Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Οι αντιλήψεις περί θανάτου στην αρχαία Ελλάδα

Επίκουρος: «..ενόσω εμείς θα ζούμε, ο θάνατος θα είναι απών, ενώ, όταν θα εμφανιστεί, εμείς δεν θα υπάρχουμε» Στο σημείωμα της περασμένης βδομάδας είδαμε σε συντομία τις αντιλήψεις περί θανάτου που ίσχυαν στην αρχαία Αίγυπτο. Στο σημερινό σημείωμα θα εξετάσουμε τις αντιλήψεις περί θανάτου που επικρατούσαν στην αρχαία Ελλάδα.

Πρόκειται για ένα τεράστιο θέμα αφού στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε μια ενιαία αντίληψη για το θέμα αυτό. Η κάθε φιλοσοφική σχολή είχε τη δική της θεώρηση, ενώ τη δική της θεώρηση είχε και η ελληνική θρησκεία.

Ασφαλώς είναι αυτονόητο πως όσα και να γραφτούν στο πλαίσιο αυτού του κειμένου δεν θα είναι πλήρη.

Τα στάδια του Κάτω Κόσμου


Η αρχαία ελληνική θρησκεία πιστεύει ότι στα Ηλύσια Πεδία βασιλεύουν -μετά θάνατον- οι θνητοί που διακρίθηκαν για τις αρετές τους. Αντίθετα, στα σκοτεινά παλάτια του Άδη οδηγούνται οι νεκροί θνητοί, όσοι δεν αξιοποίησαν τα προσόντα τους και τις δυνατότητες που τους χάρισαν οι θεοί κατά τη διάρκεια της ζωής.

Στην ελληνική θρησκεία υπήρχε ένα είδος παράδεισου και κόλασης, κάτι παρόμοιο με τη μεταγενέστερη αντίληψη που εξέφρασε ο Χριστιανισμός.

Στον Άδη βρίσκονται όσοι πέρασαν τη ζωή τους απαρατήρητοι και χωρίς να αξιοποιήσουν τα χαρίσματα των θεών.

Στο κατώτατο σημείο του Άδη ήταν τα Τάρταρα όπου κατέληγαν όσοι είχαν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα. Όσοι κατέληγαν στα Τάρταρα υποβάλλονταν από τους θεούς σε μαρτύρια τα οποία δεν είχαν τέλος.[1] Ήταν δηλαδή κάτι σαν την αιώνια κόλαση του Χριστιανισμού.

Αχέροντας


Η ελληνική θρησκεία πίστευε στην άλλη ζωή και στην αθανασία της ψυχής. Φιλοσοφικά όμως για το θέμα αυτό υπήρχαν διάφορες και διαφορετικές οπτικές.

Στην ελληνική θρησκεία, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη μυθολογία, πιστευόταν ότι μετά το θάνατο η ψυχή μεταβαίνει σε ένα άλλο χώρο.

Για να περάσει κάποιος στον άλλο κόσμο έπρεπε ωστόσο να περάσει από μια διαδικασία.

Υπεύθυνος για τη μεταφορά των νεκρών στον άλλο κόσμο ήταν ο ψυχοπομπός Ερμής ο οποίος παρέδιδε τις ψυχές στον Χάροντα για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη.

Το σημείο επαφής μεταξύ του πάνω και του κάτω κόσμου ήταν ο ποταμός Αχέροντας.[2]

Εκεί στον Αχέροντα η κάθε ψυχή έπρεπε να πληρώσει ένα ποσό προκειμένου να γίνει η μεταφορά της στον Κάτω Κόσμο.[3]

Επικοινωνία με τους νεκρούς


Όπως σήμερα πιστεύεται στον χριστιανισμό ότι οι ζωντανοί επικοινωνούσαν με τις ψυχές των νεκρών, κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με την ελληνική θρησκεία.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην περιοχή του Αχέροντα υπήρχε το νεκρομαντείο. Ωστόσο αυτό το νεκρομαντείο είχε διαφορετική αρμοδιότητα από αυτά της Δωδώνης και των Δελφών, αφού σε αντίθεση με αυτά τα δύο, η δουλειά του ήταν η επικοινωνία των ζωντανών με τους νεκρούς.

Ο Αχέροντας ταυτίστηκε με τον Άδη και τον Χάροντα σύμφωνα με τον Όμηρο («Οδύσσεια) και τον Σοφοκλή (Αντιγόνη).

Κατά τον Όμηρο, το σώμα είναι ο άνθρωπος καθαυτόν, που φθείρεται με τον θάνατο. Η ψυχή μετά θάνατον γίνεται σκιά ωχρή, χωρίς αξία, που πλανάται στον Άδη κι ύστερα εξανεμίζεται και χάνεται.


Τα φιλοσοφικά ρεύματα


Σε φιλοσοφικό επίπεδο η αντίληψη περί θανάτου αλλά κυρίως για την ψυχή έχει μια άλλη διάσταση.

Όπως σημειώνει ο Βλάσης Ρασσιάς, «Σε όλες τις ελληνικές οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές, εκείνο που έχει γίνει εμφανές στο επίπεδο της γήινης ζωής, δίνοντας την ζωή και την κίνηση στις θνητές υπάρξεις, μετά τον βιολογικό θάνατό τους περνάει στην αφάνεια, όπως το έχει όμορφα διατυπώσει ο Παρμενίδης, επιστρέφοντας στα Αθάνατα. Σε αυτό εξαντλεί το ενδιαφέρον της για τα «μετά θάνατον» πράγματα η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, η οποία, αντίθετα από τους διαχειριστές των φοβιών των ανθρώπων, ασχολείται πρωτίστως με, και φυσικά τιμά, την ζωή.

Η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου, επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του εκεί που ανήκει, δηλαδή στο Αιώνιο, το Τέλειο, το Μακάριο, το Φωτεινό».[4]

Η αθανασία της ψυχής


Οι φιλοσοφικές σχολές πίστευαν στην ύπαρξη της ψυχής αλλά είχαν κάπως διαφορετικές οπτικές όσον αφορά το τι εστί ψυχή και ποιες ιδιότητες είχε..

Οι Ορφικοί, οι Πυθαγόρειοι και οι Πλατωνικοί είχαν τέτοιες θέσεις που προσεγγίζουν τη χριστιανική θεώρηση περί ψυχής.[5]

Κοινό έδαφος έχουν αυτές οι οπτικές όσον αφορά το ότι η ψυχή είναι ουσία άυλη, άφθαρτη και αθάνατη, σε αντίθεση με το σώμα που είναι ορατό, σύνθετο, γαιώδες και ανθρώπινο.[6]

Οι Ορφικοί πίστευαν ότι το σώμα να είναι φυλακή της ψυχής, ενώ μιλούσαν επίσης για δικαιοσύνη, ηθική αγνότητα και τιμωρία ή δικαίωση στον άλλο κόσμο.[7]

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρεί ότι ο ορφισμός καταφέρνει να περιφρονήσει τη ζωή ως δώρο Θεού και τον άνθρωπο ως προσωπικότητα και ως δημιούργημα Του με υψηλό σκοπό. Συμπίπτει δηλαδή μέχρι εδώ η ορφική με τη χριστιανική θεώρηση. Ωστόσο ο Χρυσόστομος θεωρεί ότι ο Ορφισμός δεν εκφράζει κάτι το υγιές για το θάνατο και το θεό, αφού υποτιμά τον ίδιο το Θεό με την ιδέα πως η ουσία του θεού, η ψυχή, μεταβιβάζεται σε άλογα όντα.[8]

Ο Επίκουρος και ο Δημόκριτος


Ο Επίκουρος σε αντίθεση με τους προηγούμενους πιστεύει πως και τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά.

Δέχεται τον πλατωνοαριστοτελικό διαχωρισμό της ψυχής σε άλογο ψυχή και σε λογικό.

Όμως διαφέρει από τους άλλους, διότι πιστεύει πως και τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά.

Ο Επίκουρος βασίζεται στην ατομική θεωρία του Δημόκριτου, δηλαδή ερμηνεύει την ψυχή και τον νου ως συμπτώματα, εκδηλώσεις της ύλης και υποστηρίζει ότι η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα. Είναι δε χαρακτηριστικό το ότι θεωρεί πως ο θάνατος είναι ένα τίποτα για τον άνθρωπο, αφού ενόσω ζει αυτός δεν υπάρχει ο θάνατος και όταν ο θάνατος εμφανιστεί δεν θα υπάρχει ο άνθρωπος.[9]

Η ανυπαρξία της ψυχής


Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη οπτική.

Για παράδειγμα ο Πλούταρχος θεωρούσε τις αντιλήψεις για μεταθανάτιες ανταμοιβές ή τιμωρίες «ανόητες δεισιδαιμονίες». «Για όλους τους ανθρώπους ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής προς το επέκεινα, κάνοντας το φόβο πιο μακροχρόνιο από τον βίο, συνδέοντας με το θάνατο την αντίληψη περί κακών αθανάτων, και θεωρώντας  τη στιγμή που απαλλάσσεται από τα δεινά ότι τότε μπαίνει στα βάσανα, που δεν έχουν τελειωμό». Βλ. Πλουτ. «Περί δεισιδαιμονίας» (166F-167Α).

Για το ίδιο θέμα ο Ηράκλειτος έλεγε, πως τα σκυλιά γαυγίζουν σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν∙ το ίδιο ισχύει και για το πρόβλημα του θανάτου, αφού κανένας δεν γνωρίζει περί τίνος πρόκειται. Καθ’ ότι το Σύμπαν – ο Κόσμος δεν αποτελεί δημιούργημα κάποιου θεού, αλλά ήταν, είναι και θα είναι «πυρ αείζωον».


Και οι θεοί έχουν ψυχή…

Μια σημαντική θεώρηση της ελληνικής θρησκείας ήταν πως ψυχή είχαν όλα τα ζωντανά όντα. Άνθρωποι και ζώα. Γι’ αυτό και κάποιες σχολές υποστήριζαν τη μετενσάρκωση ή την μετεμψύχωση.

Αλλά εξίσου σημαντικό ήταν και το ότι πιστευόταν ότι και οι ίδιοι οι θεοί είχαν ψυχή.

Δεν ήταν κάτι υπεράνω, όπως πιστεύουν οι μονοθεϊστικές θρησκείες.

Ψυχή έχουν και οι Θεοί –Αθάνατοι, οι οποίοι εξανθρωπίζονται σε μεγάλο βαθμό, σαν να μην πρόκειται για Θεούς αλλά σαν να πρόκειται για ανώτερες οντότητες, οι οποίες ταυτίζονται με την ψυχή τους και παίρνουν διάφορες μορφές σωμάτων, μέσω των οποίων εκείνη εκφράζεται. Στον Ορφέα, και κατά τους Ορφικούς, οι Θεοί αποκαλύπτουν μια άλλη διάστασή τους, δίνουν φώτιση, εκστασιακές συνδέσεις με το Θείο και ελπίδα για μια άλλη κατάληξη της ψυχής.[10]




[1] Άρτεμις Σκουμπουρδή, «Αθήνα: Μια πόλη μαγική».
[2] Αχέρων. Η ονομασία του ποταμού προέρχεται από ἄχος και σημαίνει τον ποταμό των στεναγμών. Κατά μια άλλη εκδοχή προέρχεται από ρίζα ἀχ της μορφής ἂχη του ἠχέω, που σημαίνει ηχώ, κάνω θόρυβο, και εκ του ρέων.Συνεπώς, πρόκειται για το ποτάμι του οποίου το νερό ρέει με δύναμη, με τρόπο θορυβώδη. (Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη).
[3] Ο μόνος που κατάφερε να περάσει χωρίς να πληρώσει ήταν ο Μένιππος, κατά τον Λουκιανό. «Λουκιανός: “Νεκρικοί Διάλογοι”». Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι η περίπτωση αυτή μοιάζει πολύ με τα χριστιανικά τελώνια, δοκιμασίες που πρέπει να περάσει η ψυχή μέχρι να φτάσει τη λεγόμενη πρόγευση του παράδεισου ή της κόλασης.
[4] https://www.tribune.gr/philosophy.
[5] Αυτός είναι και ο λόγος που ο Χριστιανισμός επικαλείται κυρίως τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, υποστηρίζοντας ότι οι χριστιανικές οπτικές υπήρχαν και προ Χριστού. Άλλωστε οι θεολόγοι θεωρούν τον Σωκράτη ως έναν από τους πρώτους που μίλησαν για το μονοθεϊσμό. Επίσης στο Άγιο Όρος υπάρχουν τοιχογραφίες με τον Σωκράτης και τον Πλάτωνα, χωρίς ωστόσο να περιβάλλονται από φωτοστέφανο όπως συμβαίνει με τους χριστιανούς αγίους.
[6] Πλάτωνος, Φαίδων.
[7] Κι αυτή είναι μία θεώρηση που πέρασε αργότερα και στο Χριστιανισμό.
[8] Βασιλειάδης, Π., Ν. (1986). Το μυστήριο του θανάτου.
[9] Επίκουρου, Επιστολή προς Μενοικέα, Περί Ευτυχίας.
[10] Πανέτσου Μαρία, «Ψυχή, θάνατος και πένθος στην αρχαία Ελλάδα.



Πηγή