Οι τραγικοί ποιητές όμως, όπως π.χ. ο Φρύνιχος στη χαμένη «Άλκηστη», ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολωνώ (1574-8) ή ο Ευριπίδης στην Άλκηστη (24-76), μετριάζουν τη σκληρότητά του και μάλιστα μερικές φορές, όταν απαλλάσσει τους ανθρώπους από συμφορές και αφόρητα βάσανα, τον παρουσιάζουν και ως ευεργέτη και γι” αυτό, όπως γράφει και ο Όμηρος, οι άνθρωποι τον επικαλούνται για «βοήθεια». Πώς παριστανόταν όμως ο Θάνατος στην τέχνη;
Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες παρίσταναν το Θάνατο, όπως και τον αδελφό του Ύπνο, νέο με γενειάδα, με φτερά στους ώμους και βέβαια με σπαθί στη μέση, με το οποίο αφαιρεί την ψυχή ή απλά κόβει τα μαλλιά των ανθρώπων, καθώς το κόψιμο των μαλλιών είναι ένδειξη θανάτου.
Επίσης τον παρίσταναν κρατώντας στο χέρι επιπλέον μία πλάστιγγα, είτε για να καθορίζει τη διάρκεια του χρόνου της ανθρώπινης ζωής είτε να ζυγοσταθμίζει τις ανθρώπινες πράξεις.
Στις περισσότερες παραστάσεις τα δύο αδέλφια ζωγραφίζονται μαζί, όμοια με τους «ανέμους» να μεταφέρουν συντροφικά κάποιον νεκρό στον Άδη.
Μάλιστα σε λευκή λήκυθο, υπάρχει η γνωστή παράσταση σχετική με τον Σαρπηδόνα, η οποία εμφανίζει τους δίδυμους αδελφούς με εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά: γλυκύς και ήρεμος ο Ύπνος, καταθλιπτικός και σκυθρωπός ο Θάνατος, να μεταφέρουν από κοινού έναν νεκρό με χαρακτηριστική λεπτότητα και προσοχή, σαν να προσπαθούν να μην αισθανθεί το «φορτίο» τους, δηλαδή ο μεταφερόμενος νεκρός, κανένα πόνο ή κανένα δυσάρεστο συναίσθημα! Άλλωστε, έτσι περιγράφει και ο Όμηρος τη μεταφορά του «μισοπεθαμένου» ή «υπνωτισμένου» Σαρπηδόνα από το στρατόπεδο της Τροίας στην πατρίδα του, τη Λυκία, θανάσιμα χτυπημένο από τον Πάτροκλο, όχι όμως νεκρό ακόμη, διότι ο θεός πατέρας του Δίας δεν θέλει να εκπνεύσει ο Σαρπηδόνας μακριά από τους δικούς του.
Απεικονίσεις της καταλυτικής δύναμης του Θανάτου έχουμε και στην ασπίδα του Ηρακλή, στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς και μαζί με τον Ύπνο στην αγκαλιά της μητέρας τους της Νύκτας στη λάρνακα του Κυψέλου. Ο Παυσανίας επίσης μας πληροφορεί για ένα άγαλμα του Θανάτου στη Σπάρτη.
Ο Χάρων, γιος του Ερέβους και της Στυγός, στα όψιμα ιστορικά χρόνια ήταν γνωστός στις περισσότερες ελληνικές πόλεις ως δαιμονική υποχθόνια ύπαρξη. Αργότερα και κυρίως κατά την κλασική περίοδο, εξελίχθηκε σε πορθμέα των ψυχών, ίσως από ξενική επίδραση (αιγυπτιακή ή μινωική). Μερικές φορές ο Χάρων παραλάμβανε από τον ψυχοπομπό Ερμή τους νεκρούς που έφταναν στον Άδη, είτε ένας ένας είτε πολλοί μαζί, για να τους μεταφέρει με το δικό του καραβάκι στην απέναντι όχθη της Αχερουσίας λίμνης, δηλαδή με το ακάτιόν του, αντί ενός οβολού, τον οποίο έβαζαν στο στόμα ή στο χέρι του νεκρού οι συγγενείς κατά τον ενταφιασμό του. Ο Λουκιανός στο έργο του Περί πένθους, αναρωτιέται «εφόσον για να γίνει δεκτός στον Κάτω Κόσμο ο νεκρός πρέπει να έχει μαζί του έναν οβολό για την αμοιβή του περαματάρη (sic), δεν θα ήταν προτιμότερο να μην έχει «ναύλα» μαζί του, ώστε να τον στείλουν και πάλι πίσω στη ζωή»!
Ως θεϊκός πορθμέας ήταν εξαρτημένος από το βασιλιά του Κάτω Κόσμου (Άδης), ο οποίος είχε εγκρίνει και την αμοιβή του Χάρωνα με τον οβολό, απαγόρευε όμως τη μεταφορά ζωντανών ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αμοιβή. Αξίζει να μνημονεύσουμε τον γνωστό μύθο της κατάβασης του Ηρακλή στον Άδη, έναν από τους ελάχιστους μύθους για τον Χάροντα, σύμφωνα με τον οποίο, όταν ο Χάρων αρνήθηκε να μεταφέρει τον Ηρακλή στον Κάτω Κόσμο, ο ήρωας κατάφερε να συλλάβει τον Χάροντα και, αφού τον ξυλοκόπησε, τον ανάγκασε να συμμορφωθεί με την επιθυμία του. Τότε ο Άδης τιμώρησε κι αυτός με τη σειρά του τον Χάροντα επειδή παραβίασε τις ρητές εντολές του.
Πάντως, η έννοια του Χάρωνα, σαν εκτελεστή των εντολών του Άδη και σαν πορθμέα ψυχοπομπού, είναι άγνωστη στον Όμηρο και στον Ησίοδο. Κατ” αυτούς οι ψυχές έφταναν στον Άδη μόνες τους ή με τη συνοδεία του πορθμέα Ψυχοπομπού Ερμή. Φαίνεται επομένως ότι ο Χάρων των αρχαίων Ελλήνων έχει καθαρά λαϊκή βάση. Συγκεκριμένα, μνημονεύεται για πρώτη φορά τον 6ο π.Χ. αιώνα στο χαμένο έπος «Μινυάς», το οποίο αποδίδεται στον ποιητή Πρόδικο τον Φωκαέα. Είναι γνωστό ότι από μία σκηνή, σχετικά με τον Άδη, που υπήρχε στο έπος αυτό, εμπνεύστηκε, όπως προαναφέραμε, ο ζωγράφος Πολύγνωτος και ζωγράφισε σε τοίχο της Λέσχης των Κνιδίων στους Δελφούς τον Χάρωνα, σαν γέροντα πορθμέα, να μεταφέρει από τη μια όχθη του Αχέροντα ποταμού στην άλλη, τις ψυχές του έφηβου Τέλιδα και της κόρης Κλεοβοίας.
Από την τοιχογραφία αυτή στη Λέσχη των Δελφών προέκυψαν μεταγενέστερες παραδόσεις και εμπνεύσεις των αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών για τον Χάρωνα (Χάροντα), ο οποίος από τότε μνημονεύεται από τον Αισχύλο, κυρίως τον Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη, τον Λουκιανό και τον Βιργίλιο, άλλοτε ταυτιζόμενος ή εναλλασσόμενος με τον Θάνατο και άλλοτε πάλι συγχεόμενος στη λαϊκή φαντασία με τον Θάνατο και τον Άδη. Μάλιστα ο Λουκιανός, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, στα έργα του αντιμετωπίζει τις νεκρικές αντιλήψεις και συνήθειες της εποχής του με ορθολογική κριτική και με ειρωνική και σκωπτική διάθεση, στο έργο του Κατάπλους ή Τύραννος παρουσιάζει τον Χάροντα να παραπονιέται στην Κλωθώ σαν επιχειρηματίας για διαφυγόντα κέρδη, αντιμετωπίζοντας εντελώς κερδοσκοπικά τον ρόλο του πορθμέα. Ο Ευριπίδης, Άλκηστις, χρησιμοποιεί για τον Χάροντα το επίθετο νεκροπομπός, το οποίο ο Λουκιανός και οι άλλοι συγγραφείς συνηθίζουν να χρησιμοποιούν για τον θεό Ερμή.
Ο Χάρων παριστανόταν συνήθως σαν ρωμαλέος αυστηρός γέροντας με ξανθά μαλλιά, με σπινθηροβόλα μάτια, μαυροφορεμένος, με βρώμικο χιτώνα από τις λάσπες του Αχέροντα ποταμού. Η μορφή του Χάροντα είναι πιο ήπια στα ανάγλυφα και τις νεκρικές ληκύθους της αττικής τέχνης, στα έργα της οποίας απεικονίζεται «με πολύ γλυκιά και γενικά υπομονετική και μελαγχολική φυσιογνωμία, σαν συμπονετικός φίλος των νεκρών».
Από τις διάφορες παραστάσεις του Χάροντα καλύτερη είναι αυτή της αττικής ληκύθου (Εθνικό Μουσείο), κατά την οποία απεικονίζεται «ως γέρων ναύτης του αρχαίου ναυτικού στόλου του Πειραιά, προς το πλοιάριο του οποίου ο Έρμης οδηγεί μια νεκρή, ενώ γύρω από αυτόν πετούν στον αέρα πολλές μικρές φτερωτές μορφές, δηλαδή οι ψυχές των νεκρών, τα είδωλά τους».
Τέλος, στις νεότερες λαϊκές παραδόσεις, ο ελληνικός λαός φαντάζεται το Χάροντα μαυροφορεμένο, καβαλάρη πάνω σε μαύρο άλογο, που στο πέρασμά του μαυρίζουν τα πάντα, να μεταφέρει τις ψυχές στο σκοτεινό βασίλειο. Με την πάροδο του χρόνου ο νεοελληνικός Χάρος έγινε τόσο δημοφιλής, ώστε αντικατέστησε πρώτα τον Άδη και ύστερα τον επίσης δημοφιλή Θάνατο των αρχαίων Ελλήνων.
Πηγή
Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες παρίσταναν το Θάνατο, όπως και τον αδελφό του Ύπνο, νέο με γενειάδα, με φτερά στους ώμους και βέβαια με σπαθί στη μέση, με το οποίο αφαιρεί την ψυχή ή απλά κόβει τα μαλλιά των ανθρώπων, καθώς το κόψιμο των μαλλιών είναι ένδειξη θανάτου.
Επίσης τον παρίσταναν κρατώντας στο χέρι επιπλέον μία πλάστιγγα, είτε για να καθορίζει τη διάρκεια του χρόνου της ανθρώπινης ζωής είτε να ζυγοσταθμίζει τις ανθρώπινες πράξεις.
Στις περισσότερες παραστάσεις τα δύο αδέλφια ζωγραφίζονται μαζί, όμοια με τους «ανέμους» να μεταφέρουν συντροφικά κάποιον νεκρό στον Άδη.
Μάλιστα σε λευκή λήκυθο, υπάρχει η γνωστή παράσταση σχετική με τον Σαρπηδόνα, η οποία εμφανίζει τους δίδυμους αδελφούς με εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά: γλυκύς και ήρεμος ο Ύπνος, καταθλιπτικός και σκυθρωπός ο Θάνατος, να μεταφέρουν από κοινού έναν νεκρό με χαρακτηριστική λεπτότητα και προσοχή, σαν να προσπαθούν να μην αισθανθεί το «φορτίο» τους, δηλαδή ο μεταφερόμενος νεκρός, κανένα πόνο ή κανένα δυσάρεστο συναίσθημα! Άλλωστε, έτσι περιγράφει και ο Όμηρος τη μεταφορά του «μισοπεθαμένου» ή «υπνωτισμένου» Σαρπηδόνα από το στρατόπεδο της Τροίας στην πατρίδα του, τη Λυκία, θανάσιμα χτυπημένο από τον Πάτροκλο, όχι όμως νεκρό ακόμη, διότι ο θεός πατέρας του Δίας δεν θέλει να εκπνεύσει ο Σαρπηδόνας μακριά από τους δικούς του.
Απεικονίσεις της καταλυτικής δύναμης του Θανάτου έχουμε και στην ασπίδα του Ηρακλή, στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς και μαζί με τον Ύπνο στην αγκαλιά της μητέρας τους της Νύκτας στη λάρνακα του Κυψέλου. Ο Παυσανίας επίσης μας πληροφορεί για ένα άγαλμα του Θανάτου στη Σπάρτη.
Ο Χάρων, γιος του Ερέβους και της Στυγός, στα όψιμα ιστορικά χρόνια ήταν γνωστός στις περισσότερες ελληνικές πόλεις ως δαιμονική υποχθόνια ύπαρξη. Αργότερα και κυρίως κατά την κλασική περίοδο, εξελίχθηκε σε πορθμέα των ψυχών, ίσως από ξενική επίδραση (αιγυπτιακή ή μινωική). Μερικές φορές ο Χάρων παραλάμβανε από τον ψυχοπομπό Ερμή τους νεκρούς που έφταναν στον Άδη, είτε ένας ένας είτε πολλοί μαζί, για να τους μεταφέρει με το δικό του καραβάκι στην απέναντι όχθη της Αχερουσίας λίμνης, δηλαδή με το ακάτιόν του, αντί ενός οβολού, τον οποίο έβαζαν στο στόμα ή στο χέρι του νεκρού οι συγγενείς κατά τον ενταφιασμό του. Ο Λουκιανός στο έργο του Περί πένθους, αναρωτιέται «εφόσον για να γίνει δεκτός στον Κάτω Κόσμο ο νεκρός πρέπει να έχει μαζί του έναν οβολό για την αμοιβή του περαματάρη (sic), δεν θα ήταν προτιμότερο να μην έχει «ναύλα» μαζί του, ώστε να τον στείλουν και πάλι πίσω στη ζωή»!
Ως θεϊκός πορθμέας ήταν εξαρτημένος από το βασιλιά του Κάτω Κόσμου (Άδης), ο οποίος είχε εγκρίνει και την αμοιβή του Χάρωνα με τον οβολό, απαγόρευε όμως τη μεταφορά ζωντανών ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αμοιβή. Αξίζει να μνημονεύσουμε τον γνωστό μύθο της κατάβασης του Ηρακλή στον Άδη, έναν από τους ελάχιστους μύθους για τον Χάροντα, σύμφωνα με τον οποίο, όταν ο Χάρων αρνήθηκε να μεταφέρει τον Ηρακλή στον Κάτω Κόσμο, ο ήρωας κατάφερε να συλλάβει τον Χάροντα και, αφού τον ξυλοκόπησε, τον ανάγκασε να συμμορφωθεί με την επιθυμία του. Τότε ο Άδης τιμώρησε κι αυτός με τη σειρά του τον Χάροντα επειδή παραβίασε τις ρητές εντολές του.
Πάντως, η έννοια του Χάρωνα, σαν εκτελεστή των εντολών του Άδη και σαν πορθμέα ψυχοπομπού, είναι άγνωστη στον Όμηρο και στον Ησίοδο. Κατ” αυτούς οι ψυχές έφταναν στον Άδη μόνες τους ή με τη συνοδεία του πορθμέα Ψυχοπομπού Ερμή. Φαίνεται επομένως ότι ο Χάρων των αρχαίων Ελλήνων έχει καθαρά λαϊκή βάση. Συγκεκριμένα, μνημονεύεται για πρώτη φορά τον 6ο π.Χ. αιώνα στο χαμένο έπος «Μινυάς», το οποίο αποδίδεται στον ποιητή Πρόδικο τον Φωκαέα. Είναι γνωστό ότι από μία σκηνή, σχετικά με τον Άδη, που υπήρχε στο έπος αυτό, εμπνεύστηκε, όπως προαναφέραμε, ο ζωγράφος Πολύγνωτος και ζωγράφισε σε τοίχο της Λέσχης των Κνιδίων στους Δελφούς τον Χάρωνα, σαν γέροντα πορθμέα, να μεταφέρει από τη μια όχθη του Αχέροντα ποταμού στην άλλη, τις ψυχές του έφηβου Τέλιδα και της κόρης Κλεοβοίας.
Από την τοιχογραφία αυτή στη Λέσχη των Δελφών προέκυψαν μεταγενέστερες παραδόσεις και εμπνεύσεις των αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών για τον Χάρωνα (Χάροντα), ο οποίος από τότε μνημονεύεται από τον Αισχύλο, κυρίως τον Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη, τον Λουκιανό και τον Βιργίλιο, άλλοτε ταυτιζόμενος ή εναλλασσόμενος με τον Θάνατο και άλλοτε πάλι συγχεόμενος στη λαϊκή φαντασία με τον Θάνατο και τον Άδη. Μάλιστα ο Λουκιανός, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, στα έργα του αντιμετωπίζει τις νεκρικές αντιλήψεις και συνήθειες της εποχής του με ορθολογική κριτική και με ειρωνική και σκωπτική διάθεση, στο έργο του Κατάπλους ή Τύραννος παρουσιάζει τον Χάροντα να παραπονιέται στην Κλωθώ σαν επιχειρηματίας για διαφυγόντα κέρδη, αντιμετωπίζοντας εντελώς κερδοσκοπικά τον ρόλο του πορθμέα. Ο Ευριπίδης, Άλκηστις, χρησιμοποιεί για τον Χάροντα το επίθετο νεκροπομπός, το οποίο ο Λουκιανός και οι άλλοι συγγραφείς συνηθίζουν να χρησιμοποιούν για τον θεό Ερμή.
Από τις διάφορες παραστάσεις του Χάροντα καλύτερη είναι αυτή της αττικής ληκύθου (Εθνικό Μουσείο), κατά την οποία απεικονίζεται «ως γέρων ναύτης του αρχαίου ναυτικού στόλου του Πειραιά, προς το πλοιάριο του οποίου ο Έρμης οδηγεί μια νεκρή, ενώ γύρω από αυτόν πετούν στον αέρα πολλές μικρές φτερωτές μορφές, δηλαδή οι ψυχές των νεκρών, τα είδωλά τους».
Τέλος, στις νεότερες λαϊκές παραδόσεις, ο ελληνικός λαός φαντάζεται το Χάροντα μαυροφορεμένο, καβαλάρη πάνω σε μαύρο άλογο, που στο πέρασμά του μαυρίζουν τα πάντα, να μεταφέρει τις ψυχές στο σκοτεινό βασίλειο. Με την πάροδο του χρόνου ο νεοελληνικός Χάρος έγινε τόσο δημοφιλής, ώστε αντικατέστησε πρώτα τον Άδη και ύστερα τον επίσης δημοφιλή Θάνατο των αρχαίων Ελλήνων.
Πηγή