Το 2010 η αρχαιολόγος Γεωργία Φλούδα ταξίδεψε στην Αυστρία αναζητώντας ίχνη για τη δράση της Βέρμαχτ και τις έρευνές της για αρχαιότητες στην κατεχόμενη Κρήτη.
Εκεί συνάντησε την Γκερλίντε Σέργκεντορφερ, χήρα αξιωματικού και αρχαιολόγου των κατοχικών δυνάμεων. Προσδοκούσε ότι θα έβρισκε το ανασκαφικό ημερολόγιο του άντρα της, αλλά εκείνη της παραχώρησε ένα σπάνιο φωτογραφικό άλμπουμ με 66 ασπρόμαυρες εικόνες. Με αυτές θα μπορούσε να ανασυνθέσει ένα κομμάτι μιας ταραγμένης εποχής.
Οι φωτογραφίες αποτύπωναν τα βήματα του Αυστριακού αρχαιολόγου Αουγκουστ Σέργκεντορφερ στο ελληνικό νησί. Λίγο καιρό πριν από τη δική του εμφάνιση στην Κρήτη είχε προηγηθεί η «απαγωγή» δεκάδων αρχαιοτήτων από τον στρατηγό Γιούλιους Ρίνγκελ.
Η έρευνα της κ. Φλούδα, προϊσταμένης του Τμήματος Προϊστορικών και Μινωικών Αρχαιοτήτων του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, έρχεται στο προσκήνιο καθώς αυτές τις μέρες πραγματοποιείται η έκθεση «Κρητικές Αρχαιότητες στον δρόμο της επιστροφής». Συνολικά 34 αρχαία έργα που φυγαδεύτηκαν παράνομα από την Κνωσό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επαναπατρίστηκαν θα εκτίθενται για τους επόμενους δύο μήνες στο Μουσείο Ηρακλείου. Τα 26 από αυτά τα αντικείμενα επεστράφησαν τον περασμένο Νοέμβριο με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου του Γκρατς.
Όπως παρατηρεί η κ. Φλούδα, δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός των αρχαιοτήτων που πήρε κρυφά από την Κρήτη με στρατιωτικό αεροπλάνο ο Ρίνγκελ. Πέρα από τα μικρότερα αντικείμενα που αφαίρεσε από το Στρωματογραφικό Μουσείο και την αποθήκη της Βίλας Αριάδνης στην Κνωσό, η μανία του επεκτάθηκε και σε πιο ογκώδη έργα. Μέρος της λείας του ήταν ένα ακέφαλο ελληνιστικό άγαλμα που πριονίστηκε στα δύο, κεφαλή ανδρικού αγάλματος, τμήμα λάρνακας με ανάγλυφες παραστάσεις, τμήμα λίθινης ταφικής πλάκας με παράσταση ανδρός και μινωικό λίθινο αγγείο από στεατίτη.
Τον περασμένο Νοέμβριο με αφορμή τον επαναπατρισμό αντικειμένων που είχε υφαρπάξει ο Ρίνγκελ, η «Κ» είχε παρουσιάσει τις προσπάθειες που κατέβαλε ο τότε έφορος αρχαιοτήτων στην Κρήτη, Νικόλαος Πλάτων, για την επιστροφή των αρχαιοτήτων. Ένας λόγος που ίσως εξηγεί τη συστηματική αρπαγή αρχαιοτήτων από τον Αυστριακό στρατηγό μπορεί να ήταν και η ματαιοδοξία του. Όπως κατέγραψε και η κ. Φλούδα στην έρευνά της, το 1941 ο Ρίνγκελ είχε συναντηθεί με τον καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, Άρνολντ Σόμπερ. Αργότερα θα του δώριζε κλεμμένα αντικείμενα για τη δημιουργία «Κρητικής Συλλογής».
Στην έρευνα της κ. Φλούδα παρατίθεται απόσπασμα επιστολής του Σόμπερ, ο οποίος σχολίαζε την προοπτική συνεργασίας με τον Ρίνγκελ. «Το ινστιτούτο μου δεν έχει κανένα όστρακο από την Κρήτη και φυσικά δεν ήθελα να αφήσω αυτή την ευνοϊκή ευκαιρία να περάσει», γράφει.
Υπό αυτές τις συγκυρίες εμφανίζεται στην κατεχόμενη Κρήτη ο αξιωματικός και αρχαιολόγος Αουγκουστ Σέργκεντορφερ, ο οποίος κατείχε θέση επιστημονικού βοηθού στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς. Από τις 27 Οκτωβρίου μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 1941 αναλαμβάνει, μαζί με τον αρχαιολόγο Ουλφ Γιάντζεν και τη βοήθεια Ελλήνων αιχμαλώτων, να συνεχίσει την παράνομη ανασκαφή που είχε προστάξει ο Ρίνγκελ σε τμήμα ρωμαϊκής οικίας πίσω από το Μικρό Ανάκτορο της Κνωσού. Ο Σέργκεντορφερ κατείχε πλέον την ιδιότητα του υπολοχαγού και επίσημου αξιωματικού της «Kunstschutz» («Υπηρεσίας Προστασίας Αρχαιοτήτων» που είχαν ιδρύσει οι κατοχικές δυνάμεις).
Μελετώντας τις δεκάδες φωτογραφίες του άλμπουμ του, η κ. Φλούδα τεκμηρίωσε το οδοιπορικό του Σέργκεντορφερ στην Κρήτη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Αυστριακός συμμετείχε σε αυτοψίες στους νομούς Ηρακλείου, Λασιθίου και Χανίων και διενήργησε ανασκαφές σε δύο θέσεις στο Απεσωκάρι Μεσαράς. Πάντως, σε αντίθεση με τον Ρίνγκελ, η κ. Φλούδα διαπίστωσε από αδημοσίευτες αναφορές του Νικολάου Πλάτωνος ότι ο Σέργκεντορφερ παρέδιδε στους Ελληνες τα αρχαία. Αυτά τα ευρήματα μελετά η κ. Φλούδα από το 2009, καθώς αποτελούν τμήμα συλλογής του Μουσείου Ηρακλείου.
Πέρα από τα φωτογραφικά ντοκουμέντα η αρχαιολόγος επισκέφτηκε το χωριό αναζητώντας μαρτυρίες. «Το σπίτι που είχε επιτάξει ο αρχαιολόγος βρίσκεται ακόμη εκεί, στη νότια άκρη του χωριού», λέει στην «Κ». Όπως αναφέρει στη σχετική μελέτη που δημοσίευσε σε βρετανικό επιστημονικό περιοδικό, σε μία από τις φωτογραφίες του άλμπουμ –πιθανότατα σε σκηνοθετημένες στιγμές– φαίνεται η οικογένεια του σπιτιού μαζί με τους στρατιώτες της Βέρμαχτ.
Κατά την κ. Φλούδα, η ανασκαφή στο Απεσωκάρι μπορεί να έγινε και ως προκάλυμμα για άλλους σκοπούς. Στη νότια ακτογραμμή του νησιού οι Γερμανοί είχαν στήσει φυλάκια σε περίπτωση που αποβιβάζονταν Βρετανοί με σκοπό να βοηθήσουν την ελληνική αντίσταση. Ένα από αυτά τα φυλάκια γειτνίαζε με την ανασκαφή.
Εξετάζοντας προσεκτικά καθεμία από τις 20 σελίδες του φωτογραφικού άλμπουμ, η ερευνήτρια αντιλήφθηκε ότι ήταν επαναχρησιμοποιημένες, καθώς σε κάποια σημεία υπήρχαν σημειώσεις με λευκό μελάνι που παρέπεμπαν σε χρονολογίες προγενέστερες του 1941. Ο κάτοχός του πάντως μετά τον πόλεμο το κουβαλούσε πάντοτε μαζί του.
Πηγή
Εκεί συνάντησε την Γκερλίντε Σέργκεντορφερ, χήρα αξιωματικού και αρχαιολόγου των κατοχικών δυνάμεων. Προσδοκούσε ότι θα έβρισκε το ανασκαφικό ημερολόγιο του άντρα της, αλλά εκείνη της παραχώρησε ένα σπάνιο φωτογραφικό άλμπουμ με 66 ασπρόμαυρες εικόνες. Με αυτές θα μπορούσε να ανασυνθέσει ένα κομμάτι μιας ταραγμένης εποχής.
Οι φωτογραφίες αποτύπωναν τα βήματα του Αυστριακού αρχαιολόγου Αουγκουστ Σέργκεντορφερ στο ελληνικό νησί. Λίγο καιρό πριν από τη δική του εμφάνιση στην Κρήτη είχε προηγηθεί η «απαγωγή» δεκάδων αρχαιοτήτων από τον στρατηγό Γιούλιους Ρίνγκελ.
Η έρευνα της κ. Φλούδα, προϊσταμένης του Τμήματος Προϊστορικών και Μινωικών Αρχαιοτήτων του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, έρχεται στο προσκήνιο καθώς αυτές τις μέρες πραγματοποιείται η έκθεση «Κρητικές Αρχαιότητες στον δρόμο της επιστροφής». Συνολικά 34 αρχαία έργα που φυγαδεύτηκαν παράνομα από την Κνωσό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επαναπατρίστηκαν θα εκτίθενται για τους επόμενους δύο μήνες στο Μουσείο Ηρακλείου. Τα 26 από αυτά τα αντικείμενα επεστράφησαν τον περασμένο Νοέμβριο με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου του Γκρατς.
Όπως παρατηρεί η κ. Φλούδα, δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός των αρχαιοτήτων που πήρε κρυφά από την Κρήτη με στρατιωτικό αεροπλάνο ο Ρίνγκελ. Πέρα από τα μικρότερα αντικείμενα που αφαίρεσε από το Στρωματογραφικό Μουσείο και την αποθήκη της Βίλας Αριάδνης στην Κνωσό, η μανία του επεκτάθηκε και σε πιο ογκώδη έργα. Μέρος της λείας του ήταν ένα ακέφαλο ελληνιστικό άγαλμα που πριονίστηκε στα δύο, κεφαλή ανδρικού αγάλματος, τμήμα λάρνακας με ανάγλυφες παραστάσεις, τμήμα λίθινης ταφικής πλάκας με παράσταση ανδρός και μινωικό λίθινο αγγείο από στεατίτη.
Τον περασμένο Νοέμβριο με αφορμή τον επαναπατρισμό αντικειμένων που είχε υφαρπάξει ο Ρίνγκελ, η «Κ» είχε παρουσιάσει τις προσπάθειες που κατέβαλε ο τότε έφορος αρχαιοτήτων στην Κρήτη, Νικόλαος Πλάτων, για την επιστροφή των αρχαιοτήτων. Ένας λόγος που ίσως εξηγεί τη συστηματική αρπαγή αρχαιοτήτων από τον Αυστριακό στρατηγό μπορεί να ήταν και η ματαιοδοξία του. Όπως κατέγραψε και η κ. Φλούδα στην έρευνά της, το 1941 ο Ρίνγκελ είχε συναντηθεί με τον καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, Άρνολντ Σόμπερ. Αργότερα θα του δώριζε κλεμμένα αντικείμενα για τη δημιουργία «Κρητικής Συλλογής».
Στην έρευνα της κ. Φλούδα παρατίθεται απόσπασμα επιστολής του Σόμπερ, ο οποίος σχολίαζε την προοπτική συνεργασίας με τον Ρίνγκελ. «Το ινστιτούτο μου δεν έχει κανένα όστρακο από την Κρήτη και φυσικά δεν ήθελα να αφήσω αυτή την ευνοϊκή ευκαιρία να περάσει», γράφει.
Υπό αυτές τις συγκυρίες εμφανίζεται στην κατεχόμενη Κρήτη ο αξιωματικός και αρχαιολόγος Αουγκουστ Σέργκεντορφερ, ο οποίος κατείχε θέση επιστημονικού βοηθού στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς. Από τις 27 Οκτωβρίου μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 1941 αναλαμβάνει, μαζί με τον αρχαιολόγο Ουλφ Γιάντζεν και τη βοήθεια Ελλήνων αιχμαλώτων, να συνεχίσει την παράνομη ανασκαφή που είχε προστάξει ο Ρίνγκελ σε τμήμα ρωμαϊκής οικίας πίσω από το Μικρό Ανάκτορο της Κνωσού. Ο Σέργκεντορφερ κατείχε πλέον την ιδιότητα του υπολοχαγού και επίσημου αξιωματικού της «Kunstschutz» («Υπηρεσίας Προστασίας Αρχαιοτήτων» που είχαν ιδρύσει οι κατοχικές δυνάμεις).
Μελετώντας τις δεκάδες φωτογραφίες του άλμπουμ του, η κ. Φλούδα τεκμηρίωσε το οδοιπορικό του Σέργκεντορφερ στην Κρήτη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Αυστριακός συμμετείχε σε αυτοψίες στους νομούς Ηρακλείου, Λασιθίου και Χανίων και διενήργησε ανασκαφές σε δύο θέσεις στο Απεσωκάρι Μεσαράς. Πάντως, σε αντίθεση με τον Ρίνγκελ, η κ. Φλούδα διαπίστωσε από αδημοσίευτες αναφορές του Νικολάου Πλάτωνος ότι ο Σέργκεντορφερ παρέδιδε στους Ελληνες τα αρχαία. Αυτά τα ευρήματα μελετά η κ. Φλούδα από το 2009, καθώς αποτελούν τμήμα συλλογής του Μουσείου Ηρακλείου.
Στο Απεσωκάρι
Πέρα από τα φωτογραφικά ντοκουμέντα η αρχαιολόγος επισκέφτηκε το χωριό αναζητώντας μαρτυρίες. «Το σπίτι που είχε επιτάξει ο αρχαιολόγος βρίσκεται ακόμη εκεί, στη νότια άκρη του χωριού», λέει στην «Κ». Όπως αναφέρει στη σχετική μελέτη που δημοσίευσε σε βρετανικό επιστημονικό περιοδικό, σε μία από τις φωτογραφίες του άλμπουμ –πιθανότατα σε σκηνοθετημένες στιγμές– φαίνεται η οικογένεια του σπιτιού μαζί με τους στρατιώτες της Βέρμαχτ.
Κατά την κ. Φλούδα, η ανασκαφή στο Απεσωκάρι μπορεί να έγινε και ως προκάλυμμα για άλλους σκοπούς. Στη νότια ακτογραμμή του νησιού οι Γερμανοί είχαν στήσει φυλάκια σε περίπτωση που αποβιβάζονταν Βρετανοί με σκοπό να βοηθήσουν την ελληνική αντίσταση. Ένα από αυτά τα φυλάκια γειτνίαζε με την ανασκαφή.
Εξετάζοντας προσεκτικά καθεμία από τις 20 σελίδες του φωτογραφικού άλμπουμ, η ερευνήτρια αντιλήφθηκε ότι ήταν επαναχρησιμοποιημένες, καθώς σε κάποια σημεία υπήρχαν σημειώσεις με λευκό μελάνι που παρέπεμπαν σε χρονολογίες προγενέστερες του 1941. Ο κάτοχός του πάντως μετά τον πόλεμο το κουβαλούσε πάντοτε μαζί του.
Πηγή