Όμως, η σημασία του γέλιου στην ανθρώπινη ζωή δε συνεπάγεται την αποδοχή οτιδήποτε μπορεί να το προκαλέσει. Δεν αναιρεί δηλαδή την ανάγκη της ποιότητας του αστείου. Ο ελεύθερος άνθρωπος οφείλει να διαχωρίζει το αληθινά κωμικό από την ανοησία ή την κακοήθεια. Η φτήνια που παρουσιάζεται σαν χιούμορ είναι κατακριτέα, ακόμη κι αν προκαλεί το γέλιο στους περισσότερους.
Θα έλεγε κανείς ότι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κανείς το αστείο αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο της παιδείας του. Ο απαίδευτος άνθρωπος φαίνεται πρόθυμος να γελάσει ακόμη και με τη χυδαιότητα. Η ποιότητα σε συνδυασμό με την απήχηση που μπορεί να έχουν τα αστεία αποτελούν κριτήριο και της ποιότητας του λαού που τα υιοθετεί.
Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «Δεδομένου ότι στη ζωή υπάρχει επίσης αναψυχή και ανάπαυση (στην οποία περιλαμβάνονται η σχόλη και η διασκέδαση), λέμε ότι και εδώ υπάρχουν κάποιοι κομψοί και καλαίσθητοι τρόποι επικοινωνίας με τους άλλους: να λέμε – αλλά και να ακούμε – αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει. Δεν είναι επίσης χωρίς σημασία το είδος των ανθρώπων στους οποίους λέμε αυτά που λέμε ή των ανθρώπων από τους οποίους ακούμε αυτά που ακούμε». (1127b 8, 39-40 και 1128a 8, 1-2).
Με αλλά λόγια, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, καθώς τα αστεία υπόκεινται στη δική τους δεοντολογία που έχει να κάνει με «αυτά που πρέπει» και «με τον τρόπο που πρέπει» προκειμένου να αποτελούν «κομψούς και καλαίσθητους τρόπους επικοινωνίας με τους άλλους». Ο Αριστοτέλης παραμένει συνεπής στον τρόπο που είχε ορίσει τη μεσότητα στα συναισθήματα και τις πράξεις από το δεύτερο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων («τη στιγμή που πρέπει, σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει, σε σχέση με τους ανθρώπους που πρέπει, για το λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει» 1106b 6, 23-24), καθώς η αναφορά σε «αυτά που πρέπει» δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με το χρόνο, τους ανθρώπους και τους λόγους, που οφείλει να λαμβάνει υπόψη του το ποιοτικό αστείο.
Κι εδώ βρίσκονται τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο που αστειεύεται, ο οποίος εκπληρώνοντας όλα τα δεοντολογικά δεδομένα οφείλει να ακολουθήσει το δρόμο της μεσότητας, αποφεύγοντας (όπως σε όλες τις περιπτώσεις) την υπερβολή και την έλλειψη: «Αυτούς λοιπόν που ξεπερνούν το μέτρο στην προσπάθειά τους να κάνουν τους άλλους να γελάσουν, η κοινή αντίληψη τους θεωρεί “καραγκιόζηδες” («βωμολόχοι» στο πρωτότυπο): ανθρώπους απαίδευτους και κακόγουστους, ανθρώπους που θέλουν με κάθε τρόπο να προκαλέσουν το γέλιο, ανθρώπους, τέλος, που έχουν πιο πολύ για στόχο τους να προκαλέσουν το γέλιο παρά να πουν αυτά που θέλουν να πουν με τρόπο αρμόζοντα και ευπρεπή, χωρίς να στενοχωρήσουν τον άνθρωπο που είναι το αντικείμενο του σκώμματός τους». (1128a 8, 5-9).
Κι αν οι «καραγκιόζηδες» (βωμολόχοι) κινούνται προς την πλευρά της υπερβολής, οι «χωριάτες» στρέφονται κατάφωρα προς την έλλειψη: «Αντίθετα, αυτούς που ούτε οι ίδιοι είναι σε θέση να πουν κάτι το αστείο ούτε ανέχονται αυτούς που το κάνουν, η κοινή αντίληψη τους θεωρεί “χωριάτες” («αγροίκοι» στο πρωτότυπο) και τραχείς ανθρώπους». (1128a 8, 9-11).
Τη μεσότητα εκπροσωπούν οι ευτράπελοι, δηλαδή οι άνθρωποι που ξέρουν να συνδυάζουν το χιούμορ με τη λεπτότητα αποφεύγοντας οτιδήποτε άκομψο παραπέμπει στη χοντροκομμένη προσβολή: «Αυτούς, τέλος, που αστειεύονται με τρόπο κομψό και καλαίσθητο η γλώσσα μας τους λέει με τη λέξη ευτράπελοι, κάτι σαν “άνθρωποι που ‘τρέπονται’ εύκολα τη μια προς τα εδώ και την άλλη προς τα εκεί”· γιατί αυτού του είδους τα πράγματα λογαριάζονται κινήσεις του χαρακτήρα, και όπως κρίνουμε τα σώματα με βάση τις κινήσεις τους, έτσι και τους χαρακτήρες». (1128a 8, 11-17).
Η ταύτιση της αντίληψης του χιούμορ με το χαρακτήρα του ανθρώπου αποτελεί το αλληλένδετο της παιδείας σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αφού η παιδεία δεν περιορίζεται μόνο στην απόκτηση της γνώσης, αλλά ενδιαφέρεται (θα λέγαμε πρωτίστως) και για τη διάπλαση του ηθικού χαρακτήρα μέσω των έξεων που θα καθορίσουν τα μόνιμα στοιχεία της προσωπικότητας. Και οι έξεις, για να είναι ορθές, δεν μπορούν παρά να διέπονται από την αρχή της μεσότητας. Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ο κάτοχος της ηθικής αρετής, δηλαδή εκείνος που γνωρίζει τα όρια της έλλειψης και της υπερβολής που πρέπει να αποφύγει.
Κι ακριβώς αυτά τα όρια πρέπει να υπηρετηθούν και στην περίπτωση του αστείου: «Στη μεσότητα προσιδιάζει και η λεπτότητα και η διακριτικότητα. Του λεπτού και του διακριτικού ανθρώπου γνώρισμα είναι να λέει και να ακούει πράγματα που ταιριάζουν στον καλό άνθρωπο και σ’ αυτόν που έχει πάρει την αγωγή του ελεύθερου ανθρώπου· γιατί υπάρχουν κάποια πράγματα που ταιριάζει να τα λέει και να τα ακούει ένας τέτοιος άνθρωπος για διασκέδαση, και φυσικά η διασκέδαση ενός ελεύθερου ανθρώπου διαφέρει από τη διασκέδαση του κοινού και τυχαίου ανθρώπου, όπως διαφέρει και η διασκέδαση του καλλιεργημένου από τη διασκέδαση του ακαλλιέργητου ανθρώπου». (1128a 8, 19-25).
Ο Αριστοτέλης δεν εξηγεί τα επιμέρους χαρακτηριστικά της διασκέδασης και των αστείων που ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους. Το βέβαιο είναι ότι απορρίπτει την αισχρολογία κι αυτός είναι και ο λόγος που δεν του αρέσουν οι παλιές κωμωδίες: «Μπορεί κανείς να το προσέξει αυτό συγκρίνοντας τις παλαιές κωμωδίες με τις καινούργιες: στους παλαιούς ποιητές το αστείο βασιζόταν στην αισχρολογία, ενώ στους καινούργιους στον υπαινιγμό και στο υπονοούμενο· αυτά όμως τα δύο παρουσιάζουν όχι μικρή μεταξύ τους διαφορά από την άποψη της ευπρέπειας». (1128a 8, 25-29).
Από την άλλη, για τον Αριστοτέλη αυτός που αστειεύεται με σωστό τρόπο δεν αποσκοπεί απλώς στο να ευχαριστήσει ή, έστω, να μη δυσαρεστήσει την ομήγυρη. Εξάλλου, κάτι τέτοιο θα ήταν σχεδόν αδύνατο «αφού άλλα είναι τα πράγματα που δυσαρεστούν ή ευχαριστούν τον έναν και άλλα τον άλλον». (1128a 8, 32-33).
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για το κομμάτι της δεοντολογίας που αφορά τους ανθρώπους που απευθύνεται ένα αστείο, καθώς, η προσαρμογή της συμπεριφοράς σε σχέση με τα άτομα που συναναστρέφεται κανείς δε σημαίνει μετάλλαξη. Εκείνος που διασκεδάζει με χυδαιότητες είναι δύσκολο να παραστήσει τον εκλεπτυσμένο, αλλά, ακόμη κι αν το καταφέρει, δεν έχει καμία σχέση με την αριστοτελική οπτική, καθώς δεν προβάλλει τη λεπτότητα του χαρακτήρα, αλλά το χαμαιλεοντισμό μετατρέποντας τις ανθρώπινες σχέσεις σε πεδίο υποκρισίας.
Το ξεκαθάρισμα του Αριστοτέλη ότι το αστείο δε γίνεται απλώς για να γελάσει κάποιος έχει να κάνει με την οπτική της ποιότητας, που όχι μόνο θα προκαλέσει την ευθυμία, αλλά ταυτόχρονα, χωρίς να προσβάλλει, θα αποδώσει με ρεαλισμό την προβληματική μιας συμπεριφοράς ή μιας τρέχουσας κοινωνικής αντίληψης. Κι αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί τέχνη και ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς, ώστε να μη γίνει χοντράδα ή κακοήθεια προκαλώντας αντιδράσεις. Ο ελεύθερος άνθρωπος γνωρίζει τις λεπτές ισορροπίες. Τα αστεία του, όσο αιχμηρά ή καυστικά κι αν είναι δε θα μπορέσουν ποτέ να χαρακτηριστούν κακόβουλα.
Απαλλαγμένος από κάθε μοχθηρότητα μπορεί να αποδώσει ακριβώς αυτό που πρέπει. Ούτε θα αρκεστεί στην ανώδυνη ρηχότητα της επιδερμικής σάχλας, ούτε θα υποπέσει στο ατόπημα του άκομψου – προσβλητικού χαρακτηρισμού. Θα επισημάνει αυτό που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει, στον άνθρωπο που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει και για το λόγο που πρέπει. Κι αυτό δε σημαίνει ότι θα στερείται αιχμηρότητας, αφού, όταν κάτι δεν είναι αιχμηρό, είναι άνοστο, αλλά ότι η αιχμηρότητά του είναι τόσο καλά τροχισμένη, που θα χτυπήσει κατευθείαν στο ψαχνό, χωρίς όμως να γίνεται κακόβουλη.
Από κει και πέρα, τα αστεία που στερούνται προβληματισμού (όπως π.χ. κάποιος που σκοντάφτει και πέφτει) αρμόζουν περισσότερο στον «καραγκιόζη», αφού, όσο κι αν προσφέρουν ελαφρότητα ή ευθυμία, είναι αδύνατο να συγκριθούν με την ποιότητα της ακαριαίας ευστοχίας του «ευτράπελου» που διαβλέπει τα τρωτά κάποιου χαρακτήρα ή της κοινωνίας στο σύνολό της. Ο «ευτράπελος» είναι ο εκφραστής των αστείων που απευθύνονται στους ελεύθερους ανθρώπους. Κατά βάση το δυνατό χιούμορ αφορά τους σοβαρούς ανθρώπους.
Οι τυχαίοι θα προτιμήσουν κάτι πιο χοντροκομμένο, κάτι που τείνει περισσότερο στη σφαίρα του «καραγκιόζη». Γι’ αυτό και πολλοί συγχέουν τον καραγκιόζη με τον ευτράπελο: «… επειδή το αστείο και το κωμικό έχει πολύ μεγάλη πέραση και οι πιο πολλοί άνθρωποι βρίσκουν στις διασκεδάσεις και στα σκώμματα περισσότερη απ’ ό,τι πρέπει ευχαρίστηση, ονομάζουν ευτράπελους και τους καραγκιόζηδες, θεωρώντας τους ευχάριστους και χαριτωμένους ανθρώπους· ότι όμως διαφέρουν οι μεν από τους δε, και μάλιστα όχι λίγο, έχει γίνει φανερό από αυτά που είπαμε». (1128a 8, 15-19).
Για τον Αριστοτέλη το μέτρο που θα μπορούσε να αποδώσει τα όρια του αστείου σε βάρος του άλλου είναι ο ίδιος ο εαυτός, καθώς αυτό που κάποιος δε θα ανεχόταν για τον εαυτό του δεν πρέπει να το απευθύνει σε άλλους: «… το είδος των αστείων και των σκωμμάτων των οποίων ανέχεται να είναι αυτός το αντικείμενο είναι μάλλον το είδος των αστείων και των σκωμμάτων που ο ίδιος κάνει. Αυτό θα πει ότι υπάρχουν αστεία και σκώμματα που δε θα τα κάνει». (1128a 8, 33-34).
Το ότι ο καθένας προβαίνει μόνο στο είδος των αστείων που μπορεί να ανεχτεί κρίνεται μάλλον επισφαλές. Ο κακοήθης είναι πάντα πρόθυμος να πει για τους άλλους κακίες (δήθεν αστεία), χωρίς όμως να ανέχεται ποτέ τίποτα. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί περισσότερο ως κανόνας χιουμοριστικής εντιμότητας. Δικαιούται κανείς να αστειεύεται μέχρι εκεί που επιτρέπει και τους άλλους να αστειεύονται μαζί του.
Όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κριτήριο διαχωρισμού του «ευτράπελου» από τον «καραγκιόζη», καθώς ο «καραγκιόζης», που ξεπερνά τα όρια ακυρώνοντας κάθε έννοια ποιότητας, μπορεί να επιτρέπει και στους άλλους να ξεπερνούν τα όρια σε βάρος του.
Το βέβαιο είναι ότι τα όρια πρέπει να υπάρχουν «… γιατί το σκώμμα είναι ένα είδος κακολογίας, και το να κακολογούμε κάποια πράγματα οι νομοθέτες μάς το απαγορεύουν – ίσως θα έπρεπε να μας απαγορεύουν και το να κάνουμε ορισμένου είδους σκώμματα». (1128a 8, 35-37).
Η νομοθετική λογοκρισία των αστείων αποτελεί περισσότερο προβληματισμό παρά πρόταση. Ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει αμέσως: «Ο κομψός λοιπόν και εκλεπτυσμένος άνθρωπος, ο άνθρωπος που πήρε την αγωγή του ελεύθερου ανθρώπου, θα συμπεριφερθεί με τον τρόπο που περιγράψαμε, ωσάν ο ίδιος να είναι νόμος για τον εαυτό του. Τέτοιος είναι λοιπόν ο άνθρωπος που βρίσκεται στο μέσον, είτε τον λέμε ευτράπελο είτε τον λέμε λεπτό και διακριτικό άνθρωπο». (1128a 8, 37-40).
Το αστείο δεν είναι ζήτημα νομοθεσίας, αλλά παιδείας. Η παρέμβαση του νομοθέτη για τον καθορισμό της θεματολογίας και του τρόπου του χιούμορ κρίνεται προφανώς προβληματική σε σχέση με την ποιότητα της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου. Τα όρια του χιούμορ και την ποιότητά του τα θέτει ο κόσμος. Κι αυτό έχει άμεση σχέση με την παιδεία του.
Το μόνο που μένει είναι το σχόλιο του Αριστοτέλη για τον «χωριάτη»: «Όσο για τον “χωριάτη”, αυτός είναι άχρηστος κι ακατάλληλος γι’ αυτού του είδους τις κοινωνικές διασκεδάσεις: μη μπορώντας να συνεισφέρει τίποτε αγανακτεί και γκρινιάζει για όλα». (1128b 8, 1-2).
Ο «χωριάτης» είναι μια ακόμη εκδοχή της ανοησίας. Αδυνατώντας να ανταποκριθεί στην εγρήγορση της χιουμοριστικής οξύτητας προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από την ακαμψία της δήθεν σοβαρότητας. Στην ουσία είναι άνθρωποι που δεν ανέχονται κανενός είδους κριτική. Αρέσκονται να κάνουν λόγο για θρασύτητα και για έλλειψη σεβασμού. Εκφράζουν την κακώς εννοούμενη ευπρέπεια που ταυτίζεται με την αποστείρωση. Η ευθιξία και η οργή που δείχνουν αποκαλύπτουν την αδυναμία να ανταποκριθούν στα πειράγματα. Γι’ αυτό «αγανακτούν και γκρινιάζουν για όλα». Κι αν επιχειρήσουν να αστειευθούν, αλίμονο στην ομήγυρη που θα τους ακούσει.
Το γέλιο, δηλαδή η έμπρακτη αποκρυστάλλωση της αίσθησης του χιούμορ, αφορά μόνο τους ανθρώπους. Τα ζώα μπορεί να χαίρονται, μπορεί να έχουν διάφορους τρόπους για να εκδηλώσουν τη χαρά τους, όμως δε γελούν. Η αίσθηση του κωμικού νοείται μόνο μέσα από την οπτική της λογικής, η οποία ανατρέπεται. Γι’ ο Αριστοτέλης ορίζει τους «ευτράπελους» ως ανθρώπους που « “τρέπονται” εύκολα τη μια προς τα εδώ και την άλλη προς τα εκεί». Από τη μια τρέπονται προς τη σοβαρότητα της λογικής κι από την άλλη προς την ελαφρότητα της ανατροπής της. Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, πράγμα που οι πραγματικά σοβαροί άνθρωποι γνωρίζουν καλά και οι «χωριάτες» δε θα μάθουν ποτέ.
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια», βιβλίο τέταρτο, μετάφραση Δημήτριος Λυπουρλής, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, τόμος πρώτος, Θεσσαλονίκη 2006.
Πηγή