Μία μέρα ο Διογένης έτρωγε ένα πιάτο φακές καθισμένος στο κατώφλι ενός τυχαίου σπιτιού. Δεν υπήρχε σε όλη την Ελλάδα πιο φθηνό φαγητό από μία σούπα με φακές. Μ’ άλλα λόγια, αν έτρωγες φακές σήμαινε ότι βρισκόσουν σε κατάσταση απόλυτης ανέχειας.
Πέρασε ένα απεσταλμένος του άρχοντα και του είπε:
Ο Διογένης σταμάτησε να τρώει, σήκωσε το βλέμμα και κοιτάζοντας στα μάτια τον πλούσιο συνομιλητή του αποκρίθηκε:
Μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος (Οι επτά σοφοί - Βίοι Φιλοσόφων, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ), ότι «μόλις ο Σόλων οσφράνθηκε τα σχέδια του Πεισίστρατου (ετοιμαζόταν να καταλύσει τη δημοκρατία και να κυβερνήσει τυραννικά), έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει την πραγματοποίησή τους. Όρμησε δηλαδή μια μέρα στη συνέλευση του λαού κρατώντας δόρυ και ασπίδα και τους προειδοποίησε για τις δόλιες προθέσεις του Πεισίστρατου. Επιπλέον, δήλωσε ότι είναι πρόθυμος να σταθεί βοηθός της πόλης, λέγοντας τα εξής: "Αθηναίοι, από άλλους σας είμαι σοφότερος και από άλλους πιο γενναίος. Σοφότερος από αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται την απάτη του Πεισίστρατου και πιο γενναίος από αυτούς που, ενώ ξέρουν, σιωπούν από φόβο". Και τα μέλη της βουλής που ήταν με το μέρος του Πεισίστρατου, έλεγαν πως ο Σόλων είναι τρελός, εξού και τα λόγια του». Στη συνέχεια ο Σόλων έγραψε τους παρακάτω στίχους:
«Όταν ο Πεισίστρατος πήρε τη δύναμη στα χέρια του», συνεχίζει ο Διογένης Λαέρτιος, «ο Σόλων, μη μπορώντας πια να πείσει το λαό, πήγε και άφησε τα όπλα του μπροστά στο οίκημα του στρατηγού λέγοντας : "Πατρίδα μου, σε βοήθησα με λόγια και έργα" και αμέσως απέπλευσε για την Αίγυπτο και την Κύπρο απ' όπου επισκέφθηκε τον Κροίσο. (...) Όταν έμαθε ότι ο Πεισίστρατος ήταν ήδη τύραννος, έγραψε στους Αθηναίους τα εξής:
Η τελευταία επιστολή του αρχαίου σοφού θα μπορούσε να ήταν γραμμένη από τα χέρια όλων εκείνων που χαρακτηρίστηκαν «ιδιόρρυθμοι», «συμπαθητικοί», «τρελοί», «γραφικοί» και «ρομαντικοί», γεννημένοι σε μια παλιότερη εποχή. Εκείνων, που είχαν πιο καθαρό ορίζοντα ορατότητας σε σχέση με αυτό της «μάζας».
Πηγή1 / Πηγή2
Πέρασε ένα απεσταλμένος του άρχοντα και του είπε:
«Α! Διογένη, Αν μάθαινες να μην είσαι ανυπότακτος κι αν κολάκευες λιγάκι τον άρχοντα, δε θα ήσουν αναγκασμένος να τρως συνέχεια φακές.»
Ο Διογένης σταμάτησε να τρώει, σήκωσε το βλέμμα και κοιτάζοντας στα μάτια τον πλούσιο συνομιλητή του αποκρίθηκε:
«Α, φουκαρά αδελφέ μου!»Αν μάθαινες να τρως λίγες φακές, δεν θα ήσουν αναγκασμένος να υπακούς και να κολακεύεις συνεχώς τον άρχοντα.»
Η Διδακτική ιστορία του σοφού Σόλωνος
Μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος (Οι επτά σοφοί - Βίοι Φιλοσόφων, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ), ότι «μόλις ο Σόλων οσφράνθηκε τα σχέδια του Πεισίστρατου (ετοιμαζόταν να καταλύσει τη δημοκρατία και να κυβερνήσει τυραννικά), έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει την πραγματοποίησή τους. Όρμησε δηλαδή μια μέρα στη συνέλευση του λαού κρατώντας δόρυ και ασπίδα και τους προειδοποίησε για τις δόλιες προθέσεις του Πεισίστρατου. Επιπλέον, δήλωσε ότι είναι πρόθυμος να σταθεί βοηθός της πόλης, λέγοντας τα εξής: "Αθηναίοι, από άλλους σας είμαι σοφότερος και από άλλους πιο γενναίος. Σοφότερος από αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται την απάτη του Πεισίστρατου και πιο γενναίος από αυτούς που, ενώ ξέρουν, σιωπούν από φόβο". Και τα μέλη της βουλής που ήταν με το μέρος του Πεισίστρατου, έλεγαν πως ο Σόλων είναι τρελός, εξού και τα λόγια του». Στη συνέχεια ο Σόλων έγραψε τους παρακάτω στίχους:
"Λίγος καιρός και θα φανερωθεί στους συμπολίτες μου η τρέλα μου, μόλις θα λάμψει καθαρή η αλήθεια"
«Όταν ο Πεισίστρατος πήρε τη δύναμη στα χέρια του», συνεχίζει ο Διογένης Λαέρτιος, «ο Σόλων, μη μπορώντας πια να πείσει το λαό, πήγε και άφησε τα όπλα του μπροστά στο οίκημα του στρατηγού λέγοντας : "Πατρίδα μου, σε βοήθησα με λόγια και έργα" και αμέσως απέπλευσε για την Αίγυπτο και την Κύπρο απ' όπου επισκέφθηκε τον Κροίσο. (...) Όταν έμαθε ότι ο Πεισίστρατος ήταν ήδη τύραννος, έγραψε στους Αθηναίους τα εξής:
"Από δική σας δειλία κι αμυαλιά σας χτυπούν οι φουρτούνες Ω όχι μομφές στους θεούς Ω δεν είναι φταίχτες Ω εσείς οι ίδιοι αρματώσατε τούτους εδώ και τρανέψατε τόσο Ω έτσι, απ' αυτά, στην πικρή πέσατε τώρα σκλαβιά Ω ίδια αλεπού πονηρά περπατάει ο καθένας σας χώρια, μα όλοι σαν πάτε μαζί, τότε σας πιάνει αμυαλιά Ω οι γαλιφιές σας πλανεύουν, και δίνετε πίστη στα λόγια, όμως καμία προσοχή στα έργα δεν δίνετε εσείς"
Η τελευταία επιστολή του αρχαίου σοφού θα μπορούσε να ήταν γραμμένη από τα χέρια όλων εκείνων που χαρακτηρίστηκαν «ιδιόρρυθμοι», «συμπαθητικοί», «τρελοί», «γραφικοί» και «ρομαντικοί», γεννημένοι σε μια παλιότερη εποχή. Εκείνων, που είχαν πιο καθαρό ορίζοντα ορατότητας σε σχέση με αυτό της «μάζας».
Πηγή1 / Πηγή2