεις και επινόησε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και σκεπάσματα και τροφές από τη γη. Με αυτά τα εφόδια οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι και πόλεις δεν υπήρχαν. Αφανίζονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί, από κάθε άποψη, ήταν ασθενέστεροι από αυτά.
Για την εξασφάλιση της τροφής τους οι τεχνικές τους ικανότητες παρείχαν αρκετή βοήθεια· ήταν όμως ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία.
Γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η πολεμική. Επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις.
Όταν όμως συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη· σκόρπιζαν έτσι πάλι και αφανίζονταν (ώστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο).
Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μήπως εξαφανισθεί όλο, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη για να αποτελούν κοσμήματα για τις πόλεις και δεσμούς που στερεώνουν τη φιλία.
Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιόν τρόπο θα δώσει τη δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους : «να μοιράσω και αυτές όπως μοιράζουν τις τέχνες;» Τις έχουν μοιράσει με τον εξής τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική τέχνη είναι αρκετός για πολλούς συμπολίτες του, το ίδιο και οι άλλοι δημιουργοί.
Τη δικαιοσύνη λοιπόν και την αιδώ, έτσι να τις τοποθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να τις μοιράσω σε όλους (πάντας νείμω); Σε όλους, είπε ο Δίας και όλοι να έχουν μερίδιο. Γιατί δεν θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ΄ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και βέβαια να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετάσχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης.[3]
Η ερμηνεία του μύθου
Το νόημα του μύθου έχει ως εξής: η πολιτική ζωή των ανθρώπων έγινε δυνατή και ομαλή από τη στιγμή που τη ζωή άρχισαν να ρυθμίζουν η αιδώς και η δικαιοσύνη, ιδέες που σύμφωνα με τον μύθο δώρισε ο Δίας σε όλους τους ανθρώπους διαμέσου του Ερμή.
Οι ιδέες αυτές είναι κοινό κτήμα όλων των πολιτών, και όχι όπως οι τεχνικές γνώσεις, κτήμα των ειδικών μόνο. Γι΄αυτό στα πολιτικά θέματα ζητείται η γνώμη όλων των πολιτών, η οποία είναι σεβαστή.
Αφοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν άλλοτε τιμωρίες και άλλοτε συμβουλές, αυτό σημαίνει πως υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα δεκτικά διδασκαλίας, άσκησης και επιμέλειας και ότι εκείνοι που τα αμελούν είναι άξιοι τιμωρίας ή συμβουλής.
Το γεγονός, εξακολουθεί ο Πρωταγόρας, ότι μερικοί ικανοί και ηθικοί γονείς μπορεί να έχουν κακούς γιους, δεν διαψεύδει την άποψη περί διδακτού της αρετής, γιατί η αρετή δεν προϋποθέτει μόνο διδασκαλία, αλλά και την κατάλληλη φύση, ευμενείς δηλαδή φυσικές προδιαθέσεις. (εκ του κειμένου)
Ενδιάμεσος διάλογος
«Ὀ δέ νόμος, τύραννος ὥν τῶν ἀνθρώπων, πολλά παρά τήν φύσιν βιάζεται.Ο νόμος, που είναι τύραννος για τους ανθρώπους, πολλές φορές παραβιάζει τη φύση[4]». Πρόδικος, 337D, 2-3
Ο πρώτος διάλογος μεταξύ Πρωταγόρα και Σωκράτη έχει θέμα την ενότητα της αρετής και διακόπτεται από έναν ενδιάμεσο διάλογο (334γ -338ε), όπου παίρνουν μέρος, εκτός από τον Πρωταγόρα και τον Σωκράτη, ο Καλλίας, ο Αλκιβιάδης, ο Κριτίας και ιδιαίτερα οι σοφιστές Πρόδικος και Ιππίας.
Το νόημα ενός ποιήματος του Συμωνίδη
Ο Πρωταγόρας μεταφέρει το ερώτημα στην ποίηση ρωτώντας το Σωκράτη αν διαπιστώνει κάποια αντίφαση:
Αλήθεια, να γίνει άνθρωπος καλός, δύσκολο πράγμα,
με χέρια και με πόδια και μυαλό τετράγωνο
δίχως ψεγάδι καμωμένος.
- Ξέρεις, λοιπόν, είπε, ότι προχωρώντας το άσμα λέει κάπου: Κι ούτε καλά ηχεί στ΄αυτιά μου κείνο που λέει ο Πιττακός παρόλο που το είπε άνθρωπος σοφός και φωτισμένος·
δύσκολο, λέει, να μείνει άνθρωπος καλός.
Ο Σωκράτης προσκάλεσε τον Πρόδικο που ήταν συμπολίτης του Σιμωνίδη λέγοντας: για να μη μας εκπορθήσει ο Πρωταγόρας χρειαζόμαστε τη μουσική σου με την οποία διακρίνεις το «θέλω» και το «επιθυμώ».
Η θέση του Σωκράτη
Ο Σωκράτης αμφισβητεί την άποψη του Πρωταγόρα. Αρχίζει λοιπόν την επιχειρηματολογία του φέρνοντας το παράδειγμα της αθηναϊκής εκκλησίας του δήμου, όπου αν κάποιος μη ειδικός θελήσει να συμβουλεύσει τους συμπολίτες του για κάποιο τεχνικό θέμα, διώχνεται από το βήμα και περιγελάται.
Αντίθετα, αν κάποιος θελήσει να εκφράσει την άποψή του σε μια πολιτική συζήτηση ή συζήτηση για διοικητικά θέματα, μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του, κάτι που δείχνει πως η πολιτική αρετή ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους ακόμα κι αν δεν έχουν εκπαιδευθεί πάνω σε αυτήν.
Εξάλλου, κατά πώς συνεχίζει, η ζωή έχει αποδείξει πως ακόμα και οι πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Περικλής δεν κατάφεραν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους, έτσι και οι πιο μεγάλοι διδάσκαλοι δεν πέτυχαν τίποτα με κακούς μαθητές. Οποιαδήποτε τέχνη μπορεί να διδαχτεί, αλλά κανείς δε μπορεί να διδάξει σε κάποιον άνθρωπο το πώς να είναι καλύτερος, αγαθότερος και ικανότερος πολίτης.
Όσον αφορά τώρα στο γεγονός ότι από καλούς πατεράδες βγαίνουν όχι τόσο καλοί γιοί συνίσταται όχι στο ότι η αρετή δεν είναι διδακτή αλλά στο ότι την διδάσκονται όλοι και έτσι η κρίση μας είναι συγκριτική. Σε αυτό το δεύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας του, ο Πρωταγόρας προχωρά σε λογικά επιχειρήματα αντί μύθων και λέει δεν θα ήταν δυνατό, ενάρετοι γονείς να μην φροντίζουν για τη διδαχή της αρετής στα παιδιά τους αφού εκείνη είναι αυτό που οι άνθρωποι θεωρούν πιο αναγκαίο για τη δημιουργία κοινωνιών και πόλεων.
Η διδαχή γίνεται, όχι μέσω μορφής μαθήματος αλλά από τη στιγμή που είναι ικανά να επικοινωνήσουν με τους γύρω τους πραγματικά και λογικά, τα παιδιά μπαίνουν στη θέση των δεκτών, απορροφώντας διδάγματα και παραδείγματα μέσω των οποίων θα γίνουν δίκαιοι και σώφρονες άνθρωποι.
Και οι δάσκαλοι φροντίζουν γι αυτό, μέσω της επιλογής που κάνουν στα ποιήματα και τη μουσική που τους διδάσκουν, το ίδιο και η πολιτεία που διδάσκει στους νεαρούς πολίτες τους νόμους και την υπακοή σε αυτούς. Σαν παράδειγμα, ας φανταστούμε ότι η πολιτική ζωή προαπαιτεί όχι την αρετή αλλά την τέχνη του αυλού για να υπάρξει, περίπτωση στην οποία θα θεωρούταν ως ύψιστο αγαθό από τους πολίτες και θα διδασκόταν δημοσίως.
Θα φανταζόμασταν επίσης ότι οι πατεράδες θα δίδασκαν με μεγάλη επιμέλεια τους γιους τους αλλά καθώς η επιτυχία αυτού εξαρτάται και από το ταλέντο του κάθε παιδιού, θα υπήρχαν περιπτώσεις όπου καλοί μουσικοί θα βγάζανε κακόμουσους γιους.
Σε σύγκριση όμως με τους απλούς πολίτες, ακόμα και ο χειρότερος ανάμεσα τους θα μοιάζει κάπως καλός αφού στη Αθήνα της εποχής η τέχνη αυτή είναι εξειδικευμένη και διδάσκεται σε λίγους. Έτσι και η πολιτική αρετή στην Αθήνα, επειδή θεωρείται πολύ σημαντική για την επιβίωση της πόλης, διδάσκεται σε όλους, σε τέτοιο βαθμό που νομίζουμε ότι είναι μέρος της φύσης ενώ δεν είναι έτσι.
Η διαφωνία του Σωκράτη
Ο Σωκράτης παραδέχεται ότι ο Πρωταγόρας έδωσε μια εξαιρετική απάντηση και ότι ο ίδιος έχει σχεδόν πειστεί, εκτός από κάποιο μικρό θέμα που σίγουρα θα του το εξηγήσει εύκολα. Ρωτάει τώρα, εάν η αρετή είναι ένα ενιαίο πράγμα ή σύνολο ανεξάρτητων καλών χαρακτηριστικών όπως η ανδρεία, η σωφροσύνη και η σοφία [329d].
Ο Πρωταγόρας απαντάει το δεύτερο και έτσι ξεκινάει η βασική διαλεκτική μεταξύ των δύο με τον Σωκράτη να προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο καθώς ο Πρωταγόρας, όντας σοφιστής, επιδίδεται σε μακροσκελείς και περίτεχνους λόγους που συχνά αποφεύγουν το θέμα ευθέως, ο Σωκράτης σταματάει το διάλογο λέγοντας ότι επειδή τάχα είναι "επιλήσμων" πρέπει ο Πρωταγόρας να προσαρμόσει το λόγο του στη μορφή της ερώτησης απάντησης, χαρακτηριστικής του Σωκρατικού λόγου, αφού ο ίδιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να διδάξει οποιαδήποτε μορφή λόγου, βραχύ ή όχι.
Ο Πρωταγόρας διαφωνεί και έτσι ο Σωκράτης σηκώνεται να φύγει. Τον συγκρατούν οι παρευρισκόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο Αλκιβιάδης και πείθουν τους δυο συνομιλητές να βρουν μια χρυσή τομή στη μορφή του διαλόγου [334d].
Επίλογος
Στον επίλογο του διαλόγου γίνεται μια ανακεφαλαίωση, όπου διαπιστώνεται πως τόσο ο Σωκράτης όσο και ο Πρωταγόρας μετέβαλαν τις απόψεις τους. Ο Σωκράτης αμφισβητεί αρχικά το διδακτικό της αρετής, τελικά όμως το παραδέχτηκε, αφού βρήκε την ουσία της αρετής, που αποτελείται από τη γνώση και την επιστήμη. Από την άλλη μεριά, ο Πρωταγόρας επέμεινε με στην αρχική του γνώμη για το διδακτό της αρετής, παραδέχτηκε όμως τη σωκρατική αντίληψη για την ενότητα της αρετής και δέχτηκε την ταύτισή της με την επιστήμη και τη γνώση.
Αφού ο Πρωταγόρας προηγουμένως υποστήριξε την ίδια άποψη, ο Σωκράτης τον ρώτησε, εάν κάποιος άνθρωπος θα έκανε κάτι κακό στον εαυτό του εν γνώσει και άν όχι γιατί κάποιοι άνθρωποι επιδίδονται σε καταχρήσεις που προσφέρουν μόνο προσωρινή απόλαυση. Αποφαίνονται δε γιατί δεν σκέφτονται την ύστερη ζημιά, όπως κάποια αντικείμενα φαίνονται μικρότερα από απόσταση, και πως αν είχαν πλήρη γνώση θα κάναν μόνο καλό.
Άρα η καλοσύνη είναι γνώση, το ίδιο και η ανδρεία αφού κολυμπάει σε πιο επικίνδυνα νερά αυτός που ξέρει καλύτερο κολύμπι και όχι αυτός που δεν ξέρει. Εάν όλα είναι γνώση λοιπόν, όλα είναι το ίδιο και ο Πρωταγόρας είναι αναγκασμένος να συμφωνήσει. Επισημαίνει όμως ότι εάν αυτό είναι αλήθεια, τότε η αρετή είναι διδακτή αφού είναι γνώση [361a].
Οι δύο συνομιλητές λοιπόν αλλάζουν θέσεις αμοιβαία αφού ο ένας υιοθετεί την άποψη του άλλου και φεύγουν υποσχόμενοι να συνεχίσουν τη συζήτηση.
Μεταγενέστερες επιδράσεις
Στο διάλογο αυτό του Πλάτωνα, Ο Πρωταγόρας παρουσιάζεται ως ειλικρινής, τίμιος και ευδιάθετος άνθρωπος. Τα επιχειρήματά του βασίζονται στη κοινή λογική, ενώ τα επιχειρήματα του Σωκράτη είναι περισσότερο δυσνόητα και παράδοξα.
Ο διάλογος περιέχει την αξιοσημείωτη διαπίστωση του Πρωταγόρα ότι σε ένα ορθολογιστικό σύστημα, ο άνθρωπος τιμωρείται για να αποτραπεί από το να ξανακάνει κακό, και όχι ως ανταπόδοση για την πράξη που έκανε.
Η θέση αυτή επρόκειτο να βρει τη δικαίωσή της πολλούς αιώνες αργότερα, στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, με το θεμελιώδες έργο του Τσεζάρε Μπεκαρία «Περί των εγκλημάτων και των ποινών (Dei Deliti e delle Pene)», που οδήγησε στη αναθεώρηση του μεσαιωνικού συστήματος απονομής ποινών.
Παραπομπές - Υποσημειώσεις
- Φιλολογική Ομάδα Κάκτου (1993) Σχόλια στο κείμενο "Πρωταγόρας". Εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος
- Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος, Πλάτων- Μύθοι, σ. 54, εκδ. Ζήτρος, 2003, ISBN 960-7760-91-3
- Ι.Σ. Χριστοδούλου, Πλάτων-Πρωταγόρας, σ. 264 «Η αιδώς αφορά στον αυτοέλεγχο· πρόκειται για συνείδηση που τείνει να διαφυλάξει την αρμονία στις ανθρώπινες σχέσεις και αναλύεται στον αυτοσεβασμό, πρώτα, και το σεβασμό προς το συνάνθρωπο. Η δικαιοσύνη, από την άλλη πλευρά, συμπληρώνει το έλλειμμα ή την απουσία της αιδούς, που απολήγει στην αδικία και σε συγκρούσεις ανάμεσα στους ανθρώπους».
- Βασίλης Κύρκος, Αρχαίος Ελληνικός Διαφωτισμός και Σοφιστική, Αθήνα, 1992, σελ, 219-235
Βιβλιογραφία:
- Νικ. Ζαφειρίου και Ν. και Κ. Ελεοπούλου "Πλάτωνος Πρωταγόρας", 1963
- "The first philosophers: the presocratics and sophists" του Robin Waterfield
- "Σχολικό Βιβλίο Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης ΟΕΔΒ, έκδοση Θ-2009"
Πηγή