Η μάχη της Πύδνας, ήταν η τελευταία πολεμική σύγκρουση μεταξύ Μακεδόνων (υπό τον βασιλιά Περσέα) και των Ρωμαίων (υπό τον Αιμίλιο Παύλο). Έγινε στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ. Νικητές ήταν οι Ρωμαίοι, που έτσι κατάφεραν να καταλύσουν οριστικά το μακεδονικό κράτος και να προσαρτήσουν τα εδάφη του.
Οι πληροφορίες που έχουμε για τη μάχη είναι πολύ λίγες. Η αφήγηση του Πολύβιου έχει χαθεί, το κείμενο του Λίβιου έχει ένα μεγάλο κενό, ενώ ο Πλούταρχος, στηρίχθηκε σε μια βιογραφία του Περσέα γραμμένη από τον Ποσειδώνιο από την Απάμεια, που περιγράφει τα γεγονότα μόνο από τη μακεδονική πλευρά.
Η Πύδνα, ήταν αρχαία μακεδονική πόλη στην Πιερία. Βρισκόταν ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τις εκβολές του Πηνειού. Εκεί θανατώθηκε η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ολυμπιάδα, από τον Κάσσανδρο (317 π.Χ./316 π.Χ.). Πιστεύεται ότι βρίσκεται σε λόφο νότια του σημερινού χωριού Μακρύγιαλος (γνωστό στους ντόπιους ως Παλαιά Πύδνα ή Παλαιοκίτρος).
Οι Ρωμαίοι, υπό τον Μάρκιο Φίλιππο, πέτυχαν το 169 π.Χ. να προωθήσουν τις θέσεις τους στη Μακεδονία και να φέρουν σε πολύ δύσκολη θέση τον βασιλιά (από το 179 π.Χ.), της Μακεδονίας Περσέα, ο οποίος έσπευσε να αναζητήσει συμμάχους, καθώς έβλεπε ότι σύντομα οι Ρωμαίοι ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση εναντίον του.
Πέτυχε, σε πρώτη φάση, τη συμμαχία των Βαστάρνων. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 168 π.Χ., 10.000 πεζοί και άλλοι τόσοι Βάσταρνοι ιππείς, υπό την ηγεσία του Κλονδίκου, πέρασαν τον ποταμό Ίστρο (Δούναβη) και έφτασαν στον άνω ρου του ποταμού Αξιού. Εκεί, συνάντησαν τον Περσέα, από τον οποίο ζήτησαν προκαταβολικά όλους τους μισθούς τους (περίπου 500 τάλαντα). Ο Περσέας, δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει το ποσό αυτό και οι Βάσταρνοι επέστρεψαν στις παραδουνάβιες εστίες τους, λεηλατώντας τις χώρες από τις οποίες περνούσαν.
Η αναπάντεχη και δυσάρεστη αυτή εξέλιξη, αντισταθμίστηκε από τη συμμαχία των Μακεδόνων με τους Ιλλυριούς, οι οποίοι είχαν ηγέτη τον Γένθιο. Παράλληλα, ο Περσέας προσπάθησε μέσω προσεταιρισμού των Ρόδιων, που είχαν εκείνη την εποχή σημαντική ναυτική και οικονομική δύναμη, τη σύναψη συνθήκης ειρήνης με τους Ρωμαίους Συμμάχους, αναζήτησε ο Περσέας και στην Πέργαμο (Ευμένης), όπως και στο πρόσωπο του Σελευκίδη βασιλιά Αντιόχου Δ' χωρίς αποτέλεσμα.
Το 168 π.Χ., ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, έγινε νέος ύπατος της Ρώμης, διαδεχόμενος τον Κόιντο Μάρκιο Φίλιππο. Ήταν ώριμος, εμπειροπόλεμος και εξαιρετικός στρατηγός. Μιλούσε άριστα ελληνικά και θαύμαζε τον ελληνικό πολιτισμό. Έχοντας μαζί του πολλούς ικανούς στρατιωτικούς περισσότερους από 100.000 άνδρες στη διάθεσή του (μαζί με δυο εφεδρικές λεγεώνες που παρέμειναν στην Ιταλία). Γύρω στις 20 Μαΐου του 168 π.Χ., ξεκίνησε για την Ελλάδα.
Στα μέσα Ιουνίου 168 π.Χ., ο Περσέας δέχτηκε ένα σημαντικό πλήγμα, καθώς οι σύμμαχοι του Ιλλυριοί ηττήθηκαν από τους Ρωμαίους του Λεύκιου Ανίκιου και ο βασιλιάς τους Γένθιος οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Ρώμη (σύμφωνα με κάποιες άλλες πηγές όμως, οι Ιλλυριοί λιποτάκτησαν την ώρα της μάχης, αφού δωροδοκήθηκαν και εξαγοράστηκαν από τον Λεύκιο Αιμίλιο).
Ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, έφτασε στο ρωμαϊκό στρατόπεδο της Φίλας (αρχαία πόλη της Πιερίας), στις 7 Ιουνίου του 168 π.Χ. Εκεί αναδιοργάνωσε το στράτευμά του και επέβαλε αυστηρή πειθαρχία.
Ο Περσέας είχε στρατοπεδεύσει στην οχυρή θέση του Ελπειού ποταμού (σημ. Ενιπέα), με 40.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Είχε οχυρώσει την περιοχή με ξύλινο τείχος και καταπέλτες. Για να προστατεύσει τα νώτα του, τοποθέτησε στο Πύθιο και την Πέτρα, 5.000 άνδρες περίπου, με επικεφαλής τους Ιστιαίο, Θεογένη και Μίδωνα, ενώ ενίσχυσε τις φρουρές της Θεσσαλονίκης και της Αινείας για να προστατευθεί από ενδεχόμενη απόβαση του ρωμαϊκού στόλου.
Ο Λεύκιος Αιμίλιος ανέθεσε στον θετό γιο του Φάβιο Μάξιμο και τον Σκιπίωνα Νασικά, να κάνουν παρακαμπτήριο ελιγμό και να "χτυπήσουν" τους Μακεδόνες από τα νώτα. Οι δύο στρατιωτικοί είχαν υπό τις διαταγές τους, 8.500 περίπου άνδρες. Την αυγή της 20ης Ιουνίου, οι Ρωμαίοι αιφνιδίασαν τους Μακεδόνες που φύλαγαν τη δευτερεύουσα διάβαση του Πύθιου. Οι υπερασπιστές του Πύθιου, αμύνθηκαν με γενναιότητα και πρόλαβαν να ενημερώσουν τη φρουρά της Πέτρας.
Η αναστάτωση που επικράτησε στο μακεδονικό στρατόπεδο, επέτρεψε στους Ρωμαίους να παρακάμψουν τη διάβαση της Πέτρας και να κατέβουν ανενόχλητοι στην πεδιάδα της Πιερίας.
Ο Περσέας βλέποντας την εξέλιξη αυτή, αποφάσισε να εγκαταλείψει την περιοχή του Ελπειού ποταμού και να μετακινηθεί στην τοποθεσία ανάμεσα στους ποταμούς Αίσονα (σημ. Πέλικας) και Λεύκο (σημ. Μαυρονέρι).
Ο Μακεδόνας βασιλιάς ήθελε να δώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν τη μάχη γιατί σύντομα θα κατέφθαναν και άλλες ρωμαϊκές δυνάμεις, υπό τον Λεύκιο Ανίκιο. Αντίθετα, ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, κωλυσιεργούσε, καθώς ο στρατός του ήταν ταλαιπωρημένος και η τοποθεσία δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή γι' αυτόν.
Μια έκλειψη της Σελήνης που έγινε το προηγούμενο βράδυ της μάχης (21 προς 22 Ιουνίου) τρόμαξε τα αντίπαλα στρατεύματα. Ως το επόμενο μεσημέρι, τίποτα δεν έδειχνε ότι θα ακολουθήσει μάχη.
Και όμως, αυτή ξεκίνησε από ένα τυχαίο γεγονός. Γύρω στις 3 το μεσημέρι, από την προφυλακή του ρωμαϊκού στρατοπέδου, κοντά στην όχθη του Λεύκου, "αχάλινος ίππος" διέσχισε τον ποταμό προς την απέναντι όχθη. Άνδρες της μακεδονικής προφυλακής (800 Θράκες υπό τον Αλέξανδρο) παρασύρθηκαν να αιχμαλωτίσουν το άλογο και αυτό προκάλεσε την επέμβαση των Ιταλών συμμάχων των Ρωμαίων. Η συμπλοκή γενικεύθηκε και φάνηκε οι Μακεδόνες να επικρατούν.
Αυτό προκάλεσε ενθουσιασμό στις τάξεις του στρατεύματος αλλά και τον ίδιο τον Περσέα, ο οποίος, μάλλον άκριτα, διέταξε έξοδο των δυνάμεών του προς το στρατόπεδο. 6.000 ψιλοί (ελαφρά οπλισμένοι) Θράκες και Παίονες, άγημα των επίλεκτων Μακεδόνων (2.000-3.000 υπασπιστές) και οι χαλκάσπιδες φαλαγγίτες του κέντρου προωθήθηκαν προς τον Λεύκο.
Αυτοί αποτελούσαν το πρώτο μέρος του αριστερού κέρατος της μακεδονικής παράταξης.
Τα μακεδονικά στρατεύματα, διέσχισαν τον Λεύκο και κάμπτοντας την αντίσταση των Ιταλών συμμάχων των Ρωμαίων, έφτασαν μια ανάσα από το ρωμαϊκό στρατόπεδο. Θορυβημένος ο Αιμίλιος Παύλος που ως τότε παρακολουθούσε τις εξελίξεις από τη σκηνή του στα υψώματα του Ολόκρου, έσπευσε να εμψυχώσει τις δυνάμεις του και διέταξε αντεπίθεση. Στο δεξιό μέρες της παράταξής του, που πιεζόταν περισσότερο, έστειλε μεγάλο μέρος του συμμαχικού πεζικού και (πολεμικούς) ελέφαντες. Αν και αρχικά φαινόταν ότι οι Μακεδόνες θα επικρατήσουν, ένας ευφυής ελιγμός του Αιμίλιου Παύλου ανέτρεψε τα δεδομένα. Διέταξε μικρή υποχώρηση των λεγεώνων, για να παρασύρει τους αντιπάλους του στα υψώματα των υπωρειών του Ολόκρου.
Το ανώμαλο έδαφος και το μεγάλο μήκος της παράταξης των Μακεδόνων, είχαν σαν αποτέλεσμα να προκληθεί σύγχυση στις δυνάμεις του Περσέα.
Οι Ρωμαίοι, την εκμεταλλεύτηκαν και "χτύπησαν", με επικεφαλής τον χιλίαρχο Λεύκιο Ποστούμιο Αλβίνο, τους αντιπάλους τους. Ιδιαίτερα, στο ασθενέστερο σημείο της μακεδονικής παράταξης, μεταξύ των χαλκάσπιδων (του αριστερού τμήματος της φάλαγγας) και του αγήματος. Αλλά και στο δεξιό τμήμα των Ρωμαίων, η προέλαση των Μακεδόνων είχε ανακοπεί από τους ελέφαντες.
Η σύγκρουση αυτή τελικά, εξελίχθηκε σε πανωλεθρία για τους Μακεδόνες, ειδικά για τους επίλεκτους άνδρες του αγήματος που σκοτώθηκαν όλοι.
Ο Περσέας, ενώ η μάχη δεν είχε κριθεί ακόμα, φρόντισε να φύγει μαζί με το ιππικό του. Για τη στάση του αυτή, όπως και τη γενικότερη απραξία του, κατηγορήθηκε σφοδρά, ενώ δέχτηκε επίσης ύβρεις και βαρύτατους χαρακτηρισμούς.
20.000 – 25.000 Μακεδόνες σκοτώθηκαν στη διάρκεια της μάχης, 5.000 αιχμαλωτίστηκαν και μόλις 600 κατάφεραν να σωθούν στα τείχη της Πύδνας.
Από την άλλη πλευρά, οι Ρωμαίοι έχασαν μόλις 80 – 100 άνδρες (!). Η συνολική διάρκεια της μάχης, ήταν περίπου μία ώρα (!).
Οι δυνάμεις του δεξιού κέρατος του Περσέα, έμειναν αλώβητες. Αποτελούνταν από 9.000 άνδρες συνολικά (2.000 Γαλάτες, 3.000 Κρήτες, 3.000 υπασπιστές και 1.000 άνδρες από διάφορα μέρη της Ελλάδας).
Ο νικητής της μάχης της Πύδνας, Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, ομολόγησε αργότερα ότι ποτέ στη στρατιωτική του σταδιοδρομία, δεν είχε δει φοβερότερο θέαμα από την επίθεση της μακεδονικής φάλαγγας.
Όπως είπαμε, ο Περσέας εγκατέλειψε με το ιππικό του το πεδίο της μάχης και κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα του Πέλλα. Πολλοί συνεργάτες του τον εγκατέλειψαν ενώ το ιππικό του διασκορπίστηκε σε διάφορες μακεδονικές πόλεις.
Το ίδιο βράδυ, συνοδευόμενος από τον Κρητικό Εύανδρο, τον Βοιωτό Νέωνα, τον Αιτωλό Αρχέδαμο και 500 Κρήτες, μάζεψε τους θησαυρούς του και έφυγε από την Πέλλα.
Αρχικά, πήγε στην Αμφίπολη. Προσπάθησε να εξασφαλίσει τη βοήθεια των γειτονικών Βισαλτών, χωρίς αποτέλεσμα.
Έτσι, έστειλε μια πρεσβεία στο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο για να διαπραγματευτεί την παράδοση του. Στη συνέχεια, κατέφυγε με μεγάλο τμήμα των θησαυρών, στη Σαμοθράκη. Διάλεξε το πανέμορφο αυτό νησί, επειδή γειτνίαζε με τη Μακεδονία, υπήρχε το ιερό των Καβείρων όπου μπορούσε να ζητήσει άσυλο, είχε αυτάρκεια τροφίμων και τέλος, μπορούσε να ελπίζει σε βοήθεια του μακεδονικού στόλου, ο οποίος το 168 π.Χ. είχε σημειώσει μια σειρά από επιτυχίες στο Αιγαίο σε βάρος των Ρωμαίων και των συμμάχων τους.
Δυστυχώς για τον Περσέα, η μία μετά την άλλη, οι πόλεις του βασιλείου του, έπεσαν στα χέρια των Ρωμαίων. Στην Πέλλα, μάλιστα, περίμεναν τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, πολυάριθμες ελληνικές πρεσβείες που τον συγχάρηκαν για τη νίκη του. Το ίδιο έγινε και στην Αμφίπολη. Παράλληλα, ο επικεφαλής του μακεδονικού στόλου Αντήνορας, διαπιστώνοντας ότι ο αγώνας είχε κριθεί, παραδόθηκε στους Ρωμαίους.
Περικυκλωμένος από τον ρωμαϊκό στόλο υπό τον Γνάιο Οκτάβιο, ο Περσέας προσπάθησε να διαπραγματευθεί την παράδοσή του χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Εύανδρος εκτελέστηκε μετά από διαταγή του Περσέα (και απαίτηση του Γνάιου Οκτάβιου), επειδή είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Ευμένη στους Δελφούς. Αυτό έκανε όμως τους Κρητικούς μισθοφόρους ν' αποχωρήσουν απ' τη Σαμοθράκη. Ο Περσέας συμφώνησε μ' έναν έμπορο από την Κρήτη, τον Οροάνδη, που βρισκόταν εκείνον τον καιρό στη Σαμοθράκη, να τον μεταφέρει στη μεγαλόνησο στον σύμμαχό του, Κότυο. Φόρτωσε τους θησαυρούς του στο πλοίο του Οροάνδη και συμφώνησε να επιβιβαστεί και ο ίδιος τη νύχτα. Ωστόσο, ο Οροάνδης με τους θησαυρούς έφυγε αφήνοντας τον Περσέα στο νησί!
Απίστευτη αφέλεια από έναν βασιλιά… Τελικά, αφού ο πιστός του ακόλουθος Ίων ο Θεσσαλονικεύς με τα παιδιά του, εκτός από τον μεγαλύτερο γιο του Φίλιππο, παραδόθηκαν στους Ρωμαίους και ο ίδιος ο Περσέας με τον Φίλιππο παραδόθηκαν στον Γνάιο Οκτάβιο, ο οποίος με τη ναυαρχίδα του στόλου του, τους έστειλε στον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο (αρχές Ιουλίου 168 π.Χ.).
Ο τελευταίος, τους φέρθηκε άψογα και ηγεμονικά. Συνέφαγε μαζί με τον Περσέα, μιλώντας του ελληνικά και συνέστησε στους αξιωματικούς του να του φερθούν με σεβασμό.
Ακολούθησε η κατάληψη και η καταστροφή όσων ελληνικών πόλεων είχαν τηρήσει φιλομακεδονική στάση. Μόνο στον Πασσαρώνα και τον Τέκμονα της Ηπείρου συνάντησε μεγάλη αντίσταση. Όταν οι ηγέτες των πόλεων αυτών Αντίνοος, Θεόδοτος και Κέφαλος έπεσαν μαχόμενοι, οι κάτοικοί τους παραδόθηκαν. Μεγαλύτερες καταστροφές προκάλεσαν οι Ρωμαίοι στην Άντισσα της Λέσβου που είχε προσφέρει βοήθεια στον μακεδονικό στόλο. Υποχρέωσαν μάλιστα τους κατοίκους της να μετοικήσουν στη Μήθυμνα.
Η ρωμαϊκή Σύγκλητος, το 167 π.Χ. αποφάσισε να καταλυθούν τα μοναρχικά καθεστώτα, σε Μακεδονία, Ήπειρο και Ιλλυρία και να αντικατασταθούν από αβασίλευτα πολιτεύματα. Η Μακεδονία διαιρέθηκε σε 4 ανεξάρτητες και αυτόνομες "μερίδες" φόρου υποτελείς στους Ρωμαίους και η Ιλλυρία σε 3 "μερίδες". Στο μέλλον, απαγορευόταν η εκμετάλλευση των μακεδονικών μεταλλωρυχείων και της βασιλικής χώρας, ενώ οι πολίτες έπρεπε να πληρώνουν στη Ρώμη το μισό από το ποσό του φόρου που πλήρωναν στους Μακεδόνες βασιλιάδες.
Με τη μάχη της Πύδνας, έγινε από τους Ρωμαίους το προτελευταίο βήμα για την κατάκτηση της Ελλάδας. Το τελευταίο έγινε το 146 π.Χ. με τη μάχη στη Λευκόπετρα (μάχη Ισθμού), την καταστροφή της Κορίνθου και τη διάλυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Πηγή
Οι πληροφορίες που έχουμε για τη μάχη είναι πολύ λίγες. Η αφήγηση του Πολύβιου έχει χαθεί, το κείμενο του Λίβιου έχει ένα μεγάλο κενό, ενώ ο Πλούταρχος, στηρίχθηκε σε μια βιογραφία του Περσέα γραμμένη από τον Ποσειδώνιο από την Απάμεια, που περιγράφει τα γεγονότα μόνο από τη μακεδονική πλευρά.
Πού βρισκόταν η Πύδνα;
Η Πύδνα, ήταν αρχαία μακεδονική πόλη στην Πιερία. Βρισκόταν ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τις εκβολές του Πηνειού. Εκεί θανατώθηκε η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ολυμπιάδα, από τον Κάσσανδρο (317 π.Χ./316 π.Χ.). Πιστεύεται ότι βρίσκεται σε λόφο νότια του σημερινού χωριού Μακρύγιαλος (γνωστό στους ντόπιους ως Παλαιά Πύδνα ή Παλαιοκίτρος).
Τα γεγονότα πριν τη μάχη
Οι Ρωμαίοι, υπό τον Μάρκιο Φίλιππο, πέτυχαν το 169 π.Χ. να προωθήσουν τις θέσεις τους στη Μακεδονία και να φέρουν σε πολύ δύσκολη θέση τον βασιλιά (από το 179 π.Χ.), της Μακεδονίας Περσέα, ο οποίος έσπευσε να αναζητήσει συμμάχους, καθώς έβλεπε ότι σύντομα οι Ρωμαίοι ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση εναντίον του.
Πέτυχε, σε πρώτη φάση, τη συμμαχία των Βαστάρνων. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 168 π.Χ., 10.000 πεζοί και άλλοι τόσοι Βάσταρνοι ιππείς, υπό την ηγεσία του Κλονδίκου, πέρασαν τον ποταμό Ίστρο (Δούναβη) και έφτασαν στον άνω ρου του ποταμού Αξιού. Εκεί, συνάντησαν τον Περσέα, από τον οποίο ζήτησαν προκαταβολικά όλους τους μισθούς τους (περίπου 500 τάλαντα). Ο Περσέας, δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει το ποσό αυτό και οι Βάσταρνοι επέστρεψαν στις παραδουνάβιες εστίες τους, λεηλατώντας τις χώρες από τις οποίες περνούσαν.
Η αναπάντεχη και δυσάρεστη αυτή εξέλιξη, αντισταθμίστηκε από τη συμμαχία των Μακεδόνων με τους Ιλλυριούς, οι οποίοι είχαν ηγέτη τον Γένθιο. Παράλληλα, ο Περσέας προσπάθησε μέσω προσεταιρισμού των Ρόδιων, που είχαν εκείνη την εποχή σημαντική ναυτική και οικονομική δύναμη, τη σύναψη συνθήκης ειρήνης με τους Ρωμαίους Συμμάχους, αναζήτησε ο Περσέας και στην Πέργαμο (Ευμένης), όπως και στο πρόσωπο του Σελευκίδη βασιλιά Αντιόχου Δ' χωρίς αποτέλεσμα.
Οι Ρωμαίοι υπό τον Λεύκιο Αιμίλιο στην Ελλάδα
Το 168 π.Χ., ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, έγινε νέος ύπατος της Ρώμης, διαδεχόμενος τον Κόιντο Μάρκιο Φίλιππο. Ήταν ώριμος, εμπειροπόλεμος και εξαιρετικός στρατηγός. Μιλούσε άριστα ελληνικά και θαύμαζε τον ελληνικό πολιτισμό. Έχοντας μαζί του πολλούς ικανούς στρατιωτικούς περισσότερους από 100.000 άνδρες στη διάθεσή του (μαζί με δυο εφεδρικές λεγεώνες που παρέμειναν στην Ιταλία). Γύρω στις 20 Μαΐου του 168 π.Χ., ξεκίνησε για την Ελλάδα.
Στα μέσα Ιουνίου 168 π.Χ., ο Περσέας δέχτηκε ένα σημαντικό πλήγμα, καθώς οι σύμμαχοι του Ιλλυριοί ηττήθηκαν από τους Ρωμαίους του Λεύκιου Ανίκιου και ο βασιλιάς τους Γένθιος οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Ρώμη (σύμφωνα με κάποιες άλλες πηγές όμως, οι Ιλλυριοί λιποτάκτησαν την ώρα της μάχης, αφού δωροδοκήθηκαν και εξαγοράστηκαν από τον Λεύκιο Αιμίλιο).
Ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, έφτασε στο ρωμαϊκό στρατόπεδο της Φίλας (αρχαία πόλη της Πιερίας), στις 7 Ιουνίου του 168 π.Χ. Εκεί αναδιοργάνωσε το στράτευμά του και επέβαλε αυστηρή πειθαρχία.
Ο Περσέας είχε στρατοπεδεύσει στην οχυρή θέση του Ελπειού ποταμού (σημ. Ενιπέα), με 40.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Είχε οχυρώσει την περιοχή με ξύλινο τείχος και καταπέλτες. Για να προστατεύσει τα νώτα του, τοποθέτησε στο Πύθιο και την Πέτρα, 5.000 άνδρες περίπου, με επικεφαλής τους Ιστιαίο, Θεογένη και Μίδωνα, ενώ ενίσχυσε τις φρουρές της Θεσσαλονίκης και της Αινείας για να προστατευθεί από ενδεχόμενη απόβαση του ρωμαϊκού στόλου.
Η μάχη της Πύδνας
Ο Λεύκιος Αιμίλιος ανέθεσε στον θετό γιο του Φάβιο Μάξιμο και τον Σκιπίωνα Νασικά, να κάνουν παρακαμπτήριο ελιγμό και να "χτυπήσουν" τους Μακεδόνες από τα νώτα. Οι δύο στρατιωτικοί είχαν υπό τις διαταγές τους, 8.500 περίπου άνδρες. Την αυγή της 20ης Ιουνίου, οι Ρωμαίοι αιφνιδίασαν τους Μακεδόνες που φύλαγαν τη δευτερεύουσα διάβαση του Πύθιου. Οι υπερασπιστές του Πύθιου, αμύνθηκαν με γενναιότητα και πρόλαβαν να ενημερώσουν τη φρουρά της Πέτρας.
Η αναστάτωση που επικράτησε στο μακεδονικό στρατόπεδο, επέτρεψε στους Ρωμαίους να παρακάμψουν τη διάβαση της Πέτρας και να κατέβουν ανενόχλητοι στην πεδιάδα της Πιερίας.
Ο Περσέας βλέποντας την εξέλιξη αυτή, αποφάσισε να εγκαταλείψει την περιοχή του Ελπειού ποταμού και να μετακινηθεί στην τοποθεσία ανάμεσα στους ποταμούς Αίσονα (σημ. Πέλικας) και Λεύκο (σημ. Μαυρονέρι).
Ο Μακεδόνας βασιλιάς ήθελε να δώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν τη μάχη γιατί σύντομα θα κατέφθαναν και άλλες ρωμαϊκές δυνάμεις, υπό τον Λεύκιο Ανίκιο. Αντίθετα, ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, κωλυσιεργούσε, καθώς ο στρατός του ήταν ταλαιπωρημένος και η τοποθεσία δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή γι' αυτόν.
Μια έκλειψη της Σελήνης που έγινε το προηγούμενο βράδυ της μάχης (21 προς 22 Ιουνίου) τρόμαξε τα αντίπαλα στρατεύματα. Ως το επόμενο μεσημέρι, τίποτα δεν έδειχνε ότι θα ακολουθήσει μάχη.
Και όμως, αυτή ξεκίνησε από ένα τυχαίο γεγονός. Γύρω στις 3 το μεσημέρι, από την προφυλακή του ρωμαϊκού στρατοπέδου, κοντά στην όχθη του Λεύκου, "αχάλινος ίππος" διέσχισε τον ποταμό προς την απέναντι όχθη. Άνδρες της μακεδονικής προφυλακής (800 Θράκες υπό τον Αλέξανδρο) παρασύρθηκαν να αιχμαλωτίσουν το άλογο και αυτό προκάλεσε την επέμβαση των Ιταλών συμμάχων των Ρωμαίων. Η συμπλοκή γενικεύθηκε και φάνηκε οι Μακεδόνες να επικρατούν.
Αυτό προκάλεσε ενθουσιασμό στις τάξεις του στρατεύματος αλλά και τον ίδιο τον Περσέα, ο οποίος, μάλλον άκριτα, διέταξε έξοδο των δυνάμεών του προς το στρατόπεδο. 6.000 ψιλοί (ελαφρά οπλισμένοι) Θράκες και Παίονες, άγημα των επίλεκτων Μακεδόνων (2.000-3.000 υπασπιστές) και οι χαλκάσπιδες φαλαγγίτες του κέντρου προωθήθηκαν προς τον Λεύκο.
Αυτοί αποτελούσαν το πρώτο μέρος του αριστερού κέρατος της μακεδονικής παράταξης.
Τα μακεδονικά στρατεύματα, διέσχισαν τον Λεύκο και κάμπτοντας την αντίσταση των Ιταλών συμμάχων των Ρωμαίων, έφτασαν μια ανάσα από το ρωμαϊκό στρατόπεδο. Θορυβημένος ο Αιμίλιος Παύλος που ως τότε παρακολουθούσε τις εξελίξεις από τη σκηνή του στα υψώματα του Ολόκρου, έσπευσε να εμψυχώσει τις δυνάμεις του και διέταξε αντεπίθεση. Στο δεξιό μέρες της παράταξής του, που πιεζόταν περισσότερο, έστειλε μεγάλο μέρος του συμμαχικού πεζικού και (πολεμικούς) ελέφαντες. Αν και αρχικά φαινόταν ότι οι Μακεδόνες θα επικρατήσουν, ένας ευφυής ελιγμός του Αιμίλιου Παύλου ανέτρεψε τα δεδομένα. Διέταξε μικρή υποχώρηση των λεγεώνων, για να παρασύρει τους αντιπάλους του στα υψώματα των υπωρειών του Ολόκρου.
Το ανώμαλο έδαφος και το μεγάλο μήκος της παράταξης των Μακεδόνων, είχαν σαν αποτέλεσμα να προκληθεί σύγχυση στις δυνάμεις του Περσέα.
Οι Ρωμαίοι, την εκμεταλλεύτηκαν και "χτύπησαν", με επικεφαλής τον χιλίαρχο Λεύκιο Ποστούμιο Αλβίνο, τους αντιπάλους τους. Ιδιαίτερα, στο ασθενέστερο σημείο της μακεδονικής παράταξης, μεταξύ των χαλκάσπιδων (του αριστερού τμήματος της φάλαγγας) και του αγήματος. Αλλά και στο δεξιό τμήμα των Ρωμαίων, η προέλαση των Μακεδόνων είχε ανακοπεί από τους ελέφαντες.
Η σύγκρουση αυτή τελικά, εξελίχθηκε σε πανωλεθρία για τους Μακεδόνες, ειδικά για τους επίλεκτους άνδρες του αγήματος που σκοτώθηκαν όλοι.
Ο Περσέας, ενώ η μάχη δεν είχε κριθεί ακόμα, φρόντισε να φύγει μαζί με το ιππικό του. Για τη στάση του αυτή, όπως και τη γενικότερη απραξία του, κατηγορήθηκε σφοδρά, ενώ δέχτηκε επίσης ύβρεις και βαρύτατους χαρακτηρισμούς.
20.000 – 25.000 Μακεδόνες σκοτώθηκαν στη διάρκεια της μάχης, 5.000 αιχμαλωτίστηκαν και μόλις 600 κατάφεραν να σωθούν στα τείχη της Πύδνας.
Από την άλλη πλευρά, οι Ρωμαίοι έχασαν μόλις 80 – 100 άνδρες (!). Η συνολική διάρκεια της μάχης, ήταν περίπου μία ώρα (!).
Οι δυνάμεις του δεξιού κέρατος του Περσέα, έμειναν αλώβητες. Αποτελούνταν από 9.000 άνδρες συνολικά (2.000 Γαλάτες, 3.000 Κρήτες, 3.000 υπασπιστές και 1.000 άνδρες από διάφορα μέρη της Ελλάδας).
Ο νικητής της μάχης της Πύδνας, Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, ομολόγησε αργότερα ότι ποτέ στη στρατιωτική του σταδιοδρομία, δεν είχε δει φοβερότερο θέαμα από την επίθεση της μακεδονικής φάλαγγας.
Τα γεγονότα μετά τη μάχη - Η φυγή του Περσέα στη Σαμοθράκη
Όπως είπαμε, ο Περσέας εγκατέλειψε με το ιππικό του το πεδίο της μάχης και κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα του Πέλλα. Πολλοί συνεργάτες του τον εγκατέλειψαν ενώ το ιππικό του διασκορπίστηκε σε διάφορες μακεδονικές πόλεις.
Το ίδιο βράδυ, συνοδευόμενος από τον Κρητικό Εύανδρο, τον Βοιωτό Νέωνα, τον Αιτωλό Αρχέδαμο και 500 Κρήτες, μάζεψε τους θησαυρούς του και έφυγε από την Πέλλα.
Αρχικά, πήγε στην Αμφίπολη. Προσπάθησε να εξασφαλίσει τη βοήθεια των γειτονικών Βισαλτών, χωρίς αποτέλεσμα.
Έτσι, έστειλε μια πρεσβεία στο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο για να διαπραγματευτεί την παράδοση του. Στη συνέχεια, κατέφυγε με μεγάλο τμήμα των θησαυρών, στη Σαμοθράκη. Διάλεξε το πανέμορφο αυτό νησί, επειδή γειτνίαζε με τη Μακεδονία, υπήρχε το ιερό των Καβείρων όπου μπορούσε να ζητήσει άσυλο, είχε αυτάρκεια τροφίμων και τέλος, μπορούσε να ελπίζει σε βοήθεια του μακεδονικού στόλου, ο οποίος το 168 π.Χ. είχε σημειώσει μια σειρά από επιτυχίες στο Αιγαίο σε βάρος των Ρωμαίων και των συμμάχων τους.
Δυστυχώς για τον Περσέα, η μία μετά την άλλη, οι πόλεις του βασιλείου του, έπεσαν στα χέρια των Ρωμαίων. Στην Πέλλα, μάλιστα, περίμεναν τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, πολυάριθμες ελληνικές πρεσβείες που τον συγχάρηκαν για τη νίκη του. Το ίδιο έγινε και στην Αμφίπολη. Παράλληλα, ο επικεφαλής του μακεδονικού στόλου Αντήνορας, διαπιστώνοντας ότι ο αγώνας είχε κριθεί, παραδόθηκε στους Ρωμαίους.
Περικυκλωμένος από τον ρωμαϊκό στόλο υπό τον Γνάιο Οκτάβιο, ο Περσέας προσπάθησε να διαπραγματευθεί την παράδοσή του χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Εύανδρος εκτελέστηκε μετά από διαταγή του Περσέα (και απαίτηση του Γνάιου Οκτάβιου), επειδή είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Ευμένη στους Δελφούς. Αυτό έκανε όμως τους Κρητικούς μισθοφόρους ν' αποχωρήσουν απ' τη Σαμοθράκη. Ο Περσέας συμφώνησε μ' έναν έμπορο από την Κρήτη, τον Οροάνδη, που βρισκόταν εκείνον τον καιρό στη Σαμοθράκη, να τον μεταφέρει στη μεγαλόνησο στον σύμμαχό του, Κότυο. Φόρτωσε τους θησαυρούς του στο πλοίο του Οροάνδη και συμφώνησε να επιβιβαστεί και ο ίδιος τη νύχτα. Ωστόσο, ο Οροάνδης με τους θησαυρούς έφυγε αφήνοντας τον Περσέα στο νησί!
Απίστευτη αφέλεια από έναν βασιλιά… Τελικά, αφού ο πιστός του ακόλουθος Ίων ο Θεσσαλονικεύς με τα παιδιά του, εκτός από τον μεγαλύτερο γιο του Φίλιππο, παραδόθηκαν στους Ρωμαίους και ο ίδιος ο Περσέας με τον Φίλιππο παραδόθηκαν στον Γνάιο Οκτάβιο, ο οποίος με τη ναυαρχίδα του στόλου του, τους έστειλε στον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο (αρχές Ιουλίου 168 π.Χ.).
Ο τελευταίος, τους φέρθηκε άψογα και ηγεμονικά. Συνέφαγε μαζί με τον Περσέα, μιλώντας του ελληνικά και συνέστησε στους αξιωματικούς του να του φερθούν με σεβασμό.
Ακολούθησε η κατάληψη και η καταστροφή όσων ελληνικών πόλεων είχαν τηρήσει φιλομακεδονική στάση. Μόνο στον Πασσαρώνα και τον Τέκμονα της Ηπείρου συνάντησε μεγάλη αντίσταση. Όταν οι ηγέτες των πόλεων αυτών Αντίνοος, Θεόδοτος και Κέφαλος έπεσαν μαχόμενοι, οι κάτοικοί τους παραδόθηκαν. Μεγαλύτερες καταστροφές προκάλεσαν οι Ρωμαίοι στην Άντισσα της Λέσβου που είχε προσφέρει βοήθεια στον μακεδονικό στόλο. Υποχρέωσαν μάλιστα τους κατοίκους της να μετοικήσουν στη Μήθυμνα.
Η Μακεδονία, η Ηπειρος και η Ιλλυρία υπό ρωμαϊκή κατοχή
Η ρωμαϊκή Σύγκλητος, το 167 π.Χ. αποφάσισε να καταλυθούν τα μοναρχικά καθεστώτα, σε Μακεδονία, Ήπειρο και Ιλλυρία και να αντικατασταθούν από αβασίλευτα πολιτεύματα. Η Μακεδονία διαιρέθηκε σε 4 ανεξάρτητες και αυτόνομες "μερίδες" φόρου υποτελείς στους Ρωμαίους και η Ιλλυρία σε 3 "μερίδες". Στο μέλλον, απαγορευόταν η εκμετάλλευση των μακεδονικών μεταλλωρυχείων και της βασιλικής χώρας, ενώ οι πολίτες έπρεπε να πληρώνουν στη Ρώμη το μισό από το ποσό του φόρου που πλήρωναν στους Μακεδόνες βασιλιάδες.
Με τη μάχη της Πύδνας, έγινε από τους Ρωμαίους το προτελευταίο βήμα για την κατάκτηση της Ελλάδας. Το τελευταίο έγινε το 146 π.Χ. με τη μάχη στη Λευκόπετρα (μάχη Ισθμού), την καταστροφή της Κορίνθου και τη διάλυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Πηγή