1. Ο 'Λυκαβηττός' είναι ένα χαρακτηριστικό σημείο γεωμορφολογίας της Αθήνας από την αρχαιότητα καθώς αποτελεί και το ψηλότερο σημείο της.
Ονομάστηκε επίσης και 'Αγχεσμός' για να δηλώσει την κοντινή του απόσταση ως προς την Αθήνα (αγχι= κοντά, πλησίον) μια εποχή που η πόλη δεν είχε επεκταθεί ως αυτόν.
Το πιο παράλογο που έχει γραφεί για τον Λυκαβηττό είναι πως το όνομα προέρχεται από τους λύκους που κατοικούσαν ή περιφέρονταν στον λόφο.
Μια άλλη, λιγότερο απογοητευτική, εξήγηση έρχεται από τον Ησύχιο που γράφοντας «λύκοις πληθύειν του όρους» εννοούσε πως ο λόφος ήταν κατάφυτος από τα κρινάκια της Ιριδας που ο λαός ονόμαζε λύκους.
Η ορθή όμως προσέγγιση, είναι αυτή που λέει πως ο λόφος ονομάστηκε έτσι από το λυκαυγές (λύκη) και το βαίνω (έρχομαι), καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε κάθε πρωί πάνω από αυτόν, για τους κατοίκους της Αθήνας.
Το όνομα σχεδόν ταυτίζεται με τη λέξη λυκάβας που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για τον ενιαυτό (το έτος) σημειώνοντας την πορεία του ηλιακού φωτός μέσα από τον κύκλο των εποχών.
Αυτό όμως που δεν προσδιορίζεται από κανέναν είναι, πως το δεύτερο συνθετικό της λέξης, το «ηττος», δεν είναι ένα απλό συνοδευτικό που μπήκε ώστε να ολοκληρωθεί το όνομα, ούτε μια «τραβηγμένη» κατάληξη για να διαφοροποιήσει τον Λυκαβηττό, από άλλες λέξεις και ονόματα όπως τα λυκάβας, λυκίβατος, Λυκαστός, κλπ.
Το «ηττος» μπήκε σκόπιμα, σημαίνοντας κάτι πολύ συγκεκριμένο, με την σοφία που οι πρόγονοί μας διέθεταν ώστε η κάθε λέξη που δημιουργούσαν να αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά που ήθελαν να περιγράψουν.
Στην αρχαιότητα οι κατοικίες των Αθηναίων και η καρδιά της πόλης, η αγορά, βρίσκονταν βόρεια του Παρθενώνα. Από εκεί κοιτάζοντας, κάθε πρωί, ανατολικά (όπου η θέση του Λυκαβηττού σε σχέση με αυτούς) έβλεπαν τον λόφο να εμποδίζει το πρώτο φώς της ημέρας (λύκη) να φτάσει στα σπίτια τους.
Αυτόν τον περιορισμό (ελάττωση-έλλειψη), αποτύπωσαν στο όνομα 'Λυκαβηττός', χρησιμοποιώντας την λέξη 'ήττα', διατυπωμένη ως «ηττός», καθώς αυτό που αντίκριζαν ήταν η ήττα του φωτός εξ αιτίας του λόφου.
Όπως θα δούμε στην συνέχεια, αυτή δεν ήταν η μοναδική περίπτωση που η λέξη 'ήττα' χρησιμοποιείται ως δεύτερο συνθετικό, για την δημιουργία ονόματος.
Μια πιο τολμηρή ανάλυση του ονόματος θα το χώριζε σε τρία μέρη (Λυκ+αβ+ηττός) όπου, χωρίς να αλλάζει το νόημά ως προς το «λυκ» και το «ηττος», το παρένθετο «αβ» θα σήμαινε την θέση του λόφου με βάση τα σημεία του ορίζοντα.
Δηλαδή το «αβ» θα μπορούσε να προσδιορίζει ανατολή+βορά καθώς, για να είμαστε ακριβείς, ο Λυκαβηττός βρισκόταν βορειοανατολικά της αρχαίας Αθήνας.
Ενας βορειοανατολικός προσανατολισμός που ανάλογα με την πορεία του ηλίου ανάμεσα στις ισημερίες και τα ηλιοστάσια έφερνε το πρώτο φώς της ημέρας πότε πιο βόρεια και πότε πιο νότια στον ανατολικό ορίζοντα των Αθηναίων πολιτών.
2. Ανάλογη χρήση του «ηττος» έχουμε και στο όνομα του 'Υμηττού'.
Ο Υμηττός αναφέρεται από την αρχαιότητα ως ένα κατ’ εξοχήν ξηρό και άνυδρο όρος και αυτό αποτυπώνεται στην επιπρόσθετη ονομασία του νότιου τμήματός του ως ‘Άνυδρος Υμηττός (λεγόταν επίσης Ελάσσων Υμηττός).
Δεν γνωρίζουμε από πότε δόθηκε η ονομασία Άνυδρος Υμηττός, όμως αυτό το διπλό όνομα αποτελεί πλεονασμό και φανερώνει την άγνοια της γλώσσας μας αυτών που το χρησιμοποιούσαν γιατί με το όνομα Υμηττός επισημαίνεται ήδη ο άνυδρος τόπος.
Το «ηττος» είδαμε πως μπαίνει σε μια λέξη ή όνομα για να δηλώσει την έλλειψη-περιορισμό (ήττα) του πρώτου συνθετικού.
Το πρώτο συνθετικό του ονόματος, το «υμ» προέρχεται από την λέξη 'ύμα', που και αυτή με την σειρά της παράγεται από το 'ύω' (=βρέχω, υγραίνω, ποτίζω) που μας δίνει τον υετό (=βροχή).
Το 'ύμα' (ουδ.), δηλώνει αυτό που είναι βρεγμένο, υγρό, που περιέχει νερό.
'Υμος' είναι ή υγρασία, που στα λατινικά πέρασε σαν humus,humidus' με το αρχικό h να παίρνει τη θέση της δασείας' που είχε η λέξη.
Ο Υμηττός δεν έχει πολλά νερά, κάτι που επισημάνθηκε από τους τότε κατοίκους της Αττικής και μας μεταφέρθηκε μέσω του ονόματος (υμα+ηττος).
Σημειώστε, επίσης, πως στην αρχαιότητα υπήρχε πόλη στην Βοιωτία (κοντά στον Ορχομενό) με το όνομα Υηττός (υ+ηττος).
Γνωρίζουμε πως το 'Υ' χρησιμοποιείται για να δηλώσει το υγρό στοιχείο ή την κοιλότητα που το περιέχει (ύδωρ, υδρία), όπως γνωρίζουμε και για την αποξήρανση της Βοιωτικής λίμνης από τους Μινύες. Αυτή η «ήττα» του υγρού στοιχείου εκεί, αποτυπώνεται στο όνομα της Υηττού.
Την ίδια λογική μπορούμε να ακολουθήσουμε, ώστε να εξηγήσουμε και άλλα ονόματα που τελειώνουν σε «ηττος» σε συνδυασμό πάντα με ιδιαίτερα γνωρίσματα μιας περιοχής ή πόλης.
Αρχαίοι Δήμοι της Αττικής υπήρξαν οι Γαργηττός και Σφηττός. Δεν έχω επαρκή στοιχεία για την προέλευση των ονομάτων, αν και το δεύτερο συνθετικό, όπως είδατε, έχει αποκρυπτογραφηθεί.
(Οπωσδήποτε τα ονόματα –αυτά και άλλα- δεν προέρχονται από μυθολογικούς ήρωες. Η απόδοση ενός ονόματος σε κάποιον ημίθεο ή ήρωα είναι κάτι που, τις περισσότερες φορές, «κατασκευάζεται» εκ των υστέρων για να αποκτήσει μια πόλη τον δικό της, ιδιαίτερο χαρακτήρα).
3. Μια άλλη, ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί το όνομα 'Αρδηττός'.
Φαινομενικά, και με βάση το πώς το γράφουμε, αποτελείται από το «αρδ» και το «ηττος».
Άρα πάλι θα είχαμε έλλειψη του υγρού στοιχείου αφού το «αρδ» προέρχεται από την υδρόλεκτη (*) ρίζα «αρ» που επίσης χρησιμοποιείται για ονόματα λιμνών, ποταμών, ποτάμιων θεοτήτων, κλπ. π.Χ. ‘Αρδας, ‘Αραχθος, Αράχυτος (ποταμοί), Αράλη (λίμνη), Αρέθουσα (νηριήδα, θεότητα των νερών και όνομα πηγής), Αρήνη (ποτάμια πόλη), αρύω (αντλώ ύδωρ).
Όμως, γνωρίζουμε από την αρχαιότητα πως ο συγκεκριμένος λόφος δεν υπήρξε ποτέ άνυδρος. Αντίθετα, ήταν πάντα κατάφυτος και με τον ποταμό Ιλισσό, να περνάει από τα «πόδια» του.
Άρα δεν υπάρχει έλλειψη νερού ή δυσκολίες στην άρδευση του λόφου και της γύρω περιοχής, όπως μας περιγράφει το όνομα Αρδηττός.
Τι συμβαίνει λοιπόν και που είναι το λάθος;
Η απάντηση βρίσκεται ταυτόχρονα στην ορθογραφία της λέξης και στην τοπική μορφολογία.
Γράφουμε το όνομα λανθασμένα. Ακόμα κι αν έφτασε ως εμάς από αρχαία κείμενα ή επιγραφές σαν Αρδηττός, κατηγορηματικά δηλώνω πως ήταν κι εκεί το όνομα γραμμένο ανορθόγραφα.
Αυτοί που έδωσαν το όνομα είπαν τον λόφο Αρδιττό (με γιώτα), για συγκεκριμένο λόγο γνωρίζοντας πολύ καλά τι έκαναν.
Γιατί… φτάνοντας ο ποταμός Ιλισσός κάτω από τον λόφο, χωρίζεται σε δύο ρεύματα, γίνεται διττός (διπλός, σε δύο μέρη).
Πιο κάτω βέβαια, τα δύο ρεύματα ενώνονταν πάλι σε ένα, αλλά η διπλή αυτή ροή, συνέβαινε μόνο στους πρόποδες του λόφου.
Άρα έχουμε το υδρόλεκτο «αρ» μαζί με το «διττός» (αρ+διττός) για να χαρακτηρίσει αυτό το ιδιαίτερο φυσικό φαινόμενο (διπλό ρεύμα) σε ένα σημείο που θα ονομαζόταν έτσι είτε υπήρχε εκεί ο λόφος είτε όχι.
Απλά ο λόφος «έτυχε» να στέκεται δίπλα σε αυτή την διττή ροή του Ιλισσού και πήρε το όνομα που τον συνοδεύει ως τις μέρες μας.
Παρακαλούνται λοιπόν οι αρμόδιοι κρατικοί -δημοτικοί φορείς, σύλλογοι και οργανώσεις όπως και οι συγγραφείς , ερευνητές ή δημοσιογράφοι να διορθώσουν την λανθασμένη γραφή του 'Αρδιττού' σε επίσημα έγγραφα, οδικές επιγραφές, ανακοινώσεις, κείμενα, άρθρα, κλπ, ώστε να αποκατασταθεί το πραγματικό νόημα του ονόματος και να τιμηθεί η Ελληνική γλώσσα και αυτοί που την υπηρετούσαν με σεβασμό και δημιουργική φαντασία.
(*) Υδρόλεκτα: όρος από το βιβλίο 'Υδατική Λεξιγραφία', των Δωρικού-Χατζηγιαννάκη (εκδ. Ελεύθερη Σκέψη), για ρίζες της γλώσσας μας, που έχουν σχέση με το υγρό στοιχείο.
Γιάννης Χριστόπουλος
Πηγή
Ονομάστηκε επίσης και 'Αγχεσμός' για να δηλώσει την κοντινή του απόσταση ως προς την Αθήνα (αγχι= κοντά, πλησίον) μια εποχή που η πόλη δεν είχε επεκταθεί ως αυτόν.
Το πιο παράλογο που έχει γραφεί για τον Λυκαβηττό είναι πως το όνομα προέρχεται από τους λύκους που κατοικούσαν ή περιφέρονταν στον λόφο.
Μια άλλη, λιγότερο απογοητευτική, εξήγηση έρχεται από τον Ησύχιο που γράφοντας «λύκοις πληθύειν του όρους» εννοούσε πως ο λόφος ήταν κατάφυτος από τα κρινάκια της Ιριδας που ο λαός ονόμαζε λύκους.
Η ορθή όμως προσέγγιση, είναι αυτή που λέει πως ο λόφος ονομάστηκε έτσι από το λυκαυγές (λύκη) και το βαίνω (έρχομαι), καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε κάθε πρωί πάνω από αυτόν, για τους κατοίκους της Αθήνας.
Το όνομα σχεδόν ταυτίζεται με τη λέξη λυκάβας που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για τον ενιαυτό (το έτος) σημειώνοντας την πορεία του ηλιακού φωτός μέσα από τον κύκλο των εποχών.
Αυτό όμως που δεν προσδιορίζεται από κανέναν είναι, πως το δεύτερο συνθετικό της λέξης, το «ηττος», δεν είναι ένα απλό συνοδευτικό που μπήκε ώστε να ολοκληρωθεί το όνομα, ούτε μια «τραβηγμένη» κατάληξη για να διαφοροποιήσει τον Λυκαβηττό, από άλλες λέξεις και ονόματα όπως τα λυκάβας, λυκίβατος, Λυκαστός, κλπ.
Το «ηττος» μπήκε σκόπιμα, σημαίνοντας κάτι πολύ συγκεκριμένο, με την σοφία που οι πρόγονοί μας διέθεταν ώστε η κάθε λέξη που δημιουργούσαν να αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά που ήθελαν να περιγράψουν.
Στην αρχαιότητα οι κατοικίες των Αθηναίων και η καρδιά της πόλης, η αγορά, βρίσκονταν βόρεια του Παρθενώνα. Από εκεί κοιτάζοντας, κάθε πρωί, ανατολικά (όπου η θέση του Λυκαβηττού σε σχέση με αυτούς) έβλεπαν τον λόφο να εμποδίζει το πρώτο φώς της ημέρας (λύκη) να φτάσει στα σπίτια τους.
Αυτόν τον περιορισμό (ελάττωση-έλλειψη), αποτύπωσαν στο όνομα 'Λυκαβηττός', χρησιμοποιώντας την λέξη 'ήττα', διατυπωμένη ως «ηττός», καθώς αυτό που αντίκριζαν ήταν η ήττα του φωτός εξ αιτίας του λόφου.
Όπως θα δούμε στην συνέχεια, αυτή δεν ήταν η μοναδική περίπτωση που η λέξη 'ήττα' χρησιμοποιείται ως δεύτερο συνθετικό, για την δημιουργία ονόματος.
Μια πιο τολμηρή ανάλυση του ονόματος θα το χώριζε σε τρία μέρη (Λυκ+αβ+ηττός) όπου, χωρίς να αλλάζει το νόημά ως προς το «λυκ» και το «ηττος», το παρένθετο «αβ» θα σήμαινε την θέση του λόφου με βάση τα σημεία του ορίζοντα.
Δηλαδή το «αβ» θα μπορούσε να προσδιορίζει ανατολή+βορά καθώς, για να είμαστε ακριβείς, ο Λυκαβηττός βρισκόταν βορειοανατολικά της αρχαίας Αθήνας.
Ενας βορειοανατολικός προσανατολισμός που ανάλογα με την πορεία του ηλίου ανάμεσα στις ισημερίες και τα ηλιοστάσια έφερνε το πρώτο φώς της ημέρας πότε πιο βόρεια και πότε πιο νότια στον ανατολικό ορίζοντα των Αθηναίων πολιτών.
2. Ανάλογη χρήση του «ηττος» έχουμε και στο όνομα του 'Υμηττού'.
Ο Υμηττός αναφέρεται από την αρχαιότητα ως ένα κατ’ εξοχήν ξηρό και άνυδρο όρος και αυτό αποτυπώνεται στην επιπρόσθετη ονομασία του νότιου τμήματός του ως ‘Άνυδρος Υμηττός (λεγόταν επίσης Ελάσσων Υμηττός).
Δεν γνωρίζουμε από πότε δόθηκε η ονομασία Άνυδρος Υμηττός, όμως αυτό το διπλό όνομα αποτελεί πλεονασμό και φανερώνει την άγνοια της γλώσσας μας αυτών που το χρησιμοποιούσαν γιατί με το όνομα Υμηττός επισημαίνεται ήδη ο άνυδρος τόπος.
Το «ηττος» είδαμε πως μπαίνει σε μια λέξη ή όνομα για να δηλώσει την έλλειψη-περιορισμό (ήττα) του πρώτου συνθετικού.
Το πρώτο συνθετικό του ονόματος, το «υμ» προέρχεται από την λέξη 'ύμα', που και αυτή με την σειρά της παράγεται από το 'ύω' (=βρέχω, υγραίνω, ποτίζω) που μας δίνει τον υετό (=βροχή).
Το 'ύμα' (ουδ.), δηλώνει αυτό που είναι βρεγμένο, υγρό, που περιέχει νερό.
'Υμος' είναι ή υγρασία, που στα λατινικά πέρασε σαν humus,humidus' με το αρχικό h να παίρνει τη θέση της δασείας' που είχε η λέξη.
Ο Υμηττός δεν έχει πολλά νερά, κάτι που επισημάνθηκε από τους τότε κατοίκους της Αττικής και μας μεταφέρθηκε μέσω του ονόματος (υμα+ηττος).
Σημειώστε, επίσης, πως στην αρχαιότητα υπήρχε πόλη στην Βοιωτία (κοντά στον Ορχομενό) με το όνομα Υηττός (υ+ηττος).
Γνωρίζουμε πως το 'Υ' χρησιμοποιείται για να δηλώσει το υγρό στοιχείο ή την κοιλότητα που το περιέχει (ύδωρ, υδρία), όπως γνωρίζουμε και για την αποξήρανση της Βοιωτικής λίμνης από τους Μινύες. Αυτή η «ήττα» του υγρού στοιχείου εκεί, αποτυπώνεται στο όνομα της Υηττού.
Την ίδια λογική μπορούμε να ακολουθήσουμε, ώστε να εξηγήσουμε και άλλα ονόματα που τελειώνουν σε «ηττος» σε συνδυασμό πάντα με ιδιαίτερα γνωρίσματα μιας περιοχής ή πόλης.
Αρχαίοι Δήμοι της Αττικής υπήρξαν οι Γαργηττός και Σφηττός. Δεν έχω επαρκή στοιχεία για την προέλευση των ονομάτων, αν και το δεύτερο συνθετικό, όπως είδατε, έχει αποκρυπτογραφηθεί.
(Οπωσδήποτε τα ονόματα –αυτά και άλλα- δεν προέρχονται από μυθολογικούς ήρωες. Η απόδοση ενός ονόματος σε κάποιον ημίθεο ή ήρωα είναι κάτι που, τις περισσότερες φορές, «κατασκευάζεται» εκ των υστέρων για να αποκτήσει μια πόλη τον δικό της, ιδιαίτερο χαρακτήρα).
3. Μια άλλη, ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί το όνομα 'Αρδηττός'.
Φαινομενικά, και με βάση το πώς το γράφουμε, αποτελείται από το «αρδ» και το «ηττος».
Άρα πάλι θα είχαμε έλλειψη του υγρού στοιχείου αφού το «αρδ» προέρχεται από την υδρόλεκτη (*) ρίζα «αρ» που επίσης χρησιμοποιείται για ονόματα λιμνών, ποταμών, ποτάμιων θεοτήτων, κλπ. π.Χ. ‘Αρδας, ‘Αραχθος, Αράχυτος (ποταμοί), Αράλη (λίμνη), Αρέθουσα (νηριήδα, θεότητα των νερών και όνομα πηγής), Αρήνη (ποτάμια πόλη), αρύω (αντλώ ύδωρ).
Όμως, γνωρίζουμε από την αρχαιότητα πως ο συγκεκριμένος λόφος δεν υπήρξε ποτέ άνυδρος. Αντίθετα, ήταν πάντα κατάφυτος και με τον ποταμό Ιλισσό, να περνάει από τα «πόδια» του.
Άρα δεν υπάρχει έλλειψη νερού ή δυσκολίες στην άρδευση του λόφου και της γύρω περιοχής, όπως μας περιγράφει το όνομα Αρδηττός.
Τι συμβαίνει λοιπόν και που είναι το λάθος;
Η απάντηση βρίσκεται ταυτόχρονα στην ορθογραφία της λέξης και στην τοπική μορφολογία.
Γράφουμε το όνομα λανθασμένα. Ακόμα κι αν έφτασε ως εμάς από αρχαία κείμενα ή επιγραφές σαν Αρδηττός, κατηγορηματικά δηλώνω πως ήταν κι εκεί το όνομα γραμμένο ανορθόγραφα.
Αυτοί που έδωσαν το όνομα είπαν τον λόφο Αρδιττό (με γιώτα), για συγκεκριμένο λόγο γνωρίζοντας πολύ καλά τι έκαναν.
Γιατί… φτάνοντας ο ποταμός Ιλισσός κάτω από τον λόφο, χωρίζεται σε δύο ρεύματα, γίνεται διττός (διπλός, σε δύο μέρη).
Πιο κάτω βέβαια, τα δύο ρεύματα ενώνονταν πάλι σε ένα, αλλά η διπλή αυτή ροή, συνέβαινε μόνο στους πρόποδες του λόφου.
Άρα έχουμε το υδρόλεκτο «αρ» μαζί με το «διττός» (αρ+διττός) για να χαρακτηρίσει αυτό το ιδιαίτερο φυσικό φαινόμενο (διπλό ρεύμα) σε ένα σημείο που θα ονομαζόταν έτσι είτε υπήρχε εκεί ο λόφος είτε όχι.
Απλά ο λόφος «έτυχε» να στέκεται δίπλα σε αυτή την διττή ροή του Ιλισσού και πήρε το όνομα που τον συνοδεύει ως τις μέρες μας.
Παρακαλούνται λοιπόν οι αρμόδιοι κρατικοί -δημοτικοί φορείς, σύλλογοι και οργανώσεις όπως και οι συγγραφείς , ερευνητές ή δημοσιογράφοι να διορθώσουν την λανθασμένη γραφή του 'Αρδιττού' σε επίσημα έγγραφα, οδικές επιγραφές, ανακοινώσεις, κείμενα, άρθρα, κλπ, ώστε να αποκατασταθεί το πραγματικό νόημα του ονόματος και να τιμηθεί η Ελληνική γλώσσα και αυτοί που την υπηρετούσαν με σεβασμό και δημιουργική φαντασία.
(*) Υδρόλεκτα: όρος από το βιβλίο 'Υδατική Λεξιγραφία', των Δωρικού-Χατζηγιαννάκη (εκδ. Ελεύθερη Σκέψη), για ρίζες της γλώσσας μας, που έχουν σχέση με το υγρό στοιχείο.
Γιάννης Χριστόπουλος
Πηγή