Όρθιος εδώ και 2.500 χρόνια. Μάρτυρας και «προβολέας» του πλούτου και της πολιτικής δύναμης της κλασικής Αθήνας. Καμωμένος από το υλικό των μεγάλων αριστουργημάτων της αρχαιότητας, το παριανό μάρμαρο. Αρχείο με σπάνιες επιγραφές στους τοίχους του – από τιμητικά ψηφίσματα και ονόματα ενεχυροδανειστών που χρησιμοποίησαν το κτίριο σε μεταγενέστερες εποχές έως τις δύο πιο ενδιαφέρουσες και εκτενείς αρχαίες παρτιτούρες με ύμνους προς τον Απόλλωνα που έχουν βρεθεί έως τώρα.
Ο «Θησαυρός των Αθηναίων», στο Πανελλήνιο ιερό των Δελφών, δεν είναι ένα απλό θησαυροφυλάκιο της Αθήνας στο οποίο φυλάσσονταν τρόπαια από σημαντικές πολεμικές νίκες της πόλης και αφιερώματα στο ιερό, αλλά ένα μνημείο με έντονο πολιτικό χαρακτήρα που εξέφρασε την ηγεμονική πολιτική της αρχαίας Αθήνας. Δύο είναι οι πιθανές αιτίες για τη δημιουργία του 160 τ.μ. κτιρίου που εξωτερικά μοιάζει με μικρό ναό δωρικού ρυθμού.
Σύμφωνα με τη μία εκδοχή, το μνημείο εκφράζει την επικράτηση των δημοκρατικών στην Αθήνα και την εκδίωξη των τυράννων, ενώ σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία και την επιγραφή που σώζεται στην πρόσοψη της νότιας κρηπίδας, το μνημείο οικοδομήθηκε σε ανάμνηση της απόκρουσης του περσικού κινδύνου μετά τη μάχη στον Μαραθώνα το 490 π.Χ.
Όποια και να είναι η αιτία, γεγονός είναι ότι οι Αθηναίοι δεν έχασαν τον σεβασμό τους στο Μαντείο των Δελφών, το οποίο παραμονές των Περσικών πολέμων μοίραζε χρησμούς που απέτρεπαν τις ελληνικές πόλεις να αντισταθούν στον περσικό κίνδυνο. Και προσέφεραν στο ιερό – με σκοπό βεβαίως να μείνουν καταγεγραμμένες στην αιωνιότητα οι πράξεις τους – ένα από τα πιο εντυπωσιακά και σπουδαία κτίσματα του τεμένους που δεσπόζει στην Ιερά Οδό, αμέσως μετά την πρώτη προς Βορρά στροφή της, δίπλα στο βουλευτήριο της πόλης των Δελφών και απέναντι από τους θησαυρούς των Κνιδίων και των Συρακουσίων.
Πέρα όμως από το πολιτικό του μήνυμα, ο «Θησαυρός των Αθηναίων» είναι μοναδικός και για έναν άλλο λόγο. Στις μαρμάρινες πλάκες του νότιου τοίχου – που βλέπει προς την Ιερά Οδό – καταγράφηκαν δύο μοναδικά μουσικά κείμενα, δύο παιάνες αφιερωμένοι στον Απόλλωνα. Συνθέτες των δύο έργων ήταν ο αοιδός Αθηναίος και ο κιθαριστής Λιμένιος με την ευκαιρία της Πυθαΐδος (επίσημη αντιπροσωπεία που έστελνε η Αθήνα στους Δελφούς ως μεγάλη θρησκευτική πομπή προς τιμήν του Απόλλωνα) του 128 π.Χ. Ο ένας μάλιστα από τους δύο παιάνες βραβεύτηκε στους μουσικούς αγώνες που συνόδευαν τη γιορτή, ενώ ένας εκ των δύο παρουσιάστηκε από χορό 86 τραγουδιστών με τη συνοδεία αυλητών και κιθαριστών....
Η τύχη βοήθησε ώστε να διαβαστούν τα δύο μουσικά κείμενα. Η πραγματεία του μουσικογράφου Αλύπιου (3ος αι. μ.Χ.) εξηγεί τα συστήματα τονισμού που χρησιμοποιούνταν στις παρτιτούρες ως εκείνη την εποχή. Οι ύμνοι που έχουν χαραχθεί στους τοίχους του Θησαυρού των Αθηναίων χρησιμοποιούν δύο διαφορετικά συστήματα. Το ένα βασίζεται στα 24 γράμματα του αλφαβήτου και το άλλο σε πλάγια και ανεστραμμένα γράμματα....
Οι δύο παιάνες που ανακαλύφθηκαν στους Δελφούς (του Αθήναιου και του Λιμήνιου) αποτελούν ένα μοναδικό μνημείο για πολλούς λόγους: καταρχήν είναι πιθανώς τα καλύτερα από ποιητική άποψη υπάρχοντα κείμενα ύμνων που χαράχτηκαν πάνω σε πέτρα. Επιπλέον, χάρη σε συνοδευτικές επιγραφές, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε, πού και σε ποια γιορτή του Απόλλωνα εκτελέστηκαν. Πάνω απ’ όλα, όμως, περιλαμβάνουν πάνω από τα γράμματα του καθαυτό κειμένου μουσικά σημάδια, τα οποία μας επιτρέπουν να αποκαταστήσουμε ως ένα βαθμό τη μελωδία που τα συνόδευε.[2]
Ο τίτλος του πρώτου κειμένου (=παιάνας του Αθήναιου) είναι αποσπασματικά σωζόμενος, αλλά το ποίημα παρουσιάζει τέτοιες ομοιότητες με αυτό του Λιμήνιου, το οποίο φέρει τον τίτλο «παιάνας και προσόδιο», ώστε είναι πολύ πιθανό και το πόνημα του Αθήναιου να ήταν επίσης συνδυασμός παιάνος και προσοδίου. Και τα δύο έργα παραστάθηκαν από ένα χορό που αντιπροσώπευε την Αθήνα κατά τη γιορτή της Πυθαΐδος.[3] Ο παιάνας του Λιμήνιου εκτελέστηκε από επαγγελματίες χορευτές (τεχνίτες) κατά το έτος 128 π.Χ., ενώ ο παιάνας του Αθήναιου φαίνεται ότι ανήκει στο έτος 138 π.Χ.
Οι ομοιότητες ανάμεσα στα δύο ποιήματα μας αναγκάζουν να τα θεωρήσουμε ως παραλλαγές μιας βασικής παραδοσιακής δομής. Η δομή και η σύνθεσή τους είναι σχεδόν ταυτόσημη, αν και διαφέρουν στις λεπτομέρειες, το ίδιο και η μουσική και οι εκφράσεις.[4] Φαίνεται ότι αποτελούν δύο παραδείγματα ενός είδους αθηναϊκού «εθνικού» παιάνα που τραγουδήθηκαν σε δύο διαφορετικούς εορτασμούς της Πυθαΐδος. Οι συντάκτες τους φαίνεται ότι γνώριζαν τις απαιτήσεις της περίστασης της εορτής και συνέθεσαν παρόμοιους ύμνους που συνέδεαν τον Απόλλωνα με την Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα έδιναν έμφαση σε πράξεις του θεού που σχετίζονταν με το περιβάλλον των Δελφών. Ως εκ τούτου μπορούμε να υποθέσουμε ότι και ο αρχαιότερος παιάνας εκτελέστηκε επίσης από τους «τεχνίτες».
Ο συγγραφέας του παλαιότερου παιάνα κατά πάσα πιθανότητα ονομαζόταν Αθήναιος.[5] Στην επιγραφή που κατέγραφε τον παιάνα του 128 αναφέρεται κάποιος Αθήναιος Αθηναίου ως ένας από τους 39 χορευτές και ίσως να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Οι επιγραφές που κατέγραφαν τους δύο ύμνους φαίνεται να έγιναν από το ίδιο χέρι. Έτσι καθίσταται πιθανή η υπόθεση ότι με αφορμή την καταγραφή του παιάνα του 128 οι Αθηναίοι αποφάσισαν να καταγράψουν και τον παιάνα του 138. Και τα δύο κείμενα καταγράφτηκαν στο νότιο τοίχο του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, όπου ανακαλύφτηκαν από Γάλλους ανασκαφείς στα τέλη του 19ου αιώνα.
Από τους δύο παιάνες λείπει η τυπική μορφική ένδειξη που φανερώνει ότι είναι παιάνες, δηλ. το επίφθεγμα (ρεφρέν) ιέ παιάν. Από την άλλη υπάρχουν στοιχεία που φανερώνουν το γένος του ύμνου: 1) το παιωνικό μέτρο, 2) η έμφαση στον Απόλλωνα σε συνδυασμό με την Άρτεμη και τη Λητώ, 3) η αναφορά στις νίκες του θεού, η οποία είναι τυπική στους παιάνες.
Χάρη στο συνοδευτικό επιγραφικό υλικό είμαστε σε θέση να αναπαραστήσουμε τις συνθήκες παράστασης των ύμνων: τη σύνθεση και την εκτέλεσή τους ανέθεταν σε επαγγελματίες, οι οποίοι ονομάζονταν τεχνίτες του Διονύσου. Αυτοί φεύγοντας από την Αθήνα εκτελούσαν σε επίσημο εορταστικό κλίμα για πρώτη φορά τον παιάνα (στ. 14-7 του παιάνα του Λιμήνιου). Με την άφιξή τους στους Δελφούς παρουσιάζονταν στις αρχές της πόλης και όριζαν μαζί μια συγκεκριμένη μέρα τέλεσης της γιορτής. Κατά τη μέρα αυτή τελούσαν μια σεμνή πομπή επάνω στην Ιερά Οδό με κατεύθυνση το μαντείο, ενώ οι ντόπιοι παρακολουθούσαν το θέαμα. Η πομπή συνοδευόταν από τον παιάνα και το προσόδιο, οι οποίοι τελούνταν με τη συνοδεία αυλού και κιθάρας που συνόδευαν το τραγούδι.
Παιάνας και προσόδιο [6] προς τιμήν του θεού που συνέθεσε ο Αθήναιος:
[1] Το ποίημα είναι γραμμένο σε μέτρο παιωνικό ή κρητικό (`-υ`-) κατάλληλο για χορευτές. Από τον κρητικό προκύπτουν με ανάλυση του πρώτου ή τελευταίου μακρού ο πρώτος και ο τέταρτος παιών (`-υ`υυ / `υυυ`-). Στον παιάνα αυτόν, όπως και στον αμέσως επόμενο παιάνα που θα δούμε, του Λιμήνιου, παρουσιάζεται μια αξιοσημείωτη σύμπτωση ανάμεσα στο μέλος και τον τόνο των λέξεων: όποια συλλαβή παίρνει οξεία συνδέεται ως επί το πλείστον με οξύτερο μουσικό ήχο σε σχέση με την προηγούμενη ή επόμενη συλλαβή. Το μέλος του παιάνα έχει συντεθεί κατά κύριο λόγο κατά τη φρυγική αρμονία (φρυγιστί). Λείπουν όμως οποιεσδήποτε ενδείξεις ρυθμού.
Για τη φρυγική αρμονία οι αρχαίοι πίστευαν ότι προκαλούσε ενθουσιαστική διάθεση (Αριστοτ, Πολιτ. 1340b). H φρυγική αρμονία είχε ανάμεσα στις αρμονίες τη θέση που είχε ο αυλός ανάμεσα στα μουσικά όργανα: ήταν παθητική και οργιαστική. Κάθε είδους βακχεία ή άλλη μανική ή οργιαστική κατάσταση ή κίνηση τη συνοδεύει ο αυλός και η φρυγική αρμονία (Αριστοτ., ό.π. 1342b). Στη φρυγική αρμονία ταίριαζε περισσότερο το διατονικό μουσικό γένος (Αριστόξ. απ. 84), ένα σύστημα από τρία διαστήματα (ημιτόνιο, τόνος, τόνος) και τέσσερις φθόγγους.
[2] Για το πρώτο κείμενο έχει καταγραφεί στην επιγραφή η μελωδία των φωνητικών, ενώ για το δεύτερο η μουσική συνοδεία.
[3] Η γιορτή της Πυθαΐδος συνίστατο από μια αθηναϊκή θεωρία (=ιερή πρεσβεία) στους Δελφούς, σταλμένη για να τιμήσει τον Απόλλωνα. Καθιερώθηκε μετά τη μάχη των Πλαταιών, εν μέρει με σκοπό να φέρει στην Αθήνα καινούργια φωτιά από τους Δελφούς, αφού οι αθηναϊκές είχαν μολυνθεί από την περσική εισβολή. Εντούτοις το γεγονός αυτό δεν αναφέρεται σε κανέναν από τους δύο ύμνους. Αντίθετα γίνεται και στους δύο μνεία της νίκης επί των Γαλατών εισβολέων στη Φωκίδα το 279/8 π.Χ., ένα γεγονός εγγύτερο χρονικά στην παράσταση των ύμνων και προφανώς θεωρούμενο ανάλογης σημασίας με τη νίκη εναντίον των Περσών. Οι γιορτές της Πυθαΐδος τελούνταν σε άτακτα χρονικά διαστήματα, ανάλογα με το αν παρατηρούνταν κεραυνοί πάνω στην Πάρνηθα (στο μέρος που ονομαζόταν Άρμα) από κάποιους ειδικούς αξιωματούχους, οι οποίοι ονομάζονταν Πυθαϊσταί και στέκονταν πλάι στην εσχάρα του Διός Αστραπαίου συγκεκριμένες μέρες του χρόνου (τρεις μέρες και τρεις νύχτες για τρεις συγκεκριμένους μήνες). Βλ. Στράβων 9, 2, 11. Την εποχή του Ευριπίδη (Ίων 283-5) φαίνεται ότι παρατηρούσαν για κεραυνούς τη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης.
Υπάρχουν καταγραφές για τις αθηναϊκές αποστολές κατά τον 4ο αιώνα, μετά όμως μεσολαβεί ένα κενό ως τις επιγραφές του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, οι οποίες αφορούν τα έτη 138, 128, 106 και 98 π.Χ.
[4] Κυριότερες ομοιότητες: επίκληση στις Μούσες, άφιξη του Απόλλωνος στους Δελφούς, η αναφορά στον Παρνασσό, η αναφορά στους Αθηναίους τραγουδιστές, η εξόντωση από τον Απόλλωνα του δράκοντα Πύθωνα, η νίκη επί των Γαλατών σε χειμερινά συμφραζόμενα.
[5] Η γραφή ΑΘΗΝΑΙΟΣ της επιγραφής θα μπορούσε, ωστόσο, να είναι και δηλωτική εθνικότητας (=Αθηναίος)
[6] Άσμα που το έψελναν με ρυθμικές κινήσεις και συνοδεία αυλού κατά την προσέγγιση μιας πομπής στο ναό ή το βωμό του θεού.
[7] Ενν. οι Ελικωνιάδες Μούσες, κόρες του Δία (βλ. και Ησίοδος, Θεογ. 1). Ο Ελικών, τόπος αφιερωμένος στις Μούσες, εκτείνεται μεταξύ του Παρνασσού και του Κιθαιρώνα.
[8] Ο Φοίβος, ως γιος του Δία και της Λητούς, ήταν ετεροθαλής αδερφός των Μουσών.
[9] Η δίδυμη κορυφή των Δελφών (=Φαιδριάδες, δηλ. «λαμπροί βράχοι») αποτελεί παραδοσιακό μοτίβο στην ποίηση (βλ. π.χ. Ευρ., Ίων 1126-7, Βάκ. 307 / Σοφ., Αντ. 1126 κ.α.).
[10] Ο Πίνδαρος, Παιάν. 2, 96-102 και 6, 15-8 SM, αναφέρει ότι ένας χορός γυναικών γιορτάζει την άφιξη του Απόλλωνα στους Δελφούς. Πβ. τον ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα 445-6, Ευρ., Ίων 551. Υπήρχε κατά πάσα πιθανότητα μια ομάδα γυναικών στους Δελφούς (= Δελφίδες κόρες), οι οποίες ήταν υπεύθυνες για την τέλεση μιας ποικιλίας παραδοσιακών τελετών στους Δελφούς, όπως οι Δηλιάδες στη Δήλο.
[11] Δηλ. η φωτιά.
[12] Θυμιάματα προερχόμενα από την Αραβία. Πβ. Ηρόδ. 3, 107.
[13] Δηλ. στον Παρνασσό.
[14] Ενν. ο Πύθωνας που φύλαγε τους Δελφούς.
[15] Στα 280 π.Χ. στίφη Γαλατών, ενός Κελτικού φύλου, με επικεφαλής το Βρέννο, εισέβαλαν στη Θράκη και κατόπιν στην υπόλοιπη Ελλάδα νικώντας μάλιστα και το μακεδονικό στρατό σε μάχη το 279 π.Χ. Σ' εκείνη τη μάχη σκοτώθηκε και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος Κεραυνός. Οι Γαλάτες επιχείρησαν να λεηλατήσουν τους Δελφούς, νικήθηκαν όμως από τους ενωμένους Έλληνες της κεντρικής Ελλάδας και αποχώρησαν στα βόρεια. Σε ανάμνηση αυτής της νίκης καθιερώθηκαν να γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια τα Σωτήρια στους Δελφούς. Με τον καιρό η νίκη κατά των Γαλατών χαιρετίστηκε ως νίκη των Ελλήνων κατά των βαρβάρων γενικά και αποδόθηκε στη θαυματουργή επέμβαση του Απόλλωνα.
[16] Το υπόλοιπο κείμενο του παιάνα είναι εξαιρετικά κατεστραμμένο. Σε γενικές γραμμές ο παιάνας φαίνεται να έχει την ακόλουθη δομή: 1) Επίκληση προς τις Ελικωνιάδες Μούσες να ψάλλουν τον Απόλλωνα. 2) Αναφορά στην αθηναϊκή αποστολή και τις περιστάσεις του ύμνου. 3) Έπαινος του Απόλλωνα (μαντικές δυνάμεις, Πύθων, Γαλάτες). 4) Αποστροφή προς τον Απόλλωνα, προφανώς με σκοπό να ζητηθεί κάτι απ’ αυτόν. Το μέρος αυτό είναι κατεστραμμένο, αλλά οι μετρικές ενδείξεις των λέξεων που σώζονται υποδεικνύουν ότι ακολουθούσε ένα προσόδιο.
Ο Αριστόνοος, άγνωστος από αλλού, είναι ο δημιουργός δύο ύμνων που βρέθηκαν στις ανασκαφές του 1903 στην περιοχή του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς. Ο Αριστόνοος ανήκει χρονολογικά στο 3ο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. Τιμήθηκε από τις αρχές των Δελφών, ο ίδιος και οι απόγονοί του, με το δικαίωμα να έχει προτεραιότητα στη σειρά, κάθε φορά που θα ήθελε να συμβουλευτεί το μαντείο. Το δικαίωμα αυτό το κέρδισε δίκαια, χάρη στους ύμνους που συνέθεσε για τους θεούς, όπως αναφέρει μια δελφική επιγραφή.[1] Από τους ύμνους αυτούς σώζονται ένας παιάνας προς τιμήν του Απόλλωνος και ένας ύμνος στην Εστία.
Ο παιάνας προς τιμήν του Απόλλωνος φαίνεται ότι συντέθηκε με αφορμή τη δελφική γιορτή των Θεοξενίων. Το ποίημα ξεκινά με μια επίκληση στο θεό, ακολουθεί η περιγραφή της δύναμής του, ορισμένα μυθικά περιστατικά που συνδέονται με τον Απόλλωνα (άφιξη στα Τέμπη, στους Δελφούς, τα δώρα που λαμβάνει από τους άλλους θεούς) και λήγει με παράκληση για παροχή ευημερίας και ασφάλειας προς τους προσευχόμενους. Το περιεχόμενο του ύμνου παρουσιάζει ομοιότητες με τα λόγια της Πυθίας στους εναρκτήριους στίχους των Ευμενίδων του Αισχύλου.
Ο Αριστόνοος Νικοσθένους Κορίνθιος συνέθεσε τον ύμνο για τον Πύθιο Απόλλωνα:
[1] Collitz, GDI II, 1899, no 2721.
[2] Τιτάνας, γιος του Ουρανού και της Γαίας, πατέρας της Λητούς.
[3] Ο Απόλλωνας εκφέρει τους χρησμούς του μέσω της Πυθίας κατά τη θέληση του Δία.
[4] Ο Απόλλωνας εξαγνίστηκε για το φόνο του Πύθωνα, του μυθικού δράκοντα που φύλαγε το μαντείο των Δελφών, όταν εκείνο ανήκε ακόμη στη Γαία και τη Θέμιδα. Ο Αριστόνοος παραλείπει την άμεση αναφορά στο φόνο του Πύθωνα, προφανώς από πρόθεση να εξαγνίσει το μύθο. Στους Δελφούς υπήρχε ειδική γιορτή που τιμούσε τον εξαγνισμό του Απόλλωνα στα Τέμπη, τα λεγόμενα Σεπτήρια ή Στεπτήρια: κάθε οχτώ χρόνια μια ομάδα εκλεκτών παιδιών ξεκινούσε από τους Δελφούς και πήγαινε στα Τέμπη. Εκεί έκαναν λαμπρή θυσία και έφτιαχναν στεφάνια από το ίδιο δέντρο δάφνης που είχε χρησιμοποιήσει και ο Απόλλωνας. Κατόπιν επέστρεφαν στους Δελφούς, όπου τα στεφάνια φυλάσσονταν για τους νικητές των Πυθίων. Βλ. Αιλ., Ποικ. ιστ. 3, 1.
[5] Σε άλλες παραλλαγές του μύθου ο Απόλλωνας καταλαμβάνει τους Δελφούς χωρίς τη θέληση των προηγούμενων κυριάρχων του μαντείου.
[6] Ο ποιητής υπαινίσσεται το ιερό της Αθηνάς Προναίας στους Δελφούς που βρισκόταν πριν από το ναό του Απόλλωνα για κάποιον, ο οποίος κατευθυνόταν προς αυτόν από την ανατολική είσοδο του ιερού χώρου (Προναία < προ + ναός). Η λατρεία της Προναίας Αθήνας στους Δελφούς χρονολογείται από τον 8ο αιώνα π.Χ., αλλά ο ναός της ανακατασκευάστηκε κατά τον 4ο αιώνα.
[7] Η χάρη που χρωστά ο Απόλλων στην Αθηνά είναι ο εξαγνισμός του στα Τέμπη μετά το φόνο του Πύθωνα.
[8] Ο Ποσειδώνας θεωρούνταν ότι κατείχε στους Δελφούς την πηγή του Πλειστού, ενώ ο Παυσανίας (10, 24, 4) μνημονεύει και βωμό του Ποσειδώνος στο ναό του Απόλλωνος.
[9] Σπήλαιο στον Παρνασσό, από τη νύμφη Κωρυκία, με την οποία ο Απόλλων απέκτησε γιο, τον Λυκωρέα. Σήμερα λέγεται και Σαρανταύλι.
[10] Η εικόνα του θεού που πλένεται στα νερά της Κασταλίας αντανακλά το πλύσιμο του αγάλματος του θεού από τους ιερείς των Δελφών.
Βιβλιογραφία:
Ο «Θησαυρός των Αθηναίων», στο Πανελλήνιο ιερό των Δελφών, δεν είναι ένα απλό θησαυροφυλάκιο της Αθήνας στο οποίο φυλάσσονταν τρόπαια από σημαντικές πολεμικές νίκες της πόλης και αφιερώματα στο ιερό, αλλά ένα μνημείο με έντονο πολιτικό χαρακτήρα που εξέφρασε την ηγεμονική πολιτική της αρχαίας Αθήνας. Δύο είναι οι πιθανές αιτίες για τη δημιουργία του 160 τ.μ. κτιρίου που εξωτερικά μοιάζει με μικρό ναό δωρικού ρυθμού.
Σύμφωνα με τη μία εκδοχή, το μνημείο εκφράζει την επικράτηση των δημοκρατικών στην Αθήνα και την εκδίωξη των τυράννων, ενώ σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία και την επιγραφή που σώζεται στην πρόσοψη της νότιας κρηπίδας, το μνημείο οικοδομήθηκε σε ανάμνηση της απόκρουσης του περσικού κινδύνου μετά τη μάχη στον Μαραθώνα το 490 π.Χ.
Όποια και να είναι η αιτία, γεγονός είναι ότι οι Αθηναίοι δεν έχασαν τον σεβασμό τους στο Μαντείο των Δελφών, το οποίο παραμονές των Περσικών πολέμων μοίραζε χρησμούς που απέτρεπαν τις ελληνικές πόλεις να αντισταθούν στον περσικό κίνδυνο. Και προσέφεραν στο ιερό – με σκοπό βεβαίως να μείνουν καταγεγραμμένες στην αιωνιότητα οι πράξεις τους – ένα από τα πιο εντυπωσιακά και σπουδαία κτίσματα του τεμένους που δεσπόζει στην Ιερά Οδό, αμέσως μετά την πρώτη προς Βορρά στροφή της, δίπλα στο βουλευτήριο της πόλης των Δελφών και απέναντι από τους θησαυρούς των Κνιδίων και των Συρακουσίων.
Πέρα όμως από το πολιτικό του μήνυμα, ο «Θησαυρός των Αθηναίων» είναι μοναδικός και για έναν άλλο λόγο. Στις μαρμάρινες πλάκες του νότιου τοίχου – που βλέπει προς την Ιερά Οδό – καταγράφηκαν δύο μοναδικά μουσικά κείμενα, δύο παιάνες αφιερωμένοι στον Απόλλωνα. Συνθέτες των δύο έργων ήταν ο αοιδός Αθηναίος και ο κιθαριστής Λιμένιος με την ευκαιρία της Πυθαΐδος (επίσημη αντιπροσωπεία που έστελνε η Αθήνα στους Δελφούς ως μεγάλη θρησκευτική πομπή προς τιμήν του Απόλλωνα) του 128 π.Χ. Ο ένας μάλιστα από τους δύο παιάνες βραβεύτηκε στους μουσικούς αγώνες που συνόδευαν τη γιορτή, ενώ ένας εκ των δύο παρουσιάστηκε από χορό 86 τραγουδιστών με τη συνοδεία αυλητών και κιθαριστών....
Η τύχη βοήθησε ώστε να διαβαστούν τα δύο μουσικά κείμενα. Η πραγματεία του μουσικογράφου Αλύπιου (3ος αι. μ.Χ.) εξηγεί τα συστήματα τονισμού που χρησιμοποιούνταν στις παρτιτούρες ως εκείνη την εποχή. Οι ύμνοι που έχουν χαραχθεί στους τοίχους του Θησαυρού των Αθηναίων χρησιμοποιούν δύο διαφορετικά συστήματα. Το ένα βασίζεται στα 24 γράμματα του αλφαβήτου και το άλλο σε πλάγια και ανεστραμμένα γράμματα....
Αθήναιος Παιάνας και προσόδιο στον Απόλλωνα [1]
Οι δύο παιάνες που ανακαλύφθηκαν στους Δελφούς (του Αθήναιου και του Λιμήνιου) αποτελούν ένα μοναδικό μνημείο για πολλούς λόγους: καταρχήν είναι πιθανώς τα καλύτερα από ποιητική άποψη υπάρχοντα κείμενα ύμνων που χαράχτηκαν πάνω σε πέτρα. Επιπλέον, χάρη σε συνοδευτικές επιγραφές, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε, πού και σε ποια γιορτή του Απόλλωνα εκτελέστηκαν. Πάνω απ’ όλα, όμως, περιλαμβάνουν πάνω από τα γράμματα του καθαυτό κειμένου μουσικά σημάδια, τα οποία μας επιτρέπουν να αποκαταστήσουμε ως ένα βαθμό τη μελωδία που τα συνόδευε.[2]
Ο τίτλος του πρώτου κειμένου (=παιάνας του Αθήναιου) είναι αποσπασματικά σωζόμενος, αλλά το ποίημα παρουσιάζει τέτοιες ομοιότητες με αυτό του Λιμήνιου, το οποίο φέρει τον τίτλο «παιάνας και προσόδιο», ώστε είναι πολύ πιθανό και το πόνημα του Αθήναιου να ήταν επίσης συνδυασμός παιάνος και προσοδίου. Και τα δύο έργα παραστάθηκαν από ένα χορό που αντιπροσώπευε την Αθήνα κατά τη γιορτή της Πυθαΐδος.[3] Ο παιάνας του Λιμήνιου εκτελέστηκε από επαγγελματίες χορευτές (τεχνίτες) κατά το έτος 128 π.Χ., ενώ ο παιάνας του Αθήναιου φαίνεται ότι ανήκει στο έτος 138 π.Χ.
Οι ομοιότητες ανάμεσα στα δύο ποιήματα μας αναγκάζουν να τα θεωρήσουμε ως παραλλαγές μιας βασικής παραδοσιακής δομής. Η δομή και η σύνθεσή τους είναι σχεδόν ταυτόσημη, αν και διαφέρουν στις λεπτομέρειες, το ίδιο και η μουσική και οι εκφράσεις.[4] Φαίνεται ότι αποτελούν δύο παραδείγματα ενός είδους αθηναϊκού «εθνικού» παιάνα που τραγουδήθηκαν σε δύο διαφορετικούς εορτασμούς της Πυθαΐδος. Οι συντάκτες τους φαίνεται ότι γνώριζαν τις απαιτήσεις της περίστασης της εορτής και συνέθεσαν παρόμοιους ύμνους που συνέδεαν τον Απόλλωνα με την Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα έδιναν έμφαση σε πράξεις του θεού που σχετίζονταν με το περιβάλλον των Δελφών. Ως εκ τούτου μπορούμε να υποθέσουμε ότι και ο αρχαιότερος παιάνας εκτελέστηκε επίσης από τους «τεχνίτες».
Ο συγγραφέας του παλαιότερου παιάνα κατά πάσα πιθανότητα ονομαζόταν Αθήναιος.[5] Στην επιγραφή που κατέγραφε τον παιάνα του 128 αναφέρεται κάποιος Αθήναιος Αθηναίου ως ένας από τους 39 χορευτές και ίσως να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Οι επιγραφές που κατέγραφαν τους δύο ύμνους φαίνεται να έγιναν από το ίδιο χέρι. Έτσι καθίσταται πιθανή η υπόθεση ότι με αφορμή την καταγραφή του παιάνα του 128 οι Αθηναίοι αποφάσισαν να καταγράψουν και τον παιάνα του 138. Και τα δύο κείμενα καταγράφτηκαν στο νότιο τοίχο του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, όπου ανακαλύφτηκαν από Γάλλους ανασκαφείς στα τέλη του 19ου αιώνα.
Από τους δύο παιάνες λείπει η τυπική μορφική ένδειξη που φανερώνει ότι είναι παιάνες, δηλ. το επίφθεγμα (ρεφρέν) ιέ παιάν. Από την άλλη υπάρχουν στοιχεία που φανερώνουν το γένος του ύμνου: 1) το παιωνικό μέτρο, 2) η έμφαση στον Απόλλωνα σε συνδυασμό με την Άρτεμη και τη Λητώ, 3) η αναφορά στις νίκες του θεού, η οποία είναι τυπική στους παιάνες.
Χάρη στο συνοδευτικό επιγραφικό υλικό είμαστε σε θέση να αναπαραστήσουμε τις συνθήκες παράστασης των ύμνων: τη σύνθεση και την εκτέλεσή τους ανέθεταν σε επαγγελματίες, οι οποίοι ονομάζονταν τεχνίτες του Διονύσου. Αυτοί φεύγοντας από την Αθήνα εκτελούσαν σε επίσημο εορταστικό κλίμα για πρώτη φορά τον παιάνα (στ. 14-7 του παιάνα του Λιμήνιου). Με την άφιξή τους στους Δελφούς παρουσιάζονταν στις αρχές της πόλης και όριζαν μαζί μια συγκεκριμένη μέρα τέλεσης της γιορτής. Κατά τη μέρα αυτή τελούσαν μια σεμνή πομπή επάνω στην Ιερά Οδό με κατεύθυνση το μαντείο, ενώ οι ντόπιοι παρακολουθούσαν το θέαμα. Η πομπή συνοδευόταν από τον παιάνα και το προσόδιο, οι οποίοι τελούνταν με τη συνοδεία αυλού και κιθάρας που συνόδευαν το τραγούδι.
Παιάνας και προσόδιο [6] προς τιμήν του θεού που συνέθεσε ο Αθήναιος:
Ακούστε εσείς με τα όμορφα χέρια κόρες του βαρύβροντου Δία [7]που σας έλαχε ο βαθύδεντρος Ελικών, και ελάτε,στο Φοίβο με τη χρυσή κόμη άσμα να ψάλετε τον ομοαίματό σας. [8]Αυτός στο δικόρυφο θρόνο του, [9] στο βράχο αυτό του Παρνασσού, με τις ξακουστές μαζί των Δελφών τις γυναίκες [10] τα νάματα επισκέπτεται της Κασταλίας με τα ωραία νερά,στων Δελφών τα υψώματα, στη μαντική του έδρα συχνάζει.Ιδού, η ξακουστή, πόλη μεγάλη, η Αθήνα χάρη στις προσευχές της προς την πάνοπληΑθηνά κατοικεί έδαφος άθραυστο. Και στους άγιους βωμούςο Ήφαιστος [11] τους μηρούς καίει νεαρών ταύρων. Και μαζί του ανεβαίνει απλώνοντας ο αράβικος καπνός [12] προς τον Όλυμπο.Καθαρά ηχεί ο αυλός, σε μελωδίες ποικίλεςπαίζει τραγούδι. Κι η χρυσή κιθάραμε τους ύμνους μας ψέλνει μαζί σε ήχο γλυκό.Κι όλος των μουσικών ο εσμός που τους έλαχε πατρίδα η Αθήνα εσένα, τον ξακουστό στην κιθάρα γιο του μεγάλου Δία,υμνούμε πλάι σε τούτο το βουνό που το χιόνι την κορφή του σκεπάζει, [13]κι εσύ ο θεός αθάνατους χρησμούς αλάθητους σε όλους τους θνητούς φανερώνεις.Ψάλλουμε πώς το μαντικό τρίποδα πήρες, που τον φύλαγε φίδι εχθρικό,τότε που με τα βέλη σου τρύπησες το ευκίνητο σώμα του, το όλο ελιγμούς, ώσπου το θηρίο απανωτάάχαρα σφυρίγματα έβγαλε και ξεψύχησε. [14]Έτσι κι ο στρατός των Γαλατών ο βάρβαρος, που τούτη τη γηανόσια διέσχισε, χάθηκε απ’ τα υγρά του χιονιού βόλια. [15]Όμως εμπρός, το γόνο (της Λητώς), βλαστάρι φιλόμαχο (ας ψάλλουμε)...[16]
[1] Το ποίημα είναι γραμμένο σε μέτρο παιωνικό ή κρητικό (`-υ`-) κατάλληλο για χορευτές. Από τον κρητικό προκύπτουν με ανάλυση του πρώτου ή τελευταίου μακρού ο πρώτος και ο τέταρτος παιών (`-υ`υυ / `υυυ`-). Στον παιάνα αυτόν, όπως και στον αμέσως επόμενο παιάνα που θα δούμε, του Λιμήνιου, παρουσιάζεται μια αξιοσημείωτη σύμπτωση ανάμεσα στο μέλος και τον τόνο των λέξεων: όποια συλλαβή παίρνει οξεία συνδέεται ως επί το πλείστον με οξύτερο μουσικό ήχο σε σχέση με την προηγούμενη ή επόμενη συλλαβή. Το μέλος του παιάνα έχει συντεθεί κατά κύριο λόγο κατά τη φρυγική αρμονία (φρυγιστί). Λείπουν όμως οποιεσδήποτε ενδείξεις ρυθμού.
Για τη φρυγική αρμονία οι αρχαίοι πίστευαν ότι προκαλούσε ενθουσιαστική διάθεση (Αριστοτ, Πολιτ. 1340b). H φρυγική αρμονία είχε ανάμεσα στις αρμονίες τη θέση που είχε ο αυλός ανάμεσα στα μουσικά όργανα: ήταν παθητική και οργιαστική. Κάθε είδους βακχεία ή άλλη μανική ή οργιαστική κατάσταση ή κίνηση τη συνοδεύει ο αυλός και η φρυγική αρμονία (Αριστοτ., ό.π. 1342b). Στη φρυγική αρμονία ταίριαζε περισσότερο το διατονικό μουσικό γένος (Αριστόξ. απ. 84), ένα σύστημα από τρία διαστήματα (ημιτόνιο, τόνος, τόνος) και τέσσερις φθόγγους.
[2] Για το πρώτο κείμενο έχει καταγραφεί στην επιγραφή η μελωδία των φωνητικών, ενώ για το δεύτερο η μουσική συνοδεία.
[3] Η γιορτή της Πυθαΐδος συνίστατο από μια αθηναϊκή θεωρία (=ιερή πρεσβεία) στους Δελφούς, σταλμένη για να τιμήσει τον Απόλλωνα. Καθιερώθηκε μετά τη μάχη των Πλαταιών, εν μέρει με σκοπό να φέρει στην Αθήνα καινούργια φωτιά από τους Δελφούς, αφού οι αθηναϊκές είχαν μολυνθεί από την περσική εισβολή. Εντούτοις το γεγονός αυτό δεν αναφέρεται σε κανέναν από τους δύο ύμνους. Αντίθετα γίνεται και στους δύο μνεία της νίκης επί των Γαλατών εισβολέων στη Φωκίδα το 279/8 π.Χ., ένα γεγονός εγγύτερο χρονικά στην παράσταση των ύμνων και προφανώς θεωρούμενο ανάλογης σημασίας με τη νίκη εναντίον των Περσών. Οι γιορτές της Πυθαΐδος τελούνταν σε άτακτα χρονικά διαστήματα, ανάλογα με το αν παρατηρούνταν κεραυνοί πάνω στην Πάρνηθα (στο μέρος που ονομαζόταν Άρμα) από κάποιους ειδικούς αξιωματούχους, οι οποίοι ονομάζονταν Πυθαϊσταί και στέκονταν πλάι στην εσχάρα του Διός Αστραπαίου συγκεκριμένες μέρες του χρόνου (τρεις μέρες και τρεις νύχτες για τρεις συγκεκριμένους μήνες). Βλ. Στράβων 9, 2, 11. Την εποχή του Ευριπίδη (Ίων 283-5) φαίνεται ότι παρατηρούσαν για κεραυνούς τη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης.
Υπάρχουν καταγραφές για τις αθηναϊκές αποστολές κατά τον 4ο αιώνα, μετά όμως μεσολαβεί ένα κενό ως τις επιγραφές του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, οι οποίες αφορούν τα έτη 138, 128, 106 και 98 π.Χ.
[4] Κυριότερες ομοιότητες: επίκληση στις Μούσες, άφιξη του Απόλλωνος στους Δελφούς, η αναφορά στον Παρνασσό, η αναφορά στους Αθηναίους τραγουδιστές, η εξόντωση από τον Απόλλωνα του δράκοντα Πύθωνα, η νίκη επί των Γαλατών σε χειμερινά συμφραζόμενα.
[5] Η γραφή ΑΘΗΝΑΙΟΣ της επιγραφής θα μπορούσε, ωστόσο, να είναι και δηλωτική εθνικότητας (=Αθηναίος)
[6] Άσμα που το έψελναν με ρυθμικές κινήσεις και συνοδεία αυλού κατά την προσέγγιση μιας πομπής στο ναό ή το βωμό του θεού.
[7] Ενν. οι Ελικωνιάδες Μούσες, κόρες του Δία (βλ. και Ησίοδος, Θεογ. 1). Ο Ελικών, τόπος αφιερωμένος στις Μούσες, εκτείνεται μεταξύ του Παρνασσού και του Κιθαιρώνα.
[8] Ο Φοίβος, ως γιος του Δία και της Λητούς, ήταν ετεροθαλής αδερφός των Μουσών.
[9] Η δίδυμη κορυφή των Δελφών (=Φαιδριάδες, δηλ. «λαμπροί βράχοι») αποτελεί παραδοσιακό μοτίβο στην ποίηση (βλ. π.χ. Ευρ., Ίων 1126-7, Βάκ. 307 / Σοφ., Αντ. 1126 κ.α.).
[10] Ο Πίνδαρος, Παιάν. 2, 96-102 και 6, 15-8 SM, αναφέρει ότι ένας χορός γυναικών γιορτάζει την άφιξη του Απόλλωνα στους Δελφούς. Πβ. τον ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα 445-6, Ευρ., Ίων 551. Υπήρχε κατά πάσα πιθανότητα μια ομάδα γυναικών στους Δελφούς (= Δελφίδες κόρες), οι οποίες ήταν υπεύθυνες για την τέλεση μιας ποικιλίας παραδοσιακών τελετών στους Δελφούς, όπως οι Δηλιάδες στη Δήλο.
[11] Δηλ. η φωτιά.
[12] Θυμιάματα προερχόμενα από την Αραβία. Πβ. Ηρόδ. 3, 107.
[13] Δηλ. στον Παρνασσό.
[14] Ενν. ο Πύθωνας που φύλαγε τους Δελφούς.
[15] Στα 280 π.Χ. στίφη Γαλατών, ενός Κελτικού φύλου, με επικεφαλής το Βρέννο, εισέβαλαν στη Θράκη και κατόπιν στην υπόλοιπη Ελλάδα νικώντας μάλιστα και το μακεδονικό στρατό σε μάχη το 279 π.Χ. Σ' εκείνη τη μάχη σκοτώθηκε και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος Κεραυνός. Οι Γαλάτες επιχείρησαν να λεηλατήσουν τους Δελφούς, νικήθηκαν όμως από τους ενωμένους Έλληνες της κεντρικής Ελλάδας και αποχώρησαν στα βόρεια. Σε ανάμνηση αυτής της νίκης καθιερώθηκαν να γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια τα Σωτήρια στους Δελφούς. Με τον καιρό η νίκη κατά των Γαλατών χαιρετίστηκε ως νίκη των Ελλήνων κατά των βαρβάρων γενικά και αποδόθηκε στη θαυματουργή επέμβαση του Απόλλωνα.
[16] Το υπόλοιπο κείμενο του παιάνα είναι εξαιρετικά κατεστραμμένο. Σε γενικές γραμμές ο παιάνας φαίνεται να έχει την ακόλουθη δομή: 1) Επίκληση προς τις Ελικωνιάδες Μούσες να ψάλλουν τον Απόλλωνα. 2) Αναφορά στην αθηναϊκή αποστολή και τις περιστάσεις του ύμνου. 3) Έπαινος του Απόλλωνα (μαντικές δυνάμεις, Πύθων, Γαλάτες). 4) Αποστροφή προς τον Απόλλωνα, προφανώς με σκοπό να ζητηθεί κάτι απ’ αυτόν. Το μέρος αυτό είναι κατεστραμμένο, αλλά οι μετρικές ενδείξεις των λέξεων που σώζονται υποδεικνύουν ότι ακολουθούσε ένα προσόδιο.
Δελφικός Παιάνας στον Απόλλωνα (του Αριστονόου)
Ο Αριστόνοος, άγνωστος από αλλού, είναι ο δημιουργός δύο ύμνων που βρέθηκαν στις ανασκαφές του 1903 στην περιοχή του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς. Ο Αριστόνοος ανήκει χρονολογικά στο 3ο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. Τιμήθηκε από τις αρχές των Δελφών, ο ίδιος και οι απόγονοί του, με το δικαίωμα να έχει προτεραιότητα στη σειρά, κάθε φορά που θα ήθελε να συμβουλευτεί το μαντείο. Το δικαίωμα αυτό το κέρδισε δίκαια, χάρη στους ύμνους που συνέθεσε για τους θεούς, όπως αναφέρει μια δελφική επιγραφή.[1] Από τους ύμνους αυτούς σώζονται ένας παιάνας προς τιμήν του Απόλλωνος και ένας ύμνος στην Εστία.
Ο παιάνας προς τιμήν του Απόλλωνος φαίνεται ότι συντέθηκε με αφορμή τη δελφική γιορτή των Θεοξενίων. Το ποίημα ξεκινά με μια επίκληση στο θεό, ακολουθεί η περιγραφή της δύναμής του, ορισμένα μυθικά περιστατικά που συνδέονται με τον Απόλλωνα (άφιξη στα Τέμπη, στους Δελφούς, τα δώρα που λαμβάνει από τους άλλους θεούς) και λήγει με παράκληση για παροχή ευημερίας και ασφάλειας προς τους προσευχόμενους. Το περιεχόμενο του ύμνου παρουσιάζει ομοιότητες με τα λόγια της Πυθίας στους εναρκτήριους στίχους των Ευμενίδων του Αισχύλου.
Ο Αριστόνοος Νικοσθένους Κορίνθιος συνέθεσε τον ύμνο για τον Πύθιο Απόλλωνα:
Στον πύθιο, ιερόκτιστοσυ που κατοικείς δελφικό βράχο,την παντοτινή μαντική σου έδρα,ιή, ιέ Παιάν,Απόλλων, της κόρης του Κοίου[2]Λητώς σεμνή χαράμε τη βούληση του Δία,[3] του ύψιστουτων μακαρίων θεών, ώ ιέ Παιάν.
Όπου απ' τον τρίποδά σου,δώρο θεόκτητο, δάφνη που την έκοψαν χλωρήσείοντας, με τη μαντική τέχνηασχολείσαι, ιή ιέ Παιάν,απ' το φρικώδες άδυτο,με την ιερή σε χρησμούς των μελλόντωναπόφανση και φωνές της καλόηχηςλύρας, ώ ιέ Παιάν.
Στα Τέμπη εξαγνίστηκες,[4]με τη θέληση του υπέροχου Δία,κι η Παλλάδα σ' έστειλεστους Δελφούς, ιή ιέ Παιάν,όπου πείθοντας την ανθοτρόφο Γηκαι τη Θέμη, θεά με ωραίες πλεξούδες,πάντα με ωραίο λιβάνι γεμάτη έδρακατέχεις,[5] ώ ιέ Παιάν.
Γι' αυτό την Αθηνά μπροστά απ’ το ναό σουστο άγιο μαντείο σου έχεις[6]τιμώντας την με αθάνατηανταπόδοση, ιή ιέ Παιάν,ευγνώμων στην αιώνια μνήμη σουγια την παλιά χάρη που σου έκανε τότε,[7]τις ύψιστες της παρέχειςτιμές, ώ ιέ Παιάν.
Με δώρα σε τιμούν οι θεοί οι αθάνατοι,ο Ποσειδώνας στο αγνό του ιερό,[8]οι Νύμφες στο Κωρύκιοάντρο, [9] ιή ιέ Παιάν,ο Διόνυσος στις πομπές των πυρσών ανά τρία χρόνια,η σεβαστή Άρτεμη τη γη σουμε τα καλογυμνασμένα σκυλιά τηςφυλάγοντας, ώ ιέ Παιάν.
Όμως, εσύ που στα φαράγγια του Παρνασσού,στα νάματα της Κασταλίαςτα καλόδροσα το σώμα σουαπαλό το κάνεις,[10] ιή ιέ Παιάν,αφού χαρείς με τους ύμνους μας,πλούτο έντιμο να δίνειςπάντοτε, σωτήριος να στέκειςστο πλάι μας, ώ ιέ Παιάν.
[1] Collitz, GDI II, 1899, no 2721.
[2] Τιτάνας, γιος του Ουρανού και της Γαίας, πατέρας της Λητούς.
[3] Ο Απόλλωνας εκφέρει τους χρησμούς του μέσω της Πυθίας κατά τη θέληση του Δία.
[4] Ο Απόλλωνας εξαγνίστηκε για το φόνο του Πύθωνα, του μυθικού δράκοντα που φύλαγε το μαντείο των Δελφών, όταν εκείνο ανήκε ακόμη στη Γαία και τη Θέμιδα. Ο Αριστόνοος παραλείπει την άμεση αναφορά στο φόνο του Πύθωνα, προφανώς από πρόθεση να εξαγνίσει το μύθο. Στους Δελφούς υπήρχε ειδική γιορτή που τιμούσε τον εξαγνισμό του Απόλλωνα στα Τέμπη, τα λεγόμενα Σεπτήρια ή Στεπτήρια: κάθε οχτώ χρόνια μια ομάδα εκλεκτών παιδιών ξεκινούσε από τους Δελφούς και πήγαινε στα Τέμπη. Εκεί έκαναν λαμπρή θυσία και έφτιαχναν στεφάνια από το ίδιο δέντρο δάφνης που είχε χρησιμοποιήσει και ο Απόλλωνας. Κατόπιν επέστρεφαν στους Δελφούς, όπου τα στεφάνια φυλάσσονταν για τους νικητές των Πυθίων. Βλ. Αιλ., Ποικ. ιστ. 3, 1.
[5] Σε άλλες παραλλαγές του μύθου ο Απόλλωνας καταλαμβάνει τους Δελφούς χωρίς τη θέληση των προηγούμενων κυριάρχων του μαντείου.
[6] Ο ποιητής υπαινίσσεται το ιερό της Αθηνάς Προναίας στους Δελφούς που βρισκόταν πριν από το ναό του Απόλλωνα για κάποιον, ο οποίος κατευθυνόταν προς αυτόν από την ανατολική είσοδο του ιερού χώρου (Προναία < προ + ναός). Η λατρεία της Προναίας Αθήνας στους Δελφούς χρονολογείται από τον 8ο αιώνα π.Χ., αλλά ο ναός της ανακατασκευάστηκε κατά τον 4ο αιώνα.
[7] Η χάρη που χρωστά ο Απόλλων στην Αθηνά είναι ο εξαγνισμός του στα Τέμπη μετά το φόνο του Πύθωνα.
[8] Ο Ποσειδώνας θεωρούνταν ότι κατείχε στους Δελφούς την πηγή του Πλειστού, ενώ ο Παυσανίας (10, 24, 4) μνημονεύει και βωμό του Ποσειδώνος στο ναό του Απόλλωνος.
[9] Σπήλαιο στον Παρνασσό, από τη νύμφη Κωρυκία, με την οποία ο Απόλλων απέκτησε γιο, τον Λυκωρέα. Σήμερα λέγεται και Σαρανταύλι.
[10] Η εικόνα του θεού που πλένεται στα νερά της Κασταλίας αντανακλά το πλύσιμο του αγάλματος του θεού από τους ιερείς των Δελφών.
Βιβλιογραφία: