Μέσα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας έχει βρει στέγη εδώ και πολλά χρόνια ένα «προσφυγάκι». Είναι ένα μαρμάρινο αγαλμάτιο ύψους μόλις 63 εκατοστών, το οποίο απεικονίζει ένα μικρό αγόρι, μάλλον βοσκόπουλο. Φοράει μια κάπα με κουκούλα, κρατάει στην αγκαλιά του ένα σκυλάκι και τα πόδια του είναι γυμνά.
Το άγαλμα, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, κατασκευάστηκε το 150 μ.Χ. Παρόλο που δεν αποτελεί κλασσικό δείγμα της τέχνης της εποχής, οι επισκέπτες στέκονται πάντα μπροστά του και το κοιτούν με θαυμασμό. Ο λόγος είναι η συγκινητική του ιστορία αλλά και το όνομά του.
Το γλυπτό βρέθηκε στην Μικρασία το 1922 στον αρχαιολογικό χώρο του Βουλευτηρίου, στην περιοχή Γεροντικό της Νύσσας. Υπεύθυνος για τις ανασκαφές την περίοδο εκείνη ήταν ο αρχαιολόγος Κουρουνιώτης. Το αγαλμάτιο δεν πρόλαβε να εκτεθεί σε κάποιο μουσείο της περιοχής, λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Οι κυνηγημένοι Έλληνες εγκατέλειψαν βίαια την περιοχή με τις οικογένειές τους, αλλά μέσα στον όλεθρο και την αγωνία της επιβίωσης είχαν και την έννοια για τον πολιτισμό που άφηναν πίσω. Έτσι, πήραν μαζί τους το αγαλματίδιο για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Το μαρμάρινο βοσκόπουλο, μαζί με πολλούς πρόσφυγες και τον ίδιο τον Κουρουνιώτη, βρέθηκε στην Αθήνα και κατέληξε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το θέμα του προέρχεται από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων του 1ου αιώνα, οπότε και κατασκευάστηκε. Εικάζεται ότι το μικρό αγοράκι μπορεί στην πραγματικότητα να ήταν σκλαβάκι που εργαζόταν ως βοσκός ή παραγιός κάποιου πλούσιου της εποχής. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι μπορεί το αγαλμάτιδιο να κατασκευάστηκε ως τάμα κάποιας εύπορης οικογένειας εκείνης της περιόδου που ήθελε την ανάρρωση του παιδιού της από κάποια αρρώστια.
Ωστόσο, αυτή η εκδοχή απορρίπτεται από ορισμένους μελετητές με το επιχείρημα ότι αν ήταν τάμα εύπορης οικογένειας, δεν θα εικονιζόταν ένα «φτωχό» βοσκόπουλο, αλλά ένα πιο «καλοβαλμένο» παιδάκι. Όποια κι αν είναι η αλήθεια για την έμπνευση του δημιουργού του, το γεγονός είναι ότι το μικρό άγαλμα έγινε κι αυτό «προσφυγάκι».
Την ονομασία «προσφυγάκι» με την οποία έγινε γνωστό, την έδωσε η Σεμνή Καρούζου, η οποία υπηρέτησε για αρκετά χρόνια ως διευθύντρια του Μουσείου. Μάλιστα ήταν η πρώτη γυναίκα έφορος Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
«Το προσφυγάκι» που συγκινεί τους επισκέπτες του Μουσείου ενέπνευσε τον Χρήστο Μπουλώτη να γράψει το βραβευμένο παιδικό βιβλίο «Το άγαλμα που κρύωνε», βασισμένο στην πραγματική ιστορία του αγάλματος (εκδόσεις Πατάκη).
Απόσπασμα από το παιδικό βιβλίο την εικονογράφηση του οποίου έκανε η Φωτεινή Στεφανίδη
Πηγή
Το άγαλμα, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, κατασκευάστηκε το 150 μ.Χ. Παρόλο που δεν αποτελεί κλασσικό δείγμα της τέχνης της εποχής, οι επισκέπτες στέκονται πάντα μπροστά του και το κοιτούν με θαυμασμό. Ο λόγος είναι η συγκινητική του ιστορία αλλά και το όνομά του.
Από τη Μικρασία του ξεριζωμού στην Αθήνα
Το γλυπτό βρέθηκε στην Μικρασία το 1922 στον αρχαιολογικό χώρο του Βουλευτηρίου, στην περιοχή Γεροντικό της Νύσσας. Υπεύθυνος για τις ανασκαφές την περίοδο εκείνη ήταν ο αρχαιολόγος Κουρουνιώτης. Το αγαλμάτιο δεν πρόλαβε να εκτεθεί σε κάποιο μουσείο της περιοχής, λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Οι κυνηγημένοι Έλληνες εγκατέλειψαν βίαια την περιοχή με τις οικογένειές τους, αλλά μέσα στον όλεθρο και την αγωνία της επιβίωσης είχαν και την έννοια για τον πολιτισμό που άφηναν πίσω. Έτσι, πήραν μαζί τους το αγαλματίδιο για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Το μαρμάρινο βοσκόπουλο, μαζί με πολλούς πρόσφυγες και τον ίδιο τον Κουρουνιώτη, βρέθηκε στην Αθήνα και κατέληξε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το θέμα του προέρχεται από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων του 1ου αιώνα, οπότε και κατασκευάστηκε. Εικάζεται ότι το μικρό αγοράκι μπορεί στην πραγματικότητα να ήταν σκλαβάκι που εργαζόταν ως βοσκός ή παραγιός κάποιου πλούσιου της εποχής. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι μπορεί το αγαλμάτιδιο να κατασκευάστηκε ως τάμα κάποιας εύπορης οικογένειας εκείνης της περιόδου που ήθελε την ανάρρωση του παιδιού της από κάποια αρρώστια.
Ωστόσο, αυτή η εκδοχή απορρίπτεται από ορισμένους μελετητές με το επιχείρημα ότι αν ήταν τάμα εύπορης οικογένειας, δεν θα εικονιζόταν ένα «φτωχό» βοσκόπουλο, αλλά ένα πιο «καλοβαλμένο» παιδάκι. Όποια κι αν είναι η αλήθεια για την έμπνευση του δημιουργού του, το γεγονός είναι ότι το μικρό άγαλμα έγινε κι αυτό «προσφυγάκι».
Την ονομασία «προσφυγάκι» με την οποία έγινε γνωστό, την έδωσε η Σεμνή Καρούζου, η οποία υπηρέτησε για αρκετά χρόνια ως διευθύντρια του Μουσείου. Μάλιστα ήταν η πρώτη γυναίκα έφορος Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Το άγαλμα που κρύωνε
«Το προσφυγάκι» που συγκινεί τους επισκέπτες του Μουσείου ενέπνευσε τον Χρήστο Μπουλώτη να γράψει το βραβευμένο παιδικό βιβλίο «Το άγαλμα που κρύωνε», βασισμένο στην πραγματική ιστορία του αγάλματος (εκδόσεις Πατάκη).
Απόσπασμα από το παιδικό βιβλίο την εικονογράφηση του οποίου έκανε η Φωτεινή Στεφανίδη
«Κρύωνε πολύ, όχι από το κρύο, όχι. Ο λόγος ήταν άλλος. Πιο βαθύς. Για την ακρίβεια δύο ήταν οι λόγοι. Νοσταλγούσε αθεράπευτα τη μακρινή του πατρίδα στη Μικρασία στην άλλη, την αντίπερα όχθη του Αιγαίου. Από εκεί το κουβάλησαν μες στο μεγάλο χαλασμό, τότε που αλαφιασμένοι οι άνθρωποι εγκατέλειπαν λέει όπως όπως τα σπίτια τους για να σωθούν και σκόρπισαν πρόσφυγες στους πέντε ανέμους. Για να το σώσουν, το φόρτωσαν κι αυτό σε ένα καΐκι και το έφεραν στην Αθήνα και το έστησαν εκεί στο μεγάλο μουσείο».
Πηγή