Διαβάζοντας κανείς την ελληνική μυθολογία, θα δει ότι ο Ορέστης ήταν γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Κατά τον Όμβρο, ο Ορέστης απουσίαζε από τις Μυκήνες όταν ο πατέρας του γύρισε από την Τροία για να βρει το θάνατο από τον Αίγισθο, τον εραστή της γυναίκας του. Όταν ο Ορέστης ανδρώθηκε, γύρισε πίσω από την Αθήνα και εκδικήθηκε τον πατέρα του, σκοτώνοντας τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα.
Η διαγωγή του θεωρείται παραδειγματική σύμφωνα με τον ηθικό κώδικα της ηρωικής εποχής. Ο Στησίχορος, όπως φαίνεται από τους στίχους που έχουν σωθεί, τοποθετεί αυτή τη σκηνή στη Σπάρτη.
Ο Ορέστης είναι μικρό παιδί την εποχή της δολοφονίας του Αγαμέμνονα και η τροφός του τον μεταφέρει μακριά για να τον σώσει. Η Κλυταιμνήστρα προειδοποιείται για την επικείμενη αντεκδίκηση από ένα όνειρο, και ο Ορέστης καταδιώκεται από τις Ερινύες μετά το θάνατό της.
Στην τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια ο Ορέστης ενεργεί κατόπιν εντολής του Απόλλωνα (βλ. Ορέστεια). Στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, μερικές από τις Ερινύες εξακολουθούν να μην έχουν εξευμενιστεί, και ο Απόλλωνας προστάζει τον Ορέστη να πάει στην Ταυρική και να φέρει πίσω στην Αθήνα το άγαλμα της Αρτέμιδος. Συνοδευόμενος από τον έμπιστο φίλο του Πυλάδη, ο Ορέστης φτάνει στον προορισμό του, αλλά εκεί συλλαμβάνεται αμέσως, γιατί σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, όλοι οι ξένοι θυσιάζονται στη θεά.
Η ιέρεια που έχει αναλάβει να κάνει τη θυσία είναι η αδελφή του, Ιφιγένεια. Αναγνωρίζονται μεταξύ τους και δραπετεύουν μαζί, παίρνοντας και το άγαλμα της θεάς. Ο Ορέστης κληρονόμησε το βασίλειο του πατέρα του στις Μυκήνες και του πρόσθεσε το Άργος και τη Λακεδαίμονα. Νυμφεύτηκε την Ερμιόνη, κόρη της Ελένης και του Μενέλαου. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο φόνος του Νεοπτόλεμου στους Δελφούς οφειλόταν σε διαμάχη ανάμεσά τους εξαιτίας της Ερμιόνης, με την όποια ο Νεοπτόλεμος ήταν αρχικά αρραβωνιασμένος (ή παντρεμένος).
Ο Ορέστης απέκτησε από την Ερμιόνη ένα γιο, αλλά είχε και ένα νόθο γιο από την κόρη του Αιγίσθου, Ηριγόνη που, κατά το Λακεδαιμόνιο επικό ποιητή Κιναίθωνα, λεγόταν Πενθίλος. Σύμφωνα με μερικές παραδόσεις, ο Πενθίλος ίδρυσε αποικία στη Λέσβο, και ο Ορέστης στην Αιολίδα της Μικράς Ασίας. Άλλη εκδοχή λέει ότι την εποχή της βασιλείας του Ορέστη διέφυγαν στην Πελοπόννησο οι Δωριείς, με αρχηγό τον Ύλλο, και ο Ορέστης τους απέκρουσε.
Οι αρχαίοι καλλιτέχνες απεικόνισαν τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του Ορέστη, και τα πιο προσφιλή τους θέματα υπήρξαν ο φόνος του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας, ο βασανισμός από τις Ερινύες, ή δίκη από τους Αρεοπαγίτες και ή αναγνώριση από την Ιφιγένεια. Η Ορέστεια του Αισχύλου έδειξε τις δραματικές δυνατότητες του μύθου, που τις εκμεταλλεύτηκαν επίσης ο Σοφοκλής, του οποίου η Ηλέκτρα πλησιάζει την ομηρική παράδοση και ιδιοσυγκρασία, και ο Ευριπίδης, του οποίου ο Ορέστης και η Ηλέκτρα είναι οι πιο εκσυγχρονισμένες ερμηνείες του μύθου, και τονίζουν τους κύριους χαρακτήρες του, ενώ η Ιφιγένεια εν Ταύροις είναι ένα ρομαντικό μελόδραμα.
Λέγεται ότι ο Ορέστης πέθανε από δάγκωμα φιδιού στην Αρκαδία και τάφηκε στην Τεγέα. Σύμφωνα με όσα εξιστορεί ο Ηρόδοτος (Α 67-68), που επαναλαμβάνονται και από τον Παυσανία (Γ 3, 5-6), ο Λακεδαιμόνιος Λίχας είχε μεταφέρει στη Σπάρτη τα οστά του, που τα είχε βρει στην αυλή κάποιου σιδηρουργού, σύμφωνα με το χρησμό του Απόλλωνα, και τα έθαψαν στο ιερό των Μοιρών (Παυσανίας, Γ’ 10-11).
Πηγή
Η διαγωγή του θεωρείται παραδειγματική σύμφωνα με τον ηθικό κώδικα της ηρωικής εποχής. Ο Στησίχορος, όπως φαίνεται από τους στίχους που έχουν σωθεί, τοποθετεί αυτή τη σκηνή στη Σπάρτη.
Ο Ορέστης είναι μικρό παιδί την εποχή της δολοφονίας του Αγαμέμνονα και η τροφός του τον μεταφέρει μακριά για να τον σώσει. Η Κλυταιμνήστρα προειδοποιείται για την επικείμενη αντεκδίκηση από ένα όνειρο, και ο Ορέστης καταδιώκεται από τις Ερινύες μετά το θάνατό της.
Στην τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια ο Ορέστης ενεργεί κατόπιν εντολής του Απόλλωνα (βλ. Ορέστεια). Στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, μερικές από τις Ερινύες εξακολουθούν να μην έχουν εξευμενιστεί, και ο Απόλλωνας προστάζει τον Ορέστη να πάει στην Ταυρική και να φέρει πίσω στην Αθήνα το άγαλμα της Αρτέμιδος. Συνοδευόμενος από τον έμπιστο φίλο του Πυλάδη, ο Ορέστης φτάνει στον προορισμό του, αλλά εκεί συλλαμβάνεται αμέσως, γιατί σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, όλοι οι ξένοι θυσιάζονται στη θεά.
Η ιέρεια που έχει αναλάβει να κάνει τη θυσία είναι η αδελφή του, Ιφιγένεια. Αναγνωρίζονται μεταξύ τους και δραπετεύουν μαζί, παίρνοντας και το άγαλμα της θεάς. Ο Ορέστης κληρονόμησε το βασίλειο του πατέρα του στις Μυκήνες και του πρόσθεσε το Άργος και τη Λακεδαίμονα. Νυμφεύτηκε την Ερμιόνη, κόρη της Ελένης και του Μενέλαου. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο φόνος του Νεοπτόλεμου στους Δελφούς οφειλόταν σε διαμάχη ανάμεσά τους εξαιτίας της Ερμιόνης, με την όποια ο Νεοπτόλεμος ήταν αρχικά αρραβωνιασμένος (ή παντρεμένος).
Ο Ορέστης απέκτησε από την Ερμιόνη ένα γιο, αλλά είχε και ένα νόθο γιο από την κόρη του Αιγίσθου, Ηριγόνη που, κατά το Λακεδαιμόνιο επικό ποιητή Κιναίθωνα, λεγόταν Πενθίλος. Σύμφωνα με μερικές παραδόσεις, ο Πενθίλος ίδρυσε αποικία στη Λέσβο, και ο Ορέστης στην Αιολίδα της Μικράς Ασίας. Άλλη εκδοχή λέει ότι την εποχή της βασιλείας του Ορέστη διέφυγαν στην Πελοπόννησο οι Δωριείς, με αρχηγό τον Ύλλο, και ο Ορέστης τους απέκρουσε.
Οι αρχαίοι καλλιτέχνες απεικόνισαν τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του Ορέστη, και τα πιο προσφιλή τους θέματα υπήρξαν ο φόνος του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας, ο βασανισμός από τις Ερινύες, ή δίκη από τους Αρεοπαγίτες και ή αναγνώριση από την Ιφιγένεια. Η Ορέστεια του Αισχύλου έδειξε τις δραματικές δυνατότητες του μύθου, που τις εκμεταλλεύτηκαν επίσης ο Σοφοκλής, του οποίου η Ηλέκτρα πλησιάζει την ομηρική παράδοση και ιδιοσυγκρασία, και ο Ευριπίδης, του οποίου ο Ορέστης και η Ηλέκτρα είναι οι πιο εκσυγχρονισμένες ερμηνείες του μύθου, και τονίζουν τους κύριους χαρακτήρες του, ενώ η Ιφιγένεια εν Ταύροις είναι ένα ρομαντικό μελόδραμα.
Λέγεται ότι ο Ορέστης πέθανε από δάγκωμα φιδιού στην Αρκαδία και τάφηκε στην Τεγέα. Σύμφωνα με όσα εξιστορεί ο Ηρόδοτος (Α 67-68), που επαναλαμβάνονται και από τον Παυσανία (Γ 3, 5-6), ο Λακεδαιμόνιος Λίχας είχε μεταφέρει στη Σπάρτη τα οστά του, που τα είχε βρει στην αυλή κάποιου σιδηρουργού, σύμφωνα με το χρησμό του Απόλλωνα, και τα έθαψαν στο ιερό των Μοιρών (Παυσανίας, Γ’ 10-11).
Πηγή