Η ιστορία της κλοπής των αρχαίων μνημείων δεν είναι άγνωστη. Ιδίως κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης σε Ελλάδα και Κύπρο και της ασυδοσίας πολλοί Ευρωπαίοι βρήκαν την ευκαιρία να αρπάξουν τους θησαυρούς των αρχαίων Ελλήνων.
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα η κλοπή των μαρμάρων του Παρθενώνα και της Καρυάτιδας από τον Έλγιν που σήμερα βρίσκονται στη Βρετανία. Μία άλλη ιστορία αρχαιοκαπηλείας, που κατέληξε σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, είναι αυτή του πίθου της Αμαθούντας. Τον Μάρτιο του 1862, ο Γάλλος αρχιτέκτονας Edmond Duhmoit επισκέφθηκε τον αρχαιολογικό χώρο στη Λεμεσό.
Μετά την επίσκεψή του έγραψε στο ημερολόγιό του: «Η τελευταία μας μέρα ήταν αφιερωμένη στην Αμαθούντα, το μόνο ιερό της Αφροδίτης που δεν είχαμε επισκεφθεί. Εκεί βρήκαμε δύο τεράστιους πέτρινους πίθους διαμέτρου 3.40 μέτρων. Δεν μπορούσα να υπολογίσω το ύψος γιατί ήταν θαμμένοι στο έδαφος και μόνο ένα μέτρο εξείχε, που ήταν καλυμμένο με παραστάσεις. Αν καταφέρω να τους βγάλω από εκεί και να τους μεταφέρω στη θάλασσα, θα είναι το μεγαλύτερό μου επίτευγμα.
Θα αρχίσω να μελετώ τους τρόπους και τους μηχανισμούς που χρειάζονται για να πετύχει κάτι τέτοιο και να μεταφερθούν. Αυτό θα δημιουργήσει μεγάλη εντύπωση στο Λούβρο παρόλο που οι υπεύθυνοι εκεί δεν έχουν ποτέ ασχοληθεί με ανασκαφές, μάλλον τις απεχθάνονται και δημιουργούν δυσκολίες, αλλά θα έχουμε μαζέψει αρκετά για να γεμίσουμε μια μεγάλη αίθουσα».
Τρία χρόνια αργότερα ο Γάλλος αρχιτέκτονας τα είχε καταφέρει. Αφού εξασφάλισε σχετική «άδεια» από τις οθωμανικές αρχές ξεκίνησε τη διαδικασία μεταφοράς του στη Γαλλία. Χρειάστηκαν δεκαέξι ημέρες για να μετακινηθεί το γιγαντιαίο πιθάρι και μία γαλλική κυβερνητική φρεγάτα για να μεταφερθεί στη Γαλλία. Έκτοτε, κοσμεί το Μουσείο του Λούβρου.
Το τεράστιας ιστορικής αξίας πιθάρι χρονολογείται γύρω στον 6ον αιώνα π.χ. και είναι φτιαγμένο από ασβεστόλιθο. Θεωρείται μοναδικό στον κόσμο από τους αρχαιολόγους τόσο λόγω του τρόπου κατασκευής του όσο και λόγω του μεγέθους του. Το ύψος του είναι 1 μέτρο και 87 εκατοστά, η περιφέρειά του 3 μέτρα και 19 εκατοστά και ζυγίζει 1,4 τόνους. Έχει τέσσερα χερούλια διακοσμημένα με κεφάλι ταύρου και για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε μια και μόνο μεγάλη πέτρα. Το γιγαντιαίο πιθάρι είχε διακοσμητική χρήση αφού μαζί με ακόμα ένα κοσμούσαν την είσοδο του Ναού της Αφροδίτης στην ακρόπολη της Αμαθούντας. Τα κομμάτια του δεύτερου πίθου είναι ακόμα ορατά.
Η Αμαθούντα ήταν μία από τις πόλεις-κράτη της αρχαίας Κύπρου. Σύμφωνα με τον μύθο, την πόλη έκτισε ο γιος του Ηρακλή Άμαθος ενώ μία άλλη ιστορία αναφέρει πως το όνομά της προέρχεται από τη νύμφη Αμαθούσα μητέρα του βασιλιά της Πάφου Κινύρα. Άλλοι μιλούν για τον μύθο της όμορφης Αριάδνης, της κόρης του Μίνωα, η οποία βρήκε καταφύγιο στο κυπριακό βασίλειο όταν γλύτωσε από τον λαβύρινθο μαζί με τον Θησεά.
Εκεί, κατά τη γέννα του παιδιού της πέθανε και θάφτηκε σε ένα ιερό. Η πόλη κατοικείτο από τον 11ο αι. π.Χ. Κτισμένη σε λόφο με θέα τη θάλασσα, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της εποχής. Η πόλη αποτελούσε τον χώρο λατρείας της Αφροδίτης και του Άδωνι, προς τιμή των οποίων γίνονταν και τα Αδώνεια παιγνίδια, όπου αθλητές διαγωνίζονταν στο κυνήγι αγριογούρουνων σε αθλητικούς διαγωνισμούς, τραγούδι και χορό.
Μία άλλη εκδοχή αναφέρει πως η πόλη χτίστηκε από τους Φοίνικες γύρω στον 15ο αι. π.Χ κάτι που εξηγεί μάλιστα την άρνηση του βασιλείου να πάρει μέρος στην επανάσταση του Ονήσιλου ενάντια στους Πέρσες. Κατά την ρωμαϊκή περίοδο, υπήρξε πρωτεύουσα διοικητικής περιφέρειας ενώ στα χρόνια του χριστιανισμού μετετράπη σε έδρα του επισκόπου. Γύρω στον 70 αι. μ.Χ εγκαταλείφθηκε μάλλον λόγω των αραβικών επιδρομών. Αργότερα, Οικοδομικό υλικό από την Αμαθούντα χρησιμοποιήθηκε σε κατασκευή κτηρίων στη Λεμεσό αλλά και στην κατασκευή και της Διώρυγας του Σουέζ.
Πηγή
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα η κλοπή των μαρμάρων του Παρθενώνα και της Καρυάτιδας από τον Έλγιν που σήμερα βρίσκονται στη Βρετανία. Μία άλλη ιστορία αρχαιοκαπηλείας, που κατέληξε σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, είναι αυτή του πίθου της Αμαθούντας. Τον Μάρτιο του 1862, ο Γάλλος αρχιτέκτονας Edmond Duhmoit επισκέφθηκε τον αρχαιολογικό χώρο στη Λεμεσό.
Μετά την επίσκεψή του έγραψε στο ημερολόγιό του: «Η τελευταία μας μέρα ήταν αφιερωμένη στην Αμαθούντα, το μόνο ιερό της Αφροδίτης που δεν είχαμε επισκεφθεί. Εκεί βρήκαμε δύο τεράστιους πέτρινους πίθους διαμέτρου 3.40 μέτρων. Δεν μπορούσα να υπολογίσω το ύψος γιατί ήταν θαμμένοι στο έδαφος και μόνο ένα μέτρο εξείχε, που ήταν καλυμμένο με παραστάσεις. Αν καταφέρω να τους βγάλω από εκεί και να τους μεταφέρω στη θάλασσα, θα είναι το μεγαλύτερό μου επίτευγμα.
Θα αρχίσω να μελετώ τους τρόπους και τους μηχανισμούς που χρειάζονται για να πετύχει κάτι τέτοιο και να μεταφερθούν. Αυτό θα δημιουργήσει μεγάλη εντύπωση στο Λούβρο παρόλο που οι υπεύθυνοι εκεί δεν έχουν ποτέ ασχοληθεί με ανασκαφές, μάλλον τις απεχθάνονται και δημιουργούν δυσκολίες, αλλά θα έχουμε μαζέψει αρκετά για να γεμίσουμε μια μεγάλη αίθουσα».
Τρία χρόνια αργότερα ο Γάλλος αρχιτέκτονας τα είχε καταφέρει. Αφού εξασφάλισε σχετική «άδεια» από τις οθωμανικές αρχές ξεκίνησε τη διαδικασία μεταφοράς του στη Γαλλία. Χρειάστηκαν δεκαέξι ημέρες για να μετακινηθεί το γιγαντιαίο πιθάρι και μία γαλλική κυβερνητική φρεγάτα για να μεταφερθεί στη Γαλλία. Έκτοτε, κοσμεί το Μουσείο του Λούβρου.
Το γιγαντιαίο πιθάρι
Το τεράστιας ιστορικής αξίας πιθάρι χρονολογείται γύρω στον 6ον αιώνα π.χ. και είναι φτιαγμένο από ασβεστόλιθο. Θεωρείται μοναδικό στον κόσμο από τους αρχαιολόγους τόσο λόγω του τρόπου κατασκευής του όσο και λόγω του μεγέθους του. Το ύψος του είναι 1 μέτρο και 87 εκατοστά, η περιφέρειά του 3 μέτρα και 19 εκατοστά και ζυγίζει 1,4 τόνους. Έχει τέσσερα χερούλια διακοσμημένα με κεφάλι ταύρου και για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε μια και μόνο μεγάλη πέτρα. Το γιγαντιαίο πιθάρι είχε διακοσμητική χρήση αφού μαζί με ακόμα ένα κοσμούσαν την είσοδο του Ναού της Αφροδίτης στην ακρόπολη της Αμαθούντας. Τα κομμάτια του δεύτερου πίθου είναι ακόμα ορατά.
Το αρχαίο βασίλειο της Αμαθούντας
Η Αμαθούντα ήταν μία από τις πόλεις-κράτη της αρχαίας Κύπρου. Σύμφωνα με τον μύθο, την πόλη έκτισε ο γιος του Ηρακλή Άμαθος ενώ μία άλλη ιστορία αναφέρει πως το όνομά της προέρχεται από τη νύμφη Αμαθούσα μητέρα του βασιλιά της Πάφου Κινύρα. Άλλοι μιλούν για τον μύθο της όμορφης Αριάδνης, της κόρης του Μίνωα, η οποία βρήκε καταφύγιο στο κυπριακό βασίλειο όταν γλύτωσε από τον λαβύρινθο μαζί με τον Θησεά.
Εκεί, κατά τη γέννα του παιδιού της πέθανε και θάφτηκε σε ένα ιερό. Η πόλη κατοικείτο από τον 11ο αι. π.Χ. Κτισμένη σε λόφο με θέα τη θάλασσα, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της εποχής. Η πόλη αποτελούσε τον χώρο λατρείας της Αφροδίτης και του Άδωνι, προς τιμή των οποίων γίνονταν και τα Αδώνεια παιγνίδια, όπου αθλητές διαγωνίζονταν στο κυνήγι αγριογούρουνων σε αθλητικούς διαγωνισμούς, τραγούδι και χορό.
Μία άλλη εκδοχή αναφέρει πως η πόλη χτίστηκε από τους Φοίνικες γύρω στον 15ο αι. π.Χ κάτι που εξηγεί μάλιστα την άρνηση του βασιλείου να πάρει μέρος στην επανάσταση του Ονήσιλου ενάντια στους Πέρσες. Κατά την ρωμαϊκή περίοδο, υπήρξε πρωτεύουσα διοικητικής περιφέρειας ενώ στα χρόνια του χριστιανισμού μετετράπη σε έδρα του επισκόπου. Γύρω στον 70 αι. μ.Χ εγκαταλείφθηκε μάλλον λόγω των αραβικών επιδρομών. Αργότερα, Οικοδομικό υλικό από την Αμαθούντα χρησιμοποιήθηκε σε κατασκευή κτηρίων στη Λεμεσό αλλά και στην κατασκευή και της Διώρυγας του Σουέζ.
Πηγή