Τι συζήτησε ο θρυλικός Στρατηλάτης με την ιέρεια του Δελφικού Μαντείου.
Είναι γνωστόν, ότι Ολυμπιάς, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προσπαθούσε επίμονα και φορτικά να πείση τον γιο της ότι είναι γιος του θεού Άμμωνος Διός, δεδομένου ότι ήθελε να προσδώση σ’ αυτόν μεγάλη αίγλη στην εκστρατεία του προς την Ασία.
Πάντα ταύτα διότι είναι «ηλίου φαεινότερον» ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, με τον υψηλό δείκτη νοημοσύνη που διέθετε, αλλά και την φιλοσοφική μόρφωση που είχε αποκτήσει από τους διδασκάλους του, ιδίως από τον Αριστοτέλη, ουδεμία πίστη είχε προς το Πάνθεον, το οποίο, όμως, χρησιμοποιούσε σαν πολιτικό όργανο για την εξυπηρέτηση του μεγάλου σκοπού του, τον θρύλο της θείας καταγωγής του, όπως και τις αντίστοιχες δοξασίες για τους αρχαίους θεούς (1).
Πολύ αργότερα, όταν πλέον ο Μέγας Αλέξανδρος είχε κατακτήσει την Περσική αυτοκρατορία, αλλά και τότε πάλι για λόγους ευνοήτου πολιτικής σκοπιμότητος, εκαλλιέργησε και ο ίδιος συστηματικώτερα την ιδέα της θεϊκής υποστάεώς του, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να προκαλέση ισχυρές και επικίνδυνες αντιδράσεις των παλαιμάχων Μακεδόνων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την πολιτική του, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος δεν επίστευε στην θεϊκή του καταγωγή.
Προς απόδειξιν των ως άνω ισχυρισμών, θα αναφέρουμεν για παράδειγμα τον ελαφρό τραυματισμόν που υπέστη στο πόδι ο Μακεδόνας βασιλιάς σε μία μικροσυμπλοκή στην Βακτριανή, όπου, βλέποντας το αίμα, είπε γελώντας στους συνοδούς του: «Βλέπετε, σύντροφοι; Είναι πραγματικό αίμα και δεν είναι το υγρό που τρέχει στις φλέβες των θεών» !!
Προτού φύγει, λοιπόν, για την μεγάλο πόλεμο, ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών. Εκεί βρήκε μία γηραιά Πυθία η οποία ήταν βυθισμένη στις προσευχές της και δεν χρησμοδοτούσε πλέον.
Ο Αλέξανδρος, μη θέλοντας να περιμένει, την εσήκωσε λίγο βίαια, αλλά με τρυφερότητα, για να την φέρη στο Ιερό του Απόλλωνος, δίδοντάς της εντολή να χρησμοδοτήση, ώστε να ακούση την Πυθία να μιλάη για την εξέλιξη που θα είχε η μεγάλη εκστρατεία του. Και όπως εκείνη έμεινε κατάπληκτη για την «ασέβειά» του και του αντιστεκόταν, ο Αλέξανδρος την αγκάλιασε ελαφρά από την μέση και γελαστός την τραβούσε προς την πόρτα του Ιερού.
Ασφαλώς και το ευγενικό φέρσιμο του θρυλικού νέου, θα πρέπει να συγκίνησε την γηραιά Πυθία, ένα ανθρώπινο πλάσμα που μια ζωή ζούσε σε μυστικοπαθή απομόνωση. Γι’ αυτό και χαμογέλασε λέγοντάς του τρυφερά: - «Γιε μου, είσαι ακαταμάχητος» !..
Ο Αλέξανδρος, ακούγοντας τα λόγια της γηραιάς Πυθίας, την άφησε ελεύθερη και μ’ ένα επιφώνημα χαράς εφώναξε σ’ αυτούς που τον συνόδευαν: « Ο χρησμός εδόθη από την Πυθία. Είμαι ακαταμάχητος!»
Ιδού γιατί ο Μέγας Στρατηλάτης έδειχνε, για πολιτικούς λόγους, την δήθεν θεϊκή καταγωγή του, την στιγμήν κατά την οποίαν, όπως όλοι γνωρίζουν, επίστευε στην καταγωγή του από τον ομηρικό Αχιλλέα, όπως τουλάχιστον τον έπειθε η ίδια η μητέρα του, για την οποίαν πολλά θρυλούνται, είτε θετικά είτε αρνητικά, αλλά που έτρεφε την δέουσα αγάπη προς τον γιο της, μεταλαμπαδεύοντάς του, παραλλήλως, την αγάπη του προς την πατρίδα και τον σεβασμό του προς την ηρωική καταγωγή του.
Αυτός και ο λόγος που ο Αλέξανδρος, μόλις ξεκίνησε για την εκστρατεία του, πήγε και προσκύνησε στον τάφο του Αχιλλέως, ενώ η αγάπη του για τους ομηρικούς ήρωες ήταν τόσο μεγάλη, ώστε συνήθιζε πάντα κάτω από το προσκεφάλι του να έχη, μαζί με το ξίφος του, και ένα αντίγραφο της Ιλιάδος του Ομήρου, που ήταν διασκευασμένη για παιδευτικούς σκοπούς από τον ίδιο τον Αριστοτέλη, η γνωστή «από νάρθηκος Ιλιάς».
Το ιερόν πάθος του Αλεξάνδρου για τα μαντεία, αποδεικνύεται και από το γεγονός της επισκέψεώς του στο Μαντείο του Άμμωνος Διός, αμέσως μετά την ενθουσιώδη υποδοχή του από τους Αιγυπτίους ως απελευθερωτού της Αιγύπτου!
Ως γνωστόν, οι ιερείς του ως άνω Μαντείου του έκαναν επίσημη υποδοχή και, κατά την παράδοση, τον προσεφώνησαν σαν να ήταν γιος του Θεού και όχι γιος του Φιλίππου. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος φαίνεται ότι δέχθηκε επιδεικτικά αυτόν τον τίτλο, επειδή εξυπηρετούσε τόσο πολύ τους πολιτικούς και στρατηγικούς του σκοπούς, ενώ κατά βάθος δεν επηρεάστηκε καθόλου απ’ αυτήν την μεταβολή. Μάλιστα, σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, ο Αλέξανδρος «υφήρπασε» – όπως είδαμε και στην Πυθία των Δελφών - την θεοποίησή του στην Αίγυπτο. Ο επικεφαλής δηλαδή των ιερέων θέλησε να τον προσφωνήση ελληνικά, αλλά αντί να τον αποκαλέση «παιδίον», για να δηλώση ότι ο επισκέπτης του είναι ή φαίνεται ότι είναι ακόμη έφηβος, είπε κατά λάθος την λέξη σε γένος αρσενικό : «παιδίος». Ο Αλέξανδρος τότε διέδωσε σκόπιμα, και σ’ αυτούς που τον ακολουθούσαν και σ’ όλους τους άλλους, ότι ο ιερέας του Μαντείου τον προσηγόρευσε : «παι Διός» (!!).
Στο σημείο ακριβώς αυτό, ο γράφων θα ήθελε να θυμίση στους αναγνώστες του, ότι ο Αλέξανδρος, μετά την επίσκεψή του στο Μαντείο του Άμμωνος Διός, έστειλε επιστολή στην μητέρα του Ολυμπιάδα εις την οποίαν απεκάλυψε πράγματα που δεν ήθελε να πληροφορηθή ο κόσμος!
Στο βασανιστικό αυτό ερώτημα εκλήθη να απαντήση σε τηλεοπτική εκπομπή του γράφοντος ο γνωστός Ακαδημαϊκός και τέως Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών κ Ευάγγγελος Μουτσόπουλος, ο οποίος θεωρείται από τους μεγάλους μύστες της επιστημονικής γνώσεως και ο οποίος δέχθηκε κάποια στιγμή να κάνωμε μία ειδική τηλεοπτική εκπομπή για το θέμα αυτό (2).
Εξακολουθεί, ωστόσο, να υφίσταται το ερώτημα: «Τι εγνώριζε ο Μέγας Αλέξανδρος, που δεν έπρεπε να πληροφορηθή ο κόσμος»;
Γνωρίζομε, όμως, τι αναγράφει η «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου» όπου ο θρυλικός Στρατηλάτης, μόλις έφθασε στην Μέμφιδα, είδε έναν υψηλό ανδριάντα από μαύρο λίθο, όπου υπήρχε η επιγραφή: «ούτος ο φυγών βασιλεύς ήξει πάλιν εν Αιγύπτω ου γηράσκων αλλά νεάζων και τους εχθρούς ημών Πέρσας υποτάξει ημίν».
Ρώτησε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος: «τίνος άρα εστιν ο ανδριάς ούτος;» για να του απαντήσουν οι προφήτες, ότι (ο ανδριάντας) ανήκει στον τελευταίο βασιλιά της Αιγύπτου Νεκτεναβώ, που κάποια στιγμή τον περιμένουν, σύμφωνα με τις προφητείες, να επανέλθη για να τιμωρήση τους Πέρσες που κατέλαβαν την Αίγυπτο.
Ο Αλέξανδρος, ως «πονηρά αλώπηξ» που ήτο (ευφυέστατος δηλαδή), πηδάει αμέσως προς τον ανδριάντα, τον αγκαλιάζει και λέγει περιχαρής: « ούτος ο πατήρ μου εστι, τούτου εγώ υιός ειμί. ουκ εψεύσατο ημάς ο του χρησμού λόγος» (!!)
Στη συνέχεια, αφού τους έπεισε ότι είναι (τάχα μου) «γιος» του Νεκτεναβώ, οι Αιγύπτιοι επλήρωναν πλέον «σαν κύριοι» τους φόρους των, όπως ακριβώς τον καιρό του Δαρείου !… (3)
Βιβλιογραφία:
Εγκυκλοπαίδεια «Νόμπελ», σελίς 2557.
«Τηλετώρα», 17 Μαϊου 1998 και 27 Ιουνίου 1999.
Ηλεκτρονικό πρόγραμμα «Μουσαίος»: {Historia Alexandri Magni: Recensio &G& {lib. 1}, Section 34 Line 25.
Πηγή
Είναι γνωστόν, ότι Ολυμπιάς, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προσπαθούσε επίμονα και φορτικά να πείση τον γιο της ότι είναι γιος του θεού Άμμωνος Διός, δεδομένου ότι ήθελε να προσδώση σ’ αυτόν μεγάλη αίγλη στην εκστρατεία του προς την Ασία.
Πάντα ταύτα διότι είναι «ηλίου φαεινότερον» ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, με τον υψηλό δείκτη νοημοσύνη που διέθετε, αλλά και την φιλοσοφική μόρφωση που είχε αποκτήσει από τους διδασκάλους του, ιδίως από τον Αριστοτέλη, ουδεμία πίστη είχε προς το Πάνθεον, το οποίο, όμως, χρησιμοποιούσε σαν πολιτικό όργανο για την εξυπηρέτηση του μεγάλου σκοπού του, τον θρύλο της θείας καταγωγής του, όπως και τις αντίστοιχες δοξασίες για τους αρχαίους θεούς (1).
Πολύ αργότερα, όταν πλέον ο Μέγας Αλέξανδρος είχε κατακτήσει την Περσική αυτοκρατορία, αλλά και τότε πάλι για λόγους ευνοήτου πολιτικής σκοπιμότητος, εκαλλιέργησε και ο ίδιος συστηματικώτερα την ιδέα της θεϊκής υποστάεώς του, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να προκαλέση ισχυρές και επικίνδυνες αντιδράσεις των παλαιμάχων Μακεδόνων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την πολιτική του, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος δεν επίστευε στην θεϊκή του καταγωγή.
Προς απόδειξιν των ως άνω ισχυρισμών, θα αναφέρουμεν για παράδειγμα τον ελαφρό τραυματισμόν που υπέστη στο πόδι ο Μακεδόνας βασιλιάς σε μία μικροσυμπλοκή στην Βακτριανή, όπου, βλέποντας το αίμα, είπε γελώντας στους συνοδούς του: «Βλέπετε, σύντροφοι; Είναι πραγματικό αίμα και δεν είναι το υγρό που τρέχει στις φλέβες των θεών» !!
ΣΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Προτού φύγει, λοιπόν, για την μεγάλο πόλεμο, ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε το Μαντείο των Δελφών. Εκεί βρήκε μία γηραιά Πυθία η οποία ήταν βυθισμένη στις προσευχές της και δεν χρησμοδοτούσε πλέον.
Ο Αλέξανδρος, μη θέλοντας να περιμένει, την εσήκωσε λίγο βίαια, αλλά με τρυφερότητα, για να την φέρη στο Ιερό του Απόλλωνος, δίδοντάς της εντολή να χρησμοδοτήση, ώστε να ακούση την Πυθία να μιλάη για την εξέλιξη που θα είχε η μεγάλη εκστρατεία του. Και όπως εκείνη έμεινε κατάπληκτη για την «ασέβειά» του και του αντιστεκόταν, ο Αλέξανδρος την αγκάλιασε ελαφρά από την μέση και γελαστός την τραβούσε προς την πόρτα του Ιερού.
Ασφαλώς και το ευγενικό φέρσιμο του θρυλικού νέου, θα πρέπει να συγκίνησε την γηραιά Πυθία, ένα ανθρώπινο πλάσμα που μια ζωή ζούσε σε μυστικοπαθή απομόνωση. Γι’ αυτό και χαμογέλασε λέγοντάς του τρυφερά: - «Γιε μου, είσαι ακαταμάχητος» !..
Ο Αλέξανδρος, ακούγοντας τα λόγια της γηραιάς Πυθίας, την άφησε ελεύθερη και μ’ ένα επιφώνημα χαράς εφώναξε σ’ αυτούς που τον συνόδευαν: « Ο χρησμός εδόθη από την Πυθία. Είμαι ακαταμάχητος!»
Ιδού γιατί ο Μέγας Στρατηλάτης έδειχνε, για πολιτικούς λόγους, την δήθεν θεϊκή καταγωγή του, την στιγμήν κατά την οποίαν, όπως όλοι γνωρίζουν, επίστευε στην καταγωγή του από τον ομηρικό Αχιλλέα, όπως τουλάχιστον τον έπειθε η ίδια η μητέρα του, για την οποίαν πολλά θρυλούνται, είτε θετικά είτε αρνητικά, αλλά που έτρεφε την δέουσα αγάπη προς τον γιο της, μεταλαμπαδεύοντάς του, παραλλήλως, την αγάπη του προς την πατρίδα και τον σεβασμό του προς την ηρωική καταγωγή του.
Αυτός και ο λόγος που ο Αλέξανδρος, μόλις ξεκίνησε για την εκστρατεία του, πήγε και προσκύνησε στον τάφο του Αχιλλέως, ενώ η αγάπη του για τους ομηρικούς ήρωες ήταν τόσο μεγάλη, ώστε συνήθιζε πάντα κάτω από το προσκεφάλι του να έχη, μαζί με το ξίφος του, και ένα αντίγραφο της Ιλιάδος του Ομήρου, που ήταν διασκευασμένη για παιδευτικούς σκοπούς από τον ίδιο τον Αριστοτέλη, η γνωστή «από νάρθηκος Ιλιάς».
ΣΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΜΜΩΝΟΣ ΔΙΟΣ
Το ιερόν πάθος του Αλεξάνδρου για τα μαντεία, αποδεικνύεται και από το γεγονός της επισκέψεώς του στο Μαντείο του Άμμωνος Διός, αμέσως μετά την ενθουσιώδη υποδοχή του από τους Αιγυπτίους ως απελευθερωτού της Αιγύπτου!
Ως γνωστόν, οι ιερείς του ως άνω Μαντείου του έκαναν επίσημη υποδοχή και, κατά την παράδοση, τον προσεφώνησαν σαν να ήταν γιος του Θεού και όχι γιος του Φιλίππου. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος φαίνεται ότι δέχθηκε επιδεικτικά αυτόν τον τίτλο, επειδή εξυπηρετούσε τόσο πολύ τους πολιτικούς και στρατηγικούς του σκοπούς, ενώ κατά βάθος δεν επηρεάστηκε καθόλου απ’ αυτήν την μεταβολή. Μάλιστα, σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, ο Αλέξανδρος «υφήρπασε» – όπως είδαμε και στην Πυθία των Δελφών - την θεοποίησή του στην Αίγυπτο. Ο επικεφαλής δηλαδή των ιερέων θέλησε να τον προσφωνήση ελληνικά, αλλά αντί να τον αποκαλέση «παιδίον», για να δηλώση ότι ο επισκέπτης του είναι ή φαίνεται ότι είναι ακόμη έφηβος, είπε κατά λάθος την λέξη σε γένος αρσενικό : «παιδίος». Ο Αλέξανδρος τότε διέδωσε σκόπιμα, και σ’ αυτούς που τον ακολουθούσαν και σ’ όλους τους άλλους, ότι ο ιερέας του Μαντείου τον προσηγόρευσε : «παι Διός» (!!).
Στο σημείο ακριβώς αυτό, ο γράφων θα ήθελε να θυμίση στους αναγνώστες του, ότι ο Αλέξανδρος, μετά την επίσκεψή του στο Μαντείο του Άμμωνος Διός, έστειλε επιστολή στην μητέρα του Ολυμπιάδα εις την οποίαν απεκάλυψε πράγματα που δεν ήθελε να πληροφορηθή ο κόσμος!
Στο βασανιστικό αυτό ερώτημα εκλήθη να απαντήση σε τηλεοπτική εκπομπή του γράφοντος ο γνωστός Ακαδημαϊκός και τέως Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών κ Ευάγγγελος Μουτσόπουλος, ο οποίος θεωρείται από τους μεγάλους μύστες της επιστημονικής γνώσεως και ο οποίος δέχθηκε κάποια στιγμή να κάνωμε μία ειδική τηλεοπτική εκπομπή για το θέμα αυτό (2).
Εξακολουθεί, ωστόσο, να υφίσταται το ερώτημα: «Τι εγνώριζε ο Μέγας Αλέξανδρος, που δεν έπρεπε να πληροφορηθή ο κόσμος»;
«ΟΥΤΟΣ Ο ΠΑΤΗΡ ΜΟΥ ΕΣΤΙ…» !
Γνωρίζομε, όμως, τι αναγράφει η «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου» όπου ο θρυλικός Στρατηλάτης, μόλις έφθασε στην Μέμφιδα, είδε έναν υψηλό ανδριάντα από μαύρο λίθο, όπου υπήρχε η επιγραφή: «ούτος ο φυγών βασιλεύς ήξει πάλιν εν Αιγύπτω ου γηράσκων αλλά νεάζων και τους εχθρούς ημών Πέρσας υποτάξει ημίν».
Ρώτησε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος: «τίνος άρα εστιν ο ανδριάς ούτος;» για να του απαντήσουν οι προφήτες, ότι (ο ανδριάντας) ανήκει στον τελευταίο βασιλιά της Αιγύπτου Νεκτεναβώ, που κάποια στιγμή τον περιμένουν, σύμφωνα με τις προφητείες, να επανέλθη για να τιμωρήση τους Πέρσες που κατέλαβαν την Αίγυπτο.
Ο Αλέξανδρος, ως «πονηρά αλώπηξ» που ήτο (ευφυέστατος δηλαδή), πηδάει αμέσως προς τον ανδριάντα, τον αγκαλιάζει και λέγει περιχαρής: « ούτος ο πατήρ μου εστι, τούτου εγώ υιός ειμί. ουκ εψεύσατο ημάς ο του χρησμού λόγος» (!!)
Στη συνέχεια, αφού τους έπεισε ότι είναι (τάχα μου) «γιος» του Νεκτεναβώ, οι Αιγύπτιοι επλήρωναν πλέον «σαν κύριοι» τους φόρους των, όπως ακριβώς τον καιρό του Δαρείου !… (3)
Βιβλιογραφία:
Εγκυκλοπαίδεια «Νόμπελ», σελίς 2557.
«Τηλετώρα», 17 Μαϊου 1998 και 27 Ιουνίου 1999.
Ηλεκτρονικό πρόγραμμα «Μουσαίος»: {Historia Alexandri Magni: Recensio &G& {lib. 1}, Section 34 Line 25.
Πηγή