Πέρα από τα συνήθη αρχαιολογικά και τα άλλα στοιχεία, στο παρόν άρθρο και σε επόμενα, θα κινηθω προς την κατεύθυνση της επεξήγησης των μεταγενέστερων ελληνικών μύθων σχετικά με τη Μυκηναϊκή περίοδο, πίσω από τους οποίους «κρύβονται» συχνά ιστορικές αλήθειες. Παρότι η επεξήγηση των αρχαίων μύθων ως μυθολογική απόδοση ιστορικών συμβάντων είναι υποθετική, η συγκεκριμένη προτεινόμενη ερμηνεία τους είναι δημοφιλής σε πολλούς ιστορικούς-αρχαιολόγους και ερευνητές και συχνά (αν όχι συνήθως) επαληθεύεται από την αρχαιολογική σκαπάνη.
Σύμφωνα με τους μύθους, οι τρεις πρώτες διαδοχικές δυναστείες της Αθήνας (η οποία κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, ταυτιζόταν με την Ακρόπολη και ένα μικρό τμήμα της σύγχρονης Πλάκας) ήταν εκείνες των Ακταίου-Κέκροπος, του Κραναού και του Αμφικτύονος οι οποίες χαρακτηρίζονται αυτόχθονες. Όταν πέθανε ο μοναδικός γιος του Κέκροπα, ο Ερυσίχθονος, ο Οίκος του Κραναού ανέλαβε την εξουσία.
Η τρίτη δυναστεία που διαδέχθηκε την Κραναϊκή έφερε το όνομα του αρχηγού της, Αμφικτύονος, γαμβρού του Κραναού. Εχει υποτεθεί βάσιμα ότι ο Κέκροπας αντιπροσωπεύει το φύλο των Κεκρόπων, αυτοχθόνων του λεκανοπέδιου μεταξύ Υμηττού και Πάρνηθας. Ο περιηγητής Παυσανίας αποδίδει στον Κέκροπα την αντικατάσταση της ανθρωποθυσίας στους θεούς με προσφορές εγχωρίων γλυκισμάτων. Ο Εριχθόνιος κατέλαβε την εξουσία με επανάσταση περί το 1510 π.Χ. σύμφωνα με μία χρονολόγηση, ιδρύοντας την τέταρτη δυναστεία η οποία έχει θεωρηθεί από τον Αγγ.
Προκοπίου και άλλους μελετητές ως μη-αθηναϊκή με βάση τη γενεαλογία της. Από την αρχαιολογική άποψη, οι βασιλικοί τάφοι που ανασκάφηκαν στην Ακρόπολη και ανήκαν στην περίοδο έως το 1500 π.Χ. περίπου, αποδόθηκαν από τον Βρετανό αρχαιολόγο Ουέις σε μια αρχαιότερη δυναστεία («Shaft Grave Dynasty», όπως την ονόμασε).
Ο Τσούντας αποκάλεσε τη συγκεκριμένη δυναστεία «Οίκο των Δαναών», προκειμένου να διακριθεί σαφώς από τον νεότερο δυναστικό Οίκο που κατασκεύασε τους θολωτούς και λαξευτούς τάφους εκτός των τειχών της Ακρόπολης (τον οποίο ο Τσούντας αναφέρει ως «Οίκο των Αχαιών» και ο Ουέις ως «Tholos Tomb Dynasty»).
Ο Μυλωνάς συμπέρανε πως οι Αθηναίοι, ακολουθώντας την αλλαγή των ταφικών συνηθειών που έφεραν οι Αχαιοί στις Μυκήνες τον ίδιο αιώνα, άρχισαν να θάβουν τους νεκρούς εκτός των τειχών. Έτσι ο «Οίκος των Δαναών» συνδέθηκε με τη δυναστεία του Κραναού και ο «Οίκος των Αχαιών» με τη δυναστεία του Εριχθόνιου.
Η πρώτη αντιστοίχηση, ενισχυμένη και από το επιχείρημα της ομοιότητας των ονομάτων «Δαναός» και «Κραναός», φαίνεται αξιόπιστη και οι φορείς των δυναστειών του Κραναού και του Αμφικτύονος ήταν ενδεχομένως Δαναοί/Κραναοί. Γι’ αυτό χαρακτηρίζονται από την παράδοση ως γηγενείς, όπως και η πρώτη δυναστεία του Κέκροπα.
Ωστόσο η δεύτερη αντιστοίχηση (του Οίκου των Αχαιών με τη δυναστεία του Εριχθόνιου) δεν φαίνεται να ισχύει, επειδή τον 15ο αι. π.Χ. η Αθήνα ελέγχεται από τη λαπιθική δυναστεία του Αιγέα (ονόματος παρόμοιου με εκείνο του Λαπίθη βασιλιά Αυγεία της Ηλιδας) και του Θησέα.
Οι Λαπίθες ήταν ένας σημαντικός αρχαίος ελληνικός λαός (κάθε άλλο παρά μυθολογικός όπως θεωρείται συχνά) με καταγωγή από τη βορειοδυτική Θεσσαλία, του οποίου μεγάλα τμήματα κατήλθαν στη νοτιότερη Ελλάδα ιδρύοντας σε αυτήν αρκετές λαπιθικές αποικίες (στις Φερές της Μαγνησίας, στη νοτιότερη Θεσσαλία, στις Φωκίδα, Βοιωτία, Σικυωνία-Κορινθία, Λακωνία και Τριφυλία και κυρίως στην Ηλιδα/Ηλεία και την Αττική).
Η ισχύς των Λαπιθών κατά τη μέση Μυκηναϊκή περίοδο (περίπου 15ος-14ος αι. π.Χ.) διαφαίνεται στο ότι οι αρχαίες πηγές αναφέρουν πολυάριθμους Λαπίθες ήρωες, περισσότερους από τους ήρωες οποιουδήποτε άλλου ελληνικού λαού, ακόμη και των Αχαιών και των Δωριέων. Σημαντικοί Λαπίθες ήρωες ήταν οι Θησέας, Πειρίθους/Πειρίθοος (pe-ri-to-wo, ΠειρίθοFος, σε πινακίδα Γραμμικής Β΄), Αιγέας, Αυγείας, Κόρωνος, Μόψος, Βούτης, Φάληρος, Λεοντεύς, Πολυποίτης, Πολύφημος, Αμφίμαχος, Θάλπιος, Ευρύπυλος, Διώρης κ.ά.
Οι Λαπίθες φημίζονταν ως φιλοπόλεμοι και ισχυροί πολεμιστές και φαίνεται ότι υπήρξαν επιτυχημένοι μισθοφόροι. Λόγω του πυκνού λαπιθικού αποικισμού στην Αττική, οι Λαπίθες έφθασαν να συνιστούν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της. Στην Κλασική Αθήνα, ισχυρά γένη όπως οι Φιλαϊδαι, Βουτάδαι (απόγονοι του ήρωα Βούτη), Πειριθοίδαι (απόγονοι του Πειρίθοου) κ.α., είχαν λαπιθική καταγωγή. Το Φάληρο είναι λαπιθικό τοπωνύμιο, από τον ήρωα Φάληρο. Μια από τις δέκα φυλές της Κλασικής Αττικής ήταν η Λεοντίς, με επώνυμο ήρωα τον Λαπίθη Λεοντέα.
Ο γνωστός μύθος της υποτέλειας του Αιγέα στη μινωική Κρήτη και η προαναφερόμενη αλλαγή στα ταφικά έθιμα, τοποθετούν εκ των πραγμάτων την αρχή της λαπιθικής δυναστείας της Αττικής στο διάστημα 1500-1450 π.Χ. Η Αθήνα συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία με τους ήρωες Βούτη και Φάληρο, αμφότερους Λαπίθες.
Συμπερασματικά, θεωρώ πιθανό ότι ο Εριχθόνιος αντιπροσωπεύει Λαπίθες μισθοφόρους των Δαναών, οι οποίοι επαναστάτησαν και κατέλαβαν την εξουσία, αν και δεν συνδέεται μυθολογικά με τους Λαπίθες αλλά ούτε με τους Αχαιούς (κατά την άποψη του Τσούντα). Σε κάθε περίπτωση, το τελευταίο εθνωνύμιο είχε συχνά στην αρχαιότητα (και σήμερα) μία ευρύτερη έννοια συμπεριλαμβάνοντας όλους τους Μυκηναίους Ελληνες.
Γι’ αυτό υποθέτω ότι η δυναστεία των λαξευτών-θολωτών τάφων ανήκε σε Λαπίθες, οι οποίοι είχαν την ίδια προέλευση με τους Αχαιούς (από τη Θεσσαλία), μιλούσαν μία παρόμοια πρωτοαιολική διάλεκτο, χαρακτηρίζονταν από την ίδια πολεμικότητα και μάλλον μοιράζονταν τον ίδιο υλικό πολιτισμό με εκείνους έως το 1500 π.Χ. Ενδεχομένως η δυναστεία του Αιγέα να είχε αναμειχθεί σημαντικά με Αχαιούς, ενώ όπως φαίνεται κατά τον 13ο αι. είχε «αχαιοποιηθεί».
Τα νέα μυκηναϊκά τείχη της Ακρόπολης κατασκευάσθηκαν μετά από εκείνα των Μυκηνών και της Τίρυνθας, μάλλον τον ύστερο 14ο αι. Ίσως η μυθική εκστρατεία των Αμαζόνων στην Αθήνα του Θησέα να απηχεί κάποια επιδρομή ενός νομαδικού μητριαρχικού λαού στη νότια Ελλάδα, η οποία ανάγκασε τους Αθηναίους να οχυρώσουν την Ακρόπολη. Την ίδια εποχή επεκτάθηκαν τα τείχη των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Τα τείχη της Ακρόπολης είχαν παρόμοια κατασκευή με εκείνα των Μυκηνών, «αντιγράφοντας» την Πύλη των Λεόντων και τον αμυντικό πύργο της.
Η μυκηναϊκή Αττική ήταν διηρημένη σε αυτόνομες κοινότητες, όπως οι τρεις ισχυρότερες Αθήνα, Ελευσίνα και Παλλήνη, και ακολούθως οι Μαραθών, Σούνιο, Θορικός, Περάτη, Γαργηττός, Βραυρών, Ραμνούς, Αφίδναι κ.ά. Τα αναφερόμενα κρατίδια συγκρούονταν συχνά μεταξύ τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, μερικοί από τους παλαιότερους βασιλείς που έδρευαν στην Ακρόπολη (Ακταίος, Κέκροπας, Ερυσίχθων, Αιγέας) είχαν επιχειρήσει να τα υποτάξουν και να τα ενώσουν με συνοικισμό, όμως η ένωση τους σε ένα ανακτορικό κράτος συντελέσθηκε από τον μυθολογικό Θησέα, μάλλον κάποιον άνακτα με αυτό το όνομα από τον λαπιθικό Οίκο των Αιγειιδών-Θησειδών (ίσως τον ύστερο 14ο αι π.Χ.). Τότε το τοπωνύμιο της Αθήνας μετατράπηκε σε «Αθήναι» (πληθυντικός) λόγω του συνοικισμού πολλών κοινοτήτων.
Υποτίθεται ότι ο Αιγέας (πατέρας του Θησέα) είχε συνοικίσει πρώτος τις αττικές κοινότητες, όμως όταν πέθανε, οι Παλλαντίδες (μυθικοί ηγεμόνες της Παλλήνης, του Σφηττού και του Γαργηττού) εκστράτευσαν εναντίον του Θησέα διεκδικώντας τον θρόνο της Αθήνας/Ακρόπολης. Ο Θησέας νίκησε τους Παλλαντίδες προσαρτώντας την επικράτεια τους, ενώ σύντομα υπέταξε και όποια άλλη κοινότητα της Αττικής αντιστεκόταν, συμπεριλαμβανομένης της Ελευσίνας.
Οι αναφερόμενοι μυθολογικοί πόλεμοι αντικατοπτρίζουν εκστρατείες της λαπιθικής δυναστείας της Ακρόπολης για την υποταγή των αττικών κοινοτήτων. Η Ωρωπία και το νησί της Σαλαμίνας δεν ανήκαν στην Αττική και ειδικά η Σαλαμίνα δεν είχε αττικό πληθυσμό, επειδή κατοικείτο από Αχαιούς υπό τον Οίκο των Αιακιδών.
Η Ελευσίνα αποτελεί ειδική περίπτωση λόγω της ισχύος και της ιερότητας της. Πρόσφατα ανεσκάφη στην ακρόπολη της μία ευρύχωρη μυκηναϊκή οικία, μάλλον το μέγαρο του άνακτα της. Επίσης πρόσφατα ανεσκάφη στη Σαλαμίνα μία αντίστοιχη μυκηναϊκή οικία σε ακρόπολη, η οποία θεωρήθηκε ως το ανάκτορο του βασιλιά της. Εχει προταθεί ότι η Ελευσίνα βρισκόταν κατά περιόδους υπό την επιρροή των Σαλαμίνιων Αχαιών, ίσως επειδή χρειαζόταν έναν ισχυρό σύμμαχο έναντι των επιθετικών Αθηναίων. Η δυναστεία της Ελευσίνας ήταν οι πολεμικοί Ευμολπίδες.
Η ισχύς της μυκηναϊκής Ελευσίνας διαφαίνεται στον μύθο σύμφωνα με τον οποίο η πόλη επιχείρησε να καταλάβει την Αθήνα με την ενίσχυση ενός σώματος Θρακών συμμάχων (μισθοφόρων). Η αλληλουχία των γεγονότων δείχνει ότι η επίθεση διενεργήθηκε πριν τον Συνοικισμό του Θησέα, όμως μερικοί φιλόλογοι θεώρησαν μάλλον εσφαλμένα ότι οι συγκεκριμένοι Θράκες ήταν εκείνοι που κατέλαβαν τον Ορχομενό μετά τα Τρωικά, δηλαδή τουλάχιστον έναν αιώνα μετά τον Συνοικισμό. Ομως δεν επρόκειτο για τους Θράκες του υπομυκηναϊκού Ορχομενού, επειδή η παρουσία Θρακών μισθοφόρων και παροίκων στον μυκηναϊκό κόσμο θεωρείται βέβαιη, λόγω της ύπαρξης αρκετών θρακικών στοιχείων σε εκείνον.
Η Ιωλκός ήταν ενδεχομένως σημαντικό κέντρο στρατολόγησης Θρακών, επειδή η μυκηναϊκή Θεσσαλία συνόρευε απευθείας με τον θρακικό κόσμο. Οι Θράκες σύμμαχοι της Ελευσίνας ήταν μάλλον μία μισθοφορική ομάδα που προσέφερε υπηρεσίες σε διάφορους Μυκηναίους βασιλείς, την οποία προσέλαβε ο Ελευσίνιος βασιλιάς Ιμμάραδος ή την «ενοικίασε» από κάποια γειτονική δύναμη αντίπαλη της Αθήνας (Θήβα;) ή του παραχωρήθηκε δωρεάν.
Η επίθεση των Ελευσίνιων στην Αθήνα αποκρούσθηκε και ο Ιμμάραδος σκοτώθηκε. Οι κλασικοί Αθηναίοι έδειχναν τον υποθετικό τάφο του κοντά στην Ακρόπολη τους. Αργότερα οι Αθηναίοι πέρασαν στην αντεπίθεση υπό τον Θησέα, κατορθώνοντας να υποτάξουν την Ελευσίνα. Οι αναφερόμενες συγκρούσεις δείχνουν ότι ο πόλεμος Αθήνας-Ελευσίνας ήταν μακροχρόνιος και αμφίρροπος.
Περί το 1000 πΧ η Ελευσίνα κατόρθωσε να ανακτήσει την ανεξαρτησία της λόγω της αναστάτωσης που προκλήθηκε στον Ελλαδικό χώρο από την έλευση των Δωριέων. Η Ελευσίνα παρέμεινε ανεξάρτητη έως τον 7ο αι. π.Χ., όταν προσαρτήθηκε οριστικά στο αθηναϊκό κράτος (με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα κατά την Κλασική εποχή).
Η προσήλωση των Ελευσίνιων στην αυτονομία τους ήταν τέτοια, ώστε όταν κατά την Ελληνιστική περίοδο οι Μακεδόνες εγκατέστησαν για ένα διάστημα φρουρά στην ακρόπολη τους, οι πρώτοι ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις με τους άνδρες της φρουράς (όπως συνάγεται από επιγραφές κ.ά.) ενώ οι Αθηναίοι τους απεχθάνονταν ως κατακτητές.
Ο μυθικός πρόγονος της αθηναϊκής δυναστείας του Εριχθόνιου, ουσιαστικά το τοτεμικό της σύμβολο, ήταν το φίδι (όπως ο λέων ήταν το σύμβολο της δυναστείας των Μυκηνών και ο ταύρος του μινωικού Οίκου της Κνωσού). Το φίδι ήταν η μινωική μορφή της θεάς Αθηνάς και κατά την Κλασική κατέστη σύμβολο της και πιστός ακόλουθος της. Είναι πιθανό ότι ο Οίκος του Εριχθόνιου παρέλαβε το σύμβολο από τους Μινωίτες διαμέσου των προηγούμενων αυτόχθονων δυναστειών (Αμφικτύονος και Κραναού).
Ο ήρωας Θησέας (Γραμμική Β΄: Te-se-u, Θησεύς) τοποθετείται χρονολογικά συνήθως στους 15ο-13ο αι. Η μεγάλη χρονική απόσταση ανάμεσα στις χρονολογικές εκδοχές δεν αποτελεί πρόβλημα επειδή όπως και στην περίπτωση άλλων μυθολογικών ηρώων, αν αυτοί ήταν ιστορικά πρόσωπα πιθανώς υπήρχαν περισσότεροι από ένας ήρωες με το ίδιο όνομα (Θησέας, Ηρακλής, Σαρπηδών κ.ο.κ.) οι οποίοι ήταν γόνοι της ίδιας οικογένειας των Θησειδών, Ηρακλειδών κ.ά. (γιος, εγγονός, ανεψιός κ.ο.κ). Τα κατορθώματα τους θα αποδόθηκαν μετά από αιώνες σε μία μόνο μορφή.
Οσοι δεν θεωρούν τον Θησέα ιστορικό πρόσωπο, τουλάχιστον στην Αττική, υποθέτουν ότι η μορφή του προήλθε από τη «σύνθεση» διαφορετικών ηρώων. Ο Βρετανός φιλόλογος Ρ. Γκρέηβς υποθέτει πως υπήρξαν τρεις ήρωες με αυτό το όνομα, ένας Λαπίθης από τη Θεσσαλία, ένας Τροιζήνιος και ένας Μαραθώνιος, συμφωνώντας με τον άλλο σπουδαίο μελετητή Τζ. Τόμσον.
Ο τελευταίος θεωρεί ότι η ενοποίηση των τριών ηρώων σε έναν Θησέα δεν είχε γίνει πριν τον 6ο αι π.Χ., όταν οι Βουτάδες, μια φυλή Λαπιθών, ηγέτες των αριστοκρατικών στην Αθήνα, αντιπαρέθεσαν τον «Αθηναίο» Θησέα (στην πραγματικότητα Λαπίθη ήρωα) στον «Δωριέα» Ηρακλή (στην πραγματικότητα Αχαιό ήρωα της Τίρυνθας τον οποίο οικειοποιήθηκαν οι Δωριείς). Μερικοί Γερμανοί φιλόλογοι θεωρούν τον Θησέα ως προσωποποίηση του ιωνικού (ουσιαστικά αττικού) φύλου ή του αθηναϊκού κράτους, δηλαδή μία «κατασκευασμένη» πολιτική προσωποποίηση σε αντιπαράθεση με τον Δωριέα Ηρακλή.
Ο φιλόλογος Γουώρντ προσπάθησε να αποδείξει την ύπαρξη ενός ιστορικού Θησέα που έζησε στην εποχή του Χαλκού και φαίνεται πως έχει πείσει αρκετούς μελετητές. Την εποχή των Πεισιστρατιδών, ο Θησέας είναι ήδη ο «εθνικός ήρωας» των Αθηναίων παραμένοντας έως το τέλος της αρχαιότητας ο ήρωας-εκπρόσωπος της αθηναϊκής φήμης.
Ομως η άποψη των Τόμσον και Γκρέηβς για την ύπαρξη τριών ηρώων με το όνομα «Θησέας» δεν θεωρείται πλέον έγκυρη, επειδή οι άλλοι δύο Θησείς, ο Θησέας του Μαραθώνα και εκείνος της Τροιζήνας είναι επίσης Λαπιθικής προέλευσης, δηλαδή ταυτίζονται με τον Θησέα από τη Θεσσαλία (για τα επιχειρήματα υπέρ αυτής της ταύτισης βλ. άρθρο μου για τους Λαπίθες σε μηναιαίο ιστορικό περιοδικό). Ο αρχικός ήρωας Θησέας ήταν μία μοναδική μορφή οι μύθοι του οποίου διαδόθηκαν σε διαφορετικούς τόπους εγκατάστασης λαπιθικών ομάδων. Ετσι προέκυψαν οι “διαφορετικοί” Θησείς οι οποίοι με το πέρασμα των αιώνων “συνέκλιναν” πάλι σε έναν Θησέα, Αθηναίο αυτή τη φορά.
Εχει υποτεθεί πως κατά την Πεισιστρατιδική περίοδο «δημιουργήθηκαν» νέοι μύθοι για τις περιπέτειες του Θησέα στην περιοχή του Ισθμού, ωστόσο οι συγκεκριμένοι μύθοι έχουν φανερά μυκηναϊκή προέλευση. Ενδεχομένως οι άθλοι του στη χερσαία πορεία από την Τροιζήνα έως την Αθήνα αντιστοιχούν σε πολέμους των Αθηναίων εναντίον τοπικών εχθρών σε όλες τις ακτές του Σαρωνικού.
Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, οι άθλοι του Θησέα «συντέθηκαν» επί Πεισιστρατιδών ή νωρίτερα προκειμένου να συνδεθούν και να ταυτισθούν ο Μαραθώνιος Θησέας με τον Τροιζήνιο Πιτθέα/Θησέα, με μια μυθική πορεία του δεύτερου έως την Αττική διαμέσου του Ισθμού. Όμως οι παραδόσεις για τη δράση του Θησέα στην Αττική, στις χώρες του Σαρωνικού και στην Κρήτη είναι πολύ έντονες, εκτεταμένες και σαφείς για να έχουν «συντεθεί» και να αναφέρονται σε μυθικό πρόσωπο.
Οι δώδεκα άθλοι του Θησέα, ισάριθμοι με εκείνους του Ηρακλή για πολιτικούς λόγους (προκειμένου οι Αθηναίοι να μην υστερούν έναντι των Δωριέων ανταγωνιστών τους), έχουν προφανώς και πολιτικοστρατιωτική ερμηνεία (πέρα από τις άλλες προτεινόμενες). Φαίνεται πως συμβολίζουν εκστρατείες των Λαπιθών της Αθήνας κατά εχθρικών φύλων και κοινοτήτων που αντιστέκονταν στην επέκταση τους.
Τα ονόματα των εχθρών του Θησέα στους άθλους του, αντιστοιχούν σε πολεμικά φύλα και όχι απλώς σε ληστρικά άτομα (ή επικίνδυνα θηρία). Αυτό είναι προφανές π.χ. στη μορφή του Κερκύονος, τον οποίο η τοπική ελευσίνια παράδοση θεωρούσε ενάρετο βασιλιά της Ελευσίνας και των Μεγάρων, και στη μορφή του Σκίρωνος, τον οποίο η τοπική παράδοση τιμούσε ως ήρωα έντιμο και φιλάνθρωπο.
Οι παλαιότεροι αρχέγονοι μύθοι τοποθετούν τον Θησέα μεταξύ των Λαπιθών στην Θεσσαλία όπου αντιμετωπίζει τους Κένταυρους. Αργότερα αντιμετώπισε τις Αμαζόνες στην Αττική (ή στη Θεσσαλία). Οι συγκεκριμένοι πόλεμοι του έχουν πανελλήνιο χαρακτήρα και μάλλον πρέπει να τοποθετηθούν αμφότεροι στη Θεσσαλία, επειδή είναι η ακριτική πρωτομυκηναϊκή χώρα που φαίνεται πως υπέφερε από τις επιδρομές λαών εκτός των μυκηναϊκών ορίων, ελληνικών και μη (αντιπροσωπευόμενων από Κένταυρους και Αμαζόνες που εξορμούσαν από τα βόρεια).
Οι Λαπίθες ζούσαν στο βόρειο άκρο του μυκηναϊκού κόσμου, μαζί με τους Αινιάνες και τους Περραιβούς που ήταν ανίσχυροι συγκριτικά με εκείνους. Αργότερα οι Λαπίθες έφεραν στην Αττική την ανάμνηση αυτών των πολέμων με τη μορφή του μύθου των Αμαζόνων. Το ίδιο έπραξαν με τον μύθο των Κενταύρων στην Ηλιδα, στη Μαγνησία, στο Ταίναρο και αλλού.
Υπάρχει η πιθανότητα οι «Αμαζόνες» (στην πραγματικότητα κάποιος μητριαρχικός λαός) να διείσδυσαν μέχρι την Αττική, αν και αυτή είναι μικρή. Τέλος, θεωρώ πιθανό ότι στον αρχικό (γνήσιο) λαπιθικό μύθο, ο Θησέας και ο γνωστός ήρωας Πειρίθοος/Πειρίθους ήταν αδέλφια και ότι αργότερα οι Αθηναίοι προκειμένου να «απαλείψουν» τη λαπιθική καταγωγή του Θησέα, τους «μετέτρεψαν» σε αδελφικούς φίλους.
Η γνωστή μυθολογική περιπέτεια του Θησέα στην Κρήτη και η θανάτωση του Μινώταυρου, αντικατοπτρίζει μάλλον την αττική συμμετοχή στη μυκηναϊκή κατάκτηση της Κνωσού (περίπου 1450 π.Χ.).
Ο θρίαμβος του Θησέα με καθοδηγητή του έναν Μινωίτη φυγάδα (μυθολογικός Δαίδαλος) και συμπαραστάτη την κόρη του Μίνωα (Αριάδνη), μπορεί να απηχεί μία τέτοια επιχείρηση από τους Μυκηναίους με την ενίσχυση Κρητών «αντιφρονούντων», ίσως και με τη σύμπραξη κάποιων Μινωιτισσών πριγκιπισσών που είχαν γοητευθεί από τους Μυκηναίους μισθοφόρους στο νησί. Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Θησέας αρνήθηκε να παραδώσει στους Μινωίτες τον Δαίδαλο ο οποίος είχε καταφύγει στην Αθήνα και ο Μίνωας έστειλε μία μοίρα του στόλου του με ναύαρχο τον Δευκαλίωνα, για αντίποινα εναντίον της Αττικής.
Ο αθηναϊκός στόλος καταναυμάχησε τον κρητικό και στη συνέχεια ο Θησέας στράφηκε εναντίον της μεγαλονήσου. Ισως το συγκεκριμένο επεισόδιο να αντικατοπτρίζει κάποιες ναυτικές συρράξεις στα ανοικτά της Αττικής.
Σε κάθε περίπτωση, εως τότε η Αθήνα ήταν υποτελής της Κρήτης, με υποχρέωση καταβολής φόρου αίματος. Μία πολύ πιθανή εκδοχή για την υπερίσχυση των Μυκηναίων στην Κνωσό, είναι εκείνη που υποστηρίζει ότι υπηρετούσαν εκεί ως μισθοφόροι και εκμεταλλεύθηκαν την αναταραχή που επικράτησε μετά από σεισμούς ή από την έκρηξη του θηραϊκού ηφαιστείου ή από την επανάσταση των επαρχιακών ανακτόρων της Κρήτης (σύμφωνα με μερικές μόνο θεωρίες). Ετσι ανέτρεψαν τον Μίνωα και κατέλαβαν την αρχή.
Ο Θησέας έφθασε στην Κρήτη την εποχή των αναταραχών, πιθανώς συνοδεύοντας τους Αθηναίους νέους που παραδίδονταν στον Λαβύρινθο (το Ανάκτορο-Ιερό της Κνωσσού) για τις μινωικές τελετές ή προκειμένου να προσφέρει μισθοφορικές υπηρεσίες. Εκεί ενδεχομένως ενώθηκε με τους άλλους Μυκηναίους (κυρίως Πελοποννήσιους) και μετά τη νίκη τους, θυσίασε στους μυκηναϊκούς θεούς τον Ιερό Ταύρο της μινωικής θρησκείας (τον «Μινώταυρο») σηματοδοτώντας το τέλος της μινωικής εξουσίας.
Στο μυθολογικό δρομολόγιο της επιστροφής του Θησέα στην Αθήνα αναφέρονται τα νησιά Νάξος, Δήλος και Κύπρος, τα οποία πέρασαν από τη μινωική στη μυκηναϊκή επιρροή μετά το 1450 πΧ. Φαίνεται πως τα νησιά του δρομολογίου του ήταν ο κλήρος των Μυκηναίων της Αττικής στη διανομή των μινωικών κτήσεων. Στην Κύπρο οι Αττικοί θα εξασφάλισαν κάποιο λιμάνι, ενώ αποκλείσθηκαν τελείως από την Κρήτη την οποία διαμοίρασαν μεταξύ τους οι Πελοποννήσιοι Αχαιοί, κυρίως εκείνοι της Αργολίδας. προφανώς οι Αχαιοί δεν επιθυμούσαν την παρουσία κάποιου άλλου ελληνικού ηπειρωτικού φύλου στην πλούσια και στρατηγική Κρήτη.
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Πλούταρχος: ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΑΣ, Εκδ. Κάκτος, Αθήνα.
(2) Ηρόδοτος: ΙΣΤΟΡΙΑΙ, Εκδ. Κάκτος, Αθήνα.
(3) Στράβων: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ, Εκδ. Κάκτος, Αθήνα.
(4) IΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμ. Α΄, Β΄, Εκδοτική Αθηνών 1970 κ.ε.
(5) Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 1996.
Πηγή1 / Πηγή2
Σύμφωνα με τους μύθους, οι τρεις πρώτες διαδοχικές δυναστείες της Αθήνας (η οποία κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, ταυτιζόταν με την Ακρόπολη και ένα μικρό τμήμα της σύγχρονης Πλάκας) ήταν εκείνες των Ακταίου-Κέκροπος, του Κραναού και του Αμφικτύονος οι οποίες χαρακτηρίζονται αυτόχθονες. Όταν πέθανε ο μοναδικός γιος του Κέκροπα, ο Ερυσίχθονος, ο Οίκος του Κραναού ανέλαβε την εξουσία.
Η τρίτη δυναστεία που διαδέχθηκε την Κραναϊκή έφερε το όνομα του αρχηγού της, Αμφικτύονος, γαμβρού του Κραναού. Εχει υποτεθεί βάσιμα ότι ο Κέκροπας αντιπροσωπεύει το φύλο των Κεκρόπων, αυτοχθόνων του λεκανοπέδιου μεταξύ Υμηττού και Πάρνηθας. Ο περιηγητής Παυσανίας αποδίδει στον Κέκροπα την αντικατάσταση της ανθρωποθυσίας στους θεούς με προσφορές εγχωρίων γλυκισμάτων. Ο Εριχθόνιος κατέλαβε την εξουσία με επανάσταση περί το 1510 π.Χ. σύμφωνα με μία χρονολόγηση, ιδρύοντας την τέταρτη δυναστεία η οποία έχει θεωρηθεί από τον Αγγ.
Προκοπίου και άλλους μελετητές ως μη-αθηναϊκή με βάση τη γενεαλογία της. Από την αρχαιολογική άποψη, οι βασιλικοί τάφοι που ανασκάφηκαν στην Ακρόπολη και ανήκαν στην περίοδο έως το 1500 π.Χ. περίπου, αποδόθηκαν από τον Βρετανό αρχαιολόγο Ουέις σε μια αρχαιότερη δυναστεία («Shaft Grave Dynasty», όπως την ονόμασε).
Ο Τσούντας αποκάλεσε τη συγκεκριμένη δυναστεία «Οίκο των Δαναών», προκειμένου να διακριθεί σαφώς από τον νεότερο δυναστικό Οίκο που κατασκεύασε τους θολωτούς και λαξευτούς τάφους εκτός των τειχών της Ακρόπολης (τον οποίο ο Τσούντας αναφέρει ως «Οίκο των Αχαιών» και ο Ουέις ως «Tholos Tomb Dynasty»).
Ο Μυλωνάς συμπέρανε πως οι Αθηναίοι, ακολουθώντας την αλλαγή των ταφικών συνηθειών που έφεραν οι Αχαιοί στις Μυκήνες τον ίδιο αιώνα, άρχισαν να θάβουν τους νεκρούς εκτός των τειχών. Έτσι ο «Οίκος των Δαναών» συνδέθηκε με τη δυναστεία του Κραναού και ο «Οίκος των Αχαιών» με τη δυναστεία του Εριχθόνιου.
Η πρώτη αντιστοίχηση, ενισχυμένη και από το επιχείρημα της ομοιότητας των ονομάτων «Δαναός» και «Κραναός», φαίνεται αξιόπιστη και οι φορείς των δυναστειών του Κραναού και του Αμφικτύονος ήταν ενδεχομένως Δαναοί/Κραναοί. Γι’ αυτό χαρακτηρίζονται από την παράδοση ως γηγενείς, όπως και η πρώτη δυναστεία του Κέκροπα.
Ωστόσο η δεύτερη αντιστοίχηση (του Οίκου των Αχαιών με τη δυναστεία του Εριχθόνιου) δεν φαίνεται να ισχύει, επειδή τον 15ο αι. π.Χ. η Αθήνα ελέγχεται από τη λαπιθική δυναστεία του Αιγέα (ονόματος παρόμοιου με εκείνο του Λαπίθη βασιλιά Αυγεία της Ηλιδας) και του Θησέα.
Οι Λαπίθες ήταν ένας σημαντικός αρχαίος ελληνικός λαός (κάθε άλλο παρά μυθολογικός όπως θεωρείται συχνά) με καταγωγή από τη βορειοδυτική Θεσσαλία, του οποίου μεγάλα τμήματα κατήλθαν στη νοτιότερη Ελλάδα ιδρύοντας σε αυτήν αρκετές λαπιθικές αποικίες (στις Φερές της Μαγνησίας, στη νοτιότερη Θεσσαλία, στις Φωκίδα, Βοιωτία, Σικυωνία-Κορινθία, Λακωνία και Τριφυλία και κυρίως στην Ηλιδα/Ηλεία και την Αττική).
Η ισχύς των Λαπιθών κατά τη μέση Μυκηναϊκή περίοδο (περίπου 15ος-14ος αι. π.Χ.) διαφαίνεται στο ότι οι αρχαίες πηγές αναφέρουν πολυάριθμους Λαπίθες ήρωες, περισσότερους από τους ήρωες οποιουδήποτε άλλου ελληνικού λαού, ακόμη και των Αχαιών και των Δωριέων. Σημαντικοί Λαπίθες ήρωες ήταν οι Θησέας, Πειρίθους/Πειρίθοος (pe-ri-to-wo, ΠειρίθοFος, σε πινακίδα Γραμμικής Β΄), Αιγέας, Αυγείας, Κόρωνος, Μόψος, Βούτης, Φάληρος, Λεοντεύς, Πολυποίτης, Πολύφημος, Αμφίμαχος, Θάλπιος, Ευρύπυλος, Διώρης κ.ά.
Οι Λαπίθες φημίζονταν ως φιλοπόλεμοι και ισχυροί πολεμιστές και φαίνεται ότι υπήρξαν επιτυχημένοι μισθοφόροι. Λόγω του πυκνού λαπιθικού αποικισμού στην Αττική, οι Λαπίθες έφθασαν να συνιστούν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της. Στην Κλασική Αθήνα, ισχυρά γένη όπως οι Φιλαϊδαι, Βουτάδαι (απόγονοι του ήρωα Βούτη), Πειριθοίδαι (απόγονοι του Πειρίθοου) κ.α., είχαν λαπιθική καταγωγή. Το Φάληρο είναι λαπιθικό τοπωνύμιο, από τον ήρωα Φάληρο. Μια από τις δέκα φυλές της Κλασικής Αττικής ήταν η Λεοντίς, με επώνυμο ήρωα τον Λαπίθη Λεοντέα.
Ο γνωστός μύθος της υποτέλειας του Αιγέα στη μινωική Κρήτη και η προαναφερόμενη αλλαγή στα ταφικά έθιμα, τοποθετούν εκ των πραγμάτων την αρχή της λαπιθικής δυναστείας της Αττικής στο διάστημα 1500-1450 π.Χ. Η Αθήνα συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία με τους ήρωες Βούτη και Φάληρο, αμφότερους Λαπίθες.
Συμπερασματικά, θεωρώ πιθανό ότι ο Εριχθόνιος αντιπροσωπεύει Λαπίθες μισθοφόρους των Δαναών, οι οποίοι επαναστάτησαν και κατέλαβαν την εξουσία, αν και δεν συνδέεται μυθολογικά με τους Λαπίθες αλλά ούτε με τους Αχαιούς (κατά την άποψη του Τσούντα). Σε κάθε περίπτωση, το τελευταίο εθνωνύμιο είχε συχνά στην αρχαιότητα (και σήμερα) μία ευρύτερη έννοια συμπεριλαμβάνοντας όλους τους Μυκηναίους Ελληνες.
Γι’ αυτό υποθέτω ότι η δυναστεία των λαξευτών-θολωτών τάφων ανήκε σε Λαπίθες, οι οποίοι είχαν την ίδια προέλευση με τους Αχαιούς (από τη Θεσσαλία), μιλούσαν μία παρόμοια πρωτοαιολική διάλεκτο, χαρακτηρίζονταν από την ίδια πολεμικότητα και μάλλον μοιράζονταν τον ίδιο υλικό πολιτισμό με εκείνους έως το 1500 π.Χ. Ενδεχομένως η δυναστεία του Αιγέα να είχε αναμειχθεί σημαντικά με Αχαιούς, ενώ όπως φαίνεται κατά τον 13ο αι. είχε «αχαιοποιηθεί».
Τα νέα μυκηναϊκά τείχη της Ακρόπολης κατασκευάσθηκαν μετά από εκείνα των Μυκηνών και της Τίρυνθας, μάλλον τον ύστερο 14ο αι. Ίσως η μυθική εκστρατεία των Αμαζόνων στην Αθήνα του Θησέα να απηχεί κάποια επιδρομή ενός νομαδικού μητριαρχικού λαού στη νότια Ελλάδα, η οποία ανάγκασε τους Αθηναίους να οχυρώσουν την Ακρόπολη. Την ίδια εποχή επεκτάθηκαν τα τείχη των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Τα τείχη της Ακρόπολης είχαν παρόμοια κατασκευή με εκείνα των Μυκηνών, «αντιγράφοντας» την Πύλη των Λεόντων και τον αμυντικό πύργο της.
Η μυκηναϊκή Αττική ήταν διηρημένη σε αυτόνομες κοινότητες, όπως οι τρεις ισχυρότερες Αθήνα, Ελευσίνα και Παλλήνη, και ακολούθως οι Μαραθών, Σούνιο, Θορικός, Περάτη, Γαργηττός, Βραυρών, Ραμνούς, Αφίδναι κ.ά. Τα αναφερόμενα κρατίδια συγκρούονταν συχνά μεταξύ τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, μερικοί από τους παλαιότερους βασιλείς που έδρευαν στην Ακρόπολη (Ακταίος, Κέκροπας, Ερυσίχθων, Αιγέας) είχαν επιχειρήσει να τα υποτάξουν και να τα ενώσουν με συνοικισμό, όμως η ένωση τους σε ένα ανακτορικό κράτος συντελέσθηκε από τον μυθολογικό Θησέα, μάλλον κάποιον άνακτα με αυτό το όνομα από τον λαπιθικό Οίκο των Αιγειιδών-Θησειδών (ίσως τον ύστερο 14ο αι π.Χ.). Τότε το τοπωνύμιο της Αθήνας μετατράπηκε σε «Αθήναι» (πληθυντικός) λόγω του συνοικισμού πολλών κοινοτήτων.
Υποτίθεται ότι ο Αιγέας (πατέρας του Θησέα) είχε συνοικίσει πρώτος τις αττικές κοινότητες, όμως όταν πέθανε, οι Παλλαντίδες (μυθικοί ηγεμόνες της Παλλήνης, του Σφηττού και του Γαργηττού) εκστράτευσαν εναντίον του Θησέα διεκδικώντας τον θρόνο της Αθήνας/Ακρόπολης. Ο Θησέας νίκησε τους Παλλαντίδες προσαρτώντας την επικράτεια τους, ενώ σύντομα υπέταξε και όποια άλλη κοινότητα της Αττικής αντιστεκόταν, συμπεριλαμβανομένης της Ελευσίνας.
Οι αναφερόμενοι μυθολογικοί πόλεμοι αντικατοπτρίζουν εκστρατείες της λαπιθικής δυναστείας της Ακρόπολης για την υποταγή των αττικών κοινοτήτων. Η Ωρωπία και το νησί της Σαλαμίνας δεν ανήκαν στην Αττική και ειδικά η Σαλαμίνα δεν είχε αττικό πληθυσμό, επειδή κατοικείτο από Αχαιούς υπό τον Οίκο των Αιακιδών.
Η Ελευσίνα αποτελεί ειδική περίπτωση λόγω της ισχύος και της ιερότητας της. Πρόσφατα ανεσκάφη στην ακρόπολη της μία ευρύχωρη μυκηναϊκή οικία, μάλλον το μέγαρο του άνακτα της. Επίσης πρόσφατα ανεσκάφη στη Σαλαμίνα μία αντίστοιχη μυκηναϊκή οικία σε ακρόπολη, η οποία θεωρήθηκε ως το ανάκτορο του βασιλιά της. Εχει προταθεί ότι η Ελευσίνα βρισκόταν κατά περιόδους υπό την επιρροή των Σαλαμίνιων Αχαιών, ίσως επειδή χρειαζόταν έναν ισχυρό σύμμαχο έναντι των επιθετικών Αθηναίων. Η δυναστεία της Ελευσίνας ήταν οι πολεμικοί Ευμολπίδες.
Η ισχύς της μυκηναϊκής Ελευσίνας διαφαίνεται στον μύθο σύμφωνα με τον οποίο η πόλη επιχείρησε να καταλάβει την Αθήνα με την ενίσχυση ενός σώματος Θρακών συμμάχων (μισθοφόρων). Η αλληλουχία των γεγονότων δείχνει ότι η επίθεση διενεργήθηκε πριν τον Συνοικισμό του Θησέα, όμως μερικοί φιλόλογοι θεώρησαν μάλλον εσφαλμένα ότι οι συγκεκριμένοι Θράκες ήταν εκείνοι που κατέλαβαν τον Ορχομενό μετά τα Τρωικά, δηλαδή τουλάχιστον έναν αιώνα μετά τον Συνοικισμό. Ομως δεν επρόκειτο για τους Θράκες του υπομυκηναϊκού Ορχομενού, επειδή η παρουσία Θρακών μισθοφόρων και παροίκων στον μυκηναϊκό κόσμο θεωρείται βέβαιη, λόγω της ύπαρξης αρκετών θρακικών στοιχείων σε εκείνον.
Η Ιωλκός ήταν ενδεχομένως σημαντικό κέντρο στρατολόγησης Θρακών, επειδή η μυκηναϊκή Θεσσαλία συνόρευε απευθείας με τον θρακικό κόσμο. Οι Θράκες σύμμαχοι της Ελευσίνας ήταν μάλλον μία μισθοφορική ομάδα που προσέφερε υπηρεσίες σε διάφορους Μυκηναίους βασιλείς, την οποία προσέλαβε ο Ελευσίνιος βασιλιάς Ιμμάραδος ή την «ενοικίασε» από κάποια γειτονική δύναμη αντίπαλη της Αθήνας (Θήβα;) ή του παραχωρήθηκε δωρεάν.
Η επίθεση των Ελευσίνιων στην Αθήνα αποκρούσθηκε και ο Ιμμάραδος σκοτώθηκε. Οι κλασικοί Αθηναίοι έδειχναν τον υποθετικό τάφο του κοντά στην Ακρόπολη τους. Αργότερα οι Αθηναίοι πέρασαν στην αντεπίθεση υπό τον Θησέα, κατορθώνοντας να υποτάξουν την Ελευσίνα. Οι αναφερόμενες συγκρούσεις δείχνουν ότι ο πόλεμος Αθήνας-Ελευσίνας ήταν μακροχρόνιος και αμφίρροπος.
Περί το 1000 πΧ η Ελευσίνα κατόρθωσε να ανακτήσει την ανεξαρτησία της λόγω της αναστάτωσης που προκλήθηκε στον Ελλαδικό χώρο από την έλευση των Δωριέων. Η Ελευσίνα παρέμεινε ανεξάρτητη έως τον 7ο αι. π.Χ., όταν προσαρτήθηκε οριστικά στο αθηναϊκό κράτος (με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα κατά την Κλασική εποχή).
Η προσήλωση των Ελευσίνιων στην αυτονομία τους ήταν τέτοια, ώστε όταν κατά την Ελληνιστική περίοδο οι Μακεδόνες εγκατέστησαν για ένα διάστημα φρουρά στην ακρόπολη τους, οι πρώτοι ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις με τους άνδρες της φρουράς (όπως συνάγεται από επιγραφές κ.ά.) ενώ οι Αθηναίοι τους απεχθάνονταν ως κατακτητές.
Ο μυθικός πρόγονος της αθηναϊκής δυναστείας του Εριχθόνιου, ουσιαστικά το τοτεμικό της σύμβολο, ήταν το φίδι (όπως ο λέων ήταν το σύμβολο της δυναστείας των Μυκηνών και ο ταύρος του μινωικού Οίκου της Κνωσού). Το φίδι ήταν η μινωική μορφή της θεάς Αθηνάς και κατά την Κλασική κατέστη σύμβολο της και πιστός ακόλουθος της. Είναι πιθανό ότι ο Οίκος του Εριχθόνιου παρέλαβε το σύμβολο από τους Μινωίτες διαμέσου των προηγούμενων αυτόχθονων δυναστειών (Αμφικτύονος και Κραναού).
Ο ήρωας Θησέας (Γραμμική Β΄: Te-se-u, Θησεύς) τοποθετείται χρονολογικά συνήθως στους 15ο-13ο αι. Η μεγάλη χρονική απόσταση ανάμεσα στις χρονολογικές εκδοχές δεν αποτελεί πρόβλημα επειδή όπως και στην περίπτωση άλλων μυθολογικών ηρώων, αν αυτοί ήταν ιστορικά πρόσωπα πιθανώς υπήρχαν περισσότεροι από ένας ήρωες με το ίδιο όνομα (Θησέας, Ηρακλής, Σαρπηδών κ.ο.κ.) οι οποίοι ήταν γόνοι της ίδιας οικογένειας των Θησειδών, Ηρακλειδών κ.ά. (γιος, εγγονός, ανεψιός κ.ο.κ). Τα κατορθώματα τους θα αποδόθηκαν μετά από αιώνες σε μία μόνο μορφή.
Οσοι δεν θεωρούν τον Θησέα ιστορικό πρόσωπο, τουλάχιστον στην Αττική, υποθέτουν ότι η μορφή του προήλθε από τη «σύνθεση» διαφορετικών ηρώων. Ο Βρετανός φιλόλογος Ρ. Γκρέηβς υποθέτει πως υπήρξαν τρεις ήρωες με αυτό το όνομα, ένας Λαπίθης από τη Θεσσαλία, ένας Τροιζήνιος και ένας Μαραθώνιος, συμφωνώντας με τον άλλο σπουδαίο μελετητή Τζ. Τόμσον.
Ο τελευταίος θεωρεί ότι η ενοποίηση των τριών ηρώων σε έναν Θησέα δεν είχε γίνει πριν τον 6ο αι π.Χ., όταν οι Βουτάδες, μια φυλή Λαπιθών, ηγέτες των αριστοκρατικών στην Αθήνα, αντιπαρέθεσαν τον «Αθηναίο» Θησέα (στην πραγματικότητα Λαπίθη ήρωα) στον «Δωριέα» Ηρακλή (στην πραγματικότητα Αχαιό ήρωα της Τίρυνθας τον οποίο οικειοποιήθηκαν οι Δωριείς). Μερικοί Γερμανοί φιλόλογοι θεωρούν τον Θησέα ως προσωποποίηση του ιωνικού (ουσιαστικά αττικού) φύλου ή του αθηναϊκού κράτους, δηλαδή μία «κατασκευασμένη» πολιτική προσωποποίηση σε αντιπαράθεση με τον Δωριέα Ηρακλή.
Ο φιλόλογος Γουώρντ προσπάθησε να αποδείξει την ύπαρξη ενός ιστορικού Θησέα που έζησε στην εποχή του Χαλκού και φαίνεται πως έχει πείσει αρκετούς μελετητές. Την εποχή των Πεισιστρατιδών, ο Θησέας είναι ήδη ο «εθνικός ήρωας» των Αθηναίων παραμένοντας έως το τέλος της αρχαιότητας ο ήρωας-εκπρόσωπος της αθηναϊκής φήμης.
Ομως η άποψη των Τόμσον και Γκρέηβς για την ύπαρξη τριών ηρώων με το όνομα «Θησέας» δεν θεωρείται πλέον έγκυρη, επειδή οι άλλοι δύο Θησείς, ο Θησέας του Μαραθώνα και εκείνος της Τροιζήνας είναι επίσης Λαπιθικής προέλευσης, δηλαδή ταυτίζονται με τον Θησέα από τη Θεσσαλία (για τα επιχειρήματα υπέρ αυτής της ταύτισης βλ. άρθρο μου για τους Λαπίθες σε μηναιαίο ιστορικό περιοδικό). Ο αρχικός ήρωας Θησέας ήταν μία μοναδική μορφή οι μύθοι του οποίου διαδόθηκαν σε διαφορετικούς τόπους εγκατάστασης λαπιθικών ομάδων. Ετσι προέκυψαν οι “διαφορετικοί” Θησείς οι οποίοι με το πέρασμα των αιώνων “συνέκλιναν” πάλι σε έναν Θησέα, Αθηναίο αυτή τη φορά.
Εχει υποτεθεί πως κατά την Πεισιστρατιδική περίοδο «δημιουργήθηκαν» νέοι μύθοι για τις περιπέτειες του Θησέα στην περιοχή του Ισθμού, ωστόσο οι συγκεκριμένοι μύθοι έχουν φανερά μυκηναϊκή προέλευση. Ενδεχομένως οι άθλοι του στη χερσαία πορεία από την Τροιζήνα έως την Αθήνα αντιστοιχούν σε πολέμους των Αθηναίων εναντίον τοπικών εχθρών σε όλες τις ακτές του Σαρωνικού.
Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, οι άθλοι του Θησέα «συντέθηκαν» επί Πεισιστρατιδών ή νωρίτερα προκειμένου να συνδεθούν και να ταυτισθούν ο Μαραθώνιος Θησέας με τον Τροιζήνιο Πιτθέα/Θησέα, με μια μυθική πορεία του δεύτερου έως την Αττική διαμέσου του Ισθμού. Όμως οι παραδόσεις για τη δράση του Θησέα στην Αττική, στις χώρες του Σαρωνικού και στην Κρήτη είναι πολύ έντονες, εκτεταμένες και σαφείς για να έχουν «συντεθεί» και να αναφέρονται σε μυθικό πρόσωπο.
Οι δώδεκα άθλοι του Θησέα, ισάριθμοι με εκείνους του Ηρακλή για πολιτικούς λόγους (προκειμένου οι Αθηναίοι να μην υστερούν έναντι των Δωριέων ανταγωνιστών τους), έχουν προφανώς και πολιτικοστρατιωτική ερμηνεία (πέρα από τις άλλες προτεινόμενες). Φαίνεται πως συμβολίζουν εκστρατείες των Λαπιθών της Αθήνας κατά εχθρικών φύλων και κοινοτήτων που αντιστέκονταν στην επέκταση τους.
Τα ονόματα των εχθρών του Θησέα στους άθλους του, αντιστοιχούν σε πολεμικά φύλα και όχι απλώς σε ληστρικά άτομα (ή επικίνδυνα θηρία). Αυτό είναι προφανές π.χ. στη μορφή του Κερκύονος, τον οποίο η τοπική ελευσίνια παράδοση θεωρούσε ενάρετο βασιλιά της Ελευσίνας και των Μεγάρων, και στη μορφή του Σκίρωνος, τον οποίο η τοπική παράδοση τιμούσε ως ήρωα έντιμο και φιλάνθρωπο.
Οι παλαιότεροι αρχέγονοι μύθοι τοποθετούν τον Θησέα μεταξύ των Λαπιθών στην Θεσσαλία όπου αντιμετωπίζει τους Κένταυρους. Αργότερα αντιμετώπισε τις Αμαζόνες στην Αττική (ή στη Θεσσαλία). Οι συγκεκριμένοι πόλεμοι του έχουν πανελλήνιο χαρακτήρα και μάλλον πρέπει να τοποθετηθούν αμφότεροι στη Θεσσαλία, επειδή είναι η ακριτική πρωτομυκηναϊκή χώρα που φαίνεται πως υπέφερε από τις επιδρομές λαών εκτός των μυκηναϊκών ορίων, ελληνικών και μη (αντιπροσωπευόμενων από Κένταυρους και Αμαζόνες που εξορμούσαν από τα βόρεια).
Οι Λαπίθες ζούσαν στο βόρειο άκρο του μυκηναϊκού κόσμου, μαζί με τους Αινιάνες και τους Περραιβούς που ήταν ανίσχυροι συγκριτικά με εκείνους. Αργότερα οι Λαπίθες έφεραν στην Αττική την ανάμνηση αυτών των πολέμων με τη μορφή του μύθου των Αμαζόνων. Το ίδιο έπραξαν με τον μύθο των Κενταύρων στην Ηλιδα, στη Μαγνησία, στο Ταίναρο και αλλού.
Υπάρχει η πιθανότητα οι «Αμαζόνες» (στην πραγματικότητα κάποιος μητριαρχικός λαός) να διείσδυσαν μέχρι την Αττική, αν και αυτή είναι μικρή. Τέλος, θεωρώ πιθανό ότι στον αρχικό (γνήσιο) λαπιθικό μύθο, ο Θησέας και ο γνωστός ήρωας Πειρίθοος/Πειρίθους ήταν αδέλφια και ότι αργότερα οι Αθηναίοι προκειμένου να «απαλείψουν» τη λαπιθική καταγωγή του Θησέα, τους «μετέτρεψαν» σε αδελφικούς φίλους.
Η γνωστή μυθολογική περιπέτεια του Θησέα στην Κρήτη και η θανάτωση του Μινώταυρου, αντικατοπτρίζει μάλλον την αττική συμμετοχή στη μυκηναϊκή κατάκτηση της Κνωσού (περίπου 1450 π.Χ.).
Ο θρίαμβος του Θησέα με καθοδηγητή του έναν Μινωίτη φυγάδα (μυθολογικός Δαίδαλος) και συμπαραστάτη την κόρη του Μίνωα (Αριάδνη), μπορεί να απηχεί μία τέτοια επιχείρηση από τους Μυκηναίους με την ενίσχυση Κρητών «αντιφρονούντων», ίσως και με τη σύμπραξη κάποιων Μινωιτισσών πριγκιπισσών που είχαν γοητευθεί από τους Μυκηναίους μισθοφόρους στο νησί. Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Θησέας αρνήθηκε να παραδώσει στους Μινωίτες τον Δαίδαλο ο οποίος είχε καταφύγει στην Αθήνα και ο Μίνωας έστειλε μία μοίρα του στόλου του με ναύαρχο τον Δευκαλίωνα, για αντίποινα εναντίον της Αττικής.
Ο αθηναϊκός στόλος καταναυμάχησε τον κρητικό και στη συνέχεια ο Θησέας στράφηκε εναντίον της μεγαλονήσου. Ισως το συγκεκριμένο επεισόδιο να αντικατοπτρίζει κάποιες ναυτικές συρράξεις στα ανοικτά της Αττικής.
Ο Θησέας έφθασε στην Κρήτη την εποχή των αναταραχών, πιθανώς συνοδεύοντας τους Αθηναίους νέους που παραδίδονταν στον Λαβύρινθο (το Ανάκτορο-Ιερό της Κνωσσού) για τις μινωικές τελετές ή προκειμένου να προσφέρει μισθοφορικές υπηρεσίες. Εκεί ενδεχομένως ενώθηκε με τους άλλους Μυκηναίους (κυρίως Πελοποννήσιους) και μετά τη νίκη τους, θυσίασε στους μυκηναϊκούς θεούς τον Ιερό Ταύρο της μινωικής θρησκείας (τον «Μινώταυρο») σηματοδοτώντας το τέλος της μινωικής εξουσίας.
Στο μυθολογικό δρομολόγιο της επιστροφής του Θησέα στην Αθήνα αναφέρονται τα νησιά Νάξος, Δήλος και Κύπρος, τα οποία πέρασαν από τη μινωική στη μυκηναϊκή επιρροή μετά το 1450 πΧ. Φαίνεται πως τα νησιά του δρομολογίου του ήταν ο κλήρος των Μυκηναίων της Αττικής στη διανομή των μινωικών κτήσεων. Στην Κύπρο οι Αττικοί θα εξασφάλισαν κάποιο λιμάνι, ενώ αποκλείσθηκαν τελείως από την Κρήτη την οποία διαμοίρασαν μεταξύ τους οι Πελοποννήσιοι Αχαιοί, κυρίως εκείνοι της Αργολίδας. προφανώς οι Αχαιοί δεν επιθυμούσαν την παρουσία κάποιου άλλου ελληνικού ηπειρωτικού φύλου στην πλούσια και στρατηγική Κρήτη.
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Πλούταρχος: ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΑΣ, Εκδ. Κάκτος, Αθήνα.
(2) Ηρόδοτος: ΙΣΤΟΡΙΑΙ, Εκδ. Κάκτος, Αθήνα.
(3) Στράβων: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ, Εκδ. Κάκτος, Αθήνα.
(4) IΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμ. Α΄, Β΄, Εκδοτική Αθηνών 1970 κ.ε.
(5) Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 1996.
Πηγή1 / Πηγή2