«Διαβολή» κατά το επικρατέστερο, συκοφαντία. Στην αρχαιότητα συχνότατη και αρκετά διαδεδομένη πράξη που αποσκοπούσε πολλές φορές στη χειραγώγηση του όχλου και στο διασυρμό ή την καταστροφή του αντιπάλου ή του ανταγωνιστή.
Στην Αθήνα του 4ου και 5ου πΧ αιώνα η συκοφαντία έλαβε μεγάλες διαστάσεις ως επακόλουθο μιας πολυτάραχης περιόδου. Αρκετά συχνά οι συκοφάντες ενεργούσαν κατ΄ εντολήν άλλων και εφόσον απέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα εισέπρατταν από εκείνους το ανάλογο χρηματικό αντίτιμο.
Συκοφαντία με την κατηγορία της υπεξαίρεσης χρυσού απαγγέλθηκε εκείνη την εποχή κατά του αρχιτέκτονα και γλύπτη Φειδία. Η κατηγορία που στόχο είχε να βλάψει περισσότερο τον Περικλή, με τον οποίο ο Φειδίας διατηρούσε προσωπική φιλία, και όχι τον ίδιο τον καλλιτέχνη, έληξε αισίως χάριν της προνοητικότητας του Φειδία ο οποίος είχε φροντίσει ώστε τα κομμάτια του χρυσού, με τον οποίο φιλοτέχνησε το άγαλμα της Αθηνάς για το ναό του Παρθενώνα, να είναι αποσπώμενα. Έτσι όταν ο χρυσός αφαιρέθηκε από το άγαλμα και ζυγίστηκε, απαλλάχθηκε των κατηγοριών.
Θύμα συκοφαντίας υπήρξε κάποτε και ο περίφημος ζωγράφος της Ελληνιστικής περιόδου Απελλής, ο οποίος κατηγορήθηκε από κάποιον ομότεχνό του, τον Αντίφιλο, πως συνωμότησε στο πλευρό του Υπάρχου της Τύρου Θεοδότα εναντίον του βασιλιά της Αιγύπτου και ευεργέτη του, Πτολεμαίου του Α΄. Η περιπέτεια του Απελλή έληξε γρήγορα καθώς αποδείχθηκε πως δεν είχε επισκεφτεί ποτέ του την Τύρο.
Απ΄ ότι φαίνεται όμως τον στιγμάτισε τόσο που θέλησε να αποτυπώσει την οδύνη του ζωγραφίζοντας ένα πολυσύνθετο έργο με τίτλο «Διαβολή». Ο πίνακας δυστυχώς δε διασώθηκε. Αιώνες αργότερα όμως ο Σάντρο Μποτιτσέλλι εμπνευσμένος από τις λεπτομερείς περιγραφές του έργου του Απελλή που ο Λουκιανός ανέφερε στην πραγματεία του, «Περὶ τοῦ μὴ ῥᾳδίως πιστεύειν διαβολῆ», κατάφερε να τον αναπαραγάγει και να αποδώσει με μεγάλη παραστατικότητα το δράμα του αρχαίου ζωγράφου μεταφέροντάς το στην εποχή του.
Ο πίνακας με τίτλο, «De calumnia» (η Συκοφαντία), που αναδύει έντονα τα αναγεννησιακά στοιχεία, φιλοτεχνήθηκε κατά τα έτη 1494 – 1495 και εκτίθεται στο Μουσείο Ουφίτσι της Φλωρεντίας.
Στη σκηνή που διαδραματίζεται εντύπωση προκαλεί η μορφή της Μετάνοιας που ως γριά μαυροφορεμένη κοιτά με φόβο την (γυμνή) Αλήθεια χωρίς να παρεμβαίνει στα τεκταινόμενα. Στο κέντρο της σκηνής, με ύφος ανυποχώρητο εικονίζεται η Διαβολή, ελκυστική και πυρφόρος, να δέχεται τις περιποιήσεις της Μοχθηρίας και της Απάτης. Η Διαβολή σύρει με βία από τα μαλλιά το θύμα της το οποίο με τα χέρια σε στάση ικεσίας επικαλείται την ουράνια δικαιοσύνη που δείχνει η Αλήθεια.
Μια δεύτερη αντρική μορφή σκαιά και λιπόσαρκη που αναπαριστά τον Φθόνο, κρατά από τον καρπό τη Διαβολή και την οδηγεί προς τον βασιλιά (κριτή), ο οποίος τείνει το χέρι του προς το μέρος της. Τον βασιλιά περιβάλλουν με θωπεία δύο άλλες γυναίκες με σκουρόχρωμους μανδύες που ψιθυρίζουν στα ζωόμορφα και υπερμεγέθη αυτιά του. (υπαινικτική αναφορά στη μωρία και την ευπιστία) Είναι η Άγνοια και η Υποψία που μαζί με την Απάτη, τη Μοχθηρία και τον Φθόνο συμπορεύονται και υποβοηθούν την Διαβολή.
ΒΑΣΩ ΜΑΓΓΑΝΑΡΗ
Πηγή
Στην Αθήνα του 4ου και 5ου πΧ αιώνα η συκοφαντία έλαβε μεγάλες διαστάσεις ως επακόλουθο μιας πολυτάραχης περιόδου. Αρκετά συχνά οι συκοφάντες ενεργούσαν κατ΄ εντολήν άλλων και εφόσον απέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα εισέπρατταν από εκείνους το ανάλογο χρηματικό αντίτιμο.
Συκοφαντία με την κατηγορία της υπεξαίρεσης χρυσού απαγγέλθηκε εκείνη την εποχή κατά του αρχιτέκτονα και γλύπτη Φειδία. Η κατηγορία που στόχο είχε να βλάψει περισσότερο τον Περικλή, με τον οποίο ο Φειδίας διατηρούσε προσωπική φιλία, και όχι τον ίδιο τον καλλιτέχνη, έληξε αισίως χάριν της προνοητικότητας του Φειδία ο οποίος είχε φροντίσει ώστε τα κομμάτια του χρυσού, με τον οποίο φιλοτέχνησε το άγαλμα της Αθηνάς για το ναό του Παρθενώνα, να είναι αποσπώμενα. Έτσι όταν ο χρυσός αφαιρέθηκε από το άγαλμα και ζυγίστηκε, απαλλάχθηκε των κατηγοριών.
Θύμα συκοφαντίας υπήρξε κάποτε και ο περίφημος ζωγράφος της Ελληνιστικής περιόδου Απελλής, ο οποίος κατηγορήθηκε από κάποιον ομότεχνό του, τον Αντίφιλο, πως συνωμότησε στο πλευρό του Υπάρχου της Τύρου Θεοδότα εναντίον του βασιλιά της Αιγύπτου και ευεργέτη του, Πτολεμαίου του Α΄. Η περιπέτεια του Απελλή έληξε γρήγορα καθώς αποδείχθηκε πως δεν είχε επισκεφτεί ποτέ του την Τύρο.
Απ΄ ότι φαίνεται όμως τον στιγμάτισε τόσο που θέλησε να αποτυπώσει την οδύνη του ζωγραφίζοντας ένα πολυσύνθετο έργο με τίτλο «Διαβολή». Ο πίνακας δυστυχώς δε διασώθηκε. Αιώνες αργότερα όμως ο Σάντρο Μποτιτσέλλι εμπνευσμένος από τις λεπτομερείς περιγραφές του έργου του Απελλή που ο Λουκιανός ανέφερε στην πραγματεία του, «Περὶ τοῦ μὴ ῥᾳδίως πιστεύειν διαβολῆ», κατάφερε να τον αναπαραγάγει και να αποδώσει με μεγάλη παραστατικότητα το δράμα του αρχαίου ζωγράφου μεταφέροντάς το στην εποχή του.
Ο πίνακας με τίτλο, «De calumnia» (η Συκοφαντία), που αναδύει έντονα τα αναγεννησιακά στοιχεία, φιλοτεχνήθηκε κατά τα έτη 1494 – 1495 και εκτίθεται στο Μουσείο Ουφίτσι της Φλωρεντίας.
Στη σκηνή που διαδραματίζεται εντύπωση προκαλεί η μορφή της Μετάνοιας που ως γριά μαυροφορεμένη κοιτά με φόβο την (γυμνή) Αλήθεια χωρίς να παρεμβαίνει στα τεκταινόμενα. Στο κέντρο της σκηνής, με ύφος ανυποχώρητο εικονίζεται η Διαβολή, ελκυστική και πυρφόρος, να δέχεται τις περιποιήσεις της Μοχθηρίας και της Απάτης. Η Διαβολή σύρει με βία από τα μαλλιά το θύμα της το οποίο με τα χέρια σε στάση ικεσίας επικαλείται την ουράνια δικαιοσύνη που δείχνει η Αλήθεια.
Μια δεύτερη αντρική μορφή σκαιά και λιπόσαρκη που αναπαριστά τον Φθόνο, κρατά από τον καρπό τη Διαβολή και την οδηγεί προς τον βασιλιά (κριτή), ο οποίος τείνει το χέρι του προς το μέρος της. Τον βασιλιά περιβάλλουν με θωπεία δύο άλλες γυναίκες με σκουρόχρωμους μανδύες που ψιθυρίζουν στα ζωόμορφα και υπερμεγέθη αυτιά του. (υπαινικτική αναφορά στη μωρία και την ευπιστία) Είναι η Άγνοια και η Υποψία που μαζί με την Απάτη, τη Μοχθηρία και τον Φθόνο συμπορεύονται και υποβοηθούν την Διαβολή.
ΒΑΣΩ ΜΑΓΓΑΝΑΡΗ
Πηγή