Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Γιατί οι αρχαίοι Έλληνες ανάσταιναν τους θεούς τους. Τα «Αδώνεια» και η «επίκλησις» του Διονύσου

Στην αρχαία Ελλάδα, γράφει ο Μ. Τιβέριος, όπως και σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου, απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση. Ο Διόνυσος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θεού που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο

Σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου και στην αρχαία Ελλάδα απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση, όπως π.χ. ο Αδωνις ή ο Διόνυσος.

Επειδή μάλιστα συχνά οι τεθνεώτες και αναστάντες αυτοί θεοί συμβαίνει να είναι θεοί της γονιμότητας, πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η ιδέα αυτή του θανάτου και της ανάστασης εκ νεκρών είναι παρμένη από την ετήσια εναλλαγή των εποχών, όπου το νέκρωμα της φύσης κατά τη διάρκεια του παγερού χειμώνα το διαδέχεται το ξαναζωντάνεμά της κατά τη διάρκεια της ζωοδότρας άνοιξης. Επομένως με τα πάθη αυτά των θεών συμβολίζονται οι λειτουργίες της ίδιας της φύσης και, όπως είναι γνωστό, η πίστη συχνά εκφράζεται με συμβολισμούς.

Γύρω από τον ετήσιο αυτό αγώνα ανάμεσα στην ακαρπία και την ευφορία της γης υφάνθηκε και ο ιστός αρκετών αρχαίων μυστηριακών τελετών, γι’ αυτό ακριβώς και η συνήθης εποχή διεξαγωγής τους ήταν το τέλος του καλοκαιριού ή η αρχή του φθινοπώρου, με τα πρώτα πρωτοβρόχια. Τα μυστήρια, που γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση κατά τους χρόνους της ύστερης αρχαιότητας, υπόσχονταν στους μυημένους σ’ αυτά μόνιμη σωτηρία και μια ευτυχισμένη μετά θάνατον ζωή. Ετσι, σε δημόσιες αλλά κυρίως σε απόκρυφες τελετουργίες, οι πιστοί σκηνοθετούσαν τις διάφορες φάσεις αυτού του αγώνα, αναπαριστώντας τις ποικίλες περιπέτειες του πάσχοντος θεού τους.

Ο θάνατος και η ανάσταση


Οπως παρατηρεί ο Πλάτων, καθώς ο άνθρωπος πλησιάζει προς τον θάνατο αρχίζει να σκέπτεται για πράγματα που πριν δεν τον απασχολούσαν καθόλου, ενώ συγχρόνως αρχίζει να δίνει πίστη και σε δοξασίες υπερφυσικές. Ετσι και στην αρχαιότητα, πολλοί πίστευαν ότι με τις μυήσεις αυτές θα βοηθηθούν να κερδίσουν την πολυπόθητη αθανασία και ακόμη θα αποκτήσουν τη δυνατότητα και μετά θάνατον «να διασκεδάζουν και να χορεύουν» σε καταπράσινους λειμώνες στον καθαρό αέρα.

Ορισμένοι θρησκειολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι η κεντρική ιδέα όλων αυτών των μυστηριακών θρησκειών ήταν ο θάνατος και η ανάσταση και έχουν συνδέσει τους σχετικούς μυστηριακούς μύθους με τα πάθη κάποιου θεού. Ετσι έχουμε τον θάνατο του Διονύσου, του Αττεως, του Οσίριδος. Στα μυστήρια που σχετίζονται με τους θεούς αυτούς συναντούμε ακολουθίες πένθους που στη συνέχεια τις διαδέχονται τελετουργίες χαράς και αγαλλίασης.

Το αβάστακτο πένθος της Ισιδος για τον φόνο του αγαπημένου της αδελφού και συντρόφου, του Οσίριδος, που τον είχε κατακρεουργήσει ο θεός της σκιάς Σετ (ή Σεθ), σταματά όταν βρίσκει και συναρμολογεί όλα τα διαμελισμένα κομμάτια του, δίνοντάς του ξανά τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πιστούς της. Μιμούμενοι τη θεά τους, αναζητούν τον Οσιρι, κτυπώντας με αλαλαγμούς τα στήθη τους. Μόλις ξαναντικρίζουν τον θεό, τότε τον θρήνο τον διαδέχεται ανείπωτη χαρά. Ο Πλούταρχος προτρέπει τα βάσανα της Ισιδας, όπως αναπαριστάνονται στις σχετικές τελετές, να γίνονται μαθήματα ευσέβειας και παρηγοριάς για όλους τους θνητούς που τους βρίσκουν τέτοια κακά.

Ο Ιούλιος Φίρμικος Ματερνός, πολιτικός και συγγραφέας του 4ου αι. μ.Χ., που αλλαξοπίστησε και έγινε Χριστιανός, μας παραδίδει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες σχετικές με παγανιστικές μυστηριακές τελετές. Ετσι ανάμεσα σε άλλα μας περιγράφει και μια σκηνή κατά την οποία μπροστά σε ένα ομοίωμα κάποιου θεού, που κείτονταν νεκρός πάνω σε ένα φορείο, εξελίσσονταν σκηνές οδυρμού και θρήνου.


Η «επίκλησις» του Διονύσου


Ο Διόνυσος, χωρίς αμφιβολία, ήταν κι αυτός ένας θεός της βλάστησης και σαν τέτοιος ήταν ένας πάσχων θεός, που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο. Ωστόσο τα επεισόδια που σχετίζονται με τον θάνατό του, ο οποίος προκαλούσε τον μαρασμό της φύσης, μπορούμε να πούμε ότι δεν αποτελούσαν σημαντικό μέρος της όλης διήγησης. Εκτός από αναφορές στον βίαιο θάνατό του και τον διαμελισμό του υπήρχαν και παραδόσεις που έκαναν λόγο και για μια ομαλή κατάβασή του στον Αδη, προκειμένου να φέρει στον πάνω κόσμο, στον κόσμο των ζωντανών, τη μάνα του τη Σεμέλη.

Η κάθοδός του αυτή έγινε από την Αλκυονία λίμνη στη Λέρνα της Αργολίδας, για την οποία υπήρχε παράδοση ότι ήταν απύθμενη. Ετσι κανένας στην αρχαιότητα, ούτε και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Νέρων, δεν είχε μπορέσει να μετρήσει το βάθος της. Στους Δελφούς, μέσα στο άδυτο του ναού του Απόλλωνος, «παρά το χρηστήριον», έδειχναν τον τάφο του θεού.

Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που έζησε προς τα τέλη του 1ου αι. π.Χ., μιλά για θρήνους κατά τη διάρκεια «των διονυσιακών παθών». Αλλά για τις τελετουργίες τις σχετικές με τον θάνατό του, όπως άλλωστε και γι’ αυτές που σχετίζονται με την ανάστασή του, ξέρουμε λιγοστά πράγματα. Κύρια αιτία ήταν η ευσέβεια των αρχαίων συγγραφέων που δεν ήθελαν να κοινοποιήσουν τίποτε «περί ων ου θέμις τοις αμυήτοις ιστορείν».

Ενα χαρακτηριστικό στοιχείο των τελετουργιών που συνδέονται με την ανάσταση του θεού ήταν και το κάλεσμά του, η «επίκλησις», από τους πιστούς του, που τον καλούσαν, ακόμη και με μικρές σάλπιγγες, να ανέβει και να παρουσιαστεί σ’ αυτούς.

Στον κόσμο των Ιώνων η «επιφάνεια» του θεού γινόταν κατά τη διάρκεια των Ανθεστηρίων. Ενα σημαντικό δρώμενο της γιορτής αυτής, που είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι γιορταζόταν και αυτή κατά τη διάρκεια της άνοιξης, ήταν ο ερχομός του θεού πάνω σ’ ένα τροχοφόρο πλοίο.

Το ότι ο Διόνυσος ερχόταν με ένα πλεούμενο πιθανόν να οφειλόταν στο ότι ο θεός είχε κατεβεί στον Κάτω Κόσμο μέσα από μια λίμνη, την Αλκυονία. Αλλά και ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του βάζει τον Διόνυσο να κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο από μια περιοχή της Αθήνας, που την έλεγαν Λίμναι, και της οποίας το όνομα σαφώς υποδηλώνει και πάλι κάποια λίμνη ή έστω ένα βαλτότοπο.

Με τη θριαμβευτική επανεμφάνιση του θεού οι πιστοί του ξεσπούσαν σε ουρανομήκεις φωνές και χαρούμενα τραγούδια και ξεφάντωναν με χορούς και πανηγύρια. Και εκτός από πάσχοντες θεούς στην αρχαία μυθολογία υπάρχουν και ήρωες που είχαν κατορθώσει να νικήσουν τον θάνατο, όπως ο Ηρακλής, ο Ορφέας, ο Καπανέας κ.ά.


Τα «Αδώνεια»: Ο θάνατος και η Ανάσταση του θεού Άδωνη


Στις παραδόσεις των λαών της ανατολικής μεσογείου , υπάρχουν τουλάχιστον 16 θεοί που βιώνουν το δράμα του θανάτου αλλά και ταυτόχρονα την λύτρωση της αναστάσεως.
Στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο εκτός από τον Δία/Φελχανό και τον Διόνυσο/Ζαγρέα , ο σημαντικότερος Θεός που πεθαίνει και ανασταίνεται , είναι ο Άδωνις

Σύμφωνα με την παράδοση ο Αδωνις ήταν γιός του Κινύρα κι της Σμύρνας. Όταν γεννήθηκε ήταν τόσο πανέμορφο μωρό που μόλις τον είδε η Θεά Αφροδίτη τον ερωτεύτηκε και για να μην τον χάσει τον έβαλε σε μία λάρνακα και τον εμπιστεύθηκε στην Περσεφόνη , την Θεά του κάτω κόσμου.

Όταν όμως ο Αδωνις μεγάλωσε , η Περσεφόνη θαμπωμένη και αυτή από την ομορφιά του , αρνήθηκε να τον επιστρέψει και τότε η Αφροδίτη ζήτησε την συνδρομή του Δία.Ο πατέρας των Θεών τότε έδωσε τον όμορφο νέο τα 2/3 του χρόνου στην Αφροδίτη και το 1/3 στην Περσεφόνη.

Η Αφροδίτη εγκατέλειψε τον Ολυμπο και ακολούθησε τον πανέμορφο νέο κάτω στην γη. Δυστυχώς όμως σε ένα κυνήγι αυτός σκοτώθηκε από ένα αφηνιασμένο κάπρο. Η Αφροδίτη απαρηγόρητη και με δάκρυα στα μάτια ζήτησε από την Περσεφόνη πίσω τον όμορφο νέο και τότε οι δύο Θεές αποφάσισαν να τον έχουν η κάθε μία για εξι μήνες τον χρόνο. Η διαμάχη των δύο Θεαινών συμβολίζει και διδάσκει ότι ο Ερωτας μπορεί να νικήσει ακόμη και τον θάνατο !

Από το αίμα του Αδώνιδος γεννήθηκαν τα τριαντάφυλλα και οι παπαρούνες και από τα δάκρια της Αφροδίτης οι ανεμώνες

Ο Αδωνις είναι ένας πανάρχαιος Θεός της ανατολής και η λατρεία του ήταν διαδεδομένη στην Συρία την Φοινίκη την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.

Σύμφωνα με την παράδοση ο τάφος του βρισκόταν στην Βηθλεέμ σε μία υπόγεια σπηλιά στα θεμέλια του Ναού της Θεάς Αστάρτης. Πιθανολογείται ότι το σημείο βρίσκεται εκεί που σήμερα είναι χτισμένος ο Ναός της Γεννήσεως.

Τα Αδώνεια


Σε ανάμνηση του θανάτου και της αναστάσεως του Θεού ετελούντο κάθε χρόνο τα Αδώνεια. Σε άλλες περιοχές η γιορτή γινόταν στα μέσα του μηνός Βοηδρομίωνος (Αύγουστος – Σεπτέμβριος ) και αλλού, στην κυρίως Ελλάδα την άνοιξη κατά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία.

Η πρώτη ημέρα των «Αδωνείων», που λεγόταν «Αφανισμός», ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του Θεού, που απεικονίσεις του τον παρουσιάζουν εστεμμένο με ταινίες που τις διακοσμούνισοσκελείς σταυροί , με το στόλισμα των λεγόμενων «Κήπων του Αδώνιδος» (που τους φύτευαν και τους προετοίμαζαν οι γυναίκες οκτώ ημέρες πριν), καθώς και με μοιρολόγια και λυπητερές μουσικές από πένθιμο αυλό (τη λεγόμενη «γίγγρα»). Η δεύτερη ημέρα των εορτασμών η Εύρεσις (ανάστασις) ήταν ημέρα χαράς για την ανάσταση του Θεού εκ νεκρών και την ανάληψή του δίπλα στη Θεά Αφροδίτη για το μισό χρόνο.


Οι Κήποι του Αδώνιδος (Επιτάφιος)


Οι κήποι του Αδώνιδος ήσαν πανέρια η γλάστρες γεμάτες χώμα μέσα στις οποίες έσπερναν και καλλιεργούσαν ειδικά για τα Αδώνεια, πολύτριχο και αλλά φυτά ταχέως αυξανόμενα, καθώς και σιτάρι, κριθάρι, μαρούλι, μάραθο και διάφορα είδη λουλουδιών που τα περιποιούντο επί 8 ημέρες, κατά κύριο λόγο η αποκλειστικά, οι γυναίκες.

Την ημέρα του «Αφανισμού» οι λατρευτές κυρίως γυναίκες με λυμμένα τα μαλλιά τους, ξυπόλητες και γυμνόστηθες, περιέφεραν με θρήνους και οδυρμούς τα ομοιώματα του Θεού και τους «Κήπους» στους δρόμους των πόλεων και κατόπιν τα οδηγούσαν στη θάλασσα (ή σε πηγές και ποτάμια σε άλλες πόλεις), τα έριχναν στα νερά και παρακαλούσαν να επιστρέψει ο Θεός από τον κάτω κόσμο.

Στα «Αδώνεια» προσφερόταν ως θυμίαμα μύρα, ενώ ψάλλονταν και ειδικά άσματα, τα λεγόμενα «Αδωνίδια», από τα οποία έχει διασωθεί ένα πολύ αξιόλογο δείγμα. Πρόκειται για τον «Επιτάφιον Αδώνιδος» του Βίωνος. Σε κάποια από τα ανά τόπους «Αδώνεια» γίνονταν και μυήσεις σε Μυστήρια του Θεού (Ο Λουκιανός διασώζει ότι οι μύστες θυσίαζαν πρόβατο και έπαιρναν μετάληψη).


Πηγή