Τα αρχαία Ελληνικά κράτη και Έθνη ήταν ιεραρχημένα ανάλογα με τη γεωπολιτική βαρύτητα του καθενός, ενώ παράλληλα και ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους σχέσεις, διατηρούσαν υπό κανονικές συνθήκες κάποιες μορφές ελάχιστης πολιτιστικής, πολιτικής και αστυνομικής συνεργασίας.
Την κυριότερη πολιτιστική συνεργασία αποτελούσαν οι ευρύτερου ή πανελλήνιου ενδιαφέροντος αγώνες, όπως τα Πύθια, τα Νέμεα, τα Ίσθμια και φυσικά οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ο δε σεβασμός της κατάπαυσης των εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων και η τιμωρία των απείθαρχων προϋπέθεταν ένα συνδυασμό πολιτιστικής, πολιτικής και αστυνομικής συνεργασίας.
Πολιτική και αστυνομική συνεργασία μεταξύ των Ελληνικών κρατών προϋπέθετε και η απόφαση των συμμάχων του Αλεξάνδρου αφενός να καταδικάσουν «σε άμεση σύλληψη και δουλεία σε όλα τα μέρη της Ελλάδας» τους Θηβαίους φυγάδες και αφετέρου να απαγορεύσουν σε όλους τους Έλληνες να φιλοξενούν Θηβαίους μετά την καταστροφή της Θήβας.
Την ίδια μορφή συνεργασίας προϋπέθεταν το αίτημα του Αλεξάνδρου προς τους Αθηναίους να του εκδώσουν τους κυριότερους αντιμακεδόνες πολιτικούς καθώς και η άρνηση των Αθηναίων να το πράξουν, χωρίς να υποστούν συνέπειες.
Ισχυρότερη ήταν η συνεργασία μεταξύ Ελληνικών κρατών στα πλαίσια των Κοινών. Τα Κοινά των Ελλήνων αρχικά ήταν θρησκευτικά και κατά κανόνα δημιουργούντο γύρω από ένα ναό ή ιερό χώρο, τον οποίο τιμούσαν τα ομοεθνή κράτη της περιοχής.
Αρκετές φορές τα θρησκευτικά Κοινά εξελίσσονταν σε πολιτικά Κοινά, όπου τα κράτη μέλη διατηρούσαν πλήρη ανεξαρτησία σε όλους σχεδόν τους τομείς (π.χ. είχαν δική τους κυβέρνηση και νόμισμα), ενώ εκχωρούσαν στις κοινές Αρχές την άσκηση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Οι Αρχές του Κοινού μεριμνούσαν για τη συγκρότηση του κοινού στρατεύματος, τη σύναψη συμφώνων ειρήνης, την έναρξη και λήξη πολεμικών επιχειρήσεων και τη διαχείριση των σχετικών πόρων.
Έδρα των Αρχών του Κοινού οριζόταν συνήθως το σημαντικό ιερό, γύρω απ’ το οποίο είχε σχηματισθεί το αρχικά θρησκευτικό Κοινό, που εξελίχθηκε σε πολιτικό Κοινό και αν δεν υπήρχε ιερό αποδεκτό από όλα τα κράτη μέλη, η έδρα του Κοινού μετακινείτο σε κάθε συνεδρίαση ή επιβαλλόταν από το ηγεμονικό κράτος του Κοινού.
Επειδή η ένταξη σε ένα Κοινό απαιτούσε από τα επιμέρους κράτη να χάσουν ένα βαθμό αυτονομίας, δεν ήταν καθόλου υποχρεωτικό να την αποφασίσουν αυτά οικειοθελώς και χωρίς καμία εξωτερική πίεση. Πάντως τα περισσότερα αρχαία Ελληνικά κράτη παρέμεναν έξω από τα Κοινά και διατηρούσαν πολιτικές σχέσεις ή συμμαχίες και με άλλα μη ομοεθνή και μη γειτονικά τους κράτη.
Τον 4ο π.Χ. αιώνα γνωρίζουμε ότι υπήρχαν τα Κοινά των Βοιωτών (από τον 7ο αιώνα) των Λοκρών (από το τέλος του 7ου αιώνα) των Θεσσαλών (από τον 7ο αιώνα) των Φωκέων (από τα μέσα του 6ου αιώνα) των Αχαιών (από τον 5ο αιώνα) των Δωριέων (Φθίων) των Μολοσσών, των Ακαρνάνων, των Χαλκιδέων επί Θράκης με κέντρο την Όλυνθο ως την καταστροφή της από τον Φίλιππο Β΄ και των Αρκάδων από το 371 – 331 π.Χ, οπότε το διέλυσε ο Αντίπατρος.
Οι Αμφικτυονίες ήταν μία άλλη μορφή ένωσης των αρχαίων Ελληνικών κρατών, που επίσης ξεκίνησε ως θρησκευτική ένωση και εξελίχθηκε σε πολιτική. Απαρτίζονταν από μεμονωμένα κράτη και Κοινά διαφόρων Ελληνικών εθνών, που κατοικούσαν γύρω από ένα κοινά αποδεκτό ιερό.
Σημαντικότερη, ίσως και παλαιότερη όλων (υπήρχε από το 1522 π.Χ.) ήταν η Πυλαία Αμφικτυονία (των Θερμοπυλών) στο συνέδριο στης οποίας συμμετείχαν σχεδόν όλες οι ομοεθνίες της κεντρικής και ανατολικής Ελλάδας με δύο ψήφους εκάστη, ανεξαρτήτως του πληθυσμού τους. Το συνέδριο της Πυλαίας Αμφικτιονίας συνερχόταν δύο φορές το χρόνο, την άνοιξη στο ιερό του Απόλλωνα των Δελφών και το φθινόπωρο στην πόλη Ανθήλη των Μαλιέων, στο ιερό της Αμφικτυονίδος Αρτέμιδος.
Το 354 το Συνέδριο της Πυλαίας Αμφικτιονίας αποφάσισε την κήρυξη πολέμου, του Γ΄ Ιερού Πολέμου, σε ένα από τα μέλη του, τους Φωκείς, μετά την ήττα των οποίων οι ψήφοι της συγκεκριμένης ομοεθνίας δόθηκαν στους Μακεδόνες. Αυτή ήταν η ανταμοιβή τους για τη βοήθεια, που προσέφεραν στην τιμωρία των ιερόσυλων Φωκέων, την θέση των οποίων έλαβαν στην Αμφικτιονία.
Η μεγαλύτερη σύμπραξη κρατών από διαφορετικά Ελληνικά έθνη και ανεξάρτητα από την ύπαρξη κοινής μεθορίου ήταν η Ηγεμονία, όπου ένα ισχυρό κράτος είτε με την απειλή χρήσης βίας είτε με την άμεση χρήση στρατιωτικής βίας επέβαλλε την κυριαρχία του σε κράτη και Κοινά.
Τα μέλη της Ηγεμονίας ονομάζονταν σύμμαχοι και ο Ηγεμών όριζε τους φόρους που θα του κατέβαλλαν, τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα του διέθεταν, τις φρουρές που θα δέχονταν στο έδαφός τους, τα όργανα που θα επέλυαν τις μεταξύ τους νομικές διαφορές, την πολιτική παράταξη που θα τους κυβερνούσε, συχνά δε και το ίδιο το πολίτευμά τους.
Δηλαδή η αποδοχή της Ηγεμονίας ισοδυναμούσε με υποταγή και οι υποτελείς στον Μεγάλο Βασιλέα Ελληνικές πόλεις είχαν την ίδια αυτονομία και τους ίδιους περιορισμούς με τους συμμάχους, φέρ’ ειπείν των Αθηναίων κατά τις Ηγεμονίες τους.
Οι ουσιώδεις διαφορές ήταν ότι ο Ηγεμών ήταν πάντοτε Έλληνας, ότι οι ηγεμονευόμενοι ονομάζονταν σύμμαχοι και οι επιλογές του Ηγεμόνος προέκυπταν ως κοινές αποφάσεις μέσα από συλλογικά όργανα.
Τα κράτη και τα Κοινά, που δεν αναγνώριζαν την Ηγεμονία, αποτελούσαν μεν εν δυνάμει αντιπάλους, αλλά παρέμεναν λιγότερο, ή περισσότερο στη ζώνη επιρροής του Ηγεμόνος της Ελλάδος και φρόντιζαν να μην τον προκαλούν, ωσότου συνασπισθούν υπό άλλον υποψήφιο Ηγεμόνα, να ανατρέψουν τον κρατούντα και να υποταχθούν στον Ηγεμόνα της δικής τους επιλογής.
Την πρώτη μορφή Ηγεμονίας της Ελλάδος βρίσκουμε στη Μυκηναϊκή περίοδο, οπότε οι Μυκήνες είχαν την ηγεσία των συμμάχων κατά τον Τρωικό πόλεμο, ενώ κατά τους Περσικούς πολέμους μπορούμε να εντοπίσουμε Ηγεμονία της Σπάρτης.
Η πρώτη συμβατικά καταγεγραμμένη Ηγεμονία της Ελλάδος είναι η Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία ή Συμμαχία της Δήλου (478-431), που επεβλήθη με το πρόσχημα συμμαχίας για την οριστική εκδίωξη των Περσών από την Ελλάδα και της απελευθέρωσης των Ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας.
Μετά την ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη στον Πελοποννησιακό πόλεμο ακολούθησε η Σπαρτιατική Ηγεμονία (404-378 π.Χ). Στη συνέχεια και χωρίς να τερματισθεί με βίαιο τρόπο η Σπαρτιατική Ηγεμονία, η Αθήνα επέβαλε την Β’ Ηγεμονία της (378-371 π.Χ).
Οι εναλλαγές στη θέση του Ηγεμόνος της Ελλάδος ακολουθούσαν πλέον τις διπλωματικές διεργασίες με την Περσία, η οποία καθόριζε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος, η δε έναρξη και λήξη των Ηγεμονιών σηματοδοτείτο με πολεμικές επιχειρήσεις πολύ μικρότερης έκτασης και διάρκειας από τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Έτσι η έναρξη της Θηβαϊκής Ηγεμονίας σηματοδοτήθηκε από την ήττα των Σπαρτιατών από τους Θηβαίους στα Λεύκτρα (371π.Χ ). Όμως, αν γίνεται λόγος για Θηβαϊκή Ηγεμονία, στην πραγματικότητα οι Θηβαίοι απλώς απέκτησαν επιρροή δυσανάλογη της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής τους ισχύος και επήλθε ισορροπία μεταξύ τριών συμμαχιών υπό τη Θήβα, την Αθήνα και την Σπάρτη αντίστοιχα, χωρίς την ύπαρξη πραγματικού Ηγεμόνος της Ελλάδος.
Στη μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ) οι Θηβαίοι νικήθηκαν από τους Σπαρτιάτες και ουσιαστικά τερματίσθηκε η Θηβαϊκή Ηγεμονία.
Για τα επόμενα 24 έτη ουδέν κράτος κατείχε την Ηγεμονία της Ελλάδος, ώσπου εμφανίσθηκε ο Φίλιππος της Μακεδονίας. Στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ) οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι με τους συμμάχους τους προσπάθησαν να εμποδίσουν την είσοδο των Μακεδόνων στο στρατηγικό παίγνιο των νοτίων για την Ηγεμονία.
Οι Σπαρτιάτες καιροσκόπησαν για πολλοστή φορά και οι Μακεδόνες με τη νίκη τους κέρδισαν την Ηγεμονία της Ελλάδος. Αυτή ήταν η τελευταία Ηγεμονία μέχρι την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους.
Βιβλιογραφία:
Πηγή
Την κυριότερη πολιτιστική συνεργασία αποτελούσαν οι ευρύτερου ή πανελλήνιου ενδιαφέροντος αγώνες, όπως τα Πύθια, τα Νέμεα, τα Ίσθμια και φυσικά οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ο δε σεβασμός της κατάπαυσης των εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων και η τιμωρία των απείθαρχων προϋπέθεταν ένα συνδυασμό πολιτιστικής, πολιτικής και αστυνομικής συνεργασίας.
Πολιτική και αστυνομική συνεργασία μεταξύ των Ελληνικών κρατών προϋπέθετε και η απόφαση των συμμάχων του Αλεξάνδρου αφενός να καταδικάσουν «σε άμεση σύλληψη και δουλεία σε όλα τα μέρη της Ελλάδας» τους Θηβαίους φυγάδες και αφετέρου να απαγορεύσουν σε όλους τους Έλληνες να φιλοξενούν Θηβαίους μετά την καταστροφή της Θήβας.
Την ίδια μορφή συνεργασίας προϋπέθεταν το αίτημα του Αλεξάνδρου προς τους Αθηναίους να του εκδώσουν τους κυριότερους αντιμακεδόνες πολιτικούς καθώς και η άρνηση των Αθηναίων να το πράξουν, χωρίς να υποστούν συνέπειες.
Ισχυρότερη ήταν η συνεργασία μεταξύ Ελληνικών κρατών στα πλαίσια των Κοινών. Τα Κοινά των Ελλήνων αρχικά ήταν θρησκευτικά και κατά κανόνα δημιουργούντο γύρω από ένα ναό ή ιερό χώρο, τον οποίο τιμούσαν τα ομοεθνή κράτη της περιοχής.
Αρκετές φορές τα θρησκευτικά Κοινά εξελίσσονταν σε πολιτικά Κοινά, όπου τα κράτη μέλη διατηρούσαν πλήρη ανεξαρτησία σε όλους σχεδόν τους τομείς (π.χ. είχαν δική τους κυβέρνηση και νόμισμα), ενώ εκχωρούσαν στις κοινές Αρχές την άσκηση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Οι Αρχές του Κοινού μεριμνούσαν για τη συγκρότηση του κοινού στρατεύματος, τη σύναψη συμφώνων ειρήνης, την έναρξη και λήξη πολεμικών επιχειρήσεων και τη διαχείριση των σχετικών πόρων.
Έδρα των Αρχών του Κοινού οριζόταν συνήθως το σημαντικό ιερό, γύρω απ’ το οποίο είχε σχηματισθεί το αρχικά θρησκευτικό Κοινό, που εξελίχθηκε σε πολιτικό Κοινό και αν δεν υπήρχε ιερό αποδεκτό από όλα τα κράτη μέλη, η έδρα του Κοινού μετακινείτο σε κάθε συνεδρίαση ή επιβαλλόταν από το ηγεμονικό κράτος του Κοινού.
Επειδή η ένταξη σε ένα Κοινό απαιτούσε από τα επιμέρους κράτη να χάσουν ένα βαθμό αυτονομίας, δεν ήταν καθόλου υποχρεωτικό να την αποφασίσουν αυτά οικειοθελώς και χωρίς καμία εξωτερική πίεση. Πάντως τα περισσότερα αρχαία Ελληνικά κράτη παρέμεναν έξω από τα Κοινά και διατηρούσαν πολιτικές σχέσεις ή συμμαχίες και με άλλα μη ομοεθνή και μη γειτονικά τους κράτη.
Τον 4ο π.Χ. αιώνα γνωρίζουμε ότι υπήρχαν τα Κοινά των Βοιωτών (από τον 7ο αιώνα) των Λοκρών (από το τέλος του 7ου αιώνα) των Θεσσαλών (από τον 7ο αιώνα) των Φωκέων (από τα μέσα του 6ου αιώνα) των Αχαιών (από τον 5ο αιώνα) των Δωριέων (Φθίων) των Μολοσσών, των Ακαρνάνων, των Χαλκιδέων επί Θράκης με κέντρο την Όλυνθο ως την καταστροφή της από τον Φίλιππο Β΄ και των Αρκάδων από το 371 – 331 π.Χ, οπότε το διέλυσε ο Αντίπατρος.
Οι Αμφικτυονίες ήταν μία άλλη μορφή ένωσης των αρχαίων Ελληνικών κρατών, που επίσης ξεκίνησε ως θρησκευτική ένωση και εξελίχθηκε σε πολιτική. Απαρτίζονταν από μεμονωμένα κράτη και Κοινά διαφόρων Ελληνικών εθνών, που κατοικούσαν γύρω από ένα κοινά αποδεκτό ιερό.
Σημαντικότερη, ίσως και παλαιότερη όλων (υπήρχε από το 1522 π.Χ.) ήταν η Πυλαία Αμφικτυονία (των Θερμοπυλών) στο συνέδριο στης οποίας συμμετείχαν σχεδόν όλες οι ομοεθνίες της κεντρικής και ανατολικής Ελλάδας με δύο ψήφους εκάστη, ανεξαρτήτως του πληθυσμού τους. Το συνέδριο της Πυλαίας Αμφικτιονίας συνερχόταν δύο φορές το χρόνο, την άνοιξη στο ιερό του Απόλλωνα των Δελφών και το φθινόπωρο στην πόλη Ανθήλη των Μαλιέων, στο ιερό της Αμφικτυονίδος Αρτέμιδος.
Το 354 το Συνέδριο της Πυλαίας Αμφικτιονίας αποφάσισε την κήρυξη πολέμου, του Γ΄ Ιερού Πολέμου, σε ένα από τα μέλη του, τους Φωκείς, μετά την ήττα των οποίων οι ψήφοι της συγκεκριμένης ομοεθνίας δόθηκαν στους Μακεδόνες. Αυτή ήταν η ανταμοιβή τους για τη βοήθεια, που προσέφεραν στην τιμωρία των ιερόσυλων Φωκέων, την θέση των οποίων έλαβαν στην Αμφικτιονία.
Η μεγαλύτερη σύμπραξη κρατών από διαφορετικά Ελληνικά έθνη και ανεξάρτητα από την ύπαρξη κοινής μεθορίου ήταν η Ηγεμονία, όπου ένα ισχυρό κράτος είτε με την απειλή χρήσης βίας είτε με την άμεση χρήση στρατιωτικής βίας επέβαλλε την κυριαρχία του σε κράτη και Κοινά.
Τα μέλη της Ηγεμονίας ονομάζονταν σύμμαχοι και ο Ηγεμών όριζε τους φόρους που θα του κατέβαλλαν, τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα του διέθεταν, τις φρουρές που θα δέχονταν στο έδαφός τους, τα όργανα που θα επέλυαν τις μεταξύ τους νομικές διαφορές, την πολιτική παράταξη που θα τους κυβερνούσε, συχνά δε και το ίδιο το πολίτευμά τους.
Δηλαδή η αποδοχή της Ηγεμονίας ισοδυναμούσε με υποταγή και οι υποτελείς στον Μεγάλο Βασιλέα Ελληνικές πόλεις είχαν την ίδια αυτονομία και τους ίδιους περιορισμούς με τους συμμάχους, φέρ’ ειπείν των Αθηναίων κατά τις Ηγεμονίες τους.
Οι ουσιώδεις διαφορές ήταν ότι ο Ηγεμών ήταν πάντοτε Έλληνας, ότι οι ηγεμονευόμενοι ονομάζονταν σύμμαχοι και οι επιλογές του Ηγεμόνος προέκυπταν ως κοινές αποφάσεις μέσα από συλλογικά όργανα.
Τα κράτη και τα Κοινά, που δεν αναγνώριζαν την Ηγεμονία, αποτελούσαν μεν εν δυνάμει αντιπάλους, αλλά παρέμεναν λιγότερο, ή περισσότερο στη ζώνη επιρροής του Ηγεμόνος της Ελλάδος και φρόντιζαν να μην τον προκαλούν, ωσότου συνασπισθούν υπό άλλον υποψήφιο Ηγεμόνα, να ανατρέψουν τον κρατούντα και να υποταχθούν στον Ηγεμόνα της δικής τους επιλογής.
Την πρώτη μορφή Ηγεμονίας της Ελλάδος βρίσκουμε στη Μυκηναϊκή περίοδο, οπότε οι Μυκήνες είχαν την ηγεσία των συμμάχων κατά τον Τρωικό πόλεμο, ενώ κατά τους Περσικούς πολέμους μπορούμε να εντοπίσουμε Ηγεμονία της Σπάρτης.
Η πρώτη συμβατικά καταγεγραμμένη Ηγεμονία της Ελλάδος είναι η Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία ή Συμμαχία της Δήλου (478-431), που επεβλήθη με το πρόσχημα συμμαχίας για την οριστική εκδίωξη των Περσών από την Ελλάδα και της απελευθέρωσης των Ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας.
Μετά την ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη στον Πελοποννησιακό πόλεμο ακολούθησε η Σπαρτιατική Ηγεμονία (404-378 π.Χ). Στη συνέχεια και χωρίς να τερματισθεί με βίαιο τρόπο η Σπαρτιατική Ηγεμονία, η Αθήνα επέβαλε την Β’ Ηγεμονία της (378-371 π.Χ).
Οι εναλλαγές στη θέση του Ηγεμόνος της Ελλάδος ακολουθούσαν πλέον τις διπλωματικές διεργασίες με την Περσία, η οποία καθόριζε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος, η δε έναρξη και λήξη των Ηγεμονιών σηματοδοτείτο με πολεμικές επιχειρήσεις πολύ μικρότερης έκτασης και διάρκειας από τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Έτσι η έναρξη της Θηβαϊκής Ηγεμονίας σηματοδοτήθηκε από την ήττα των Σπαρτιατών από τους Θηβαίους στα Λεύκτρα (371π.Χ ). Όμως, αν γίνεται λόγος για Θηβαϊκή Ηγεμονία, στην πραγματικότητα οι Θηβαίοι απλώς απέκτησαν επιρροή δυσανάλογη της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής τους ισχύος και επήλθε ισορροπία μεταξύ τριών συμμαχιών υπό τη Θήβα, την Αθήνα και την Σπάρτη αντίστοιχα, χωρίς την ύπαρξη πραγματικού Ηγεμόνος της Ελλάδος.
Στη μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ) οι Θηβαίοι νικήθηκαν από τους Σπαρτιάτες και ουσιαστικά τερματίσθηκε η Θηβαϊκή Ηγεμονία.
Για τα επόμενα 24 έτη ουδέν κράτος κατείχε την Ηγεμονία της Ελλάδος, ώσπου εμφανίσθηκε ο Φίλιππος της Μακεδονίας. Στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ) οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι με τους συμμάχους τους προσπάθησαν να εμποδίσουν την είσοδο των Μακεδόνων στο στρατηγικό παίγνιο των νοτίων για την Ηγεμονία.
Οι Σπαρτιάτες καιροσκόπησαν για πολλοστή φορά και οι Μακεδόνες με τη νίκη τους κέρδισαν την Ηγεμονία της Ελλάδος. Αυτή ήταν η τελευταία Ηγεμονία μέχρι την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους.
Βιβλιογραφία:
- Ηρόδοτος Η.3, 111-112
- Ξενοφώντος «Κύρου Ανάβασις» ΣΤ.VI.12, Ζ.Ι.34
- Αρριανός Α.10
- Διόδωρος ΙΖ.3.1-4, ΙΖ.14.3
- Πολύαινος Γ.9.31)
Πηγή