"Τότε ήρθαν σ'αυτούς κάποιοι λίγοι αυτόμολοι από την Αρκαδία, οι οποίοι, έχοντας ανάγκη πόρων για να ζήσουν, ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους Πέρσες.
Οδηγήθηκαν έτσι μπροστά στο βασιλιά, και οι Πέρσες ζητούσαν απ'αυτούς πληροφορίες για τους Έλληνες, με τι δηλαδή ασχολούνταν. Μάλιστα, ανάμεσα στους Πέρσες, ένας ήταν κυρίως εκείνος που τους έκανε τις ερωτήσεις αυτές.Οι Αρκάδες λοιπόν τους έλεγαν ότι οι Έλληνες γιορτάζουν την Ολυμπιάδα και ότι παρακολουθούσαν γυμνικούς και ιππικούς αγώνες.
Και ο άλλος στη συνέχεια τους ρώτησε ποιο έπαθλο είχαν αθλοθετήσει, για την απόκτηση του οποίου αγωνίζονταν.
Οπότε οι Αρκάδες μίλησαν για το στεφάνι της ελιάς που δινόταν στο νικητή.
Και τότε ο Τριτανταίχμης, ο γιος του Αρταβάνου, διατύπωσε μια εξαιρετικής αλήθειας γνώμη, που γι'αυτήν κατηγορήθηκε από το βασιλιά ως δειλός.
Μαθαίνοντας δηλαδή ότι το έπαθλο δεν το αποτελούσαν χρήματα παρά ένα στεφάνι, δεν το ανεχόταν πια να παραμένει σιωπηλός, και είπε ενώπιον όλων τα παρακάτω: "Πω πω, εναντίον τι είδους ανδρών μάς οδήγησες να πολεμήσουμε, Μαρδόνιε, τέτοιων ανθρώπων που αγωνίζονται όχι για την απόκτηση χρημάτων, αλλά για την αρετή."
Ηρόδοτος, Βιβλίο Η', παράγραφος 26η