Ο Ησίοδος αναφέρει: «Ο Χρυσάωρ παντρεύτηκε την Καλλιρρόη, την κόρη του Ωκεανού, που του γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη. Αυτόν τον Γηρυόνη σκότωσε ο Ηρακλής και του πήρε τα βόδια».
Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος εξ’ άλλου διασώζει πως ο Γηρυόνης «είχε τρία σώματα που αποτελούσαν ένα μόνο. Ενώνονταν στην κοιλιά και ξαναχωρίζανε από τα πλευρά και τους γλουτούς».
Στην ελληνική μυθολογία πράγματι ο Γηρυόνης (από το ρήμα γηρύω = φωνάζω, σκούζω) ήταν ένας τρισώματος ή τρικέφαλος γίγαντας, γιος του Χρυσάορα, (κατ’ άλλους γιος του θεού Ποσειδώνα), και της κόρης του Ωκεανού Καλλιρρόης. Και στις δύο εκδοχές είναι εγγονός της Γοργόνας Μέδουσας. Είναι επίσης γνωστός με τα ονόματα Γηρυονέας, Γηρυονεύς και Γηρυών.
Ο Γηρυόνης κατοικούσε στη νήσο Ερύθεια στην ομιχλώδη Δύση, στα πέρατα του Ωκεανού. Στα ιστορικά χρόνια στα Γάδειρα, σημερινό Κάντιξ, έδειχναν τον τάφο του και στην Ολυμπία και στην Θήβα οστά του. Παραστάσεις στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο Γηρυόνης υπήρχαν στις ανάγλυφες μετόπες του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς περ. 500 π. Χ. , στο ναό του Διός στην Ολυμπία πριν το 450 π. Χ. (σήμερα βρίσκεται στο Λούβρο), και στο ναό του Ηφαίστου, γνωστό ως Θησείο, μετά το 450 π.Χ. Σώζονται παραστάσεις του επίσης και σε πολλά αγγεία.
Ο Γηρυόνης, ο εγγονός του Ωκεανού, με τα τρία σώματα ενωμένα μεταξύ τους στην κοιλιά, όπως στα σιαμαία, με τρία κεφάλια, έξι χέρια και έξι πόδια ήταν όντως ένα τέρας. Τα κοκκινότριχα βόδια του Γηρυόνη ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή ως δέκατο άθλο να του φέρει ζωντανά, με την υπόδειξη να επιτύχει το κατόρθωμα ο ήρωας χωρίς να παρακαλέσει ή να πληρώσει γι’ αυτό. Ο Γηρυόνης είχε τη φήμη του δυνατότερου ανθρώπου στον κόσμο.
Τα πανέμορφα κοκκινότριχα βόδια του φύλαγαν κοντά στο μέρος όπου ο Μενοίτιος έβοσκε τα κοπάδια του Άδη, ο βουκόλος Ευρυτίων, γιος του Άρη, και το δικέφαλο τσοπανόσκυλο Όρθρος – παλιότερα άνηκε στον Άτλαντα – βλαστάρι του Τυφώνα και της Έχιδνας και αδελφός του φύλακα του κάτω κόσμου Κέρβερου, τον οποίον επίσης εξόντωσε ο Ηρακλής.
Ο Ηρακλής στο δρόμο για τη χώρα του Γηρυόνη έφτασε στην Ιβηρική χερσόνησο, στον πορθμό που χωρίζει την Ευρώπη από την Αφρική. Εκεί σε ανάμνηση του ταξιδιού του έστησε δυο κολόνες, μια στην Αφρική και μια στην Ευρώπη, τις γνωστές «Ηράκλειες στήλες».
Φτάνοντας στην άκρη του κόσμου ο Ηρακλής έπρεπε να περάσει τον ωκεανό για να φτάσει στην Ερύθεια. Σ’ αυτό τον βοήθησε το άρμα του Ήλιου. Πρόκειται για ένα κύπελλο, που μ’ αυτό ταξίδευε στον ωκεανό ο θεός. Ο Ήλιος του το έδωσε μόνο για μια ημέρα.
Ο Ηρακλής ξεκίνησε το ταξίδι του έχοντας μαζί του επίσης ως δώρο από τον Ερμή το Κέρας της Αμάλθειας, γεμάτο τρόφιμα. Στα μισά του δρόμου όμως εμφανίστηκε στον Ηρακλή ο Ωκεανός. Ο παππούς του Γηρυόνη, για να σταματήσει τον ήρωα και να τον υποχρεώσει να γυρίσει στην πατρίδα του προκάλεσε σφοδρή θαλασσοταραχή. Ο ήρωάς μας όμως δεν πτοήθηκε καθόλου. Απείλησε μάλιστα τον Ωκεανό και τον τρόμαξε με το τόξο του. Ο Ωκεανός υποχώρησε και ο Ηρακλής συνέχισε το ταξίδι του.
Μόλις έφτασε στο νησί του Γηρυόνη, τον αντιλήφθηκε πρώτο το σκυλί-τέρας, ο Όρθος, και του επιτέθηκε. Ο Ηρακλής χωρίς να διστάσει του ‘σπασε και τα δυο κεφάλια με το ρόπαλό του και το σκότωσε. Μετά εξόντωσε και τον Ευρυτίωνα, ο οποίος ακούγοντας τα γαβγίσματα του Όρθου έτρεξε να τον βοηθήσει. Ο Ηρακλής πήρε τα βόδια και κίνησε να φύγει. Ένας βοσκός όμως, που στην ίδια περιοχή έβοσκε τα κοπάδια του Aδη, ειδοποίησε τον Γηρυόνη.
Ο Τρισώματος έτρεξε να σταματήσει τον Ηρακλή και να πάρει πίσω τα βόδια του. Ο Ηρακλής όμως με μια σαϊτιά του έκοψε το νήμα της ζωής.
Λένε ότι στην περιοχή που σκοτώθηκε ο Γηρυόνης φύτρωσε από το αίμα του ένα δέντρο με κόκκινους καρπούς.
Στο δρόμο της επιστροφής ο Ηρακλής, αφού παρέδωσε το κύπελλο στον Ήλιο, αντιμετώπισε πολλούς ληστές και λαούς που όλοι ήθελαν να του κλέψουν τα βόδια. Τελικά όμως στη Θράκη η Ήρα που τον μισούσε του σκόρπισε τα βόδια. Με όσα κατάφερε να μαζέψει ο ήρωας γύρισε στις Μυκήνες και παρέδωσε τα βόδια στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα θυσίασε προς τιμή της Ήρας.
Ο Γηρυόνης ταυτοποιείται μερικές φορές ως χθόνιος δαίμονας του θανάτου, κυρίως εξαιτίας του συνειρμού με την ακραία δυτική κατεύθυνση. Στη Θεία Κωμωδία του Δάντη ο Γηρυόνης εμφανίζεται ως φτερωτό θηρίο με ουρά σκορπιού αλλά με το πρόσωπο ενός τίμιου ανθρώπου, να κατοικεί στην πλαγιά ανάμεσα στον έβδομο και τον όγδοο κύκλο της Κολάσεως. Για όσους έχουν διαβάσει την Θεία Κωμωδία, ο έβδομος και ο όγδοος κύκλος στην Κόλαση εκπροσωπούν την βία και την απάτη αντιστοίχως.
Αμφισβητείται που βρισκόταν η Ερύθεια, η οποία επίσης ονομαζόταν Ερυθραία ή Ερυθρια. Μερικοί περιγράφουν οι ήταν ένα νησί πέρα από το ρεύμα του Ωκεανού, άλλοι την τοποθετούσαν στις ακτές της Λουσιτανίας.. Άλλοι πάλι την ταύτιζαν με το νησί Λεώνη, ή με ένα άλλο νησάκι εκεί κοντά, πάνω στο όποιο είχαν χτιστεί τα αρχαία Γάδειρα, και όπου τα βοσκοτόπια ήταν τόσο πλούσια ώστε έβγαινε από το γάλα τυρόπηγμα χωρίς τυρόγαλο , κάθε πενήντα μέρες έπρεπε να κάνουν αφαίμαξη στις αγελάδες μην τυχόν και πάθουν αποπληξία. Αυτό το νησάκι, αφιερωμένο στην Ήρα, λεγόταν Ερύθεια ή Αφροδισιάς.
Η Λεώνη, το νησί όπου βρίσκονταν τα Γάδειρα, ονομαζόταν Κοηνούσα εξαιτίας των ελαιώνων της, άλλά οι Φοίνικες τη μετονόμασαν σε Γάδειρα, δηλαδή «οχυρωμένη πόλη». Στο δυτικό ακρωτήρι της υψωνόταν ο ναός του Κρόνου και η πόλη των ΓαδεΙρων , στο ανατολικό ο ναός του Ηρακλή, φημισμένος για την πηγή πού στέρευε στη φουσκονεριά της παλίρροιας και ανάβλυζε άφθονη στην άμπωτη , ο τάφος του Γηρυόνη βρισκόταν στην πόλη, εξίσου ονομαστός από ένα Ιερό δέντρο πού έπαιρνε διάφορες μορφές.
Πηγή
Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος εξ’ άλλου διασώζει πως ο Γηρυόνης «είχε τρία σώματα που αποτελούσαν ένα μόνο. Ενώνονταν στην κοιλιά και ξαναχωρίζανε από τα πλευρά και τους γλουτούς».
Στην ελληνική μυθολογία πράγματι ο Γηρυόνης (από το ρήμα γηρύω = φωνάζω, σκούζω) ήταν ένας τρισώματος ή τρικέφαλος γίγαντας, γιος του Χρυσάορα, (κατ’ άλλους γιος του θεού Ποσειδώνα), και της κόρης του Ωκεανού Καλλιρρόης. Και στις δύο εκδοχές είναι εγγονός της Γοργόνας Μέδουσας. Είναι επίσης γνωστός με τα ονόματα Γηρυονέας, Γηρυονεύς και Γηρυών.
Ο Γηρυόνης κατοικούσε στη νήσο Ερύθεια στην ομιχλώδη Δύση, στα πέρατα του Ωκεανού. Στα ιστορικά χρόνια στα Γάδειρα, σημερινό Κάντιξ, έδειχναν τον τάφο του και στην Ολυμπία και στην Θήβα οστά του. Παραστάσεις στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο Γηρυόνης υπήρχαν στις ανάγλυφες μετόπες του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς περ. 500 π. Χ. , στο ναό του Διός στην Ολυμπία πριν το 450 π. Χ. (σήμερα βρίσκεται στο Λούβρο), και στο ναό του Ηφαίστου, γνωστό ως Θησείο, μετά το 450 π.Χ. Σώζονται παραστάσεις του επίσης και σε πολλά αγγεία.
Ο Γηρυόνης, ο εγγονός του Ωκεανού, με τα τρία σώματα ενωμένα μεταξύ τους στην κοιλιά, όπως στα σιαμαία, με τρία κεφάλια, έξι χέρια και έξι πόδια ήταν όντως ένα τέρας. Τα κοκκινότριχα βόδια του Γηρυόνη ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή ως δέκατο άθλο να του φέρει ζωντανά, με την υπόδειξη να επιτύχει το κατόρθωμα ο ήρωας χωρίς να παρακαλέσει ή να πληρώσει γι’ αυτό. Ο Γηρυόνης είχε τη φήμη του δυνατότερου ανθρώπου στον κόσμο.
Τα πανέμορφα κοκκινότριχα βόδια του φύλαγαν κοντά στο μέρος όπου ο Μενοίτιος έβοσκε τα κοπάδια του Άδη, ο βουκόλος Ευρυτίων, γιος του Άρη, και το δικέφαλο τσοπανόσκυλο Όρθρος – παλιότερα άνηκε στον Άτλαντα – βλαστάρι του Τυφώνα και της Έχιδνας και αδελφός του φύλακα του κάτω κόσμου Κέρβερου, τον οποίον επίσης εξόντωσε ο Ηρακλής.
Ο Ηρακλής στο δρόμο για τη χώρα του Γηρυόνη έφτασε στην Ιβηρική χερσόνησο, στον πορθμό που χωρίζει την Ευρώπη από την Αφρική. Εκεί σε ανάμνηση του ταξιδιού του έστησε δυο κολόνες, μια στην Αφρική και μια στην Ευρώπη, τις γνωστές «Ηράκλειες στήλες».
Φτάνοντας στην άκρη του κόσμου ο Ηρακλής έπρεπε να περάσει τον ωκεανό για να φτάσει στην Ερύθεια. Σ’ αυτό τον βοήθησε το άρμα του Ήλιου. Πρόκειται για ένα κύπελλο, που μ’ αυτό ταξίδευε στον ωκεανό ο θεός. Ο Ήλιος του το έδωσε μόνο για μια ημέρα.
Ο Ηρακλής ξεκίνησε το ταξίδι του έχοντας μαζί του επίσης ως δώρο από τον Ερμή το Κέρας της Αμάλθειας, γεμάτο τρόφιμα. Στα μισά του δρόμου όμως εμφανίστηκε στον Ηρακλή ο Ωκεανός. Ο παππούς του Γηρυόνη, για να σταματήσει τον ήρωα και να τον υποχρεώσει να γυρίσει στην πατρίδα του προκάλεσε σφοδρή θαλασσοταραχή. Ο ήρωάς μας όμως δεν πτοήθηκε καθόλου. Απείλησε μάλιστα τον Ωκεανό και τον τρόμαξε με το τόξο του. Ο Ωκεανός υποχώρησε και ο Ηρακλής συνέχισε το ταξίδι του.
Μόλις έφτασε στο νησί του Γηρυόνη, τον αντιλήφθηκε πρώτο το σκυλί-τέρας, ο Όρθος, και του επιτέθηκε. Ο Ηρακλής χωρίς να διστάσει του ‘σπασε και τα δυο κεφάλια με το ρόπαλό του και το σκότωσε. Μετά εξόντωσε και τον Ευρυτίωνα, ο οποίος ακούγοντας τα γαβγίσματα του Όρθου έτρεξε να τον βοηθήσει. Ο Ηρακλής πήρε τα βόδια και κίνησε να φύγει. Ένας βοσκός όμως, που στην ίδια περιοχή έβοσκε τα κοπάδια του Aδη, ειδοποίησε τον Γηρυόνη.
Ο Τρισώματος έτρεξε να σταματήσει τον Ηρακλή και να πάρει πίσω τα βόδια του. Ο Ηρακλής όμως με μια σαϊτιά του έκοψε το νήμα της ζωής.
Λένε ότι στην περιοχή που σκοτώθηκε ο Γηρυόνης φύτρωσε από το αίμα του ένα δέντρο με κόκκινους καρπούς.
Στο δρόμο της επιστροφής ο Ηρακλής, αφού παρέδωσε το κύπελλο στον Ήλιο, αντιμετώπισε πολλούς ληστές και λαούς που όλοι ήθελαν να του κλέψουν τα βόδια. Τελικά όμως στη Θράκη η Ήρα που τον μισούσε του σκόρπισε τα βόδια. Με όσα κατάφερε να μαζέψει ο ήρωας γύρισε στις Μυκήνες και παρέδωσε τα βόδια στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα θυσίασε προς τιμή της Ήρας.
Ο Γηρυόνης ταυτοποιείται μερικές φορές ως χθόνιος δαίμονας του θανάτου, κυρίως εξαιτίας του συνειρμού με την ακραία δυτική κατεύθυνση. Στη Θεία Κωμωδία του Δάντη ο Γηρυόνης εμφανίζεται ως φτερωτό θηρίο με ουρά σκορπιού αλλά με το πρόσωπο ενός τίμιου ανθρώπου, να κατοικεί στην πλαγιά ανάμεσα στον έβδομο και τον όγδοο κύκλο της Κολάσεως. Για όσους έχουν διαβάσει την Θεία Κωμωδία, ο έβδομος και ο όγδοος κύκλος στην Κόλαση εκπροσωπούν την βία και την απάτη αντιστοίχως.
Αμφισβητείται που βρισκόταν η Ερύθεια, η οποία επίσης ονομαζόταν Ερυθραία ή Ερυθρια. Μερικοί περιγράφουν οι ήταν ένα νησί πέρα από το ρεύμα του Ωκεανού, άλλοι την τοποθετούσαν στις ακτές της Λουσιτανίας.. Άλλοι πάλι την ταύτιζαν με το νησί Λεώνη, ή με ένα άλλο νησάκι εκεί κοντά, πάνω στο όποιο είχαν χτιστεί τα αρχαία Γάδειρα, και όπου τα βοσκοτόπια ήταν τόσο πλούσια ώστε έβγαινε από το γάλα τυρόπηγμα χωρίς τυρόγαλο , κάθε πενήντα μέρες έπρεπε να κάνουν αφαίμαξη στις αγελάδες μην τυχόν και πάθουν αποπληξία. Αυτό το νησάκι, αφιερωμένο στην Ήρα, λεγόταν Ερύθεια ή Αφροδισιάς.
Η Λεώνη, το νησί όπου βρίσκονταν τα Γάδειρα, ονομαζόταν Κοηνούσα εξαιτίας των ελαιώνων της, άλλά οι Φοίνικες τη μετονόμασαν σε Γάδειρα, δηλαδή «οχυρωμένη πόλη». Στο δυτικό ακρωτήρι της υψωνόταν ο ναός του Κρόνου και η πόλη των ΓαδεΙρων , στο ανατολικό ο ναός του Ηρακλή, φημισμένος για την πηγή πού στέρευε στη φουσκονεριά της παλίρροιας και ανάβλυζε άφθονη στην άμπωτη , ο τάφος του Γηρυόνη βρισκόταν στην πόλη, εξίσου ονομαστός από ένα Ιερό δέντρο πού έπαιρνε διάφορες μορφές.
Πηγή