Ο γνωστός κυνικός φιλόσοφος ΔΙΟΓΕΝΗΣ περιφερόταν μεσημέρι στο κέντρο των Αθηνών κρατώντας ένα φανάρι και έχοντας συντροφιά ένα σκύλο, φωνάζοντας «άνθρωπο ζητώ», υπονοώντας τη φιλοσοφική έννοια της λέξης «άνθρωπος».
Ο σκύλος απεικονίστηκε σε αγγεία και σε γλυπτά, αναφέρθηκε σε κωμωδία του Αριστοφάνη και σε εγχειρίδια κυνηγιού, υπήρξε...έμπνευση για τη δημιουργία φιλοσοφικής σχολής, χρησιμοποιήθηκε ως σύντροφος, πολεμιστής, για κυνήγι, συνδαιτυμόνας στα γεύματα ενώ πολλές φορές ακολούθησε το κύριο του ακόμα και στο θάνατο. Αναρίθμητες είναι και οι αναφορές του, στους μύθους των προγόνων μας.
Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ απαριθμεί φυλές σκύλων, σύμφωνα με τον τόπο καταγωγής τους, όπως ο της Ηπείρου, της Λακωνίας κ.λπ. Επίσης στο έργο του «Περί ζώων ιστορία» μιλά για Μολοττικούς κύνες και Ινδικούς κύνες που τους περιγράφει ως «βραχυκέφαλους». Περιγράφει, επίσης, λαγωνικά σκυλιά, με πιο «αθλητικό» σώμα που όμως πολλές φορές αναμιγνύονταν με Μολοττικούς και χρησιμοποιούνταν σε κυνήγι μεγάλων θηραμάτων ή σαν πολεμικά σκυλιά.
Ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ στα «Κυνηγετικά», υποστήριζε ότι τα πιο καλά ονόματα είναι τα σύντομα, μονοσύλλαβα ή δισύλλαβα, για να μπορεί κάποιος να τα προφέρει με ευκολία. Κανείς σκύλος δεν θα μπορούσε να έχει για παράδειγμα το όνομα Θρασύβουλος ή Θουκυδίδης! Η σημασία του ονόματος ήταν επίσης σημαντική για το ηθικό τόσο του ιδιοκτήτη όσο και του σκύλου: ονόματα που είχαν σχέση με την ταχύτητα, τη γενναιότητα, τη δύναμη, την εμφάνιση και άλλες αρετές ήταν προτιμητέα. Ο Ξενοφώντας για παράδειγμα φώναζε το σκύλο του Ορμή. Η πιο μεγάλη λίστα με κατάλληλα ονόματα σκύλων σώζεται στο έργο του Ξενοφώντα, 46 στο σύνολο.
Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ αναφέρει ότι ο ποιμενικός σκύλος της Ηπείρου είναι γνωστός από τα Ομηρικά έτη και ήταν ονομαστός για τα καταπληκτικά του χαρίσματα.
Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ στις Σφήκες παραδίδει μια διασκεδαστική περιγραφή του σκύλου του Λάβητου τον οποίον υποπτευόταν να έχει κλέψει ένα κομμάτι τυρί.
Κατά τον ΠΥΘΑΓΟΡΑ «τα ζώα έχουν το προνόμιο να μοιράζονται μαζί μας το δικαίωμα στη ψυχή».
Χαρακτηριστική αναπαράσταση μολοσσών υπάρχει στη σκηνή της Τιτανομαχίας στον αναστηλωμένο Βωμό του Διός στο “Μουσείο της Περγάμου” στο Βερολίνο.
Οι τιμές της αγοράς σκύλων στην Αρχαία Ελλάδα διαμορφώνονταν ανάλογα. Ο Αλκιβιάδης είχε αγοράσει τον περίφημο σκύλο του, που του είχε μάλιστα ακρωτηριάσει την ουρά, στην τιμή των “ἑβδομήκοντα μνῶν”, ποσό σημαντικό για την εποχή εκείνη (Πλούταρχος “Αλκιβιάδης” 9.1).
Ο Μέγας Αλέξανδρος στις εκστρατείες του χρησιμοποιούσε ποιμενικούς σκύλους της Ηπείρου.
Ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος χρησιμοποιούσε τους ποιμενικούς ως πολεμικούς σκύλους.
Ιεροί σκύλοι φυλάσσονταν στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο γιατί πίστευαν ότι θεράπευαν τους ασθενείς γλύφοντας τους. Και ο Ασκληπιός παριστάνονταν καμιά φορά με σκύλο.
Οι γεωργοί έπρεπε να περάσουν τον σκύλο τους μέσα από το καπνό μιας φωτιάς, μια ενέργεια που πίστευαν ότι βοηθάει στον εξαγνισμό και στη προστασία από τις αρρώστιες.
Ο επικός ποιητής Οππιανός (2ος π. Χ. αι.) στην «Κυνολογία» περιγράφει τον ελληνικό ποιμενικό ως τόσο ρωμαλέο που δεν δίσταζε να επιτεθεί σε ταύρους, σε αγριόχοιρους, ακόμη και σε λιοντάρια.
Κυνηγητικοί σκύλοι παριστάνονται σε σικελικά νομίσματα.
Ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος δίνει τα Ελληνικά ονόματα για τα 36 σκυλιά που ανήκαν στον Ακταίωνα, αυτόν τον άτυχο κυνηγό της Ελληνικής μυθολογίας που κατασπαράχθηκε από τους ίδιους τους τετράποδους φίλους του: μερικά από αυτά τα ονόματα είναι Τίγρης, Λαίλαψ και Αρκάς.
Ο σκύλος αποτέλεσε έμπνευση για την ίδρυση της φιλοσοφικής σχολής του Κυνισμού και εκείνων που την ακολούθησαν, γνωστοί ως «κυνικοί φιλόσοφοι». Οι κυνικοί φιλόσοφοι γύριζαν στους δρόμους των Αθηνών ζώντας μιμούμενοι τη ζωή των σκύλων.
Οι αρχαίοι Έλληνες ξεχώριζαν τους σκύλους σε κυνηγετικούς και ποιμενικούς. Οι ποιμενικοί ονομάζονταν «Μολοσσικοί» ή «Μολοσσίδες» από την περιοχή καταγωγής τους, που ήταν η αρχαία ελληνική Μολοσσία (Ήπειρος). Ο Μολοσσός της Ηπείρου, όπως μας έχει παραδοθεί από την ιστορία, απεικονίζεται στον «ανδριάντα της Ολυμπιάδος» (που βρίσκεται στη Φλωρεντία) καθώς επίσης και στο επιτύμβιο του Κεραμεικού (4ος π.Χ αιώνας). Και στα δύο αυτά γλυπτά ο Μολοσσός της Ηπείρου εμφανίζεται λυκοειδής και με όρθια αυτιά, με κοντό τρίχωμα και μακρύτερο γύρω από το λαιμό, σαν χαίτη.
Υπήρχαν επίσης οι πολεμισταί κύνες, οι άθλοι των οποίων αναφέρονται σε περιγραφές μαχών όπως του Μαραθώνα, της Μαντινείας κ.ά.. Ο ζωγράφος Μίκων τίμησε το σκύλο που συνόδευε τον Αθηναίο κύριό του στη μάχη του Μαραθώνα, απεικονίζοντάς τον μεταξύ των καλύτερων Ελλήνων πολεμιστών.
Δύο εγχειρίδια κυνηγιού της αρχαίας Ελλάδας που σώζονται σήμερα, είναι γραμμένα από δύο Έλληνες ιστορικούς, τον Ξενοφώντα και τον Αρριανό, και έχουν αρκετές πληροφορίες και συμβουλές για τη σωστή ανατροφή των κυνηγόσκυλων. Ο Αρριανός, που έγραψε και τη βιογραφία του Μ. Αλεξάνδρου, αναφέρει ότι ένας πρέπει να χαϊδεύει το σκύλο του, ιδιαίτερα στο κεφάλι, να τραβάει προς τα πίσω μαλακά τα αυτιά του και να αναφέρει το όνομά του μαζί με μία-δύο εγκάρδιες κουβέντες “Μπράβο σου! Καλό κορίτσι” για να το ενθαρρύνουν. Έτσι και αλλιώς σημειώνει ο Αρριανός «και στα σκυλιά αρέσουν οι έπαινοι, όπως και στους ανθρώπους ευγενικής καταγωγής.»
Μύθοι και ξακουστοί σκύλοι
Σύμφωνα με ένα μύθο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, ο σκύλος εξημερώθηκε από τον Απόλλωνα, που τον δώρισε στην αδελφή του την Άρτεμη για να τη συντροφεύει στο κυνήγι (κυνήγι= κύναν άγω).
Ο ποιητής Νίκανδρος (3ος αι. π.Χ.) αναφέρει ότι οι ηπειρωτικοί σκύλοι, μεγαλόσωμοι και δυνατοί, πλάστηκαν από το θεό της φωτιάς, τον Ήφαιστο. Ένας από τους μύθους που αφορούν το σκύλο, αναφέρει ότι ο σκύλος είναι αναπαραγωγή του Κέρβερου, την οποία επέτυχε ο εγγονός του Αχιλλέα ονόματι Μολοσσός. Γι’ αυτόν το λόγο και η Εκάτη συντροφευόταν πάντα από μαύρα σκυλιά ονόματι «Μολοσσοί». Η αρχαία ονομασία των κατοίκων της Ηπείρου είναι Μολοσσοί.
Άλλος μύθος αναφέρει ότι ο σκύλος είναι δημιούργημα του θεού Ηφαίστου, τον οποίο ο θεός Απόλλωνας εξημέρωσε και τον έκανε δώρο στην αδελφή του θεά Αρτέμιδα για να τη συντροφεύει στο κυνήγι της.
Η μυθική κυνηγός Αταλάντη φώναζε το σκύλο της Αύρα. Σε ένα αρχαίο Ελληνικό αγγείο του 560 π.Χ. απεικονίζεται η Αταλάντη και άλλοι ήρωες μαζί με τα κυνηγόσκυλά τους κυνηγώντας τον περίφημο Καλυδώνιο Κάπρο. Πάνω στο αγγείο ο αγγειογράφος κατέγραψε τα ονόματα επτά σκύλων: Ορμένος, Μεθέπων, Εγέρτης, Κόραξ, Μάρψας, Λάβρος και Εύβολος.
Άργος ο σκύλος του Οδυσσέα
Ο Όμηρος στην Οδύσσεια (ραψωδία ρ΄290-327), περιγράφει το γνωστό και συγκινητικό περιστατικό του θανάτου του σκύλου του Οδυσσέα που ονομαζόταν Άργος τη στιγμή που αναγνωρίζει τον αφέντη του ντυμένο ζητιάνο, που γύρισε μετά από 20 έτη απουσίας.
Kι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν,
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ’ αυτιά και το κεφάλι του –
ο Άργος του καρτερικού Οδυσσέα! Tον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα
αναχώρησε να πάει στην άγια Tροία.
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ’ αυτιά και το κεφάλι του –
ο Άργος του καρτερικού Οδυσσέα! Tον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα
αναχώρησε να πάει στην άγια Tροία.
Tα πρώτα χρόνια οι νιούτσικοι τον έβγαζαν κυνήγι,
και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Mετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ’ όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν
το μέγα τέμενός του.
Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ’ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.
Kι όμως, αναγνωρίζοντας τον Οδυσσέα στο πλάι του,
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ’ αυτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του,
σκούπισε ένα δάκρυ – από τον Eύμαιο κρυφά,
για να τον ξεγελάσει. Ύστερα μίλησε ρωτώντας:
«Eύμαιε, τι παράξενο· τέτοιο σκυλί μες στις κοπριές να σέρνεται.
Φαίνεται η καλή του ράτσα. Δεν ξέρω ωστόσο και γι’ αυτό
ρωτώ· εξόν από την ομορφιά, ήταν και γρήγορο στο τρέξιμο;
ή μήπως έτσι, σαν τους άλλους σκύλους που τριγυρίζουν
στα τραπέζια των αντρών, και τους κρατούν οι άρχοντες
μόνο για το καμάρι τους;»
Kαι τότε, Eύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Ω ναι, ετούτο το σκυλί σ’ αυτόν ανήκει που αφανίστηκε
πέρα στα ξένα. Aν είχε ακόμη το σκαρί, αν είχε και την αντοχή,
όπως ο Οδυσσέας το άφησε, μισεύοντας στην Tροία,
βλέποντας θα το θαύμαζες και για τη γρηγοράδα
και για την αλκή του· που κυνηγώντας, δεν του ξέφευγε
κανένα αγρίμι, βαθιά χωμένο στο δάσος το βαθύ –
ξεχώριζε πατώντας πάνω στα πατήματά του.
Tώρα το πλάκωσε η μιζέρια, αφότου χάθηκε το αφεντικό του
μακριά από την πατρίδα του, κι αδιάφορες οι δούλες
αφρόντιστο το αφήνουν.
Ξέρεις, οι δούλοι, σαν τους λείψει το κουμάντο των αρχόντων,
δεν θέλουν πια να κάνουν τη στρωτή δουλειά τους.
Γιατί κι ο Δίας, που το μάτι του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
τη μισή αρετή, απ’ τη στιγμή που θα τον βρεί
η μέρα της σκλαβιάς.»
Mιλώντας πια προχώρησε στα ωραία δώματα,
και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες.
Αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια
περασμένα, τον Οδυσσέα.
και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Mετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ’ όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν
το μέγα τέμενός του.
Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ’ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.
Kι όμως, αναγνωρίζοντας τον Οδυσσέα στο πλάι του,
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ’ αυτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του,
σκούπισε ένα δάκρυ – από τον Eύμαιο κρυφά,
για να τον ξεγελάσει. Ύστερα μίλησε ρωτώντας:
«Eύμαιε, τι παράξενο· τέτοιο σκυλί μες στις κοπριές να σέρνεται.
Φαίνεται η καλή του ράτσα. Δεν ξέρω ωστόσο και γι’ αυτό
ρωτώ· εξόν από την ομορφιά, ήταν και γρήγορο στο τρέξιμο;
ή μήπως έτσι, σαν τους άλλους σκύλους που τριγυρίζουν
στα τραπέζια των αντρών, και τους κρατούν οι άρχοντες
μόνο για το καμάρι τους;»
Kαι τότε, Eύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Ω ναι, ετούτο το σκυλί σ’ αυτόν ανήκει που αφανίστηκε
πέρα στα ξένα. Aν είχε ακόμη το σκαρί, αν είχε και την αντοχή,
όπως ο Οδυσσέας το άφησε, μισεύοντας στην Tροία,
βλέποντας θα το θαύμαζες και για τη γρηγοράδα
και για την αλκή του· που κυνηγώντας, δεν του ξέφευγε
κανένα αγρίμι, βαθιά χωμένο στο δάσος το βαθύ –
ξεχώριζε πατώντας πάνω στα πατήματά του.
Tώρα το πλάκωσε η μιζέρια, αφότου χάθηκε το αφεντικό του
μακριά από την πατρίδα του, κι αδιάφορες οι δούλες
αφρόντιστο το αφήνουν.
Ξέρεις, οι δούλοι, σαν τους λείψει το κουμάντο των αρχόντων,
δεν θέλουν πια να κάνουν τη στρωτή δουλειά τους.
Γιατί κι ο Δίας, που το μάτι του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
τη μισή αρετή, απ’ τη στιγμή που θα τον βρεί
η μέρα της σκλαβιάς.»
Mιλώντας πια προχώρησε στα ωραία δώματα,
και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες.
Αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια
περασμένα, τον Οδυσσέα.
Οδύσσεια, ρ 290-327, σε μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη
Άργος: Tο όνομα του σκύλου από το αρχαίο επίθετο αργός (> εν-αργής > ενάργεια* | άργυρος), που έχει δύο σημασίες: γρήγορος και λαμπερός (καθώς η γρήγορη κίνηση παράγει αστραφτερή λάμψη)· αργοί κύνες: ταχύποδα σκυλιά (τα κυνηγόσκυλα). Tο νεότερο επίθετο αργός < άεργος: ο μη εργαζόμενος, οκνηρός, νωθρός·
Οι σκύλοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Υπάρχουν ενδείξεις πως ο Μ. Αλέξανδρος όσο ζούσε στην Πέλλα ήταν κάτοχος μιας θηλυκής σκυλίτσας (Μολοττικός κύων). Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του αγόρασε για 100 μνες τον ινδικό του σκύλο Περίτα, που «η γενιά του κρατούσε από λιοντάρι».
Το όνομα Περίτας φαίνεται να προέρχεται από την μακεδονική λέξη για τον Ιανουάριο. Από άλλους λέγεται ότι το όνομα το έδωσε ο Αλέξανδρος από την λέξη περιττός = εξαιρετικός. Σε μια μάχη με τους στρατιώτες του Δαρείου του Γ΄, δεν είχε χρόνο να αντιμετωπίσει έναν ελέφαντα που τον πλησίαζε επιθετικά. Ο Περίτας, τότε, έτρεξε και δάγκωσε τον ελέφαντα και με αυτόν τον τρόπο έσωσε τον Αλέξανδρο από βέβαιο θάνατο. Στη μνήμη του ο Αλέξανδρος ίδρυσε πόλη στην Πενταποταμία της βορειοδυτικής Ινδίας (σημ. Punjab). Έναν άλλο σκύλο παιονικής καταγωγής, με το όνομα Τρίακος, είχε δωρίσει στον Αλέξανδρο ο σατράπης της Παιονίας. Τέλος ο Αλέξανδρος θέσπισε και νόμο για την προστασία των ζώων.
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι ο σκύλος αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητας των αρχαίων ελλήνων. Οι οποίοι, τον τίμησαν τοποθετώντας τον ακόμα και στο σύμπαν (αστερισμός του κυνός), εκφράζοντας έτσι τον σεβασμό τους για το ζώο.
Στη σύγχρονη εποχή αν και ο σκύλος παραμένει γύρω μας, τα περιστατικά κακοποίησης και εγκατάλειψης του είναι καθημερινό φαινόμενο. Από τη μεριά μας θα πρέπει όχι απλά να εναντιωθούμε θεωρητικά σε τέτοια φαινόμενα αλλά να αντιδράσουμε δραστικά, εφαρμόζοντας και τηρώντας τους νόμους περί φιλοζωίας και ενημερώνοντας καθημερινά τους συμπολίτες μας για τις αρετές και τη πρέπουσα αντιμετώπιση του καλύτερου φίλου του ανθρώπου. Του σκύλου.
Τα παιδιά που έχουν κατοικίδια ζώα έχουν την ευκαιρία για μάθηση, για ανάπτυξη της συναισθηματικής τους νοημοσύνης, για ανάπτυξη του αισθήματος της ευθύνης και για περισσότερη σωματική άσκηση. Επίσης έχει παρατηρηθεί ότι αυτά έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση και αισθήματα κοινωνικής ευθύνης. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της συναισθηματικής Νοημοσύνης σύμφωνα μα τον Goleman είναι η «ενσυναίσθηση» δηλαδή η ικανότητα του ατόμου να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί τα συναισθήματα του άλλου. Ο σκύλος επειδή είναι ένα ζώο πολύ επικοινωνιακό προσφέρει μιαν εξαιρετική ευκαιρία για την ανάπτυξη της «ενσυναίσθησης» στο παιδί.
Τα παιδιά αγαπούν ιδιαιτέρως τα ζώα και παρότι έχουν εντελώς διαφορετικές γλώσσες, μεταξύ τους επικοινωνούν θαυμάσια. Ένα ζωάκι είναι ένας εξαιρετικά υπομονετικός ακροατής, ένας συμπαίκτης με ιδιαίτερα ευχάριστα γνωρίσματα: δεν κρίνει, δεν διακόπτει, δεν παρεμβαίνει σε καμία ιστορία που ένα παιδί του αφηγείται, δείχνει πάντα κατανόηση σε σε μία δύσκολη στιγμή του παιδιού.
Το προστατεύει, το συντροφεύει και συμμαχεί σιωπηλά με αυτό. Είναι ένας σπουδαίος σύμμαχος στην ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης του παιδιού, που δεν θα το προδώσει ποτέ!