Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Το αδιαπέραστο στην ραδιενέργεια τσιμέντο των Αρχαίων Ελλήνων

 Όπως έχει αποκαλύψει ο καθηγητής Ευστάθιος Ευσταθιάδης Χημικός Μηχανικός Ε.Μ.Π., απόφοιτος έτους 1945, τ. Επιμελητής Ε.Μ.Π., Επίτιμος Γενικός Διευθυντής Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν μπετόν εδώ και 3.000 χρόνια πιο ανθεκτικό από το Αμερικάνικο Portland.

Και σύμφωνα με ανακοίνωση της Martha Goodway, φυσικοχημικού, μεταλλουργού και αρχαιολόγου (Smithsonian) το 1992 σε συνέδριο στην Βοστώνη, το κονίαμα της κατασκευής των επιχρίσεων των δεξαμενών του Λαυρίου είναι αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια (προφανώς λόγω και της παρουσίας του μολύβδου, το οποίο είναι μέταλλο με ιδιότητες προστασίας από τις επιβλαβείς ακτίνες).

Συνέστησε μάλιστα την χρήση του υλικού αυτού ως μέσο επιχρίσεως των δεξαμενών αποθήκευσης πυρηνικών αποβλήτων..!

Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν Φτιάξει Τσιμέντο Αδιαπέραστο από την Ραδιενέργεια!
Η συμπεριφορά του αρχαίου ελληνικού τσιμέντου κατά την πήξη μοιάζει με εκείνη του γνωστού βιομηχανικού τσιμέντου Portland.

Οι προσεκτικές ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις του εξειδικευμένου χημικού μηχανικού Ευστ. Ευσταθιάδη (1978) επί του αρχαίου σκυροδέματος της δεξαμενής της Καμείρου, αποκάλυψαν τα παρακάτω ουσιώδη χαρακτηριστικά :

• Προσεκτική αναλογία και άριστη κοκκομετρική διαβάθμιση των αδρανών υλικών (τύπων άμμου και χαλίκων). Χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον δύο, πιθανώτερα δε τρία, διαφορετικά (τόσο ως προς την κοκκομετρική όσο και ως προς την ορυκτολογική τους σύσταση) αδρανή υλικά και συγκεκριμένα :
α) Πυριτικά αδρανή υλικά
β) Κοκκώδη ασβεστολιθικά υλικά καιγ) Λεπτόκοκκα ασβεστολιθικά υλικά,σε τέτοια μεταξύ τους αναλογία ώστε η τελική του μίγματος αυτού κοκκομετρική διαβάθμιση και καμπύλη να προσεγγίζει πάρα πολύ την σχετικά πρόσφατα (1907) από τον Αμερικανό Fuller δοθείσα (και από τους σύγχρονους Μηχανικούς γνωστή) μαθηματική έκφραση της άριστης κοκκομετρικής διαβαθμίσεως.

• Χρήση, ύστερα από προσεκτική επιλογή για λήψη, κόκκων κανονικού γεωμετρικού σχήματος (κυβοειδούς και όχι πλατυσμένης μορφής). Η απουσία φυσικών (αλλά επιβλαβών για την πρόσφυση) προσμίξεων (π.χ. αργιλικές ή ιλυώδεις επικαλύψεις των κόκκων) υποδηλώνει την προσεκτική απομάκρυνση των προσμίξεων με πλύσιμο πριν από την χρήση των υλικών.

• Ακρίβεια στην αναλογία του περιεχομένου λεπτού κονιάματος, το οποίο περιλαμβάνει τον ασβέστη, την φυσική ηφαίστεια γη και την λεπτή άμμο μεγέθους έως 2 χιλιοστά.

• Αξιοσημείωτη κατανομή του τσιμεντοκονιάματος στην όλη μάζα του μπετόν. Η πρόσφυση του κονιάματος που χρησιμοποιήθηκε είναι ιδιαίτερα ισχυρή στην επιφάνεια των κόκκων των αδρανών υλικών ακόμη και σήμερα, με αποτέλεσμα τον δυσχερέστατο διαχωρισμό του ακόμη και με την χρήση σύγχρονων χαλύβδινων κοπτικών οργάνων.

• Ταυτόχρονος και αρμονικός συνδυασμός στεγανότητας, υψηλής μηχανικής αντοχής και συνεχούς μάζας χωρίς ρηγματώσεις, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κατακόρυφων επιφανειών (π.χ. πλευρικών τοιχωμάτων δεξαμενών), οι οποίες διαστρώθηκαν μέσα σε ξυλότυπο. Αλλά και η ορθή αναλογία του νερού που χρησιμοποιήθηκε για την ανάμιξη του μπετόν είχε μεγάλη σημασία. Λιγότερο ή περισσότερο νερό στο μίγμα θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στο αρμονικό δέσιμο των υλικών και στο “εργάσιμο” του μπετον

Σε ότι αφορά τις μηχανικές αντοχές του αρχαίου ελληνικού τσιμέντου, σειρά δοκιμών του κ. Ευσταθιάδη έδειξαν ότι η τάση θραύσεως σε θλίψη ανέρχεται σε 135 χιλιοστόγραμμα ανά τετραγωνικό εκατοστό, κατατάσσοντάς το στην κατηγορία στεγανού μπετόν τύπου Β 120 (Ευσταθιάδης 1978).

Η έρευνα στις Η.Π.Α. έδωσε εφαρμογές συνδυασμού αρχαίου μπετόν και σημερινού Portland. Κατασκευάστηκε φράγμα στην UTAH το 1987, που αποτελείτο από 40% Portland και 60% κονία, υποπροϊόν καύσης άμορφης πυριτιούχας μάζας που είναι χημικά ίδια με την ηφαίστεια γη (υποπροϊόν εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος).

Το ενυδατωμένο Portland απέδιδε την συνιστώσα των υδραυλικών ενώσεων του ασβεστίου που περιεχόταν στις χημικές ενώσεις του αρχαίου μπετόν. Υπάρχουν δύο πρότυπα ASTM για την πρόσμειξη τεχνητής ηφαιστειακής κονίας στο μπετόν (C-618 και C-311). Η συνήθης αναλογία είναι τουλάχιστον 25% αντικατάσταση τεχνητού τσιμέντου με fly-ash από την καύση γαιανθράκων σε εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν Φτιάξει Τσιμέντο Αδιαπέραστο από την Ραδιενέργεια!
Ο αρχαιολογικός χώρος της Τούμπας Θεσσαλονίκης, γνωστός από το 1895, εκτείνεται σε ένα υψίπεδο στα ανατολικά της πόλης. 

Περιλαμβάνει τον κωνικό λοφίσκο με επάλληλες οικοδομικές φάσεις της Εποχής του Χαλκού (αρχές 2ης χιλιετίας – 1.100 π.Χ.), της Εποχής του Σιδήρου (1.100 – 800 π.Χ.) και ιστορικών χρόνων (800 π.Χ. και μετά), την τραπεζιόσχημη έκταση γύρω από το λοφίσκο με υπολείμματα του οικισμού από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, τα αρχαϊκά (800 – 480 π.Χ.), τα κλασικά (480 – 323 π.Χ.) και τα πρώιμα ελληνιστικά (323 – 300 π.χ.) χρόνια, διάσπαρτες μεμονωμένες εγκαταστάσεις σε ακτίνα πεντακοσίων μέτρων από τον οικισμό και το εκτεταμένο νεκροταφείο του.
Μελετήθηκαν δείγματα κονιαμάτων της φάσεως της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1.200 – 1.100 π.Χ.) : Ωμόπλινθοι, συνδετικό κονίαμα και πηλοκονία επιχρίσματος, τα οποία ελήφθησαν από εσωτερικούς και εξωτερικούς τοίχους κατοικιών και από αναλημματικούς τοίχους.

Από την συνδυασμένη ανάλυση κοκκομετρίας, χημικής σύστασης, μικροσκοπικής εξέτασης και προσδιορισμού μηχανικής αντοχής, προέκυψαν τα ακόλουθα αποτελέσματα :

• Στα πλιθιά, το ποσοστό του CaO κυμαίνεται από 6 – 12% (SiO2 : 46 – 55%, Al2O3 : 12 – 14%) ενώ στα συνδετικά πηλοκονιάματα είναι σταθερά 15 – 17% και στα επιχρίσματα 24%. Σε πλίνθο αναλημματικού νότιου τοίχου, η περιεκτικότητα σε CaO βρέθηκε 21%.• Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφοροποίηση των πηλών ως προς την λεπτότητα (το 65 – 85% του υλικού διέρχεται από οπή νεροκόσκινου, διαμέτρου 0,04 χιλιοστόμετρων.

• Οι αντοχές των πηλοκονιαμάτων κυμαίνονται από 5 – 7 χιλιόγραμμα ανά τετραγωνικό εκατοστό.• Υπάρχουν στα πλιθιά εγκλείσματα (κεραμικά υλικά, κοχύλια), ίνες ξύλου, κόκκοι κάρβουνου, βότσαλα, συσσωματώματα ασβεστίτη, ριζίδια και άλατα.

Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν Φτιάξει Τσιμέντο Αδιαπέραστο από την Ραδιενέργεια!

“”Από την υδατοδεξαμενή της πόλης της αρχαίας Καμείρου της νήσου ΡόδουΜΑΪΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2004ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 

Το περιεχόμενο της εργασίας αφορά και στοχεύει ουσιαστικά στην ανάδειξη- παρουσίαση και υπογράμμιση της υψηλής στάθμης της εξειδικευμένης «αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας υλικών κατασκευών».

Η εξειδικευμένη «αρχαία ελληνική τεχνολογία υλικών κατασκευών» ξεκινά από τους αρχαίους Έλληνες μηχανικούς της αρχαϊκής και κλασσικής περιόδου, με την παγκοσμίως πρωτοποριακή παραγωγή ελληνικού δυαδικού υδραυλικού τσιμέντου και μπετόν και συνεχίζοντας την εξελικτική πορεία της ανά τους αιώνες, φθάνει κληρονομούμενη από γενεάς εις γενεά, στους Έλληνες μηχανικούς της Βυζαντινής περιόδου.Αυτοί, όπως οι πρόγονοί τους συμβάλλουν υποδειγματικά, συνεισφέροντας νέες ανάλογες επινοήσεις στον τομέα αυτό, με την παραγωγή δυαδικού υδραυλικού κεραμοκονιάματος (κουρασάνι) και κεραμομπετόν για υποθερμαινόμενα δάπεδα (υπόκαυστα) κ.λπ.

Τα αξιόλογα αυτά πρωτότυπα θέματα που ανήκουν στην ιστορία της ελληνικής τεχνολογίας, υπήρξαν αντικείμενα εργαστηριακών και ερευνητικών μου τεχνολογιών κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ακαδημαϊκής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας μου αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όπως:

Η άγνωστη, διεθνώς μέχρι το 1978, γενομένη αποκάλυψή μου, της μεθοδολογίας- Τεχνολογίας, που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες μηχανικούς της αρχαϊκής και κλασσικής αρχαιότητας για την παραγωγή «ελληνικού τσιμέντου» σε «δυαδική μορφή», παραγόμενο όμως με άλλη εντελώς διαφορετική τεχνολογία, προσαρμοσμένη στα τότε τεχνολογικά δεδομένα και τις τότε ανάγκες.

Σήμερα, η τεχνολογία, αντιθέτως, χρησιμοποιεί βαριές ογκώδεις εγκαταστάσεις, μη αναγκαίες εκείνη την εποχή, προσαρμοσμένη στα διεθνή τεχνολογικά δεδομένα και στις σημερινές πολύ μεγάλες ποσοτικές κυρίως ανάγκες και ταχύτητες προωθήσεως για περαίωση των έργων.

Τα ίχνη της αρχαίας αυτής ελληνικής γνώσης είναι ορατά, παρά το πέρασμα των χιλιετιών, σε μια πληθώρα κατασκευών οι οποίες χρονολογούνται τουλάχιστον από την 2η χιλιετία π.Χ.

Η Δεξαμενή νερού της Καμείρου Ρόδου.
Οι δεξαμενές των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων του Λαυρίου Αττικής.
Δεξαμενή και λουτήρες στην Αίγινα Αττικής.Δεξαμενές στην Περαχώρα Κορινθίας.
Υδραυλικές εγκαταστάσεις στην Γερόνησο Κύπρου.
Το Υπέρθυρο του “Θησαυρού του Ατρέως” στις Μυκήνες.
Οι υπόγειες στοές των Μινύων στον Πειραιά.
Ιπποδάμεια υδραυλικά έργα στον Πειραιά.
Η γέφυρα του Ιλισσού των Αθηνών.
Τα τείχη των αρχαίων Αθηνών.
Δεξαμενές βρόχινου νερού των Αθηνών.
Η προμνησίκλεια υδατοδεξαμενή στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Ασβεστοκονιάματα στην Στοά του Αττάλου Β’ των Αθηνών.Υδατοδεξαμενή στις Οινιάδες Ακαρνανίας.
Υδατοδεξαμενές στην Όλυνθο Χαλκιδικής.Υδατοδεξαμενή στην Πάλαιρο Ακαρνανίας.
Υδατοδεξαμενές στο πυραμιδοειδές του Κεφαλαριού Αργολίδος.
Υδατοδεξαμενές στο πυραμιδοειδές του Λυγουριού Αργολίδος.
Συνδετικά κονιάματα στην κλιμακωτή πυραμίδα του Αμφείου Θηβών.
Ελληνιστική δεξαμενή στο Κούριον Κύπρου.
Κονιάματα από τον προϊστορικό οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης.
Υδραυλικά κονιάματα σε λουτρό της Περγάμου.

Σε ότι αφορά τις μηχανικές αντοχές του αρχαίου ελληνικού τσιμέντου, σειρά δοκιμών του κ. Ευσταθιάδη έδειξαν ότι η τάση θραύσεως σε θλίψη ανέρχεται σε 135 χιλιοστόγραμμα ανά τετραγωνικό εκατοστό, κατατάσσοντάς το στην κατηγορία στεγανού μπετόν τύπου Β 120


(Ευσταθιάδης 1978).