Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Στύγα (Στυξ) η αρχέγονη χθόνια θεότητα

Η Στύγα (Στυξ) ήταν αρχέγονη χθόνια θεότητα, απεχθής και φρικαλέα,[σ 1] προσωποποίηση του ομώνυμου ποταμού του Άδη.

Η Στυξ ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος ή κόρη του Ερέβους και της Νυκτός. [σ 2] Από τον Δία απέκτησε την Περσεφόνη και από τον Πάλλαντα τη Νίκη, τον Ζήλο, το Κράτος[σ 3] και τη Βία. Στα παιδιά της από τον Πάλλαντα ο Υγίνος προσέθεσε και τη Σκύλλα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, σύζυγος της ήταν ο Πείρας, όπου ως καρπός της ένωσής τους προέκυψε η Έχιδνα.



Συμβολή στην Τιτανομαχία 


Η Στύγα κατοικούσε μακριά από τους άλλους θεούς, στο βαθύ σκότος του Άδη, μέσα στο, κτισμένο πάνω σε πανύψηλους αργυρούς στύλους, ξακουστό παλάτι της.

Ανέβηκε στον Όλυμπο μόνο μια φορά: όταν έσπευσε μαζί με τα παιδιά της να βοηθήσει τον Δία στην άγρια και αμφίρροπη μάχη του εναντίον των Τιτάνων. Όταν αυτός, τελικά, επικράτησε, ανταμείβοντάς την, όρισε να δίνουν, πλέον, οι θεοί όρκο στο ιερό της όνομα και προσκάλεσε τα παιδιά της να έρθουν να ζήσουν για πάντα μαζί του, στον Όλυμπο.

Το Κράτος και η Βία θα γίνουν, έκτοτε, μόνιμοι παραστάτες του και απηνείς εκτελεστές των αποφάσεών του.[σ 4]

Ο Στύγιος ποταμός και η λίμνη Στύγα 


Η Στύγα ήταν, επίσης, ένας από τους μεγάλους ποταμούς του Κάτω Κόσμου, κλάδος του αρχέγονου Ωκεανού. Από την κορυφή ενός απόκρημνου βράχου, του Τάρταρου, ανάβλυζε το νερό που σχημάτιζε αρχικά τον Στύγιο ποταμό και, ακόλουθα, την λίμνη Στύγα. Τα νερά τους είχαν την τρομερή δύναμη να διαλύουν και να αφανίζουν ότι έπεφτε μέσα τους.

Αυτά τα νερά αναμεμειγμένα με θειάφι χρησιμοποιούσαν οι Τελχίνες για να καταστρέψουν φυτά και ζώα και σ'αυτά, επίσης, η Θέτις (σύμφωνα μ'έναν μετά-ομηρικό μύθο που διέσωσε ο Ρωμαίος Στάτιος βάπτισε τον νεογέννητο Αχιλλέα κι έτσι τον κατέστησε άτρωτο - εκτός του σημείου που τον κρατούσε, την πτέρνα, μοναδικό, έκτοτε, τρωτό σημείο του σώματός του, γνωστό μέχρι σήμερα ως αχίλλειος πτέρνα.

Ο Όρκος των θεών 


Όπως αναφέρει ο Ησίοδος, όταν δυο θεοί φιλονικούσαν μεταξύ τους κι ο Δίας δεν μπορούσε να διαπιστώσει ποιος λέει την αλήθεια και ποιος όχι, έστελνε την Ίριδα να φέρει από τον Άδη λίγο από το νερό της Στύγας μέσα σε χρυσό αμφορέα. Οι θεοί έπρεπε να ορκιστούν τότε μπροστά στο ιερό ύδωρ.

Ο επίορκος παρέλυε, μένοντας άλαλος και δίχως ανάσα. Για ένα ολόκληρο έτος θα παράμεινε σε αυτή την κατάσταση, σύν τοις άλλοις, θνητός. Όμως και ύστερα από το κώμα, θα βρίσκονταν αποκλεισμένος από τα συμβούλια και τα συμπόσια των θεών για ακόμα εννιά χρόνια.

Η Αρκαδική Στύγα 


Ψηλά στα Αροανία όρη, από έναν απόκρημνο σκιερό βράχο αναβλύζει ακόμη και σήμερα πηγή που οι αρχαίοι ονόμαζαν Ύδωρ Στυγός ενώ ακόμη και σήμερα αποκαλείται Μαυρονέρι. Τα ύδατα της πηγής διέρχονται υπογείως και αναβλύζουν ξανά, χαμηλότερα στην ίδια περιοχή, για να ενωθούν με τον Κράθι ποταμό.

Η σκούρα όψη τους οφειλόταν, σύμφωνα με τον μύθο, στη θεά Δήμητρα: όταν αυτή μεταμορφωμένη σε φοράδα (για να ξεφύγει από τον Ποσειδώνα που την είχε ερωτευθεί και την κυνηγούσε), ήρθε και καθρεφτίστηκε μέσα τους, η εικόνα που αντίκρισε τη δυσαρέστησε, ταράχτηκε κι ευθύς, ο ποταμός έγινε μελανός.

Οι αρχαίοι πίστευαν ότι τα ύδατα της πηγής προέρχονταν από τον χθόνιο ποταμό της Στύγας και γι' αυτό οι Αρκάδες συνήθιζαν να ορκίζονται μπροστά τους, μιμούμενοι τον Όρκο των θεών. Πίστευαν ακόμη ότι είχαν παρόμοιες με τα χθόνια ύδατα μαγικές δυνάμεις: όποιο, δηλαδή, ζωντανό πλάσμα έπεφτε μέσα τους δηλητηριαζόταν και πέθαινε, τα πήλινα αγγεία ράγιζαν, ενώ εκείνα από μέταλλο (ακόμη κι από χρυσό) σκούριαζαν και διαλύονταν.

Κανένα δοχείο δεν μπορούσε να συγκρατήσει το ύδωρ της Στυγός εκτός κι αν ήταν κατασκευασμένο από ωπλή αλόγου. [σ 5]


Το ύδωρ της Στυγός και ο θάνατος του Μ. Αλεξάνδρου


Σύμφωνα με φήμες στις οποίες αναφέρονται αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι ιστορικοί, ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε όντας δηλητηριασμένος από ύδωρ της Στύγας που έριξε κρυφά στο κρασί του ο οινοχόος του Ιόλλας. Εμπνευστής της συνωμοσίας φέρεται ο Αντίπατρος με εκτελεστές τους υιούς του και σύμβουλο ή προμηθευτή του δηλητηρίου τον Αριστοτέλη.

Σύμφωνα με Αμερικανούς επιστήμονες, οι φήμες αυτές ενδέχεται να επαληθεύονται, αφού πριν από μερικά χρόνια στα ασβεστολιθικά πετρώματα του καταρράκτη της Στύγας εντοπίστηκε η εξαιρετικώς τοξική ουσία καλιχεαμυκίνη (calicheamicin).

Η ουσία αυτή προξενεί βλάβες στο DNA, με αρχικά συμπτώματα αίσθημα αδυναμίας, κόπωση και πόνο, στη συνέχεια κατάρρευση των εσωτερικών οργάνων και του νευρικού συστήματος, που τελικά οδηγούν στο θάνατο.

Η κουκουβάγια στύγα


Στο Λεξικό του Ησυχίου αναφέρεται ένα πτηνό ονόματι στύγα (στύξ), πού ήταν ίσως ένα είδος μπούφου ή κουκουβάγιας (γλαύκας). Η γλαύκα ήταν, άλλωστε, σύμβολο των χθόνιων θεών, το σκοτεινό πτηνό της Στύγας όπως λέει ο Οβίδιος.

Το πτηνό στύγα αναφέρει και ο Αντωνίνος Λιβεράλις στην ιστορία της Πολυφόντης. Ο Ερμής, αναφέρει, αφού τιμώρησε τους υιούς της, επειδή ήταν ασεβείς απέναντι στους θεούς και σκληροί με τους ανθρώπους, μεταμόρφωσε την ίδια στο νυχτοπούλι στύγα, του οποίου το κρώξιμο του τη νύχτα προαναγγέλλει πόλεμο και διχόνοια.

Σημειώσεις

Η λέξη στύξ προέρχεται από το ρήμα στυγέω [μισώ, απεχθάνομαι]. Στύγα σημαίνει στην κυριολεξία η Μισητή, η Φρικαλέα. (Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Ι. Σταματάκου)

Ο Κ. Κερένυϊ (στην «Μυθολογία» του) κάπου γράφει πως ήταν κόρη της Θέτιδος και κάπου αλλού κόρη της Τηθύος. Αλλά, όπως σημειώνει ο ίδιος (σελ. 53): «λίγο ξέρει κανείς αν η Τηθύς, η Θέτις και η Ευρυνόμη δεν είναι η παρουσία της ίδιας θεάς, εκείνης μάλιστα που τριπλά συνδέεται με τη θάλασσα και ονομάζεται διαφορετικά, ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο». (Η Μυθολογία των Αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας)

Σε ορισμένα νεοελληνικά κείμενα, όπως στη μετάφραση της "Μυθολογίας" του Κερένυϊ, αποδίδεται ως ο Κράτος (στο αρσενικό γένος).

Στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου βλέπουμε, στην αρχή του έργου, τον Κράτο να πιέζει τον δισταχτικό Ήφαιστο να εκτελέσει την προσταγή του Δία και ν' αλυσοδέσει τον αιχμάλωτο Τιτάνα, ενώ η Βία παρίσταται όπως πάντα σιωπηλή και έτοιμη.

Παίρνοντας στοιχεία από τους μύθους για την Στύγα, ο Πλάτων αργότερα επινόησε τον Αμελή ποταμό, τον χθόνιο ποταμό της λήθης.

Παραπομπές

  1. Ησίοδος, Θεογονία, 361-363. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 2.2.
  2. Υγίνος, Fabulae, proefatio I.
  3. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 3.1.
  4. Ησίοδος, Θεογονία, 383-385. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 2.4.
  5. Υγίνος, Fabulae, proefatio XVII.
  6. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Αρκαδικά, 18.2.
  7. Ησίοδος, Θεογονία, 775-779.
  8. Ησίοδος, Θεογονία, 797-401. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 2.5.
  9. Ησίοδος, Θεογονία, 789.
  10. Πλάτων, Φαίδων, 113c.
  11. Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίον ΙΔ, 2.7.
  12. Στάτιος, Αχιλληίς, Βιβλίον 1.
  13. Ησίοδος, Θεογονία, 782-806.
  14. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίον 8 (Αρκαδικά), 17.6.
  15. Πτολεμαίος Χέννος, Καινή Ιστορία, Βιβλίον 3, (Βιβλιοθήκη Φωτίου, 190).
  16. Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, Βιβλίο Ζ (Ερατώ), 74-1.
  17. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίον 8 (Αρκαδικά),18.4-18.6.
  18. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασης, Βιβλίο έβδομο, 27.1, 27.2. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος, 77. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίον 8 (Αρκαδικά), 18.6. Κούρτιος Ρούφος, Ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου, τόμος 3 (LIV. X). Ιουστίνος, Επιτομή των Φιλιππικών του Πομπήιου Τρόγου, Βιβλίον ΙΒ, κεφ. 14.
  19. Το θανατηφόρο νερό της Στυγός, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Ανακτήθηκε:09/10/2016.
  20. Ησύχιος, Γλώσσαι / Σ («Στύξ• κρήνη εν άδου ή ο σκώψ το όρνεον ή όρκος θεών»).
  21. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, XV, 779.
  22. Αντωνίνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων συναγωγή, 21.


Βιβλιογραφία

  • Κ. Κερένυϊ, Η Μυθολογία των Αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996
  • J.-P. Vernant, Μύθος και Σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα, Δαίδαλος - Ζαχαρόπουλος.
  • J.-P. Vernant, Το Βλέμμα του Θανάτου, Αλεξάνδρεια, 1992.



Πηγή