Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Μακεδονικό Ζήτημα: Ιστορία και πραγματικότητες

Το θέμα της ονομασίας του γειτονικού κρατιδίου των Σκοπίων αποτελεί ένα χρονίζον και δυσεπίλυτο ζήτημα, τμήμα μονάχα του λεγόμενου Μακεδονικού Ζητήματος που αφορά όλα τα νότια βαλκανικά κράτη εδώ και 150 περίπου χρόνια.

Τους τελευταίους 1-2 μήνες επανήλθε και πάλι στο πολιτικό και διπλωματικό προσκήνιο η συζήτηση για την επίλυση της ονομασίας, που απασχολεί έντονα τους Έλληνες πολίτες και ιδιαίτερα τους κατοίκους της περιοχής της Μακεδονίας.

Οι πάσης φύσεως  πολιτικάντηδες και δημοσιογράφοι που εκφέρουν δημόσια άποψη για το ζήτημα, κατά κανόνα δεν έχουν ιδέα για την ιστορική διάσταση του θέματος και απλά κινητοποιούνται για ψηφοθηρικούς, οικονομικούς ή ιδεοληπτικούς λόγους. Πιστεύουν ότι το πρόβλημα ξεκίνησε το 1991 ή το 1944.



Γενικά, το ζήτημα της ονομασίας ήταν ανέκαθεν το ιδανικό πεδίο δράσης για μια μεγάλη και πολυπληθή γκάμα ανθρώπων: πατριδοκάπηλους και πατριδέμπορους, διεθνιστές, φανατικούς εθνομηδενιστές και απάτριδες, απατεώνες που προσπαθούν να προωθήσουν τα οικονομικά συμφέροντα των εταιρειών τους και πραγματικούς εθνοπροδότες με την απόλυτα κυριολεκτική έννοια.

Θέλοντας να πιστεύουμε ότι δεν εκπροσωπούμε κανέναν από τους παραπάνω καριερίστες, θεωρήσαμε σκόπιμο να καταθέσουμε μια άποψη όχι ως ειδικοί πολιτικοί επιστήμονες ή ιστορικοί, αλλά ως απλοί ευαισθητοποιημένοι πολίτες, ως Έλληνες και Μακεδόνες ταυτόχρονα.

Τα Ιστορικά Καστοριάς καταπιάνονται συνήθως με ιστορικά και όχι πολιτικά ή θέματα επικαιρότητας. Στην προκειμένη περίπτωση θα προέκυπτε ένα βάρος συνείδησης αν δεν καταθέταμε δυο λόγια, καθώς ασχολούμαστε περίπου 10 χρόνια με το διάβασμα και την ενημέρωση πάνω στα ζητήματα που αφορούν τη Μακεδονία, όπως και την έρευνα και τη συγγραφή ιστορικών θεμάτων για ένα τμήμα της, την Καστοριά.

Απαραίτητο είναι να παρατεθούν μερικά πραγματικά ιστορικά στοιχεία που αφορούν διαχρονικά τον μακεδονικό χώρο:

Αρχαιότητα


Οι αρχαίοι Μακεδόνες (αρχικά Μακεδνοί, αρχαία ελληνική λέξη με πρώτο συνθετικό το πρόθεμα μακ που δήλωνε απόσταση ή ύψος, δηλαδή Μακεδόνες = ψηλοί ή ορεσίβιοι άνθρωποι) ήταν ένα δωρικό φύλο που εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Πίνδου κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. μαζί με άλλα πρωτοελληνικά φύλα. Οι Αργεάδες, ο αρχοντικός οίκος των Μακεδόνων, συγκροτήθηκαν στην περιοχή Μάκετα, όπως συμφωνούν όλοι σχεδόν οι αρχαίοι συγγραφείς (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Διόδωρος Σικελιώτης, Μαρσύας Μακεδών, Αππιανός). Η Μάκετα ταυτίζεται με την μεταγενέστερη αρχαία Ορεστίδα, δηλαδή την ευρύτερη περιοχή της σύγχρονης Καστοριάς.


Οι αρχαίοι Ορέστες (ελληνικό ηπειρώτικο φύλο),  εκτόπισαν τους Μακεδόνες στην περιοχή του κάτω ρου του Αλιάκμονα ποταμού, δηλαδή τις σύγχρονες περιοχές της Ημαθίας, Πιερίας και Πέλλας, όπου ίδρυσαν το Μακεδονικό Βασίλειο με τον Περδίκκα Α’ και έχτισαν τις περίλαμπρες πόλεις Αιγές και Πέλλα. Στην Αρχαιότητα ως Κάτω Μακεδονία θεωρούνταν η πεδινή έκταση της σημερινής Περιφ. Κεντρ. Μακεδονίας και ως Άνω Μακεδονία η ορεινή έκταση της σημερινής Περιφ. Δυτ. Μακεδονίας.

Στα μέσα του 4ου π.Χ αι. ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ (φίλος + ίππος) επεκτείνει την κυριαρχία του στην Άνω Μακεδονία. Η αρχαία Μακεδονία στα χρόνια του δεν κάλυπτε παρά ελάχιστο νότιο τμήμα της σημερινής FYROM. Παραδοσιακοί εχθροί των Μακεδόνων ήταν οι Έλληνες Μολοσσοί της Ηπείρου και τα μη ελληνικά φύλλα των Ιλλυρίων, των Παιόνων, των Δαρδάνων και των Θρακών που ζούσαν στις περιοχές της σημερινής Αλβανίας, FYROM και Βουλγαρίας.

Ο Μέγας Αλέξανδρος (αλέξω + ανηρ = αυτός που αποκρούει τους άνδρες - εχθρούς) επεκτείνει την κυριαρχία αρχικά στη νότια Ελλάδα και έπειτα σε ένα τεράστιο τμήμα της Βαλκανικής και της Μικρασιατικής Χερσονήσου, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία και την Περσία μέχρι την Ινδία. Όλες αυτές οι περιοχές δεν έγιναν Μακεδονία, απλά κατακτήθηκαν από το Βασίλειο των Μακεδόνων. Παρομοίως, η πόλη-κράτος της Αθήνας είχε κατακτήσει ουσιαστικά ολόκληρο το Αιγαίο πρωτύτερα, αλλά δεν νομίζουμε να ονομάζει κανείς το Αιγαίο ως Αθήνα.

Δεν υπάρχει παγκοσμίως κανένας σοβαρός ιστορικός (πλην των Σκοπιανών) που να μην αποδέχεται το γεγονός ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν ελληνικό φύλο. Η γλώσσα που μιλούσαν ήταν μια ελληνική διάλεκτος, όλα τα γνωστά ονόματα και οι επιγραφές που βρέθηκαν ήταν γραμμένες στην ελληνική γλώσσα. Δεν υπήρξε ποτέ καμία φανταστική αρχαία μακεδονική γλώσσα.

Η θρησκεία των αρχαίων Μακεδόνων ήταν το δωδεκάθεο, η μυθολογία επίσης ταυτίζονταν με αυτή στο νότιο ελληνικό χώρο, ενώ η συμμετοχή των Μακεδόνων στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν αφήνει περιθώρια για το πως τους αντιμετώπιζαν οι υπόλοιποι Έλληνες.

Το πιο παιδαριώδες επιχείρημα της σύγχρονης προπαγάνδας των Σκοπίων είναι ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, καθώς υπέταξαν με πόλεμο τους υπολοίπους, πράγμα που φυσικά γινόταν κατά κανόνα μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών, συμπολιτειών και βασιλείων. Χιλιοειπωμένο είναι το χωρίο του Στράβωνα στα Γεωγραφικά του «Ἔστι μὲν οὖν Ἑλλὰς καὶ ἡ Μακεδονία».


Ρωμαιο-βυζαντινή Περίοδος


Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση  κατά τον 2ο αι. π.Χ. η περιοχή που θεωρούνταν μέχρι τότε Μακεδονία έπαψε να υφίσταται και η έννοια της Μακεδονίας εκφυλίστηκε στον προσδιορισμό μιας μεγάλης ρωμαϊκής επαρχίας που κάλυπτε από την Ανδριατική μέχρι τον Νέστο στη Θράκη και από τον Σπερχειό μέχρι την πόλη των Σκοπίων. Μετά από 450 χρόνια ο Διοκλητιανός  αποκόλλησε την Ήπειρο και χώρισε την Επαρχία της Μακεδονίας σε Macedonia Prima (περίπου η αρχαιοελληνική Μακεδονία) και Macedonia Secunda ή Salutaris (τα παλιά εδάφη των Παιόνων και Δαρδάνων στη σημερινή FYROM).

Στα Πρωτοβυζαντινά και Μεσοβυζαντινά χρόνια, στην περιοχή της Μακεδονίας εισβάλλουν κάθε λογής βόρεια, κεντροασιατικά και ανατολικά φύλα: Γότθοι, Ούννοι, Άβαροι, Άραβες, Σαρακηνοί, Πετσενέγγοι, Πρωτο-βούλγαροι και Σλάβοι.

Οι επιδρομές των πρώτων έγιναν με τρομερή ορμή, αλλά δεν είχαν μεγάλη διάρκεια. Πολύ σύντομα, οι μάλλον τουρκικής προέλευσης Πρωτο-βούλγαροι συγχωνεύθηκαν με τους αυτόχθονες Θράκες και μερικές σλαβικές φυλές και δημιούργησαν το σλαβικό βουλγαρικό έθνος, αιώνιο εχθρό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Αντίθετα, η πλημμυρίδα των Πρωτο-σλαβικών φύλων (Βαϊουνίτες, Βερζήτες, Δραγουβήτες, Σαγουδάτες, Στρουμιάνοι κλπ.) εγκαταστάθηκαν εν ολίγης ειρηνικά σε ολόκληρο τον νοτιοβαλκανικό χώρο, σχηματίζοντας συμπαγείς νησίδες (σκλαβηνίες) ως υποτελείς του Βυζαντινού Κράτους. Αυτοί δέχθηκαν τον Χριστιανισμό και υιοθέτησαν το κυριλλικό αλφάβητο που δημιούργησαν οι Βυζαντινοί Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος.

Κατά τον 7ο αι. μ.Χ., η Ειρήνη η Αθηναία δημιούργησε το Θέμα Μακεδονίας με έδρα την Ανδριανούπολη περίπου στη σημερινή Δυτική Θράκη, σε περιοχή που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που μέχρι τότε ονομάζονταν Μακεδονία (Θέματα Θεσσαλονίκης και Στρυμώνος).

Κατά τον 11ο αι. το Θέμα Μακεδονίας θα συγχωνευτεί με αυτό της Θράκης και θα χαθεί για πολλούς αιώνες η λέξη. Συμπερασματικά, η λέξη Μακεδονία για 1200 περίπου χρόνια από τη Ρωμαϊκή στη Μεσοβυζαντινή Εποχή ήταν διοικητικός τίτλος διαφόρων εκτεταμένων περιοχών. Τα παράγωγά της ποτέ δεν αφορούσαν κάποιο έθνος ή ιδιαίτερη γλώσσα.

Στην Ύστερη Βυζαντινοκρατία στη Μακεδονία εισβάλλουν Νορμανδοί, Λατίνοι, Σέρβοι και Αλβανοί, οι οποίοι ανταγωνίζονται τα διασπασμένα βυζαντινά κρατίδια μέχρι την κατάκτηση από τους Οθωμανούς Τούρκους. Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλει ότι καθ’ όλη τη Βυζαντινή Περίοδο στον αρχαίο ελληνο-μακεδονικό χώρο εγκαταστάθηκαν και έζησαν για αιώνες πολλά εθνολογικά φύλα, μερικά από τα οποία εξαφανίστηκαν γρήγορα και άλλα επικράτησαν με πολλές συγχωνεύσεις, όπως οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι.

Προφανώς, υπήρχαν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων (Μακεδόνων, Ηπειρωτών, Θεσσαλών, Αθηναίων, Αιτωλών, Θηβαίων, Σπαρτιατών κλπ.) σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, όπως και απόγονοι των αρχαίων Ιλλυρίων, Θρακών, Παιόνων και Δαρδάνων βορειότερα, οι οποίοι συγχωνεύθηκαν σε κάποιο αδιευκρίνιστο βαθμό με τους κατερχόμενους Σλάβους.

Αυτό δεν μετατρέπει φυσικά κανέναν Σλάβο σε εθνικά Έλληνα, Μακεδόνα ή Παίονα, πάλι παραμένει εθνολογικά, γλωσσολογικά και πολιτισμικά Σλάβος. Βέβαια, δεν αναφερόμαστε ποτέ για DNA, με τόσες επιμιξίες είναι αδύνατο, ανώφελο και ανόητο να διαχωρίζεις έθνη βάσει του DNA.


Οθωμανική Περίοδος


Για περισσότερα από 450 έτη της οθωμανικής κατάκτησης η λέξη Μακεδονία δεν χρησιμοποιούνταν σχεδόν καθόλου. Όχι μόνο σαν εθνικό ή γλωσσολογικό προσδιορισμό, αλλά ούτε και σαν γεωγραφική περιοχή καταγωγής κάποιου. Ήταν σχεδόν άγνωστη λέξη. Μονάχα στο β’ μισό του 19ου αι. άρχισε να εμφανίζεται σε εθνολογικούς χάρτες δυτικοευρωπαίων και βαλκάνιων περιηγητών και εθνογράφων.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πλέον κατέρρεε και όλοι οι επίδοξοι διαμοιραστές των κομματιών άρχισαν να επιδίδονται αρχικά σε έναν ανηλεή διπλωματικό - εκπαιδευτικό πόλεμο και αργότερα σε πραγματικό (Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι).

Ο ρωσικά υποκινούμενος Πανσλαβισμός των αρχών του 19ου αι. οδήγησε στην εθνική αφύπνιση Βουλγάρων και Σέρβων που διεκδικούσαν το μερίδιό τους στη Μακεδονία και την έξοδο στο Αιγαίο. Αντίστοιχα, οι Έλληνες στράφηκαν προς Βορρά ώστε να επεκτείνουν το μικρό κράτος τους και να συμπεριλάβουν υπόδουλους ελληνικούς πληθυσμούς.

Εντύπωση προκαλεί σε όποιον ασχοληθεί ουσιαστικά με το ζήτημα, η νέα εφεύρεση της λεγόμενης «σύγχρονης Μακεδονίας» στους εθνολογικούς χάρτες του 19ου αι. που καλύπτει πλέον περιοχές που δεν ταυτίζονται ούτε με την αρχαία, ούτε με τη ρωμαϊκή, ούτε με τη βυζαντινή Μακεδονία.

Εθνικοί επεκτατισμοί και βλέψεις συμπεριέλαβαν νέες περιοχές στη Μακεδονία κατά το δοκούν: εκτός από τα Βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου που κάλυπταν ολόκληρη την αρχαία Μακεδονία κρίθηκε σκόπιμο να συμπεριληφθεί πλέον και ένα μεγάλο τμήμα του Βιλαετιού Κοσσυφοπεδίου που κάλυπτε τότε τη σημερινή βόρεια FYROM και τμήμα του Κοσόβου.

Η εθνολογική σύσταση των χαρτών επίσης είναι ένα ακόμη εντυπωσιακό στοιχείο του εθνικιστικού κλίματος που επικρατούσε στα τέλη του 19ου αι., ανάλογα την εθνικότητα του χαρτογράφου. Όλοι σχεδόν οι δεκάδες χάρτες της εποχής, συμπεριλαμβανομένων και των ευρωπαϊκών, μιλούν για Έλληνες, Βουλγάρους, Τούρκους (Μουσουλμάνους) και Βλάχους στη Μακεδονία.

Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι σέρβικης έμπνευσης χάρτες οι οποίοι προκειμένου να περιορίσουν τον βουλγαρικό πληθυσμό της Μακεδονίας, μιλούν για πρώτη φορά για Μακεδόνες Σλάβους. Μετά τον Ρωσο-τουρκικό Πόλεμο του 1878, η νικήτρια Ρωσία επιβάλλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τη δημιουργία ενός τεράστιου Βουλγαρικού Κράτους που περιλαμβάνει σχεδόν όλη τη «σύγχρονη Μακεδονία» (Συνθήκη Αγ. Στεφάνου). Η Συνθήκη ανακλήθηκε σύντομα λόγω των αντιδράσεων των Δυτικών Δυνάμεων (Συνέδριο Βερολίνου).

Λίγο πριν το 1900, το κλίμα δυναμιτίστηκε πολύ έντονα στη Μακεδονία, οπότε έχουμε την οργάνωση βουλγαρικών παραστρατιωτικών οργανώσεων (ΒΜΡΟ ή ΕΜΕΟ) σε εποχή που το Ελληνικό Κράτος αδρανούσε.

Οι Βερχοβιστές (Βούλγαροι που ήθελαν προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία), οι Σεντραλιστές (Βούλγαροι της Μακεδονίας που ήθελαν αυτονομία της Μακεδονίας υπό τη βουλγαρική προστασία) και οι Φεντεραλιστές (Βούλγαροι της Μακεδονίας με ακραία αναρχοσοσιαλιστικά στοιχεία που ήθελαν πλήρη αυτονομία στα πλαίσια μιας μεγάλης βαλκανικής σοσιαλιστικής συνομοσπονδίας) οργάνωσαν ένοπλες ομάδες που στράφηκαν εναντίον Οθωμανών και Ελλήνων.

Η περίφημη Εξέγερση του Ίλιντεν το 1903 υποστηρίχθηκε μεταγενέστερα από τη γιουγκοσλαβική προπαγάνδα ότι αποτέλεσε την εθνογένεση του μακεδονικού έθνους. Με άλλα λόγια, μια αποτυχημένη και υποκινούμενη τοπική εξέγερση μερικών χιλιάδων στη Μακεδονία που διήρκεσε ένα μήνα γέννησε ένα έθνος! Παρανοϊκοί ισχυρισμοί που μπορούσαν να καταρριφθούν εύκολα και άμεσα αν ενεργοποιούνταν το Ελληνικό Κράτος και δεν χρόνιζαν.

Οι εθνικοί ήρωες της FYROM Γκρούεφ, Ντέλτσεφ και Σαντάνσκι ήταν μορφωμένοι βούλγαροι επαναστάτες, που είτε αντιτίθονταν στην καταπίεση των Οθωμανών είτε στη δεσποτεία των Βουλγάρων μοναρχών, ήταν πολιτικοί σεπαρατιστές (διαχωριστές) και όχι αλλοεθνείς με τους Βουλγάρους.


Α’ μισό 20ου αι.


Πριν τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο του 1912 είχαν ολοκληρωθεί οι διμερείς συμφωνίες μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας με αντικείμενο το διαχωρισμό των δυνητικά απελευθερούμενων εδαφών της Μακεδονίας, οι οποίες κατέληξαν στη διατύπωση ότι κάθε σε κάθε κράτος θα ανήκουν τα εδάφη που απελευθερώνει.

Μια μιλιταριστική πρακτική που αδιαφορούσε για την κατανομή των κατοίκων που ζούσαν τότε στη Μακεδονία. Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το Πρωτόκολλο των Αθηνών του 1913 που υπογράφηκε μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας και προέβλεπε κοινά σύνορα μεταξύ των δύο χωρών και αλληλοβοήθεια σε περίπτωση πολέμου με τη Βουλγαρία.

Χωρίς αμφιβολία, οι τελικοί ευνοημένοι των Βαλκανικών Πολέμων ήταν η Σερβία που κατέκτησε τα σημερινά εδάφη της FYROM, όπου ζούσαν κυρίως Βούλγαροι, Αλβανοί και Τούρκοι, αλλά και οι Έλληνες που παρά τις μικρότερες στρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν το μεγαλύτερο τμήμα της τότε εννοούμενης Μακεδονίας, όπου ζούσαν κυριως Έλληνες, Βούλγαροι και Τούρκοι. Τα σύνορα στη Μακεδονία παγιώθηκαν το 1913 και ισχύουν μέχρι σήμερα.

Από τη στιγμή που τα σημερινά εδάφη της FYROM, όπου τη μεγάλη πλειοψηφία αποτελούσαν άτομα με βουλγαρική εθνότητα και γλώσσα, ξεκίνησε ο έντονος και συνεχής εκσερβισμός των πληθυσμών. Πατέρας του σύγχρονου «Μακεδονισμού» των Σλάβων θεωρήθηκε στον Μεσοπόλεμο ο αμφιλεγόμενος διεθνώς, φιλόλογος και γλωσσολόγος Κρστε Μισίρκωφ, που τροποποίησε τη διάλεκτο που μιλιόταν στη Μακεδονία, προσθέτοντας πολλούς εκσερβισμούς.

Η μεταγενέστερα εννοούμενη σλαβομακεδονική γλώσσα είναι ουσιαστικά η κωδικοποίηση των δυτικών διαλέκτων της βουλγαρικής γλώσσας, η παραλλαγή της γραφής και ο μερικός εκσερβισμός της. Δεν αποτελεί ξεχωριστή γλώσσα.

Οι Βούλγαροι μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους συνέχισαν όπως ήταν φυσικό να έχουν βλέψεις προς τη Μακεδονία, καθώς εθνολογικά βουλγαρικοί πληθυσμοί είχαν περικλειστεί στο Σερβικό Κρατός και σε μικρότερο βαθμό στο Ελληνικό Κράτος. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η νίκη των δυνάμεων της Αντάντ έναντι των Κεντρικών Δυνάμεων στο επονομαζόμενο Μακεδονικό Μέτωπο, ισχυροποίησε ακόμη περισσότερο τη θέση της Ελλάδας και της Σερβίας στο θέμα της Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι, οι παραδοσιακοί διεκδικητές της Μακεδονίας (όχι φυσικά οι Σέρβοι), ατύχησαν να βρεθούν για δεύτερη φορά με τους ηττημένους και να χάσουν την περισσότερη επιρροή τους στη Μακεδονία. Μάλιστα, μετά τις Συνθήκες του Νεϊγύ (1919) και των Σεβρών (1920) η Βουλγαρία χάνει και άλλα εδάφη υπέρ της Σερβίας και της Ελλάδας, ενώ με την εθελούσια ανταλλαγή πληθυσμών εγκαταλείπουν την Μακεδονία 90000 Βούλγαροι.

Στον Μεσοπόλεμο η σημερινή FYROM ανήκει στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (1919-1922) με το όνομα Επαρχία (Ποκράϊνε) της Νότιας Σερβίας. Το διάστημα 1922-1929 το βασίλειο χωρίζεται σε μικρότερες διοικητικές περιφέρειες (Όμπλαστ),καμία από τις οποίες δεν έχει το όνομα Μακεδονία. Τα εδάφη της σημερινής FYROM καλύπτουν οι Περιφέρειες Σκοπίων, Μπρεγκάλνιτσα και Μπίτολα.

Το 1929 το βασίλειο μετονομάζεται σε Γιουγκοσλαβία και εμφανίζεται ένας νέος διοικητικός διαχωρισμός σε μεγαλύτερες περιφέρειες (Μπανόβινα), που όλες τους πήραν «ουδέτερα» ονόματα ποταμών (1929-1941), καθώς οι γιουγκοσλάβοι βασιλείς ήθελαν ένα ενιαίο κράτος και όχι εθνοτικούς διαχωρισμούς Σέρβων, Κροατών, Σλοβένων, Βουλγάρων και Αλβανών στο εσωτερικό της χώρας. Έτσι, τα εδάφη της FYROM πήραν την ονομασία Βαρντάρσκα Μπανόβινα, λόγω του ποταμού Βαρντάρ (Αξιού).

Τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα πολλοί ανιστόρητοι θεωρούν πως το όνομα της FYROM ήταν παλαιότερα Βαρντάρσκα. Αυτό ήταν μονάχα το όνομα μια διοικητικής περιφέρειας για 12 χρόνια, όπως π.χ. η Σλοβενία ονομαζόταν Ντράβσκα Μπανόβινα. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, τα εδάφη της FYROM δεν είχαν ποτέ επίσημα την ονομασία Μακεδονία από το 1912 και την κατάκτηση από τη Σερβία μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η παλιά δεξιά βουλγαρική οργάνωση του BMΡΟ συνεχίζει να αποτελεί τον βασικό εκφραστή του «βουλγαρικού μακεδονισμού». Είχε δημιουργήσει ένα «κράτος εν κράτει» στην περιοχή του Πετριτσίου της Βουλγαρίας (λεγόμενη Μακεδονία του Πιρίν) και ανέπτυξε συνεχή τρομοκρατική δραστηριότητα με επιθέσεις στα εδάφη της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Η Βουλγαρία αναγκάστηκε να περιορίσει τη δράση της με τη Συνθήκη του Νις (1923).

Η ελληνική Μακεδονία δεχόταν συνέχεια επιθέσεις των κομιτατζήδων του ΒΜΡΟ που οδήγησε τον δικτάτορα Πάγκαλο στο λεγόμενο επεισόδιο του Πετριτσίου (1925), δηλαδή την εισβολή ελληνικών στρατευμάτων σε βουλγαρικό έδαφος. Έκτοτε, περιορίστηκαν σημαντικά οι επιθέσεις. Καταλυτική για τη γένεση του «μακεδονισμού» στα Νότια Βαλκάνια ήταν η μεταστροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ενώ παλαιότερα οι σοσιαλιστές και κομμουνιστές της Ευρώπης αντιμετώπιζαν τους Σλάβους της Μακεδονίας ως Βούλγαρους, η νέα της γραμμή ήθελε μια «ενιαία ανεξάρτητη Μακεδονία», πατρίδα των σοσιαλιστών Μακεδόνων.

Η γένεση δηλαδή της ιδέας του μακεδονικού έθνους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις φυτευτές αποφάσεις που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα Βαλκάνια. Επίσης, τη δεκαετία του 1920 δημιουργήθηκε το μύθευμα της διάσπασης των Μακεδόνων σε τρία κράτη: Μακεδονία του Αιγαίου (Ελλάδα), Μακεδονία του Βαρδάρη (Γιουγκοσλαβία) και Μακεδονία του Πιρίν (Βουλγαρία), που άρχισαν να ασπάζονται οι Σλαβο-βούλγαροι της Νότιας Γιουγκοσλαβίας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στάση της Ελλάδας στο «Μακεδονικό Ζήτημα» στο α’ μισό του 20ου αι. Βρισκόμενη με τη μεριά των νικητών στους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ισχυροποίησε τη θέση της στη Μακεδονία. Όμως, με τις συνθήκες Νεϊγύ και Σεβρών υποχερώνεται, όπως εξάλλου και η Βουλγαρία, να αναγνωρίσει και να προστατέψει τις εθνικές μειονότητες στο εσωτερικό της.

Στη Βόρεια Ελλάδα υπήρχαν τότε αρκετές χιλιάδες σλαβόφωνων κατοίκων, οι οποίοι δεν μετανάστευσαν στην Βουλγαρία, είχαν αμφιταλαντευόμενη ή απούσα εθνική συνείδηση και βρισκόταν στο περιθώριο από το Ελληνικό Κράτος.

Τότε εφευρίσκεται ένα πολιτικό τέχνασμα από πλευράς Ελληνικού Κράτους προκειμένου να ικανοποιήσει τους υποχρεωτικούς όρους των συνθηκών, χωρίς να εγείρει αξιώσεις από τη Βουλγαρία: αναγνωρίζει σλαβομακεδονική (και όχι βουλγαρική) μειονότητα στην απογραφή του 1920 και εκδίδει το Αμπεσεντάρ, ένα «μακεδονικό» αναγνωστικό, σε λατινικό και κυριλλικό αλφάβητο.

Μη ξεχνάμε ότι ο κύριος εχθρός της Ελλάδας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η Βουλγαρία και όχι η Γιουγκοσλαβία ή η ανύπαρκτη Μακεδονία. Δεν υπήρχε η υποψία τότε ότι δεκαετίες αργότερα θα υπήρχαν αξιώσεις για τη Μακεδονία από άλλη πλευρά, εκτός Βουλγαρίας. Έκτοτε, η «μακεδονική» μειονότητα ξεχάστηκε και δεν αναφέρθηκε ποτέ πια στην Ελλάδα και το Αμπεσεντάρ δεν κυκλοφόρησε ποτέ, παρ΄ όλα αυτά, μέχρι σήμερα είναι και τα δύο βασικά επιχειρήματα των εγχώριων «Μακεδονιστών» του κόμματος Ουράνιο Τόξο και των ακροαριστερών συνοδοιπόρων τους.

Εκτός επίσημου Ελληνικού Κράτους, εξαιρετικά ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση της ελληνικής αριστεράς πάνω στο ζήτημα κατά τον Μεσοπόλεμο. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) και την ίδρυση της ΕΣΣΔ (1922) δημιουργούνται τα ερείσματα για τη δημιουργία ενός κομμουνιστικού κόμματος στη Ελλάδα (αρχικά ΣΕΚΕ και σύντομα ΚΚΕ). Από την πρώτη στιγμή ο Στάλιν επεδίωξε την δημιουργία μιας Βαλκανικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας στα πρότυπα της ΕΣΣΔ.

Το ελληνικό ΚΚΕ καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και ασθενέστερα αυτής του 1930 ακολουθεί πιστά τις επιταγές της ΕΣΣΔ και μιλά ανοιχτά για μακεδονικό λαό που διασπάστηκε σε τρία κράτη και πρέπει να αυτονομηθεί με τη δημιουργία μιας νέας λαϊκής δημοκρατίας. Η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία ήταν ακόμη κράτη με μοναρχικό και αντικομμουνιστικό πολίτευμα.

Δεκαετία 1940


Με την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Βουλγαρία συμμαχεί με τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία στα μέτωπα των Βαλκανίων. Η Γιουγκοσλαβία κατακτάται γρήγορα από τις Δυνάμεις του Άξονα και διασπάται στις εθνότητες από τις οποίες δημιουργήθηκε, υπό διαφορετικούς κατοχικούς στρατούς.

Τα ανατολικά εδάφη της FYROM περιέρχονται για ακόμη μια φορά στη Βουλγαρία, το Τέτοβο και το Κόσοβο στο ιταλικό προτεκτοράτο της Αλβανίας, δηλαδή ουσιαστικά στα κράτη που ανήκαν εθνολογικά οι πληθυσμοί τους.

Στην Ελλάδα, μικρά τμήματα των σλαβόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας, που είχαν βουλγαρική συνείδηση, εξοπλίζονται και βοηθούν τους κατακτητές Ιταλούς ως κομιτατζήδες ή τους Γερμανούς ως Οχρανίτες. Μεγαλύτερο τμήμα των σλαβόφωνων στρατολογείται από τον ΕΛΑΣ ως Σνοφίτες εναντίον των κατακτητών.

Το ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και το διάδοχο ΝΟΦ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο) ήταν αυτονομιστικά κινήματα που υποστηρίχθηκαν από το ΚΚΕ, προκειμένου να προσεταιριστεί και να εντάξει στις δυνάμεις του τους αμφιταλαντευόμενους εθνοτικά και πολιτικά σλαβόφωνους, υπόσχοντας την ισονομία που δεν γνώρισαν από το Ελληνικό Κράτος (ιδιαιτέρως επί Μεταξά) και έπειτα την αυτονόμηση ή ανεξαρτησία του «μακεδονικού» λαού. Μετά την Κατοχή, κατά τη σύντομη περίοδο της ΕΑΜοκρατίας, ιδρύονται στην Ελλάδα μειονοτικά «μακεδονικά» σχολεία.

Τα 1943 και 1944 ήταν έτη ορόσημα για την εξέλιξη του Μακεδονικού. Η ΕΣΣΔ εισβάλει στην αρχικά φιλοναζιστική Βουλγαρία, που ακολουθεί πλέον τους συμμάχους υπό την επικράτηση των κομμουνιστών.

Στα εδάφη της FYROM οι Βούλγαροι εθνικιστές του ΒΜΡΟ προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα φιλοναζιστικό μόρφωμα αλλά αποτυγχάνουν. Επίσης, οι Βούλγαροι κομμουνιστές προσπάθησαν ανεπιτυχώς να κάνουν πραξικόπημα εκεί και ο γιουγκοσλάβος κομμουνιστής Τίτο αναλαμβάνει τα ηνία.

Το 1944 ιδρύθηκε η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, μια από τις 6 Ομοσπονδίες της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Δεν αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος αλλά είχε πολλές αυτονομίες, δικό της πρωθυπουργό και βουλή.

Ο παντοδύναμος πλέον Τίτο και το ASNOM (Αντιφασιστική Συνέλευση της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας) παίρνουν πολύ δραστικά μέτρα περαιτέρω αποβουλγαροποίησης της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Δημιουργείται νέο αλφάβητο και κωδικοποιείται η πλαστή σλαβομακεδονική γλώσσα, βασισμένη στις εργασίες του Μισίρκοφ.

Κατά τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949) οι σλαβόφωνοι αποτελούν βασικό τμήμα του κομμουνιστικού Δημοκρατικού Στρατού, το βασικότερο μετά το 1948 που οι δυνάμεις του περιορίστηκαν στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας.

Ο Στάλιν αδιαφορεί για τους Έλληνες κομμουνιστές παρά τις προσδοκίες τους, καθώς το 1945 η Ελλάδα είχε περάσει στη σφαίρα επιρροής των Άγγλων και δεν επρόκειτο να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο αντιπαλότητας. Ο Τίτο υποστηρίζει σθεναρά τη δημιουργία μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας στα πρότυπα ΕΣΣΔ και παίρνει πρωτοβουλίες συνεννόησης με τους άλλους βαλκανικούς λαούς.

Έτσι, επέρχεται μια βαθιά ρήξη μεταξύ Στάλιν και Τίτο που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του Ελληνικού Εμφυλίου. Οι αντάρτες του ΔΣΕ ηττούνται και καταφεύγουν στις κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τους ακολουθούν χιλιάδες σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας, που εγκαταλείπουν τις περιουσίες τους, μεταξύ των οποίων και πολλά ορφανά παιδιά. Στις κομμουνιστικές χώρες οι σλαβόφωνοι της Ελλάδας αποκτούν πλέον μακεδονική εθνική ταυτότητα.

Β’ μισό 20ου αι.


Μετά το 1950, οι δεξιές επί το πλείστον ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πληγές της χώρας και απέφευγαν το Μακεδονικό Ζήτημα, «όπως ο διάολος το λιβάνι» κατά το κοινώς λεγόμενο. Διπλωματικά, είχαν καλές σχέσεις με τη Βουλγαρία, τον παλιό παραδοσιακό εχθρό που είχε αποσυρθεί οριστικά από τη Μακεδονία, αλλά και τη Γιουγκοσλαβία.

Δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν ένα διπλωματικό επεισόδιο για τη Μακεδονία, ακόμη και αν η Γιουγκοσλαβία είχε ένα ομόσπονδο κρατίδιο με το όνομα αυτό και εξέφραζε αλυτρωτικές διαθέσεις. Έτσι, από ελληνικής πλευράς το Μακεδονικό ήταν «ανύπαρκτο ζήτημα» για 47 χρόνια, πράγμα που απέβη μοιραίο όταν έσκασε η βόμβα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας το 1991.

Όλα τα μεταπολεμικά χρόνια η ψευδο-επιστήμη του «μακεδονισμού» ανθούσε στα εδάφη της Νότιας Γιουγκοσλαβίας από τη στιγμή που οι Βούλγαροι, πολεμικά ηττημένοι τρεις φορές στον 20ο αι., δεν εξέφραζαν καμία αξίωση για τη Μακεδονία.

Η έκφραση «όταν πεις ένα ψέμα πολλές φορές γίνεται αλήθεια» βρίσκει ένα απόλυτα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα στην  περίπτωση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Ένα ομόσπονδο κρατίδιο υπό τη σκέπη της Γιουγκοσλαβίας υποστήριξε με συνεχή τρόπο την παραχάραξη της εθνοτικής ταυτότητας, της γλώσσας και της γραφής, της συγκρότησης ενός στοχευμένου εκπαιδευτικού συστήματος, τη δημιουργία μιας νέας κίβδηλης κουλτούρας που ενίσχυε το εγχείρημα (μουσική, χοροί, λογοτεχνικά και ποιητικά έργα, τέχνη, αρχιτεκτονική, κινηματογράφος), την εκκλησιαστική στρέβλωση (αυτοανακήρυξη της σχισματικής Αρχιεπισκοπής Οχρίδας που δεν αναγνωρίζεται από καμία Ορθόδοξη Εκκλησία), την αλλαγή της κατάληξης των επιθέτων (!) με την βουλγαρική κατάληξη -οφ σε -οφσκι και φυσικά την οικειοποίηση της ιστορίας των γειτονικών κρατών: από τον Έλληνα στρατηλάτη Μέγα Αλέξανδρο στον Βυζαντινό Ιουστινιανό και τους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, από τον Πρωτοσλάβο βασιλιά Χάκον και τον Σέρβο ηγεμόνα Μάρκο Κράλιεβιτς στον Βούλγαρο Τσάρο Σαμουήλ και από τους Βούλγαρους Επαναστάτες Γκότσε Ντέλτσεφ και Νταμιάν Γκρούεφ στους Έλληνες Βλάχους αδερφούς Μανάκια.

Ένα μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά εγχείρημα παραχάραξης, που υποστηρίχθηκε σθεναρά από τους «Μακεδόνες» της Διασποράς, οι οποίοι είχαν δημιούργησαν ισχυρά λόμπι στις Η.Π.Α., τον Καναδά, την Αυστραλία και γειτονικές βαλκανικές χώρες. Ιδιαίτερα δραστήριοι ήταν όλες αυτές τις δεκαετίες και οι Σλαβόφωνοι που αναχώρησαν από την Ελληνική Μακεδονία στο τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, οι οποίοι αντιμετώπιζαν την Ελλάδα ως τον εχθρό που τους έδιωξε από τις πατρογονικές τους εστίες.

Ο Τίτο κυβέρνησε μέχρι το 1980 την Ενωμένη Γιουγκοσλαβία, ακολουθώντας μια ουδέτερη στάση κατά τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, παρ’ όλο που ήταν κομμουνιστής.

Γενικά, η Γιουγκοσλαβία δεν εφάρμοσε ποτέ ένα αυστηρό κομμουνιστικό καθεστώς, αλλά ενσωμάτωσε πολλά στοιχεία του καπιταλιστικού. Επίσης, διαχώρισε τη θέση του από τις υπόλοιπες κομμουνιστικές χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και στράφηκε εν μέρει προς τη Δύση. Αυτό είχε εξαιρετική σημασία για την σταδιακή εμπλοκή των ΗΠΑ στον στρατηγικό χώρο των Βαλκανίων, που βρισκόταν υπό τη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ.

Κατά τη δεκαετία του 1980 ξεκινούν στον ελληνικό χώρο οι δράσεις των αυτοαποκαλούμενων ως «Μακεδόνων του Αιγαίου», που αρχικά συγκρότησαν την ΚΟΕ-ΜΑΔ και αργότερα το ΜΑΚΙΒΕ που μετεξελίχθηκε σε Ουράνιο Τόξο. Το Ουράνιο Τόξο είναι πολιτικός φορέας με δικά του δημοσιογραφικά όργανα που συμμετέχει κυρίως στις ελληνικές ευρωεκλογές με ελάχιστες χιλιάδες ψήφους στους Νομούς Φλώρινας και Πέλλας.

Βασικά του χαρακτηριστικά είναι η χρήση του προσχήματος της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η φιλοευρωπαϊκή κατεύθυνση, η «συνεργασία» με ΜΚΟ κυρίως από το εξωτερικό, η ευκαιριακή συμπόρευση με περιθωριακά εξωκοινοβουλευτικά κόμματα και η πολυδιάσπαση - διγλωσσία. Αν εξαιρεθούν κάποια επεισόδια με ακροδεξιά στοιχεία, η ελληνική κοινωνία και πολιτεία αντιμετωπίζουν με αδιαφορία και μάλλον ανοχή τις δράσεις του αυτοαποκαλούμενου μειονοτικού κόμματος, που λειτουργεί αναιμικά μέχρι σήμερα.

1991-σήμερα


Το 1991 η Γιουγκοσλαβία ακολούθησε την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Προέκυψαν έτσι 5 ανεξάρτητα κράτη, που ζήτησαν αναγνώριση από τον ΟΗΕ. Το νοτιότερο τμήμα της Γιουγκοσλαβίας με πρωτεύουσα τα Σκόπια, είχε τότε ως πρόεδρο τον Κίρο Γκλιγκόρωφ.

Ο Γκλιγκόρωφ έθεσε δημοψήφισμα για απόσχιση από τη Γιουγκοσλαβία με το όνομα Μακεδονία, όπως ήταν φυσικό μετά από τόσες δεκαετίες στοχευμένης προπαγάνδας. Το πολίτευμα που υιοθετήθηκε ήταν αυτό της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας (όπως η Ελλάδα) με το Σύνταγμα της χώρας να ορίζει το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», μακεδονική ιθαγένεια, μακεδονική γλώσσα και ενδιαφέρον για τους εκπατρισμένους «Μακεδόνες» στις γειτονικές χώρες, πράγμα που σαφέστατα υποδηλώνει αλυτρωτισμό και προσδοκία αναγέννησης της «Ενωμένης Μακεδονίας».

Πρόδρομος του πολιτεύματος θεωρήθηκε η λεγόμενη «Δημοκρατία του Κρούσοβο», δηλαδή η 10ήμερη κατάληψη της πόλης Κρούσοβο κατά τη βουλγαρική Επανάσταση του Ίλιντεν και ως εθνική ημέρα υιοθετήθηκε η 2 Αυγούστου, ημέρα της εξέγερσης με το παλιό ημερολόγιο. Ως σημαία του κράτους υιοθετήθηκε το δεκαεξάκτινο αστέρι της αρχαίας Μακεδονίας που βρέθηκε πάνω στη λάρνακα του τάφου του Φίλιππου στην Βεργίνα.

Αρχικά, ο πρόεδρος της Σερβίας Μιλόσεβιτς προτείνει στην Ελλάδα να διαμοιράσουν το νέο κρατίδιο και να έχουν κοινά σύνορα, πράγμα που απορρίφθηκε, όπως και το όνομα Σλαβομακεδονία.

Το νέο κρατίδιο υποβάλει αίτημα στον ΟΗΕ για διεθνή αναγνώριση με το συνταγματικό του όνομα, αλλά συναντά εμπόδια καθώς πρέπει να διευθετηθεί η αντιδικία με την Ελλάδα.

Εκείνη την περίοδο, η Ελλάδα είχε ως πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που υποτίμησε εμφανώς το ζήτημα και φιλοδοξούσε να το λύσει άμεσα με το όνομα Σλαβομακεδονία, πράγμα που συνάντησε την αντίσταση των Σκοπίων, του Υπουργού Εξωτερικών Σαμαρά, αλλά και του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, που δεν ήθελαν κανένα παράγωγο της λέξης Μακεδονία.

Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΟΚ Πινέϊρο αναλαμβάνει να βρει συμβιβαστική λύση για την ονομασία («πακέτο Πινέϊρο») με επικρατέστερο το όνομα Nova Macedonia (Νέα Μακεδονία), που απορρίπτεται από το συμβούλιο των Ελλήνων αρχηγών κομμάτων, στη σκιά του μεγαλειώδους συλλαλητηρίου που έγινε στη Θεσσαλονίκη.

Προσωρινά, η βουλή του κρατιδίου αλλάζει το όνομα σε Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια και απορρίπτει την ευρωπαϊκή πρόταση για την ονομασία ΠΓΔΜ (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας) ή FYROM στην αγγλική γώσσα. Τελικώς, η πρόταση αυτή γίνεται αποδεκτή από την Ελλάδα και ο ΟΗΕ αναγνωρίζει προσωρινά το κρατίδιο με αυτό το όνομα.

Οι πρώτες χώρες που αναγνωρίζουν τη FYROM με το συνταγματικό της όνομα είναι η Βουλγαρία, η Ουκρανία, η Κίνα, η Ιαπωνία και η Ρωσία, η Τουρκία κρατάει πάντα θέσεις υπέρ του κρατιδίου και κατά της Ελλάδας, ενώ οι ΗΠΑ του Κλίντον το αναγνωρίζουν ως FYROM εν μέσω των απαιτήσεων του ελληνοαμερικάνικου λόμπι.

Η ελληνική κυβέρνηση αλλάζει και ο νέος πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου κηρύσσει οικονομικό εμπάργκο χάρη στην απόλυτη αδιαλλαξία της FYROM του «μετριοπαθούς» Γκλιγκόρωφ, γεγονός που επικρίθηκε διεθνώς. Υπό την διαμεσολάβηση του Σάϊρους Βανς (ΟΗΕ) τα Σκόπια αλλάζουν μονάχα τη σημαία τους με μια παραλλαγή.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εναντίον της Ελλάδας (!), το οποίο δεν μπορεί να αποφανθεί για τις διαφορές Ελλάδας-FYROM. Ακόμη, μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους του ζητήματος είναι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που επιδεικνύουν οι Αμερικανοί από την πρώτη στιγμή για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο κρατών.

Η κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και της ΕΣΣΔ, άνοιξε μοναδικές προοπτικές (γεωπολιτικές, ενεργειακές) για αύξηση της επιρροής στον στρατηγικό χώρο της ΝΑ Ευρώπης. Εξάλλου, η πραξικοπηματική επέμβαση του ΝΑΤΟ στον πόλεμο της Βοσνίας εναντίον των Σέρβων δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τις επιδιώξεις των ΗΠΑ στην περιοχή. Έτσι, με πιέσεις και διαμεσολάβηση των ΗΠΑ υπογράφεται το 1995 στη Νέα Υόρκη η λεγόμενη «Ενδιάμεση Συμφωνία» μεταξύ των δύο χωρών που προβλέπει: α) αναγνώριση των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας, β) άρση του εμπάργκο και ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών, γ) αλλαγή της σημαίας, αλλά όχι του Συντάγματος του νέου κρατιδίου, δ) αναγνώριση του προσωρινού ονόματος FYROM από την Ελλάδα. Άμεσο επακόλουθο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Γκλιγκόρωφ, σε μια χώρα όπου ο αδιάλλακτος υπερεθνικισμός είναι ο κανόνας.

Η ενδιάμεση συμφωνία αποτελεί το κορυφαίο βήμα προσέγγισης των δύο κρατών μέχρι σήμερα, αλλά είχε προσωρινό χαρακτήρα, καθώς προβλεπόταν η συνέχιση των διαπραγματεύσεων στο θέμα της ονομασίας και άλλα.

Ο όρος FYROM φυσικά εμπεριέχει τον όρο Μακεδονία και γι’ αυτό η κυβέρνηση επικρίθηκε από ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας και του τότε πολιτικού κόσμου (τμήμα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ΠΟΛΑΝ), ενώ υπέρ της σύνθετης ονομασίας με τον όρο Μακεδονία τάχθηκε η πλειοψηφία του κοινοβουλίου (τμήμα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ΚΚΕ, ΣΥΝ). Έκτοτε οι διαπραγματεύσεις γίνονταν με πολύ αργό ρυθμό και ελάχιστη πρόοδο.

H FYROM από τη δημιουργία της ήταν ένα κρατίδιο χωρίς καμία εθνοτική και κοινωνική συνοχή: 64 % Σλάβοι (Βούλγαροι), 25% Αλβανοί, 4% Τούρκοι, 3 % Ρομά, 2 % Σέρβοι, 1 % Βόσνιοι και 1 % άλλοι. Η έλλειψη συνοχής ήταν και αυτή που δημιούργησε μια μόνιμη αδιαλλαξία σε οποιαδήποτε υποχώρηση στα εθνικά θέματα, καθώς το κρατικό μόρφωμα ανά πάσα στιγμή απειλείται με διάλυση, αν εκλείψει η υποστήριξη των ΗΠΑ.

Η κατάσταση εκτροχιάστηκε το 2001 όταν ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των Αλβανών του Τετόβου με τον εθνικό στρατό, που έληξε με τη Συμφωνία της Οχρίδας, που υποστήριζε περισσότερο τα δικαιώματα των Αλβανών, πάλι με τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ. Στην εξουσία εναλλάσσονταν οι κεντροαριστεροί με τους ακροδεξιούς του VMRO-DPMNE, που συγκυβερνούν με αλβανικά μειονοτικά κόμματα.

Το 1999 οι ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να εντάσσονται στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, εγκαταλείποντας οριστικά τη ρωσική σφαίρα επιρροής. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Σλοβενία εισήλθαν στο ΝΑΤΟ το 2004 και στην ΕΕ το 2007, η Κροατία εισήλθε μαζί με την Αλβανία στο ΝΑΤΟ το 2009 και μόνη της στην ΕΕ το 2013, ενώ το Μαυροβούνιο το 2017 στο ΝΑΤΟ.

Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008 στο Βουκουρέστι, υπό την έντονη πίεση των ΗΠΑ (ο νεότερος Τζώρτζ Μπους είχε ήδη αναγνωρίσει το κρατίδιο ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» μόλις εκλέχθηκε για 2η φορά), η Ελλάδα έθεσε βέτο στην ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ, όπου προβλεπόταν να εισέλθει με τις Αλβανία και Κροατία.

Ουσιαστικά, οι χώρες της ΝΑ Ευρώπης καλούνται πλέον να παίξουν τον ρόλο της συμμάχου-μαριονέτας των ΗΠΑ, που θα την υποστηρίξουν στους πολιτικο-στρατιωτικό-οικονομικούς ανταγωνισμούς της με τη Ρωσία (στρατιωτικές βάσεις, πώληση οπλικών συστημάτων, ενεργειακοί πόροι και αγωγοί κλπ). Το 2018 ανοίγει ξανά ο φάκελος της επίλυσης του ονόματος της FYROM υπό τις ασφυκτικές πιέσεις των ΗΠΑ, με σκοπό την ένταξη της στο ΝΑΤΟ.

Τα βασικότερα σημεία της παραπάνω ιστορικής ανάλυσης είναι τα εξής:

Οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν ένα ελληνικό φύλο, που χρησιμοποιούσαν μια ελληνική διάλεκτο, την ελληνική γραφή και θρησκεία, ενώ η αρχαία Μακεδονία κάλυπτε τη σημερινή ελληνική Μακεδονία και ελάχιστα νότια εδάφη της FYROM, που τότε κάλυπτε η Παιονία και η Δαρδανία.

Κατά τη Μεσοβυζαντινή Εποχή εμφανίζονται βουλγαρικά και σλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της αρχαίας Μακεδονίας, καθώς τότε ως Μακεδονία ονομαζόταν άλλες διοικητικές περιοχές. Από την περιοχή πέρασαν πολλοί επιδρομείς και κατακτητές.

Η λέξη Μακεδονία χρησιμοποιούνταν ελάχιστα μέχρι τα μέσα του 19ου αι., όταν τα σλαβικά βαλκανικά έθνη αφυπνίστηκαν, χάρη στον ρωσικά υποκινούμενο πανσλαβισμό, και άρχισαν να αντιμάχονται για τον διαμοιρασμό των εδαφών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την έξοδο στο Αιγαίο. Σε αυτό επιστρατεύτηκαν εθνολόγοι και χαρτογράφοι που δημιούργησαν μια «σύγχρονη Μακεδονία» με νέα όρια που εξυπηρετούσε εκ περιτροπής διάφορα συμφέροντα των νοτιοσλαβικών λαών.

Κοντά στο 1900 ξεσπά ένοπλος αγώνας για τη Μακεδονία μεταξύ Οθωμανών, Ελλήνων και Βουλγάρων, που είναι τριχοτομημένοι σε τρία πολιτικά ρεύματα (Βερχοβιστές, Σεντριστές και Φεντεραλιστές). Με την απελευθέρωση του 1912 συμπαγείς βουλγαρο-σλαβικοί πληθυσμοί παραμένουν εντός των συνόρων της Σερβίας και της Ελλάδας και αρχίζουν να εκσερβίζονται /εξελληνίζονται.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 γεννάται η ιδέα του «Μακεδονισμού», κυρίως λόγω των αποφάσεων της ΕΣΣΔ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που ακολουθεί πιστά η ελληνική αριστερά. Δυτικές διάλεκτοι της βουλγαρικής γλώσσας δέχονται εκσερβισμούς και μετατρέπονται από τον Μισίρκωφ στην λεγόμενη «(σλαβο) μακεδονική γλώσσα», ένα πολιτικό κατασκεύασμα.

Η Βουλγαρία ηττάται πολεμικά τρεις φορές μέσα σε 35 χρόνια στα Βαλκάνια (Βαλκανικοί, Α’και Β’ Παγκόσμιοι Πόλεμοι) και αποσύρεται από κάθε διεκδίκηση στη Μακεδονία. Το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία ακολουθεί μετά το 1944 μια στοχευμένη και έντονη πολιτική «αποβουλγαροποίησης» και «μακεδονοποίησης» των κατοίκων που ζουν στο νοτιότερο τμήμα της με κάθε μέσο, νέα γλώσσα και γραφή, παραχάραξη ιστορίας και διεθνής προπαγάνδα.

Στον Μεσοπόλεμο, η ελληνική πλευρά αναγνωρίζει προσωρινά μακεδονική μειονότητα στο εσωτερικό της για να ικανοποιήσει τους όρους των Συνθηκών Νεϊγύ και Σεβρών και να απωθήσει τον βουλγαρικό αντίπαλο. Μεταπολεμικά, κρατά μια εξαιρετικά παθητική στάση αποφυγής και υποχώρησης στο Μακεδονικό Ζήτημα. Το Αθηναϊκό Κράτος δείχνει ουσιαστικά συνεχή υποχώρηση, στρουθοκαμηλισμό, παθητικότητα, αδιαφορία για το θέμα και διγλωσσία όσον αφορά το εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας.

Με την ανεξαρτητοποίηση της FYROM το 1991 ξεσπά επίσημα η διαμάχη με την Ελλάδα για την ονομασία και όχι μόνο. Καταλήγουν σε μια προσωρινή «Ενδιάμεση Συμφωνία» που διαρκεί ήδη 27 χρόνια και περιέχει τον όρο Μακεδονία, με την προοπτική να λυθεί οριστικά. Παραμένουν ανοιχτά πολλά ζητήματα, όπως οι αλυτρωτικές θέσεις του Συντάγματος, η χρήση συμβόλων, οι περιουσίες των καταφυγόντων του Εμφυλίου Πολέμου, η ύπαρξη μειονοτήτων στο εσωτερικό των κρατών, η οικειοποίηση της ιστορίας και της κουλτούρας.

Σήμερα, στη FYROM κυβερνά το κεντροαριστερό SDSM μαζί με το μειονοτικό αλβανικό κόμμα DUI και δύο άλλα μικρότερα κόμματα. Ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ σαφώς δείχνει πιο διαλλακτικός από τον υπερεθνικιστή Γκρούεφσκι του ακροδεξιού VMRO-DPMNE, που κυβερνούσε επί 10 έτη. Παράλληλα, ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ που κυβερνά στην Ελλάδα (μαζί με τους δεξιούς ΑΝΕΛ) δείχνει ενδιαφέρον για την επίλυση του θέματος της ονομασίας, που δεν τη θεωρεί και τόσο σοβαρό ζήτημα.

Τον Οκτώβριο του 2017 ο Έλληνας πρωθυπουργός Τσίπρας επισκέφθηκε τις ΗΠΑ και τον πρόεδρο Τραμπ. Στο επίκεντρο των συζητήσεων ήταν φυσικά η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η θέση της Ελλάδας ως «στρατηγικού εταίρου» στη ΝΑ Ευρώπη σε ζητήματα ασφάλειας και ενέργειας. Η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου TAP, αμερικανικών συμφερόντων, έναντι του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, ρωσικών συμφερόντων, η αγορά μαχητικών αεροσκαφών κόστους 2,4 δις ευρώ, η αναβάθμιση της Σούδας και του λιμένα Αλεξανδρούπολης και η άμεση λύση στο Μακεδονικό Ζήτημα είναι τα «δώρα» που προσέφερε ο Έλληνας πρωθυπουργός στον ομόλογό του. Μετά το ελληνικό βέτο για την ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ το 2008, οι ΗΠΑ δείχνουν πολύ αποφασισμένες για την ένταξη του κρατιδίου στη συμμαχία, κατά τη Σύνοδο Κορυφής τον Ιούλιο του 2018 στις Βρυξέλλες. Έτσι, θα προστεθεί ακόμη ένας σύμμαχος - «στρατηγικός εταίρος» - μαριονέτα στα σλαβικά Βαλκάνια, όπου θα παραμένουν εκτός ΝΑΤΟ μονάχα η Σερβία και τα πάμφτωχα κράτη της Βοσνίας και του Κοσόβου που θα ενταχθούν σε επόμενη φάση.


Οι αμερικανικές πιέσεις για ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ είναι αυτές που πυροδότησαν τις εντατικές διεργασίες για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας μέσα στο α’ εξάμηνο του 2018, σε ανύποπτο χρόνο υπό άλλες συνθήκες μιας και το ζήτημα διαρκεί τουλάχιστον 27 έτη. Ο Μάθιου Νίμιτς του ΟΗΕ, ο πλέον αναποτελεσματικός διαμεσολαβητής στην ιστορία του ζητήματος, έθεσε 5 ονόματα που έχουν επανειλημμένα προταθεί στο παρελθόν και εμπεριέχουν όλα τον όρο Μακεδονία, συνοδευόμενο από κάποιον επιθετικό προσδιορισμό:

Δημοκρατία της Νέας Μακεδονίας (Republika Nova Makedonija).

Μοιάζει το επικρατέστερο σύμφωνα με τα παροντικά δεδομένα. Είχε προταθεί ήδη από το 1992 και συμπεριλαμβανόταν στο πακέτο Πινέϊρο. Θεωρητικά διαχωρίζει την αρχαία Μακεδονία από τη σύγχρονη, που όμως εύλογα θα θεωρείται ο άμεσος διεκδικητής της κληρονομιάς της. Θυμίζει όνομα μιας νέας αποικίας ή εγκαταστάσης κάποιων που εγκαταλείπουν την πατρογονική τους εστία (π.χ. Νέα Αγγλία, Νέα Ζηλανδία, Νέα Σμύρνη). Το επίθετο «Νέα» είναι βέβαιο ότι σχεδόν θα παραλειφθεί αμέσως.

Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας (Republika Severna Makedonija).

Γεωγραφικός προσδιορισμός στον όρο Μακεδονία που επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση. Η ύπαρξη Βόρειας Μακεδονίας φυσικά προϋποθέτει την ύπαρξη νότιας που εμπεριέχεται στην Ελλάδα. Αν και υπάρχει δόση αλήθειας στο όνομα αυτό, ταυτόχρονα εμπεριέχει πάρα πολλούς κινδύνους για την ελληνική πλευρά καθώς ενισχύει άμεσα τις αλυτρωτικές ψευτοθεωρίες περί «Μεγάλης Μακεδονίας» και μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.

Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας (Republika Gorna Makedonija).

Παρόμοιο όνομα με το παραπάνω. Προστίθεται το γεγονός ότι θα συγχέεται με την αρχαία Άνω (= ορεινή) Μακεδονία που βρισκόταν στη σημερινή Περιφ. Δυτ. Μακεδονίας.

Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη (Republika Vardarska Makedonija).

Γεωγραφικός προσδιορισμός και πάλι, που χρησιμοποιεί τον ποταμό Αξιό (Βαρδάρη). Η προπαγάνδα των Σκοπίων πάντοτε μεταπολεμικά μιλούσε για τρεις Μακεδονίες: του Βαρδάρη, του Αιγαίου και του Πιρίν. Αυτή η ονομασία δείχνει να κινείται προς αυτή την αλυτρωτική και πάλι κατεύθυνση.

Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια) [Republika Makedonija (Skopje)].

Είναι το μοναδικό όνομα που δεν έχει προσδιορισμό στον όρο Μακεδονία που παραμένει ατόφιος. Η παρένθεση (ή παύλα) με τον προσδιορισμό της πρωτεύουσας υπονοεί άμεσα την ύπαρξη μιας άλλης ενότητας του ιδίου έθνους που έχει διασπαστεί και εξυπηρετεί για ακόμη μια φορά αλυτρωτικές βλέψεις. Το όνομα αυτό είχε υποστηριχθεί από την κυβέρνηση Σιμήτη στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Υπάρχει παράδειγμα αυτής της μόρφης ονομασίας στην διαμάχη των δύο αφρικανικών Κονγκό: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ή Κονγκό - Κινσάσα και Δημοκρατία του Κονγκό ή Κονγκό - Μπραζαβίλ.

 Όλα τα παραπάνω ατυχή παραδείγματα εμπεριέχουν όλα τον όρο Μακεδονία, δηλαδή μια αρχαία ελληνική λέξη όπως ειπώθηκε παραπάνω. Είναι όντως εξαιρετικά παράλογο ένα κράτος να πάρει μια ονομασία που δεν σημαίνει τίποτα στην κυρίαρχη γλώσσα του και είναι προϊόν της απλής μετάφρασης από Μακεδονία σε Makedonija.

Αναλογικά, είναι σαν να θέλουν οι Πορτογάλοι να ονομαστούν Heilongjiang σε λατινική γραφή, που στα κινέζικα σημαίνει Μαύρος Δράκος του Ποταμού και είναι το όνομα μιας κινεζικής επαρχίας. Τα σαθρά θεμέλια της δημιουργίας αυτού του χωρίς ενότητα κρατιδίου, έπρεπε να ενισχυθούν με μια πλαστή ταυτότητα χιλιάδων ετών προκειμένου να επιβιώσει. Εναλλακτικά, θα είχε απορροφηθεί άμεσα από τα γειτονικά κράτη.

Οι κάτοικοι της FYROM, όπως και μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, πιστεύουν πως κάθε κράτος και λαός έχουν δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό. Το δικαίωμα αυτό σαφώς και ισχύει, αλλά υπό μια και μόνο προϋπόθεση: όταν δεν καταστρατηγούνται τα δικαιώματα κάποιου άλλου κράτους ή λαού. Κανένα κράτος στον πλανήτη δεν θα δεχόταν να κλαπεί ένα σημαντικό τμήμα της ιστορίας και της εθνικής του ακεραιότητας.

Ο αυτοπροσδιορισμός ακολουθεί την έννοια της ελευθερίας, όταν υπάρχει κατάχρηση ελευθερίας οδηγείται στην ασυδοσία και τελικά στην μη-ελευθερία.

Εκτός των παραπάνω, έχουν προταθεί διάφορα ονόματα κατά καιρούς, που δεν εμπεριέχουν τον όρο Μακεδονία:

Σλαβομακεδονία (Slavomakedonija).

Η ονομασία Σλαβομακεδόνες είναι μια ελληνική εφεύρεση του Μεσοπολέμου, προκειμένου να μην χαρακτηρίσει τους σλαβόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας ως Βουλγαρόφωνους ή Βουλγαρομακεδόνες.

Ο όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον από την ελληνική ιστοριογραφία εδώ και δεκαετίες, χωρίς βέβαια να αντικατοπτρίζει ένα πραγματικό έθνος ή γλώσσα. Το όνομα Σλαβομακεδονία προτάθηκε από τον Σέρβο πρόεδρο Μιλόσεβιτς μετά τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, το οποίο δέχεται κάποιας αποδοχής στην Ελλάδα αλλά δεν έγινε ποτέ αποδεκτό εκ μέρους FYROM.

Επίσης, σε αυτό αντιδρά ιδιαίτερα η αλβανική μειονότητα της FYROM, καθώς θεωρεί πως το κρατίδιο δεν χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από το σλαβικό στοιχείο. Αν υιοθετούνταν αυτή η ονομασία θα ήταν μια σχετικά θετική εξέλιξη για την Ελλάδα σε σχέση με τις παραπάνω, καθώς διαχωρίζει εθνοτικά τους Σλάβους που εγκαταστάθηκαν σε βόρειο τμήμα της σύγχρονης Μακεδονίας με τους αρχαίους Έλληνες Μακεδόνες και τον πολιτισμό τους.

Νοτιοσλαβία (Yugoslavija).

Ο όρος Νοτιοσλαβία χρησιμοποιήθηκε αρκετά από την μεταπολεμική ελληνική ιστοριογραφία για να προσδιορίσει το ενιαίο Γιουγκοσλαβικό Κράτος (ουσιαστικά, είναι η μετάφραση του όρου στα ελληνικά). Αν και βρίσκεται κοντά στην πραγματικότητα σαν ονομασία, υπάρχουν προβλήματα στη χρήση και αυτού του ονόματος, καθώς θα υπάρξει σύγχιση με την ιστορική Γιουγκοσλαβία, ενώ είναι απίθανο να το δεχτούν Σλάβοι και κυρίως οι Αλβανοί της FYROM. Για την Ελλάδα θα είναι ιδανική εξέλιξη.

Βαρντάρσκα (Vardarska).

Ελληνιστί Βαρδαρία. Υποστηρίζεται από ελληνικούς κύκλους ότι το όνομα της περιοχής ήταν αυτό, βασισμένο σε κάποιους μεσοπολεμικούς χάρτες και κυρίως ένα γραμματόσημο! Ιστορικά αναληθές καθώς όπως εξηγήθηκε παραπάνω το όνομα Vardarska Banovina  ήταν το όνομα της επαρχίας για 12 χρόνια στον Μεσοπόλεμο, επειδή ο Γιουγκοσλάβος βασιλιάς Αλέξανδρος Α’ επέλεξε «ουδέτερα» ονόματα στις επαρχίες του κράτους του, ώστε να μην υπάρχουν εθνοτικές διαφορές. Δεν υπάρχει ούτε έθνος, ούτε γλώσσα Βαρντάρσκα.

Παιονία (Peonia) ή Δαρδανία (Dardania).

Υποστηρίζεται και πάλι από ελληνικούς κύκλους με σκοπό να αποφευχθεί ο όρος Μακεδονία. Στην Αρχαιότητα τα εδάφη της FYROM όντως ανήκαν στα μη ελληνικά βασίλεια των Παιόνων και των Δαρδάνων (μάλλον θρακο-ιλλυρικά φύλα). Όμως, οι σημερινοί κάτοικοι της FYROM δεν έχουν καμία απόλυτως σχέση με τους Παίονες και τους Δάρδανες (και φυσικά τους αρχαίους Έλληνες Μακεδόνες), καθώς είναι απόγονοι νοτιοσλαβικών, βουλγαρικών και αλβανικών φύλων.

Ιλλυρίδα (Ilirida)

Υποστηρίζεται από Αλβανούς εθνικιστές της FYROM που αντιδρούν στα παρανοϊκά επιχειρήματα της μεγαλύτερης μερίδας των συμπολιτών τους. Οι Αλβανοί γενικά θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους των αρχαίων Ιλλυρίων, ένας σίγουρα προβληματικός ισχυρισμός. Οι αρχαίοι Ιλλύριοι ήταν αιώνιοι εχθροί των αρχαίων Ελλήνων Μακεδόνων που κατοικούσαν στις Ανδριατικές ακτές. Τα Ιλλυρικά φύλα κατοικούσαν μέχρι την κάθοδο των Σλάβων σε μια τεράστια περιοχή που κάλυπτε εδάφη της σημερινής Σλοβενίας, Κροατίας, Βοσνίας, Μαυροβουνίου, Αλβανίας, Κοσόβου και τμημάτων της Σερβίας και της FYROM. Οι Αλβανοί ως προ-σλαβικό φύλο σίγουρα δείχνουν ως ο κοντινότερος «συγγενής» των αρχαίων Ιλλυρίων, αλλά το έδαφος της FYROM σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με το όνομα Ιλλυρίδα, ούτε κάν το δυτικό τμήμα του Τετόβου. Είναι ιστορικά και εθνολογικά πλαστό όνομα.

Δημοκρατία των Σκοπίων (Republika Skopje)

Είναι το όνομα που χρησιμοποιούν συχνά τα ελληνικά ΜΜΕ για να προσδιορίσουν το γειτονικό κρατίδιο (όπως και Κράτος των Σκοπίων). Είναι μια βολική πρόταση για την ελληνική πλευρά, αλλά αδύνατο να υιοθετηθεί από την άλλη πλευρά. Το όνομα της πρωτεύουσας δεν θα μπορούσε να προσδιορίσει το κράτος ή τον λαό, όπως συμβαίνει σε μερικά λιλιπούτεια κρατίδια όπως το Λουξεμβούργο, ο Άγ. Μαρίνος ή το Τζιμπουτί. Δεν υφίσταται φυσικά ούτε σκοπιανό έθνος, ούτε σκοπιανή γλώσσα, αν και χρησιμοποιούνται κατά κόρον στην Ελλάδα.

Κεντροβαλκανική Δημοκρατία (Centralna Republika na Balkanot).

Υποστηρίζεται επίσης από τους Αλβανούς της FYROM, οι οποίοι θεωρούν πως το κρατίδιο πρέπει να αποτελείται από δύο ομοσπονδίες: την Δημοκρατία της Μακεδονίας και τη Δημοκρατία της Ιλλυρίδας, όπως παραπάνω. Κύκλοι από τις ΗΠΑ προκρίνουν επίσης το όνομα για να αποφευχθεί ο σκόπελος του ελληνικού βέτο ένταξης στο ΝΑΤΟ.

Βέβαια, παραμένει ως αγκάθι η ονομασία Μακεδονία για ένα τμήμα του και φυσικά θα διαιωνιστεί η χρήση του όρου Μακεδόνες και η παραχάραξη της ιστορίας.

Θα μπορούσε να το πει κάποιος στρουθοκαμηλισμό ή «σκόνη κάτω από το χαλί» καθώς πολλά ζητήματα θα παραμείνουν ανοιχτά. Παρ’ όλα αυτά, το όνομα αυτό είναι ίσως αυτό που αντικατοπτρίζει καλύτερα την πραγματικότητα: το κρατίδιο είναι ένα καθαρά σύγχρονο πολιτικό μόρφωμα που δεν έχει καμία εθνολογική και γλωσσολογική ενότητα και ομοιογένεια.

Είναι ουσιαστικά οι Βούλγαροι και Αλβανοί που συμπεριλήφθηκαν στο Σερβικό Κράτος μετά το 1913. Παρ’ όλα αυτά, δημιούργησαν τη δική τους δημοκρατία και σαφώς είχαν το δικαίωμα να το πράξουν όπως και να συνεχίσουν την ύπαρξή της.

Παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, ένα κράτος που ανεξαρτητοποιήθηκε από τη γαλλική κατοχή το 1960 και συμπεριλαμβάνει περίπου 80 εθνικές ομάδες με διαφορετική γλώσσα. Φυσικά, είναι σχεδόν απίθανο να γίνει αποδεκτό από τους Σλάβους κατοίκους της FYROM, ίσως μόνο αν επιβληθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα δείχνουν πως θα υπάρχει μεγάλη εξέλιξη στο ζήτημα της ονομασίας μέσα στο α’ εξάμηνο του 2018. Οι στρουθοκαμηλισμοί, η παθητικότητα και η αδιαφορία όλων των μεταπολεμικών ελληνικών (δεξιών κυρίως) κυβερνήσεων από το 1945 μέχρι το 1991 είχαν τη θλιβερή για την Ελλάδα συνέπεια να δράσει ανενόχλητη η προπαγάνδα του «μακεδονισμού».

Επίσης, η «θηλιά στον λαιμό» που έβαλαν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη μετά το εμπάργκο του 1994 είχε μια ακόμη δραματική συνέπεια, την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και την αποδοχή του όρου Μακεδονία, έστω και ως συνθετικό στην ονομασία FYROM ή ΠΓΔΜ. Ανέκαθεν, οι ελληνικές κυβερνήσεις δρούσαν υπό την πίεση εξωτερικών εντολών πάνω στο Μακεδονικό Ζήτημα και αγνοούσαν επιδεικτικά τη θέληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, που εκφράζεται από συλλαλητήρια εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών.

Ποτέ δεν υπήρξε το κυβερνητικό σθένος διενέργειας δημοψηφίσματος για ένα τόσο σοβαρό εθνικό ζήτημα, γιατί το προφανές αποτέλεσμα θα ήταν εμπόδιο στις εξωτερικές διπλωματικές σχέσεις. Στην Ελλάδα δημοψηφίσματα μπορούν να γίνονται μόνο για καιροσκοπικούς λόγους και φυσικά να αγνοείται το αποτέλεσμά τους.

Τελικά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το ζήτημα της ονομασίας είναι πολύ εύκολο να λυθεί: παραδίδει οριστικά η Ελλάδα το όνομα Μακεδονία στο γειτονικό κρατικό μόρφωμα και το θέμα λήγει!

Η φενάκη του γεωγραφικού προσδιορισμού προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση στον ελληνικό λαό και πέρα από βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι σύντομα θα χαθεί και το κράτος θα ονομαστεί «Δημοκρατία της Μακεδονίας», όπως defacto ισχύει εξάλλου και τώρα.

Και η σημερινή ελληνική κυβέρνηση, όπως και τα περισσότερα αντιπολιτευτικά κόμματα, έδειξε ήδη δείγματα ότι είναι διατεθειμένη να «λύσει» οριστικά το ζήτημα μαζί με το σκίσιμο των μνημονίων. Η ονομασία του γειτονικού κρατιδίου αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου, ακολουθούν τα αλυτρωτικά θέματα που είναι βαθιά ριζωμένα στον λαό της FYROM, το υποτιθέμενο μειονοτικό ζήτημα των σλαβόφωνων της Βόρειας Ελλάδας, οι ιδιοκτησίες των καταφυγόντων του Εμφυλίου Πολέμου, η καπήλευση της ιστορίας και του πολιτισμού, η μονοπώληση όλων των όρων με παράγωγα ή συνθετικά, ουσιαστικά δηλαδή το σύνολο όλων όσων συνοδεύουν το «copyright» του ονόματος Μακεδονία.

Δυστυχώς, οι ελληνικές κυβερνήσεις παρέδωσαν το όνομα και η λαϊκή πλειοψηφία στην Ελλάδα μοιάζει ανίκανη να επιβληθεί στα τεκταινόμενα. Ευκταίο να επέλθει η διάψευση. Οψόμεθα το επόμενο διάστημα.


Πηγή