Γύρω στα 471 π.Χ. ο Θεμιστοκλής, έχοντας αποκτήσει εχθρούς εντός και εκτός των Αθηνών, οστρακίζεται. Η δύναμη και το γόητρό του μετά τους Περσικούς Πολέμους είχαν γεννήσει χρόνια πριν την καχυποψία και τον φθόνο πολλών συμπολιτών του. Η Σπάρτη, από την άλλη, έβλεπε στον Θεμιστοκλή έναν επικίνδυνο για τα συμφέροντά της πολιτικό άνδρα, που προωθώντας την οχύρωση της Αθήνας (ο Θεμιστοκλής είναι που θα αρχίσει την οικοδόμηση των Μακρών Τειχών) και την ανάπτυξη της ναυτικής δύναμης της πόλης, έθετε σε κίνδυνο την ηγεμονία της στην Ελλάδα.
Εγκαθίσταται αρχικά στο Άργος, απ’ όπου όμως θα φύγει, όταν οι Σπαρτιάτες θα τον κατηγορήσουν για συμμετοχή στη προδοτική δράση του βασιλιά τους Παυσανία και θα ζητήσουν να δικαστεί. Αφού περάσει από την Κέρκυρα, το βασίλειο των Μολοσσών και τη Μακεδονία, ο νικητής της Σαλαμίνας θα καταλήξει στην αυλή του Πέρση βασιλιά, του Αρταξέρξη, γιού του Ξέρξη…
28 Όταν λοιπόν οδηγήθηκε μπροστά στο βασιλιά κι αφού τον προσκύνησε (η προσκύνησις ενός ανθρώπου – κίνηση που έφτανε από την βαθιά υπόκλιση έως το να ξαπλώσει κανείς μπρούμυτα ενώπιον ενός θνητού, που ήταν ανώτερος κοινωνικά από τον προσκυνούντα – θεωρούνταν από τους Έλληνες του 5ου αιώνα π.Χ. κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό των λαών της Ανατολής, και κυρίως των Περσών : ήταν για αυτούς δείγμα της ανατολίτικης δουλοπρέπειας και υποταγής στον απόλυτο μονάρχη και δεν συμβάδιζε με τα ηθικά, θρησκευτικά, αλλά και πολιτικά “πιστεύω” ενός πολίτη μιας ελληνικής πόλης – κράτους. Για αυτο και παραδίδεται ότι προκάλεσε ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση, όταν 150 περίπου χρόνια αργότερα ο Αλέξανδρος άρχισε να απαιτεί να τον προσκυνούν και οι Έλληνες) παρέμεινε σιωπηλός, ο βασιλιάς πρόσταξε το διερμηνέα να τον ρωτήσει ποιος ήταν· στην ερώτηση του διερμηνέα απάντησε : «Ήλθα κοντά σου, βασιλιά, εξόριστος εγώ ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος, κυνηγημένος από τους Έλληνες, στον οποίο οι Πέρσες χρεώνουν πολλά κακά, αλλά του οφείλουν περισσότερα καλά, γιατί εμπόδισα την καταδίωξη, όταν δόθηκε η ευκαιρία (λέγοντας “ευκαιρία”, αναφέρεται προφανώς στην υποχώρηση των Περσών μετά τις ήττες στην Σαλαμίνα και τις Πλαταιές), αφού ήταν πια η Ελλάδα σε ασφάλεια και σώθηκε η πατρίδα μου, να φανώ χρήσιμος σε κάτι και για σας.
Σε μένα όλα είναι επιτρεπτά στις παρούσες συμφορές μου και έχω φτάσει προετοιμασμένος ψυχικά να δεχθώ τη χάρη, αν με αντιμετωπίσεις με ευμένεια και ξεχάσεις την οργή σου· και εσύ, έχοντας ως μάρτυρες τους εχθρούς μου για όσα ευεργέτησα τους Πέρσες, τώρα συμπαραστάσου στην κακή μου τύχη, για να δείξεις περισσότερο την αρετή σου παρά να ικανοποιήσεις την οργή σου, γιατί θα σώσεις τον ικέτη σου ή θα σκοτώσεις αυτόν που έγινε εχθρός των Ελλήνων». Αφού είπε αυτά ο Θεμιστοκλής, πρόσθεσε στα λόγια του και θεϊκή παρέμβαση, αναφερόμενος και στο όνειρο που είδε στο σπίτι του Νικογένη και τη μαντεία του Δωδωναίου Δία, διότι του δόθηκε χρησμός να καταφύγει σε συνονόματο του θεού και τον ερμήνευσε ότι τον έστειλε σ’ εκείνον· γιατί, αμφότεροι ήταν και αποκαλούνταν μεγάλοι βασιλείς (ο Πέρσης βασιλιάς έφερε τους τίτλους “Μέγας Βασιλεύς” και “Βασιλεύς των Βασιλέων”). Ο Πέρσης βασιλιάς τον άκουσε, αλλά δεν του έδωσε καμιά απάντηση, αν και θαύμασε το φρόνημα και το θάρρος του· αφού όμως μακάρισε τον εαυτό του στους φίλους του για την πού μεγάλη ευτυχία του, κι αφού ευχήθηκε να δίδει πάντα ο Αρειμάνιος (θεότητα του Ζωροαστρισμού, της θρησκείας των αρχαίων Περσών) στους εχθρούς τέτοια μυαλά, ώστε να διώχνουν από κοντά τους τους αρίστους, λέγεται ότι θυσίασε στους θεούς και αμέσως στράφηκε στη διασκέδαση και από τη χαρά του τη νύχτα μέσα στον ύπνο του φώναξε τρεις φορές : «Κρατώ τον Θεμιστοκλή τον Αθηναίο».
29 Με το ξημέρωμα ο Ξέρξης κάλεσε τους φίλους του και παρουσίασε σ’ αυτούς το Θεμιστοκλή, που δεν περίμενε τίποτε το καλό, απ’ όσα έβλεπε στο παλάτι του, αφού, μόλις πληροφορήθηκαν το όνομα αυτού που είχαν μπροστά τους, έδειχναν τη δυσαρέσκειά τους και μιλούσαν άσχημα γι’ αυτόν. Ακόμη, ο χιλίαρχος Ρωξάνης, καθώς ο Θεμιστοκλής περνούσε από κοντά του, ενώ ο βασιλιάς ήταν καθισμένος στο θρόνο του και οι άλλοι ήταν σιωπηλοί, αναστέναξε άφοβα και είπε : «Ελληνικό φίδι παρδαλό, η τύχη του βασιλιά σε έφερε εδώ». Αλλά μόλις ο Θεμιστοκλής αντίκρισε το βασιλιά και τον ξαναπροσκύνησε, αφού ο βασιλιάς τον ασπάστηκε και τον προσφώνησε με φιλοφροσύνη, είπε ότι του οφείλουν ήδη διακόσια τάλαντα· γιατί, αφού παρουσιάστηκε μόνος του, δικαιούται να πάρει το ποσό με το οποίο είχε επικηρυχθεί ως αμοιβή για όποιον τον οδηγούσε μπροστά του· του υποσχόταν επίσης πολύ περισσότερα από αυτά και του έδιδε θάρρος και του επέτρεπε να λέει με παρρησία για τους Έλληνες ό,τι ήθελε. [...]
(Σημ.: Κατά την παράδοση, ο Θεμιστοκλής παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στην επικράτεια του Πέρση βασιλιά. Πέθανε το 459 π.Χ. στη Μαγνησία του Μαιάνδρου, περιοχή που του είχε παραχωρηθεί από τον ίδιο τον βασιλιά. Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως πέθανε από φυσικά αίτια. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη ο Θεμιστοκλής αυτοκτόνησε : κατά τον πρώτο, όταν ο Πέρσης βασιλιάς ζήτησε την βοήθεια του στην καταστολή της επανάστασης στην Αίγυπτο, την οποία στήριζαν έμπρακτα οι Αθηναίοι, κατά τον δεύτερο, όταν αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση του βασιλιά να ηγηθεί μιας νέας περσικής εκστρατείας εναντίον της Ελλάδας.)
Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι : Θεμιστοκλῆς 28 – 29
[Μτφρ. Γιώργου Αθ. Ράπτη : Πλούταρχος, Παράλληλοι βίοι (Θεμιστοκλής - Κάμιλλος), Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006]
Εγκαθίσταται αρχικά στο Άργος, απ’ όπου όμως θα φύγει, όταν οι Σπαρτιάτες θα τον κατηγορήσουν για συμμετοχή στη προδοτική δράση του βασιλιά τους Παυσανία και θα ζητήσουν να δικαστεί. Αφού περάσει από την Κέρκυρα, το βασίλειο των Μολοσσών και τη Μακεδονία, ο νικητής της Σαλαμίνας θα καταλήξει στην αυλή του Πέρση βασιλιά, του Αρταξέρξη, γιού του Ξέρξη…
28 Όταν λοιπόν οδηγήθηκε μπροστά στο βασιλιά κι αφού τον προσκύνησε (η προσκύνησις ενός ανθρώπου – κίνηση που έφτανε από την βαθιά υπόκλιση έως το να ξαπλώσει κανείς μπρούμυτα ενώπιον ενός θνητού, που ήταν ανώτερος κοινωνικά από τον προσκυνούντα – θεωρούνταν από τους Έλληνες του 5ου αιώνα π.Χ. κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό των λαών της Ανατολής, και κυρίως των Περσών : ήταν για αυτούς δείγμα της ανατολίτικης δουλοπρέπειας και υποταγής στον απόλυτο μονάρχη και δεν συμβάδιζε με τα ηθικά, θρησκευτικά, αλλά και πολιτικά “πιστεύω” ενός πολίτη μιας ελληνικής πόλης – κράτους. Για αυτο και παραδίδεται ότι προκάλεσε ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση, όταν 150 περίπου χρόνια αργότερα ο Αλέξανδρος άρχισε να απαιτεί να τον προσκυνούν και οι Έλληνες) παρέμεινε σιωπηλός, ο βασιλιάς πρόσταξε το διερμηνέα να τον ρωτήσει ποιος ήταν· στην ερώτηση του διερμηνέα απάντησε : «Ήλθα κοντά σου, βασιλιά, εξόριστος εγώ ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος, κυνηγημένος από τους Έλληνες, στον οποίο οι Πέρσες χρεώνουν πολλά κακά, αλλά του οφείλουν περισσότερα καλά, γιατί εμπόδισα την καταδίωξη, όταν δόθηκε η ευκαιρία (λέγοντας “ευκαιρία”, αναφέρεται προφανώς στην υποχώρηση των Περσών μετά τις ήττες στην Σαλαμίνα και τις Πλαταιές), αφού ήταν πια η Ελλάδα σε ασφάλεια και σώθηκε η πατρίδα μου, να φανώ χρήσιμος σε κάτι και για σας.
Σε μένα όλα είναι επιτρεπτά στις παρούσες συμφορές μου και έχω φτάσει προετοιμασμένος ψυχικά να δεχθώ τη χάρη, αν με αντιμετωπίσεις με ευμένεια και ξεχάσεις την οργή σου· και εσύ, έχοντας ως μάρτυρες τους εχθρούς μου για όσα ευεργέτησα τους Πέρσες, τώρα συμπαραστάσου στην κακή μου τύχη, για να δείξεις περισσότερο την αρετή σου παρά να ικανοποιήσεις την οργή σου, γιατί θα σώσεις τον ικέτη σου ή θα σκοτώσεις αυτόν που έγινε εχθρός των Ελλήνων». Αφού είπε αυτά ο Θεμιστοκλής, πρόσθεσε στα λόγια του και θεϊκή παρέμβαση, αναφερόμενος και στο όνειρο που είδε στο σπίτι του Νικογένη και τη μαντεία του Δωδωναίου Δία, διότι του δόθηκε χρησμός να καταφύγει σε συνονόματο του θεού και τον ερμήνευσε ότι τον έστειλε σ’ εκείνον· γιατί, αμφότεροι ήταν και αποκαλούνταν μεγάλοι βασιλείς (ο Πέρσης βασιλιάς έφερε τους τίτλους “Μέγας Βασιλεύς” και “Βασιλεύς των Βασιλέων”). Ο Πέρσης βασιλιάς τον άκουσε, αλλά δεν του έδωσε καμιά απάντηση, αν και θαύμασε το φρόνημα και το θάρρος του· αφού όμως μακάρισε τον εαυτό του στους φίλους του για την πού μεγάλη ευτυχία του, κι αφού ευχήθηκε να δίδει πάντα ο Αρειμάνιος (θεότητα του Ζωροαστρισμού, της θρησκείας των αρχαίων Περσών) στους εχθρούς τέτοια μυαλά, ώστε να διώχνουν από κοντά τους τους αρίστους, λέγεται ότι θυσίασε στους θεούς και αμέσως στράφηκε στη διασκέδαση και από τη χαρά του τη νύχτα μέσα στον ύπνο του φώναξε τρεις φορές : «Κρατώ τον Θεμιστοκλή τον Αθηναίο».
29 Με το ξημέρωμα ο Ξέρξης κάλεσε τους φίλους του και παρουσίασε σ’ αυτούς το Θεμιστοκλή, που δεν περίμενε τίποτε το καλό, απ’ όσα έβλεπε στο παλάτι του, αφού, μόλις πληροφορήθηκαν το όνομα αυτού που είχαν μπροστά τους, έδειχναν τη δυσαρέσκειά τους και μιλούσαν άσχημα γι’ αυτόν. Ακόμη, ο χιλίαρχος Ρωξάνης, καθώς ο Θεμιστοκλής περνούσε από κοντά του, ενώ ο βασιλιάς ήταν καθισμένος στο θρόνο του και οι άλλοι ήταν σιωπηλοί, αναστέναξε άφοβα και είπε : «Ελληνικό φίδι παρδαλό, η τύχη του βασιλιά σε έφερε εδώ». Αλλά μόλις ο Θεμιστοκλής αντίκρισε το βασιλιά και τον ξαναπροσκύνησε, αφού ο βασιλιάς τον ασπάστηκε και τον προσφώνησε με φιλοφροσύνη, είπε ότι του οφείλουν ήδη διακόσια τάλαντα· γιατί, αφού παρουσιάστηκε μόνος του, δικαιούται να πάρει το ποσό με το οποίο είχε επικηρυχθεί ως αμοιβή για όποιον τον οδηγούσε μπροστά του· του υποσχόταν επίσης πολύ περισσότερα από αυτά και του έδιδε θάρρος και του επέτρεπε να λέει με παρρησία για τους Έλληνες ό,τι ήθελε. [...]
(Σημ.: Κατά την παράδοση, ο Θεμιστοκλής παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στην επικράτεια του Πέρση βασιλιά. Πέθανε το 459 π.Χ. στη Μαγνησία του Μαιάνδρου, περιοχή που του είχε παραχωρηθεί από τον ίδιο τον βασιλιά. Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως πέθανε από φυσικά αίτια. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη ο Θεμιστοκλής αυτοκτόνησε : κατά τον πρώτο, όταν ο Πέρσης βασιλιάς ζήτησε την βοήθεια του στην καταστολή της επανάστασης στην Αίγυπτο, την οποία στήριζαν έμπρακτα οι Αθηναίοι, κατά τον δεύτερο, όταν αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση του βασιλιά να ηγηθεί μιας νέας περσικής εκστρατείας εναντίον της Ελλάδας.)
Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι : Θεμιστοκλῆς 28 – 29
[Μτφρ. Γιώργου Αθ. Ράπτη : Πλούταρχος, Παράλληλοι βίοι (Θεμιστοκλής - Κάμιλλος), Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006]