Το όνομα του αρχαίου φιλόσοφου, Αρίστιππου του Κυρηναίου, δεν αναφέρθηκε τυχαία. Ο Αρίστιππος ήταν ο ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Γεννήθηκε στην Κυρήνη της Αφρικής το 435 από εύπορη οικογένεια. Αποφάσισε όμως να φύγει μακριά από την πατρική εστία προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του. Αρχικά γίνεται μαθητής του Πρωταγόρα αλλά στη συνέχεια πηγαίνει στην Αθήνα όπου γοητεύεται από τις διδαχές του Σωκράτη και γίνεται μαθητής του.
Όταν ο Αρίστιππος γνώρισε τον Σωκράτη είχε ήδη διαμορφώσει την κοσμοθεωρία του σχετικά με την ηδονή. Το ότι ήρθε τόσο κοντά με τον Σωκράτη δεν φαίνεται να του άλλαξε άποψη. Ίσα- ίσα. Ο Αρίστιππος επί της ουσίας τροποποίησε τη Σωκρατική άποψη και ταύτισε την ηδονή με το αγαθό.
Με το πέρασμα του χρόνου διαφοροποιήθηκε τόσο πολύ από τον δάσκαλό του που έφυγε από κοντά του και άρχισε να διδάσκει τη δική του θεωρία. Είναι ο πρώτος μαθητής του Σωκράτη ο οποίος μετά τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου εμφανίστηκε ως σοφιστής, δηλαδή επαγγελματίας και αμειβόμενος δάσκαλος, αρχικά στην Αθήνα και αργότερα σε άλλες πόλεις.
Για τον Αρίστιππο οι πάντες και τα πάντα χρησίμευαν σαν «οχήματα» αρκεί να τον οδηγούσαν στην ηδονή. Έκανε ότι ήταν απαραίτητο προκειμένου να μπορεί να φτάνει στην ευδαιμονία. Η μάχη ανάμεσα στο «ηθικό» και το «ανήθικο» ήταν άνιση.
Φιλοξενήθηκε από τυράννους, τους οποίους κολάκευε και ζούσε με πολυτέλεια στις αυλές τους. Ως σοφιστής έπαιρνε υψηλά δίδακτρα τα οποία στη μεγάλη τους πλειονότητα τα σπαταλούσε για να αγοράζει την συντροφιά της διασημότερης και ομορφότερης πόρνης των αρχαίων χρόνων της Λαϊδας.
Πέρα από το χαρακτηριστικό περιστατικό με τον Διογένη, λέγεται πως κάποτε είχαν ρωτήσει τον Αρίστιππο αν τον πειράζει που η περιώνυμη εταίρα δεν τον αγαπάει και εκείνος (πιστός στη φιλοσοφία του) είχε απαντήσει: «Και τα ψάρια και το κρασί δεν μ’ αγαπάνε, αλλά εγώ τα απολαμβάνω».
Πάντα ετοιμόλογος και τρομερά οξυδερκής ο Αρίστιππος είχε κληθεί από κάποιον να διδάξει τον γιό του. Όταν ο αρχαίος φιλόσοφος απαίτησε τα… τσουχτερά δίδακτρα, ο πατέρας αντέδρασε λέγοντας του πως με το ποσό αυτό θα ήταν δυνατόν να αγοράσει ένα βόδι. Τότε ο Αρίστιππος τον προέτρεψε να το κάνει λέγοντάς του «αγόρασέ το, λοιπόν, κι έτσι θα έχεις δύο μαζί βόδια στο σπίτι σου».
Το να ικανοποιείς τις αισθήσεις σου δεν είχε τίποτα το μεμπτό για τον Αρίστιππο. Αυτός ήταν άλλωστε ο πυρήνας της ηδονιστικής φιλοσοφίας του. Εκεί που εστίαζε, ωστόσο, ήταν στο ότι οι ηδονές δεν θα έπρεπε να ελέγχουν τον άνθρωπο, δεν θα έπρεπε δηλαδή να τον καθιστούν σκλάβο τους. Αντίθετα ανά πάσα στιγμή θα έπρεπε ο άνθρωπος να έχει την ικανότητα να απομακρυνθεί από αυτές χωρίς να νιώσει την παραμικρή έλλειψη.
Η φιλοσοφία πάνω στη οποία βασίστηκε ο Αρίστιππος για τη δημιουργία της ηδονιστικής σχολής, στην πραγματικότητα πατούσε πάνω σε… δυο βάρκες. Από την μια ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να φοράει τα πιο ακριβά ρούχα αλλά και να κυκλοφορεί με κουρέλια, να κοιμάται στα σπίτια πλουσίων αλλά και στην ύπαιθρο με την ίδια ευκολία. Στόχος του ήταν να δείξει πως η εξωτερική εικόνα ενός ανθρώπου δεν είχε την παραμικρή σημασία μπροστά στην εσωτερική.
Από την άλλη δεν έβρισκε κανέναν λόγο αρκετά σημαντικό ώστε να μην προσφέρει το καλύτερο δυνατό στον εαυτό του από πλευρά πολυτέλειας. Η φιλοσοφία του ήταν καθαρά ηδονιστική και ευδαιμονική χωρίς να τον νοιάζει ούτε στιγμή από πού προέρχονται τα οφέλη αυτά.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, ο κίνδυνος όλη αυτή η διαρκής αναζήτηση της ηδονής να ξεφύγει από κάθε έλεγχο (τρανό παράδειγμα η περίπτωση του Τζορτζ Μπεστ, που αναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου), ήταν το μοναδικό πρόβλημα για τον Αρίστιππο ο οποίος, όμως, εμφάνιζε ως ζωτικής σημασίας την απόκτηση της σωστής παιδείας και φιλοσοφίας προκειμένου κάτι τέτοιο να αποφευχθεί.
Για τη φιλοσοφία του Αρίστιππου υπάρχουν μόνο δύο αισθήματα: ο πόνος και η ηδονή. Άρα, νομοτελειακά, το αγαθό ταυτίζεται με το ευχάριστο (που προκαλεί ηδονή), ενώ το κακό με το δυσάρεστο (που προκαλεί πόνο). Παράλληλα, ωστόσο, θεωρούσε την φρόνηση του ανθρώπου ως βασική προϋπόθεση ώστε να κυριαρχήσει στις προκλήσεις του περιβάλλοντος του και να επιβάλει τις δικές του επιθυμίες, όντας κύριος του εαυτού του χωρίς να γίνεται έρμαιο των επιθυμιών του («έχω και ουκ έχομαι», έλεγε χαρακτηριστικά) και έτσι να αποκτά μια μόνιμη εσωτερική ελευθερία.
Η φιλοσοφική του σχολή στην Κυρήνη άνθησε και άκμασε ως την εποχή των Πτολεμαίων, ενώ σε γενικές γραμμές η φιλοσοφία του, αν και πρωτοποριακή, δεν κατάφερε να διαδραματίσει κάποιο σημαντικό ρόλο όσο άλλες στην πάροδο των μετέπειτα αιώνων.
Πηγή
Όταν ο Αρίστιππος γνώρισε τον Σωκράτη είχε ήδη διαμορφώσει την κοσμοθεωρία του σχετικά με την ηδονή. Το ότι ήρθε τόσο κοντά με τον Σωκράτη δεν φαίνεται να του άλλαξε άποψη. Ίσα- ίσα. Ο Αρίστιππος επί της ουσίας τροποποίησε τη Σωκρατική άποψη και ταύτισε την ηδονή με το αγαθό.
Με το πέρασμα του χρόνου διαφοροποιήθηκε τόσο πολύ από τον δάσκαλό του που έφυγε από κοντά του και άρχισε να διδάσκει τη δική του θεωρία. Είναι ο πρώτος μαθητής του Σωκράτη ο οποίος μετά τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου εμφανίστηκε ως σοφιστής, δηλαδή επαγγελματίας και αμειβόμενος δάσκαλος, αρχικά στην Αθήνα και αργότερα σε άλλες πόλεις.
Για τον Αρίστιππο οι πάντες και τα πάντα χρησίμευαν σαν «οχήματα» αρκεί να τον οδηγούσαν στην ηδονή. Έκανε ότι ήταν απαραίτητο προκειμένου να μπορεί να φτάνει στην ευδαιμονία. Η μάχη ανάμεσα στο «ηθικό» και το «ανήθικο» ήταν άνιση.
Φιλοξενήθηκε από τυράννους, τους οποίους κολάκευε και ζούσε με πολυτέλεια στις αυλές τους. Ως σοφιστής έπαιρνε υψηλά δίδακτρα τα οποία στη μεγάλη τους πλειονότητα τα σπαταλούσε για να αγοράζει την συντροφιά της διασημότερης και ομορφότερης πόρνης των αρχαίων χρόνων της Λαϊδας.
Πέρα από το χαρακτηριστικό περιστατικό με τον Διογένη, λέγεται πως κάποτε είχαν ρωτήσει τον Αρίστιππο αν τον πειράζει που η περιώνυμη εταίρα δεν τον αγαπάει και εκείνος (πιστός στη φιλοσοφία του) είχε απαντήσει: «Και τα ψάρια και το κρασί δεν μ’ αγαπάνε, αλλά εγώ τα απολαμβάνω».
Πάντα ετοιμόλογος και τρομερά οξυδερκής ο Αρίστιππος είχε κληθεί από κάποιον να διδάξει τον γιό του. Όταν ο αρχαίος φιλόσοφος απαίτησε τα… τσουχτερά δίδακτρα, ο πατέρας αντέδρασε λέγοντας του πως με το ποσό αυτό θα ήταν δυνατόν να αγοράσει ένα βόδι. Τότε ο Αρίστιππος τον προέτρεψε να το κάνει λέγοντάς του «αγόρασέ το, λοιπόν, κι έτσι θα έχεις δύο μαζί βόδια στο σπίτι σου».
Τι πρέσβευε η ηδονιστική σχολή
Το να ικανοποιείς τις αισθήσεις σου δεν είχε τίποτα το μεμπτό για τον Αρίστιππο. Αυτός ήταν άλλωστε ο πυρήνας της ηδονιστικής φιλοσοφίας του. Εκεί που εστίαζε, ωστόσο, ήταν στο ότι οι ηδονές δεν θα έπρεπε να ελέγχουν τον άνθρωπο, δεν θα έπρεπε δηλαδή να τον καθιστούν σκλάβο τους. Αντίθετα ανά πάσα στιγμή θα έπρεπε ο άνθρωπος να έχει την ικανότητα να απομακρυνθεί από αυτές χωρίς να νιώσει την παραμικρή έλλειψη.
Η φιλοσοφία πάνω στη οποία βασίστηκε ο Αρίστιππος για τη δημιουργία της ηδονιστικής σχολής, στην πραγματικότητα πατούσε πάνω σε… δυο βάρκες. Από την μια ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να φοράει τα πιο ακριβά ρούχα αλλά και να κυκλοφορεί με κουρέλια, να κοιμάται στα σπίτια πλουσίων αλλά και στην ύπαιθρο με την ίδια ευκολία. Στόχος του ήταν να δείξει πως η εξωτερική εικόνα ενός ανθρώπου δεν είχε την παραμικρή σημασία μπροστά στην εσωτερική.
Από την άλλη δεν έβρισκε κανέναν λόγο αρκετά σημαντικό ώστε να μην προσφέρει το καλύτερο δυνατό στον εαυτό του από πλευρά πολυτέλειας. Η φιλοσοφία του ήταν καθαρά ηδονιστική και ευδαιμονική χωρίς να τον νοιάζει ούτε στιγμή από πού προέρχονται τα οφέλη αυτά.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, ο κίνδυνος όλη αυτή η διαρκής αναζήτηση της ηδονής να ξεφύγει από κάθε έλεγχο (τρανό παράδειγμα η περίπτωση του Τζορτζ Μπεστ, που αναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου), ήταν το μοναδικό πρόβλημα για τον Αρίστιππο ο οποίος, όμως, εμφάνιζε ως ζωτικής σημασίας την απόκτηση της σωστής παιδείας και φιλοσοφίας προκειμένου κάτι τέτοιο να αποφευχθεί.
Για τη φιλοσοφία του Αρίστιππου υπάρχουν μόνο δύο αισθήματα: ο πόνος και η ηδονή. Άρα, νομοτελειακά, το αγαθό ταυτίζεται με το ευχάριστο (που προκαλεί ηδονή), ενώ το κακό με το δυσάρεστο (που προκαλεί πόνο). Παράλληλα, ωστόσο, θεωρούσε την φρόνηση του ανθρώπου ως βασική προϋπόθεση ώστε να κυριαρχήσει στις προκλήσεις του περιβάλλοντος του και να επιβάλει τις δικές του επιθυμίες, όντας κύριος του εαυτού του χωρίς να γίνεται έρμαιο των επιθυμιών του («έχω και ουκ έχομαι», έλεγε χαρακτηριστικά) και έτσι να αποκτά μια μόνιμη εσωτερική ελευθερία.
Η φιλοσοφική του σχολή στην Κυρήνη άνθησε και άκμασε ως την εποχή των Πτολεμαίων, ενώ σε γενικές γραμμές η φιλοσοφία του, αν και πρωτοποριακή, δεν κατάφερε να διαδραματίσει κάποιο σημαντικό ρόλο όσο άλλες στην πάροδο των μετέπειτα αιώνων.
Πηγή